Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χέρμαν Μέλβιλ και Μόμπυ Ντικ

994
Η ιστορία πίσω από τη συγγραφή του πιο σημαντικού αμερικανικού λογοτεχνικού έπους
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 120
«Λέγε με Ισμαήλ». Ο μέγας Χέρμαν Μέλβιλ έγραψε κάποτε ότι, μετά τις πρώτες τρεις λέξεις του βιβλίου που θα γινόταν κάποτε ο Μόμπυ Ντικ ή η φάλαινα δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε άλλο για εβδομάδες. Ο Μέλβιλ είχε χρησιμοποιήσει την προστακτική για να εισάγει το όνομα του αφηγητή της μεγάλης περιπέτειας, δίνοντάς του το βιβλικό όνομα του αποστάτη γιου του Αβραάμ, δημιουργώντας έτσι την πιο διάσημη εισαγωγή στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας.
Ταυτόχρονα, ο όγκος και η ανατρεπτική σημασία των αιρετικών σκέψεων που θα λάμβαναν σάρκα και οστά στις μετέπειτα σελίδες τον είχε τρομάξει. Σήμερα, 166 χρόνια μετά, θα κρίναμε πως μάλλον είχε δίκιο για τις αναστολές του, αφού το τελικό έργο δεν θα τύγχανε θετικής αποδοχής εκ μέρους των κριτικών της εποχής και οι μετέπειτα συγγραφικές του προσπάθειες, όπως ο Πιέρ, θα κατακεραυνώνονταν από τον Τύπο, ως «παρανοϊκές» με την παραίνεση, «Οι φίλοι του να τον κρατήσουν μακριά από την πένα και το μελάνι».
Ευτυχώς, προς χάριν της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Μέλβιλ δεν έλαβε υπόψη τις ανωτέρω προτροπές και συνέχισε τη συγγραφή μυθιστορημάτων και ποιημάτων. Χρόνια μετά τον θάνατό του, θα υπήρχε ανανεωμένο ενδιαφέρον για το έργο του και σε πείσμα όσων τον κατέκριναν, θα λάμβανε την καταξίωση που του άξιζε. Σήμερα, ο Μόμπυ Ντικ θεωρείται, δικαίως, «το βιβλίο-σύμβολο του αμερικανικού ρομαντισμού» και, κατά τον Βρετανό συγγραφέα Ε.Μ. Φόρστερ «η ουσία του βιβλίου είναι ένα προφητικό τραγούδι που ρέει ως θαλάσσιο ρεύμα πέρα από την επιφανειακή δράση και την ηθική».
Ποιος ήταν, όμως, ο Χέρμαν Μέλβιλ και πώς έγραψε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο; Ικανοποιητικές απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα μπορούν να βρεθούν αποκλειστικά και μόνο στη θάλασσα και στον ανελέητο πόλεμο του ανθρώπου κατά ενός άλλου θηλαστικού του πλανήτη, της φάλαινας, και δη της φάλαινας φυσητήρα (sperm whale). Κάπου εκεί, θα μπορέσουν να γίνουν αντιληπτοί και οι πολλαπλοί συμβολισμοί που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στην αφήγησή του. Ο Μέλβιλ, λοιπόν, αν και από ευκατάστατη, στεριανή οικογένεια, δούλεψε ως ναυτικός για κάποιο διάστημα της ζωής του και είχε μπαρκάρει με το αμερικανικό φαλαινοθηρικό Ακούσνετ τον Δεκέμβρη του 1840 για να κυνηγήσει φάλαινες φυσητήρες. Ο φυσητήρας είναι μια φάλαινα που έχει δόντια και όχι μπαλένες και έχει την ατυχία να περιέχει στο κεφάλι ένα υγροποιημένο κερί, το λεγόμενο σπαρματσέτο, που ήταν πανάκριβο τον 18ο-19ο αιώνα, λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο είδος κυνηγήθηκε μέχρι αφανισμού. Φτάνοντας τα 20 μέτρα μήκος και με δυνατότητα κατάδυσης τα 2250 μ. βάθος, ο φυσητήρας δεν ήταν ευκαταφρόνητος αντίπαλος και εκατοντάδες ναυτικοί είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της φαλαινοθηρίας από βύθιση λεμβών, ατυχήματα, μπερδεμένα σχοινιά και κακουχίες.
Φαίνεται πως ο Μέλβιλ είχε μείνει έκπληκτος από την αχαλίνωτη σφαγή των φαλαινών σε εκείνο το πρώτο ταξίδι, γι’ αυτό και εγκατέλειψε το πλοίο μετά από 18 μήνες, για να περάσει μια περίοδο γαλήνης στα νησιά Μαρκέσας της Πολυνησίας. Η επαφή του με τους ιθαγενείς των νησιών και οι εμπειρίες του στον απέραντο, «φαινομενικά εγκαταλειμμένο από τον Θεό», ωκεανό, τον οδήγησε σε μια «ιδεολογική μεταστροφή» με αποτέλεσμα τη συμπάθειά του προς τους «μη έχοντες, κοινούς θνητούς» και την αποξένωσή του από τα ιδανικά της Δύσης.
Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ, τον Οκτώβρη του ’44, άρχισε να μαζεύει ιστορίες για φάλαινες φυσητήρες και βυθισμένα φαλαινοθηρικά, μέχρι που την προσοχή του τράβηξε ένα άρθρο του εξερευνητή Ιερεμία Ρέινολντς στο περιοδικό Νικερμπόκερ του Μάη του 1839, που περιέγραφε τον σκοτωμό ενός τεράστιου φυσητήρα αλμπίνου, με είκοσι καμάκια στα πλευρά του, στα ανοιχτά της Χιλής. Εκείνη την περίοδο είχε την τύχη να συναντήσει τον Ουίλιαμ Τσέις, γιο του πλοιάρχου Όουεν Τσέις, του φαλαινοθηρικού Έσσεξ, το οποίο είχε εμβολιστεί και βυθιστεί από έναν γιγάντιο λευκό φυσητήρα, 2000 μίλια δυτικά της Λατινικής Αμερικής το 1820. Ο Τσέις είχε επιβιώσει μαζί με άλλα οχτώ μέλη του πληρώματος κάτω από απίστευτες συνθήκες και είχε κρατήσει ημερολόγιο των ημερών εκείνων, το οποίο έφτασε στα χέρια του Μέλβιλ.
Οι ιστορίες που είχε συγκεντρώσει ήταν εκπληκτικές, αλλά ο Μέλβιλ είχε αποφασίσει να γράψει κάτι πάνω και πέρα από μια θαλασσινή περιπέτεια. Σκοπός του ήταν να φτιάξει μια ιστορία που θα εξέταζε κριτικά τη φαλαινοθηρία και με βάση αυτή θα αμφισβητούσε συνολικά το θρησκευτικό αξίωμα ότι ο άνθρωπος αποτελούσε την κορωνίδα της φύσης. Για να το κάνει, θα αναφερόταν συμβολικά στον υποβόσκοντα αταβιστικό φόβο κάθε κυνηγού και φαλαινοθήρα, γιατί ο Μόμπυ Ντικ είναι αυτός ο φόβος. Το φαλαινοθηρικό, 2000 μίλια από τη στεριά, είναι ένα καρυδότσουφλο στο έλεος των στοιχείων της φύσης και των στοιχειών της θάλασσας. Η λευκή φάλαινα, με καρφωμένα επάνω της τα καμάκια παλιών νικηφόρων μαχών εναντίον των ανθρώπων, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του ωκεανού. Δεν είναι το ανόητο κήτος που σκοτώνει κατά λάθος. Αντιθέτως, ο Μόμπυ Ντικ είναι νοήμων, με όλη τη σοφία χιλιάδων ετών εξέλιξης και σκοτώνει εκ προμελέτης, χωρίς κανένα μίσος ή οίκτο, γι’ αυτό είναι ακατανίκητος. Ουσιαστικά, με το βιβλίο του ο Μέλβιλ θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη θεμελιώδη σύμβαση του δυτικού μοντέλου, ότι η τυραννία του ανθρώπου πάνω στη φύση καθαγιάζεται από τον Θεό και οι συμβολισμοί που θα χρησιμοποιήσει για να πετύχει τον σκοπό του είναι πρωτόγνωροι.
Το σκάφος, το Πίκουοντ, θα σαλπάρει από το νησάκι του Ναντάκετ της Μασαχουσέτης, μια αποκία κουάκερων, και οι ιδιοκτήτες, ο πλοίαρχος Έιχαμπ, οι αξιωματικοί Στάρμπακ, Σταμπς και Φλασκ είναι όλοι λευκοί κουάκεροι, ειρηνιστές που δεν σηκώνουν όπλο εναντίον ανθρώπου, αλλά που σηκώνουν το καμάκι σε μια αλλόφρονα σφαγή, εναντίον ενός θερμόαιμου, φιλειρηνικού πλάσματος που δεν είναι εχθρός του ανθρώπου. Παράλληλα, ο Μέλβιλ δεν θα χαριστεί ούτε στις υπόλοιπες φυλές του πλανήτη. Οι κύριοι χειριστές καμακιών των λέμβων είναι οι Κουίκουεγκ (Μαορί), Ταστίγκο (Ινδιάνος), Νταγκού (Αφρικανός), Φεντάλα (Ινδός), μη αφήνοντας ελαφρυντικά στοιχεία συνενοχής στο έγκλημα για κανέναν, ασχέτως καταγωγής. Σε έναν υπέροχο συμβολισμό πριν την πρώτη συνάντηση με τη λευκή φάλαινα, το Πίκουοντ θα πέσει σε μια μαγνητική καταιγίδα όπου ο Έιχαμπ θα καλέσει τους χειριστές καμακιών να αναμείξουν το αίμα τους από τέσσερις διαφορετικές φυλές για να αγιάσουν τα καμάκια, καθώς το πλοίο θα φωτίζεται από τη φωσφορίζουσα φωτιά των Διόσκουρων. Το παραληρηματικό, άσβεστο μίσος και η μανία εκδίκησης του πλοιάρχου Έιχαμπ κατά του Μόμπυ Ντικ γίνεται φανερό πως θα τους παρασύρει όλους στον όλεθρο, αλλά τα γεγονότα αφήνονται να τραβήξουν προς την τελική, αμετάκλητη καταστροφή. Στο τέλος, το κήτος θα βυθίσει το πλοίο θανατώνοντας τους πάντες πάνω σ’ αυτό και ο μόνος που θα γλιτώσει θα είναι ο Ισμαήλ, ο τυχαίος επιβάτης και ο μόνος μη επαγγελματίας φαλαινοθήρας.
Η παράδοξη μαγεία του Μόμπυ Ντικ είναι ότι, τελικά, ο Μέλβιλ καταφέρνει να σε κάνει να μην μπορείς να είσαι με την πλευρά των ανθρώπων διωκτών, κουάκερων ή μη. Η φάλαινα πρέπει να ζήσει για να πολεμήσει μια ακόμη μέρα. Ο πόλεμος στον ωκεανό δεν έχει τελειώσει.

ΠΗΓΗ:http://ardin-rixi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.