Τοῦ σέβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. μφιλοχίου (Ράντοβιτς)


Τὸ «θη­ρί­ο» μὲ τν «ἀ­πά­τη» του ἔ­χει ἕ­να μο­να­δι­κὸ σκο­πό: τὴ δι­ά­σπα­ση καὶ τν ἐ­κμη­δε­νι­σμὸ τς δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ τοῦ νο­ή­μα­τός της. Καὶ αὐ­τὸ κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ τὴ δι­ά­σπα­ση τς κ­κλη­σί­ας ς κα­θο­λι­κς κοι­νω­νί­ας καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που ς προ­σώ­που.
Ἡ ἀ­πά­τη αὐ­τὴ αχ­μα­λω­τί­ζει τὴ ρί­ζα τν λο­γι­κν ν­των, τν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους. Χω­ρς τὸ φς τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ὁ Θε­ς καὶ ὁ ἄν­θρω­πος κατὸ σύμ­παν κα­λύ­πτον­ται ἀ­πὸ τν ἀ­πέ­ραν­το ζό­φο τς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας. Στὸ βυ­θὸ τς ἀ­λο­γί­ας τὸ πρῶ­το ποὺ λεί­πει εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Καὶ θλεί­πη ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α πάν­το­τε ἀ­πὸ ἐ­κεὅ­που δν σώ­ζον­ται οἱ τρι­α­δι­κς «ἑ­νώ­σεις» καὶ «δι­α­κρί­σεις», δη­λα­δὴ ἐ­κεὅ­που βα­σι­λεύ­ει ἡ σύγ­χυ­σηἀ­νά­με­σα στὴ «φύ­ση» καὶ στὸ «πρό­σω­πο», εἴ­τε αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ Θε­ὸ εἴ­τε στν κτι­στὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Ἡ ἀ­πά­τη εἶ­ναι «ἀ­νυ­πό­στα­τη» καὶ τοῦ­το για­τὶ ἀ­κρι­βς δι­α­λύ­ει τν «ὑ­πό­στα­ση», ποὺ εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κὴ Ἀ­λή­θεια. Ἡ δι­ά­λυ­ση ρ­χε­ται εἴ­τε μὲ τν αὐ­θαί­ρε­τη καὶ τε­λι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτη σύγ­χυ­ση κα ἀ­νά­μι­ξη τν δύ­ο αὐ­τν στοι­χεί­ων, ποὺ στν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά τους εἶ­ναι πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­να, λ­λὰ συ­νά­μα καὶ δι­α­κρί­νον­ται (δη­λα­δὴ τς φύ­σε­ως καὶ τοῦ προ­σώ­που), εἴ­τε μὲ τν αὐ­θαί­ρε­τη δι­ά­σπα­ση τς ἑ­νό­τη­τάς τους. Ἔ­τσι τρό­πος ὑ­πάρ­ξε­ως τν πραγ­μά­των κα­ταν­τά­ει ὁ «κοι­νς κ­βια­σμς» καὶ ἡ κά­θε εἴ­δους κοι­νω­νί­α δν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι στν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ τί­πο­τε λ­λο πα­ρὰ ἕ­νας τρό­πος κ­βια­σμο. Αὐ­τὴ ἡ ἄρ­ση τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, στν ὀ­ποί­α ὁ­δη­γεῖ­ται ἀ­να­πό­τρε­πτα βα­δί­ζον­τας τὸ δρό­μο αὐ­τὸ ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­γι­νε φα­νε­ρὸ πς ὀ­φεί­λε­ται στν λ­λει­ψη ἐ­πι­γνώ­σε­ως γιὰ τν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­λή­θεια τν ν­των καὶ γιὰ τν πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α τνν­θρώ­πων, στν ἄ­γνοι­α τν νη­μά­των, ποὺ συν­δέ­ουν τν ­να ν­θρω­πο μὲ τν λ­λο καὶ γε­νι­κὰ μὲ ὅ­λη τν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ὁ Θε­άν­θρω­πος φα­νέ­ρω­σε τν Ἀ­λή­θεια γιὰ τν Τριά­δα καὶ ταυ­τό­χρο­να πραγ­μα­το­ποί­η­σε  καὶ πραγ­μα­το­ποι­ών­τας φα­νέ­ρω­σε  τν ἀ­λή­θεια τς κτί­σε­ως. Ἡ δι­πλὴ αὐ­τὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψηἔ­χει ἕ­να σκο­πό. Ὁ Χρι­στς θέ­λη­σε μέ­σα στὸ θε­αν­θρώ­πι­νο χω­νευ­τή­ριο τς κ­κλη­σί­ας Του νὰ δι­α­λύ­ση μὲ τν ὑ­πό­στα­σή Του τν «ἀ­νυ­πό­στα­τη ἀ­πά­τη». Ἔ­τσι, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ «Λό­γος σρξ ἐ­γέ­νε­το»ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε πς ἡ ρί­ζα τν πάν­των εἶ­ναι τὸ φς· πς  ρί­ζα τν πάν­των εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἡ ἁ­γι­ό­της. Ἡ ρί­ζα τν πάν­των εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α καὶ τνό­η­μα τν πάν­των εἶ­ναι πά­λιν ἡ κοι­νω­νί­α. Καὶ τοῦ­το ἐ­πει­δὴ τὸ ἐ­σώ­τα­το μυ­στή­ριο τν πάν­των εἶ­ναι τὸ Πρό­σω­πο.
Ὁ Χρι­στός, σύμ­φω­να μὲ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοἕ­νω­σε καὶ συμ­πε­ρι­έ­λα­βε μέ­σα Του τὸ πν:  Ἕ­νω­σε τὸ ἄρ­σεν καὶ τὸ θῆ­λυ μὲ τὴ γέν­νη­σή Του, τν οἰ­κου­μέ­νη καὶ τν πα­ρά­δει­σο μὲ τὴ ζω­ή Του, τὴ γῆ καὶ τν οὐ­ρα­νό (τὸ κτι­στὸ καὶ τὸ ἄ­κτι­στο) μὲ τὴ σάρ­κω­ση καὶ τν ἀ­νά­λη­ψή Του. Ἀ­φθαρ­το­ποί­η­σε τὴ φύ­ση μὲ τν ἀ­νά­στα­σή Του καὶ ὡ­δή­γη­σε τν ν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση στὴ μό­νη πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α μὲ τν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­ο, ποὺ τὸ ἐ­κλαμ­βά­νει ς τὸ ἐ­σώ­τα­το καὶ οἰ­κει­ό­τα­το μέ­τρο καὶ τύ­πο το  Ἴ­διου Του το Ἑ­αυ­το. Αὐ­τς ὡ­δή­γη­σε καὶ προ­σκα­λεῖ μὲ τὸ Πρό­σω­πό Του στν ἐ­λευ­θε­ρί­α τὸ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νο ἄ­το­μο, ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει αἰ­ώ­νια νὰ ἐμ­πλα­κῆ στὰ δί­κτυ­α τς «ἀ­νυ­πό­στα­της ἀ­πά­της».
Ὁ ἄν­θρω­πος δν εἶ­ναι «κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος» (πί­σω ἀ­πὸ τού­τη τὴ θέ­ση τοῦ Σρ­τρ γε­λά­ει μὲ τν ἀ­παί­σια γκρι­μά­τσα τὸ προ­σω­πεῖ­ο τς θε­ς Ἀ­νάγ­κης), λ­λ εἶ­ναιἀ­πὸ τν ρ­χὴ κα­λε­σμέ­νος στν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στν Ἀ­λή­θεια: «γνώ­σε­σθε τν ἀ­λή­θειαν καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μς» ( Ἰ­ω. η΄ 32). Στν ρ­θό­δο­ξο χῶ­ρο αὐ­τς τς κα­θο­λι­κό­τη­τας πρό­κει­ται γιὰ μιν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ ἐκ­πη­γά­ζει πα­ρά­δο­ξα ἀ­πὸ τν ὑ­πα­κο­ή. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­κεί­νη, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στν κοι­νω­νί­α μὲ τνἀ­φαί­ρε­ση τς ἐ­γω­ι­στι­κς ἀ­πο­μό­νω­σης καὶ τν οἰ­κεί­ω­ση τς κα­θο­λι­κς Ἀ­λή­θειας.
Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τς τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας στὴ σφαί­ρα τοῦ ἀ­λό­γου (Irrational) καὶ ἡ ἀ­πο­δο­χὴ μις «ἀ­κτί­στου ἐ­λευ­θε­ρί­ας», ποὺ «προ­ϋ­πάρ­χει τοῦ εἶ­ναι» (Μπερ­διά­εφ), λ­λὰ καὶ τὸ ἀν­τί­θε­το, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας στὰ πλαί­σια τοῦ ἁ­πλοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ γί­γνε­σθαι, ση­μαί­νει κ τν προ­τέ­ρων τν κη­δεί­α της. Για­τὶ καὶ μὲ καὶ μὲ τν ἕ­να καὶ μὲ τν λ­λο τρό­πο ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ξε­ρι­ζώ­νε­ται ἀ­πὸ τ Πρό­σω­πο καὶ ἀ­πὸ τν κοι­νω­νί­α τν Προ­σώ­πων, ποὺ εἶ­ναι ἡ πρω­ταρ­χι­κὴ καὶ μο­να­δι­κὴ ρί­ζα καὶ ἑ­στί­α της.
Τὸ μυ­στή­ριο τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας λοι­πν πα­ρα­μέ­νει καὶ εἶ­ναι τὸ ἄρ­ρη­το μυ­στή­ριο τς «λ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρή­σε­ως» τν Προ­σώ­πων τς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ἔ­τσι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ ἢ ὄ­χι τς Τριά­δος ς τοῦ τρό­που ζω­ς ἀ­πὸ τὰ λο­γι­κὰ ὄν­τα εἶ­ναι καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ἡ πραγ­μά­τω­ση δὲ τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας γί­νε­ται μέ­σα στν κέ­νω­ση, τν ἕ­νω­ση, τν ὑ­πα­κο­ὴ καὶ τν ἀ­γά­πη.Ἀ­πὸ τν τα­πεί­νω­ση καὶ τν κέ­νω­ση τοῦ κα­θε­νς χτί­ζει ὁ Θε­ς τὸ με­γα­λεῖ­ο τν πάν­των καὶ τοῦ κα­θε­νς χω­ρι­στά. Ὅ­ταν κα­τέ­βη ὁ ἄν­θρω­πος στὸ «μη­δέν», ἐ­κεῖ δη­λα­δὴ ἀ­π’ ὅ­που ξε­κί­νη­σε τν πρώ­τη στιγ­μὴ τς δη­μι­ουρ­γί­ας του, ν­τι­κρύ­ζει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ φω­τει­νὸ τρι­συ­πό­στα­το ὑ­πό­βα­θρό του καὶ ἑ­νώ­νε­ται μὲ αὐ­τό, καὶ τό­τε μό­νο ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ δυ­σβά­στα­κτο βά­ρος τς «ἐ­πι­θυ­μί­ας τς σαρ­κός» καὶ τς «ἀ­λα­ζο­νεί­ας τοῦ βί­ου», ποὺ «οκ ἔ­στιν κ τοῦ Πα­τρός, λ­λ’ κ τοῦ κό­σμου ἐ­στίν» (Α΄ Ἰ­ω. β΄ 16 - 17). Ἐ­κε, στὸ «μη­δέν», συ­ναν­τι­ν­ται καὶ ὁ βα­πτι­σμέ­νος καὶ ρι­ζω­μέ­νος στν Τριά­δα καὶ ὁ ἀ­βά­πτι­στος. Μο­νά­χα πο τὸ «μη­δν» γιὰ τν ἕ­να μν γί­νε­ται «τά­φος», ἀ­φοῦ ὁ κό­σμος, ποὺ μέ­νει ἡ μό­νη τρο­φὴ καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α του, «πα­ρά­γε­ται καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α αὐ­το»ἐ­νῶ γιὰ τν λ­λο γί­νε­ται «τά­φος» βέ­βαι­α, λ­λὰ συ­νά­μα καὶ «μή­τηρ» («τὸ σω­τή­ριον ὕ­δωρ καὶ τά­φος ὑ­μν ἐ­γέ­νε­το καὶ μή­τηρ»,γ. Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων), για­τὶ «ὁ ποι­ν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τρς μέ­νει ες τν αἰ­ώ­να» (Α΄ Ἰ­ω. β΄ 17), για­τὶ ἀν­τλεῖ τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τν ἀ­κέ­νω­τη πη­γὴ τς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ τς ζω­ς.
Μὲ αὐ­τὴ τν ἐ­λευ­θε­ρί­α ξα­να­συγ­κεν­τρώ­νον­ται τὰ δι­α­σκορ­πι­σμέ­να ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τί­α παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­ναν­τι­ν­ται στν ἕ­νω­ση, ποὺ δν ἔ­χει πλέ­ον κα­μιὰ δι­αί­ρε­ση.  κα­θο­λι­κό­της εἶ­ναι ἀ­κρι­βς αὐ­τὴ ἡ σύ­να­ξη («ὁ Θε­ς ἔ­στη ν συ­να­γω­γῇ θε­ν», Ψάλμ. 81,1), ποὺ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στν κ­κλη­σί­α, στὸ Σῶ­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Ὁ Χρι­στς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἐ­πα­να­φέ­ρει τν ν­θρω­πο ἀ­πὸ τν λ­λό­τρια γῆ στν πρω­ταρ­χι­κὴ κα­θο­λι­κό­τη­τα. Τοῦ δί­νει γι τρο­φὴ τὴ θε­ό­τη­τά Του «δι’ ς γί­νε­ται ἡ τὲ τοῦ τυ­ράν­νου κα­θαί­ρε­σις καὶ ἡ τν ὑ­π’ αὐ­τοῦ κρα­του­μέ­νων ἐ­λευ­θε­ρί­α» (γ. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης).
Τν «ἀ­νυ­πό­στα­τη ἀ­πά­τη» λοι­πόν, σν ψέμ­μα καὶ ψευ­το­ε­λευ­θε­ρί­α, τν ἀ­ναι­ρεῖ ἡ Ἀ­λή­θεια, ς Πρό­σω­πο καὶ ὡς κα­θο­λι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ὅ­λα δὲ αὐ­τὰ δν ση­μαί­νουν πα­ρὰ ὅ­τι τΘε­ο­φά­νεια εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καὶ τ ν­θρω­πο­φά­νεια, ἡ δι­πλὴ ἐν μο­νά­δι ἀ­λή­θεια, κα­τὰ πάν­τα κα­θο­λι­κή.

Τμμα πὸ τὸ κείμενο «Ἡ καθολικότητα τς ρθοδοξίας» δημοσιευμένο στὸ βιβλίο «Μαρτυρία ρθοδοξίας» κδ. Βιβλιοπωλείου τς στίας, 1971
ναδημοσίευση πὸ τν “ΠειραΙκὴ Ἐκκλησία”, τχ 211, ανουάριος 2010

Αγιογραφία: Ρωσική εικόνα της Βαπτίσεως, έργο ίσως του Αντρέι Ρουμπλιώφ.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο