του Βασίλη Ασημακόπουλου[1]
«...—Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια·
δε φελά να μιλάμε·
τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει;
ποιός θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
—Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντοτο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας...»
Γιώργος Σεφέρης, Σαλαμίνα της Κύπρος, 1953
Το Κυπριακό ζήτημα είναι κατ’ αρχάς θέμα απαγόρευσης αρχικά από τον αγγλικό και στη συνέχεια από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Μεγαλονήσου είναι Έλληνες, γι’ αυτό το περιεχόμενο της αυτοδιάθεσης λάμβανε το χαρακτήρα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ως το τελευταίο κομμάτι μιας μακράς διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης, που ξεκινάει με την Επανάσταση του 1821 και ολοκληρώνεται τον 20ο αιώνα, εντός των πλαισίων της σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή της διαδόχου της Τουρκίας μέσα από τη διαχείριση του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης-ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν η κυρίαρχη εκδοχή του Κυπριακού ζητήματος τη δεκαετία του ’50. Η επίσημη δεξιά της εποχής ιδιαίτερα στην Καραμανλική της εκδοχή ήταν ενάντια στο αίτημα αυτοδιάθεσης-ένωσης, αντανακλώντας τον υποτελή χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στον αμερικανο-βρετανικό ιμπεριαλισμό, στη δραστική επέμβαση του οποίου χρωστούσε την μεταπολεμική επιβίωση και επικράτησή της στον εμφύλιο που ακολούθησε, εσωτερικεύοντας τις μεταξύ τους αντιθέσεις, υπονομεύοντας καταλυτικά το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης. Η αριστερά κυρίως (ήδη από τη δεκαετία του ’40) αλλά και το κέντρο στήριζαν ανοιχτά τον αγώνα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση-ένωση τη δεκαετία του ’50, αναδεικνύοντας στην Ελλάδα το αίτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας απέναντι ουσιαστικά στο καθεστώς αμερικανοκρατίας τη δεκαετία του ’60 ως κυρίαρχο. Την περίοδο 1960-1974, λόγω της συνθήκης της δοττής ανεξαρτησίας υπό καθεστώς εγγυητριών δυνάμεων, το αίτημα αυτοδιάθεσης-ένωσης υποχωρεί και αναδεικνύεται το αίτημα για Κύπρο γνήσια ανεξάρτητη, καθώς είναι φανερό ότι η συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι λειτουργική, όπως έδειχνε η πρόταση αναθεώρησης της συνθηκών από τον Μακάριο (1963), οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις κοινότητες, αλλά και ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1964).
Από το 1974 και μετά, λόγω της εισβολής-κατοχής από τον τουρκικό στρατό του 37% της Κύπρου, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα σε βάρος του Προέδρου Μακαρίου από την ιωαννιδική χούντα στην Ελλάδα - ενώ ήδη είχε δραστικά υπονομευθεί η άμυνα της Κύπρου με την απόσυρση της ελλαδικής μεραρχίας από την παπαδοπουλική χούντα το 1967 και τη συνεχή υπονόμευση του Μακαρίου από τη δικτατορία καθ’ όλη την περίοδο 1967-1973 - το Κυπριακό ζήτημα είναι θέμα εισβολής-κατοχής ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ, αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, των εποίκων από την Ανατολία και επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους.
Τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού στην περίοδο μετά το ’74, έχουν στον πυρήνα τους τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, ως αποτέλεσμα των συνομιλιών Μακαρίου-Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού-Ντενκτάς (1979). Οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα (δεξιά και κομμουνιστική αριστερά, ΠΑΣΟΚ από το 1996 και μετά) και Κύπρο (το αριστερό ΑΚΕΛ- ο δεξιός ΔΗ.ΣΥ.) αποδέχθηκαν το πλαίσιο της διζωνικής-δικοινοτικής Ομοσπονδίας ως βάση επίλυσης του Κυπριακού. Οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στην διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία ήταν στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ καθ’ όλη την Ανδρεοπαπανδρεϊκή περίοδο (1974-1996) και στην Κύπρο το κέντρο και η κεντροαριστερά (ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ), αλλά και η σκληρή δεξιά. Το ΚΚΕ με την πρόσφατη απόφαση της ΚΕ (Οκτώβριος 2016) άλλαξε στάση και τέθηκε εναντίον της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Οι προτάσεις επίλυσης του Κυπριακού (σχέδιο Κουεγιάρ 1985-6, δέσμη ιδεών Γκάλι 1991-2 και σχέδιο Ανάν 2004), έχουν όλες στον πυρήνα τους τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, την παραμονή του μεταποικιακού καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων, την όχι άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, την άρνηση ή υπό αυστηρό περιορισμό άσκηση των ελευθεριών κίνησης, εγκατάστασης, περιουσίας, την παραμονή των εποίκων, την ακύρωση του δημοκρατικού κανόνα (πλειοψηφία-μειοψηφία). Δηλαδή αναιρούν τις βασικές αρχές και αξίες που αποτέλεσαν τα θεμέλια των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Οι Ελληνοκύπριοι αποφαινόμενοι για πρώτη ίσως φορά (μετά το δημοψήφισμα του 1950) κυριαρχικά και αδιαμεσολάβητα για το Κυπριακό, απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν με ποσοστό 76% (Απρίλιος 2004).
Παρ’ όλο που η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ε.Ε. -σημαντική επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη, το 2003, που ολοκλήρωσε επιτυχώς τη μακρά διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των χρόνων της δεκαετίας του ’90, στοιχείο που αντανακλά την προσωρινή αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, αλλά και την ανάλειψη δέσμευσης για μαχητική υποστήριξη του σχέδιου Ανάν ως συμφωνημένου πλαισίου επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που ανατράπηκε από το κυπριακό δημοψήφισμα και από τη στο μεταξύ εκλογή του ‘απορριπτικού’ Τάσσου Παπαδόπουλου στη θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταγράφεται όμως στη μαχητική υποστήριξη του σχεδίου Ανάν στην Ελλάδα εκ μέρους των εκσυγχρονιστών του ΠΑΣΟΚ ( και όχι μόνον του ΠΑΣΟΚ), αλλά και στο διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου λίγες μόνον ώρες πριν το διάγγελμα του Τάσσου Παπαδόπουλου - και ένα μεγάλο τμήμα του εδάφους της είναι παρανόμως κατηλειμμένο από στρατό κατοχής, αυτό δεν θεωρούνταν πρόβλημα για την Ε.Ε. να παρέχει καθεστώς υπό ένταξη χώρας, στην Τουρκία που έχει εισβάλει στην Κύπρο και θέτει ως casus belli την νόμιμη άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος των 12 μιλίων στο Αιγαίο από την Ελληνική Δημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά πλειοψηφία ήταν υπέρ της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως ήταν υπέρ του Σχεδίου Ανάν ο ΣΥΝ πάλι κατά πλειοψηφία. Ενδεικτικό πάντως του διχασμού του μετά το 2012 ΣΥΡΙΖΑ για το Κυπριακό είναι δύο στοιχεία. Πρώτον ότι στο 1ο συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ (Ιούλιος 2013) δεν τέθηκαν σε ψηφοφορία οι αντιτιθέμενες απόψεις για το Κυπριακό με ευθύνη και επιλογή του κεντρικού μηχανισμού, μολονότι είχαν αποτελέσει τμήμα του προσυνεδριακού διαλόγου εντός του κόμματος. Δεύτερον τον Ιούλιο 2014, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων εισβολής-κατοχής δημοσιοποιήθηκαν δύο αντιπαραθετικά κείμενα με πολλές υπογραφές στελεχών και μελών του ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα της αποδοχής ή μη της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το τμήμα εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν αντίθετο στη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία βρίσκεται από τον Ιούλιο 2015 κατά συντριπτική πλειοψηφία εκτός (μνημονιακού) ΣΥΡΙΖΑ. Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές σε προηγούμενα κείμενά μας, η διαδικασία διεθνούς ενσωμάτωσης της Ελλάδας ως κυρίαρχης-κυριαρχούμενης, εσωτερίκευει την ιμπεριαλιστική εξάρτηση ως κυρίαρχη αντίθεση, παράγοντας την ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα ως μοναδική δυνητικά ηγεμονική γραμμή πολιτικού αγώνα των ‘από κάτω’.
Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι στις ωμές πραγματικότητες, που κινούνται πολλές φορές αντίθετα από τις ιδεοληψίες ή τις επιθυμίες. Η αδιαφορία της μεταπολιτευτικής αριστεράς σε σχέση με το Κυπριακό αντανακλάται στις ανύπαρκτες πρωτοβουλίες που έλαβε για το Κυπριακό, στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών, στο φοιτητικό χώρο ή στο εργατικό κίνημα. Καμία πτυχή του δεν ανέδειξε, όπως λ.χ. το θέμα των αγνοουμένων, καμία συμπαράσταση δεν έδειξε. Αρνήθηκε να συμβάλει στη διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος και ήταν σταθερά εχθρική στην ανάδειξη της τουρκικής προβληματικότητας ως του κομβικού ζητήματος στην περιοχή. Τους Κούρδους, όταν δεν τους εχθρευόταν, τους αγνοούσε μέχρι το 2014, υποβάθμιζε τον αγώνα των Τούρκων αντικαθεστωτικών, για να μην μιλήσουμε για τα ζητήματα της μνήμης στη Μικρασία, τον Πόντο ή τους Αρμένιους, τους Ασσύριους, τους Έλληνες της Κων/πολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, γιατί θα πικραθούμε. Εξαιρέσεις υπήρξαν, τιμητικές πλην όμως ελάχιστες στο χώρο της ενεργού πολιτικής και της μαχόμενης διανόησης (Ανδρέας Παπανδρέου, Μανώλης Γλέζος, Νίκος Ψυρούκης, Μιχάλης Χαραλαμπίδης και οι «Ιταλοί» του ΠΑΣΟΚ, σχήματα προερχόμενα από τη μαοϊκή αριστερά, ο κύκλος γύρω από το περιοδικό Τετράδια, η ελληνική έκδοση της Μηνιαίας Επιθεώρησης, ο χώρος της Ρήξης και του Άρδην). Ουσιαστικά η μεταπολιτευτική αριστερά ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90 και μετά, με την άρνηση της αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής γραμμής που ήταν κυρίαρχη στην πρώτη φάση της μεταπολίτεσυης, συνέβαλε στο κοινωνικό πεδίο και στο επίπεδο του σχηματισμού συνειδήσεων, στον ιδεολογικό αγώνα στην απομάκρυνση Ελλαδιτών και Κυπρίων, συμπληρώνοντας τη στάση της εγχώρας αστικής τάξης ήδη από τη δεκαετία του ’50. Διαφορετικά ειπωμένο. Όλοι θα θέλαμε τα γειτονικά μας κράτη να είναι δημοκρατικά, μη αναθεωρητικά κλπ, αυτονόητες και κατακτημένες πραγματικότητες για τη δυτική Ευρώπη ή ακόμα καλύτερα – ως αριστεροί- να υπάρχει αναπτυγμένος περιφερειακός διεθνισμός σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση όπως στους λαούς της Λατινικής Αμερικής, οι λαοί στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο να είναι αδελφωμένοι, να ζούμε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, μια ελεύθερη ζωή, σε πορεία μετάβασης στον κομμουνισμό όπου θα έχει καταργηθεί ο ταξικός ανταγωνισμός, πολλώ δε μάλλον ο εθνικός, να μην υπάρχουν ανταγωνιζόμενοι ιμπεριαλισμοί και όλα αυτά τα ωραία.
Δυστυχώς όμως το 2016 αυτή η ονειρική προοπτική φαντάζει μάλλον μακρινή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κυριαρχείται από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται και όλοι μας καθημερινά βιώνουμε, τα αντι-ΕΕ κινήματα ηγεμονεύονται από την δεξιά, καθώς η κομματική αριστερά έχει μετατραπεί σε υλικό και ιδεολογικό μηχανισμό της Ε.Ε., η Τουρκία είναι μια ρητώς και εμπράκτως αναθεωρητική δύναμη κινούμενη μεταξύ υποϊμπεριαλιστικού σταθμού της περιοχής και αυτονομής περιφερειακής δύναμης, ανάμεσα σε δύο φασίζουσες και ρατσιστικές κυρίαρχες ιδεολογίες (κεμαλισμός-νεοθωμανισμός), το αριστερό κίνημα, με τη μορφή του εργατικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, είναι σε ιστορική υποχώρηση, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε παρακμιακή τροχιά, ενώ αναπτύσσονται και βαλκανικοί εθνικισμοί.
Τούτων δοθέντων ο ελληνισμός καλείται να συμβάλει ή να συναινέσει σ’ ένα πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αποτυπώθηκε δημοσίως τουλάχιστον μέχρι σήμερα από τον ΥΠ.ΕΞ. Νίκο Κοτζιά (ο οποίος δεν έχει ιστορική σχέση με τον κομματικό ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) – καλό είναι να διατηρεί κάποιος μια επιφύλαξη τόσο ως προς τη χρονική διάσταση των αντιστάσεων, όσο και ως προς τις πηγές πληροφόρησης- ειδικότερα στα ζητήματα των εγγυητριών δυνάμεων και την αποχώρηση του στρατού κατοχής, ήταν κατά τη γνώμη μου η απολύτως αυτονόητη. Η ελληνική πλευρά, είτε ελλαδική είτε ελληνοκυπριακή δεν πρέπει να είναι η επισπεύδουσα συνιστώσα σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία (διεθνοπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά). Ίσως ο Νίκος Κοτζιάς μ’ αυτόν τον τρόπο, δείχνει να έχει λάβει το μάθημα του 2004 και του σχεδίου Ανάν, όταν ως βασικός σύμβουλος τότε του Γιώργου Παπανδρέου μάλλον υποστήριζε το συγκεκριμένο σχέδιο. Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, είναι πολύ θετικό. Θυμίζει τη στάση του Κώστα Καραμανλή το 2004, όταν ως μόλις εκλεγείς πρωθυπουργός εμμέσως πλην σαφώς δεν υποστήριξε κατ’ ουσίαν το σχέδιο Ανάν, επιχειρώντας ν’ αποβάλει το προπατορικό αμάρτημα του καραμανλισμού σε σχέση με το κυπριακό, πιθανόν όπως το μετέφερε ο καταπιστευματοδόχος της καραμανλικής κληρονομιάς στα ζητήματα αυτά, ο τότε ΥΠΕΞ Πέτρος Μολυβιάτης. Και μάλλον έτσι εξηγείται και η στάση ενός έτερου φορέα του καραμανλισμού, του ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλου. Με την επιφύλαξη, η οποία προέρχεται από τη διαδρομή των συγκεκριμένων πολιτοκοϊδεολογικών ρευμάτων τόσο της αστικής τάξης, όσο και της αριστεράς, των προσώπων, κυρίως όμως του συσχετισμού δυνάμεων και των κάθε φορά διαμορφούμενων προτεραιοτήτων, συλλογικών και ατομικών.
[1] Δικηγόρος, μέλος Σ.Ε. Νέου Αγωνιστή και του περιοδικού Τετράδια
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.