O Φρανσουά Μιτεράν με τον Ζακ Ντελόρ σε φωτογραφία του 1983
Η συναίνεση των Παρισίων*
Του Rawi Abdelal, οικονομολόγου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 11
Μεταξύ των θεσμικών θεμελίων της χρηματο-οικονομικής παγκοσμιοποίησης, άλλα είναι επίσημα και άλλα ανεπίσημα, καθώς περιλαμβάνουν τόσο κοινωνικές νόρμες όσο και κανόνες δικαίου που διευκρινίζουν και περιορίζουν τη νόμιμη πρακτική των κρατών. Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα που οικοδομήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποδεχόταν ρητά τους κρατικούς ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων ως κανονικούς και νόμιμους, σε αντίθεση με την κλασική εποχή του κανόνα του χρυσού, η οποία τους αντιμετώπιζε ως αίρεση. Διασφάλιζε επίσης το δικαίωμα των κρατών να ρυθμίζουν κατά βούληση τις κινήσεις των κεφαλαίων, ιδιαίτερα των βραχυπρόθεσμων (1). Αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται ρητά στο καταστατικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και στη Συνθήκη της Ρώμης καθώς και –παρά το όνομά του– στον Κώδικα της Απελευθέρωση της Κίνησης Κεφαλαίων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το νομικό οπλοστάσιο δεν είχε μεταβληθεί σημαντικά, αλλά οι κοινωνικές νόρμες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν ήταν πλέον οι ίδιες. Αρκετές μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, είχαν φιλελευθεροποιήσει την κίνηση κεφαλαίων. Οι κυβερνήσεις, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις τους περίμεναν μια άτυπη εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση.
Όμως, τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) και του ΟΟΣΑ προστάτευαν πάντα τα δικαιώματα των κρατών για τη ρύθμιση των βραχυπρόθεσμων ροών, και το καταστατικό του ΔΝΤ επέτρεπε τον έλεγχο όλων των λειτουργιών του λογαριασμού των κεφαλαίων. Οι πιο φιλελεύθερες κυβερνήσεις επιθυμούσαν να αναθεωρήσουν τους θεσμικούς κανόνες του διεθνούς νομισματικού συστήματος και να τεθούν νέοι κανόνες για την κινητικότητα των κεφαλαίων, αλλά ούτε τα κράτη μέλη της ΕΕ ούτε εκείνα του ΟΟΣΑ είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν. Κάποιοι μεταξύ των φορέων χάραξης πολιτικής, των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών, διαπίστωναν ανήσυχοι ότι η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση δεν θα ήταν ποτέ πλήρης χωρίς την κωδικοποίηση των κανόνων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κανόνες οι οποίοι θα απαγόρευαν εξάλλου στις κυβερνήσεις να επιστρέψουν σε ένα καθεστώς αυξημένων ελέγχων. Η αναθεώρηση των κειμένων θα πραγματοποιηθεί εν τέλει στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι διατάξεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, οι οποίες είχαν επιβραδύνει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών, στη συνέχεια θα αναδιατυπωθούν προς μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση: τα κράτη μέλη των δύο οργανισμών θα υποχρεωθούν να απελευθερώσουν το σύνολο των κινήσεων κεφαλαίων. Στη συνέχεια, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η προτεινόμενη τροποποίηση του καταστατικού του ΔΝΤ, παρότι θα βρει αρκετούς υποστηρικτές, τελικά θα αποτύχει, αλλά χάρη στην αλλαγή των κανόνων της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, οι οποίες αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία –70-80%– των συναλλαγών κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, η οικονομική παγκοσμιοποίηση μπόρεσε να πραγματοποιήσει άλματα κάτω από τους φιλελεύθερους κανόνες.
Φυσικά, η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα της συμβολής περισσότερων γεγονότων, αλλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση τριών προσωπικοτήτων: του Ζακ Ντελόρ (Jacques Delors) (ΕΕ), του Ανρύ Σαβρανσκί (ΟΟΣΑ) (3) και του Μισέλ Καμντεσύ (Michel Camdessus) (ΔΝΤ). Πράγματι, αυτοί οι τρεις άνδρες πρότειναν ή υποστήριξαν ενεργά την υιοθέτηση φιλελεύθερων κανόνων από τις αντίστοιχες οργανώσεις τους και συμμετείχαν στην οριστική διατύπωση των νέων διατάξεων. Χωρίς αυτούς, η συναίνεση για την κωδικοποίηση του κανόνα της κινητικότητας των κεφαλαίων θα ήταν αδιανόητη. Ο Ντελόρ, ο Σαβρανσκί και ο Καμντεσύ έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά το πλέον προφανές είναι πως είναι Γάλλοι και οι τρείς!
Αυτό είναι μάλλον περίεργο, γιατί για πάνω από τρεις δεκαετίες η Γαλλία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, πολλαπλασίαζε τα εμπόδια σε οποιαδήποτε τροποποίηση των κειμένων υπέρ της κινητικότητας των κεφαλαίων. «Υπάρχει, παρατηρεί ο Πασκάλ Λαμύ, κάτι παράδοξο ως προς τον ρόλο της Γαλλίας στην παγκοσμιοποίηση. Υπάρχει ένα προφανές χάσμα ανάμεσα στην παραδοσιακή γαλλική στάση σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και το γεγονός ότι οι Γάλλοι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ΕΕ, τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, για να προωθήσουν αυτή την απελευθέρωση» (4). Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο οι Γάλλοι θα έπρεπε να αλλάξουν με στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών τις θέσεις τους ως προς τη ρύθμιση της ροής των κεφαλαίων τόσο στη Γαλλία όσο και εκτός Γαλλίας. Μεταξύ του 1983 και του 1986, επέλεξαν την ένταξη της χώρας τους στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Μετά δε το 1986, Γάλλοι αξιωματούχοι θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή εκείνων που έκαναν δυνατή την παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε σήμερα.
Το παράδοξο είναι ακόμη μεγαλύτερο, δεδομένου ότι ο Ντελόρ υπήρξε μια εμβληματική μορφή των σοσιαλιστών. Αυτός, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, υπήρξε ο αρχιτέκτονας της γαλλικής «λιτότητας» και έκανε το κόμμα του να αμφισβητήσει τις παλιές θέσεις του για τα χρηματοπιστωτικά θέματα. Όσο για τον Σαβρανσκί και τον Καμντεσύ, παρότι δεν είχαν ακολουθήσει πολιτική καριέρα, διακρίθηκαν ωστόσο ως ανώτεροι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών κατά την προεδρία του Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος διόρισε μάλιστα τον Καμντεσύ διοικητή στην Τράπεζα της Γαλλίας. Επρόκειτο για μια ιστορική στιγμή κατά την οποία οι θέσεις της γαλλικής Αριστεράς σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν διέφεραν από εκείνες της Δεξιάς. Αυτό το κοινωνικό φαινόμενο της οικονομικής ορθοδοξίας, που ονομάστηκε στη Γαλλία η «ενιαία σκέψη», αγκάλιαζε πράγματι όλο το γνωστό πολιτικό φάσμα.
Παραθέτω εδώ τρεις αφηγήσεις για την κατασκευή των θεσμικών βάσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, τρεις ιστορίες που αναπαριστούν το γαλλικό παράδοξο (5). Κατά την άποψή μου, μας επιτρέπουν να ανασκευάσουμε ριζικά κάποιες ιδέες σχετικά με την παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τέθηκαν επικεφαλής των προσπαθειών για τη θεσμοθέτηση των κανόνων και των υποχρεώσεων μιας φιλελεύθερης χρηματοπιστωτικής αγοράς, ενώ αντίθετα οι Γάλλοι δεν πιέστηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τέθηκαν αυτοβούλως στην πρωτοπορία της κίνησης.
Οι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με την παγκοσμιοποίηση έχουν παρατηρήσει πως οι προτιμήσεις του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών συνέπιπταν με εκείνες της Wall Street – πράγμα που οι άνθρωποι της Αριστεράς συχνά θεωρούν συνωμοσία, ενώ άλλοι απλώς μια φυσική σύγκλιση (6). Ως προς το θέμα που μας απασχολεί εδώ, η ταυτότητα απόψεων πράγματι υπήρξε· μόνο, που όπως θα δούμε, δεν ήταν μια συμφωνία υπέρ της κωδικοποίησης των κανόνων της κινητικότητας των κεφαλαίων, διότι η αμερικανική προσέγγιση συνίσταται στη μονομερή και διμερή προώθηση της παγκοσμιοποίησης με μηχανισμούς και πολιτικές ad hoc και αποσπασματικές. Κανείς δεν μπορεί να συλλάβει τη διαδρομή που ακολούθησε η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση με όρους συνωμοσίας και ακόμα λιγότερο μιας συνωμοσίας που εξυφάνθηκε από τους φορείς χάραξης της δημόσιας πολιτικής και τους τραπεζίτες της Αμερικής. Πράγματι, ως προς αυτό, η μόνη αποφασιστική σύγκλιση των φιλελεύθερων αντιλήψεων πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι.
Είναι η «συναίνεση των Παρισίων» και όχι εκείνη της Ουάσινγκτον, η οποία είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την οργάνωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως το γνωρίζουμε σήμερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, όπου οι φιλελεύθεροι κανόνες αποτελούν τη θεσμική βάση της κινητικότητας των κεφαλαίων. Ένα εξίσου εντυπωσιακό και αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι πως η ιστορία της εισαγωγής του φιλελευθερισμού στις χρηματοπιστωτικές αγορές του ανεπτυγμένου κόσμου δεν υπήρξε, όπως συχνά επαναλαμβάνεται, συνέπεια της συνθηκολόγησης της ευρωπαϊκής αριστεράς. Η γαλλική αριστερά δεν αρκέστηκε απλώς στο να υποχωρήσει μπροστά στις πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης, αλλά αντίθετα πολλοί Γάλλοι σοσιαλιστές προσχώρησαν ειλικρινά στην αγορά και τις αξίες της. Το αποτέλεσμα ήταν πως, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αριστερά και η δεξιά στη Γαλλία και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες δεν συμφωνούσαν σχεδόν σε τίποτε, εκτός από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό θυμίζει κατά κάποιο τρόπο αυτό που ανέφερε ο κοινωνιολόγος Καρλ Πολάνυ σχετικά με το χρυσό ισοδύναμο: «Ως προς αυτό το σημείο, όπου ο Ρικάρντο και ο Μαρξ συμφωνούσαν, ο δέκατος ένατος αιώνας απέρριπτε κάθε αμφιβολία». (7)
Επιχειρώ να προσφέρω μια εξήγηση για το γαλλικό παράδοξο, βασισμένη σε αυτές τις τρεις αφηγήσεις σχετικά με τον ΟΟΣΑ, την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Αρχικώς, οι Γάλλοι προσέφεραν μια συνεκτική προσέγγιση των φιλελεύθερων επιταγών της παγκοσμιοποίησης και οι γαλλικοί φορείς χάραξης πολιτικής προσπάθησαν να την «ελέγξουν» μέσα από θεσμοποιημένους κανόνες. Έτσι η «ελεγχόμενη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης» αποτελεί στην πραγματικότητα μια έννοια της Γαλλικής Κοινότητας του υπουργείου Εξωτερικών (8) και βρίσκεται σε ανοικτή αντίθεση με την «αποσπασματική» παγκοσμιοποίηση των Αμερικανών ή των Άγγλων. Όπως παρατηρεί ο Πασκάλ Λαμύ, «ένας τρόπος για να επιλυθεί το παράδοξο είναι η γαλλική προσέγγιση στο πρόβλημα της απελευθέρωσης: αν απελευθερώνεις, θα πρέπει ταυτόχρονα και να οργανώνεις». (9)
Το πιο καθοριστικό από τα τρία επεισόδια ήταν η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων στο εσωτερικό της Ευρώπης. Η αναθεώρηση, προς αυτή την κατεύθυνση των κανόνων της ΕΕ βασιζόταν και αυτή σε μια πολύ συγκεκριμένη λογική: οι Γάλλοι αποδέχθηκαν την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, επειδή αποτελούσε μέρος του ευρωπαϊκού προτάγματος. Αυτή η φιλελεύθερη εξέλιξη της Ευρώπης αποτέλεσε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, μια συναλλαγή με τους Γερμανούς, οι οποίοι από καιρό την επεδίωκαν: η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, με αντάλλαγμα την υπόσχεση της νομισματικής ένωσης. Το αποτέλεσμα υπήρξε σημαντικό: η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε τους πιο φιλελεύθερους κανόνες που μπορεί να φανταστεί κανείς και οι οποίοι βασίζονται στη αρχή του erga omnes: τα κεφάλαια που προέρχονται από τρίτες χώρες ή κατευθύνονται προς αυτές θα μπορούν να κινούνται ελεύθερα και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Αναγκάστηκαν δε να συμμορφωθούν με αυτή την απόλυτη ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων όχι μόνο τα λιγότερο φιλελεύθερα κράτη-μέλη (Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), αλλά και τα δέκα κράτη που εντάχθηκαν στην Ένωση το 2004. Όσον αφορά στη χρηματοοικονομική απελευθέρωση, η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει το κοινοτικό κεκτημένο κατά την κρίση της και δεν μπορεί να εγκρίνει μεταβατικές περιόδους για τις υπό ένταξη χώρες, εκτός εάν οι ίδιες ζητήσουν κάτι τέτοιο. Αυτή η «ανοικτή περιφερειοποίηση» της Ένωσης μεταβλήθηκε σε έναν ισχυρό παράγοντα απελευθέρωσης των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ροών· θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα ότι ο ανοικτός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής οικοδόμησης κατέστησε δυνατή την εποχή της παγκοσμιοποίησης στην οποία βρισκόμαστε (10). «Παγκοσμιοποίηση», χωρίς τα είκοσι πέντε κράτη-μέλη της ΕΕ δεν θα μπορούσε να νοηθεί καν (11).
Η επιρροή των Ντελόρ, Σαβρανσκί και Καμντεσύ πιστώνεται στο ενεργητικό μιας πολύ δραστήριας μειονότητας της γαλλικής πολιτικής ελίτ, που θεωρεί ότι οι επιφανειακά φιλελεύθερες πολιτικές μπορούν να αποτελέσουν το εργαλείο ενός κοινωνικού σχεδίου. Σύμφωνα με τον Ντελόρ, «ιστορικά, υπήρχε πάντοτε μια μειοψηφική άποψη στη Γαλλία, η οποία θεωρούσε τον πληθωρισμό ως την χειρότερη μάστιγα για την μακροπρόθεσμη υγεία της οικονομίας, διότι διαβρώνει την αξία του χρήματος, οδηγεί στην διαρροή κεφαλαίων, επιβαρύνει τους φτωχούς και τη μεσαία τάξη. Αυτή την πεποίθηση μπορούμε να την συναντήσουμε ήδη στον Ντε Γκώλ και τον Ρυέφ (12) και πιο πρόσφατα σε μια μικρή μερίδα της αριστεράς και των Χριστιανοδημοκρατών. Αυτή η μειοψηφία προσπαθούσε πάντοτε να εκσυγχρονίσει τη Γαλλία, να σταθεροποιήσει το νόμισμά της για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, να ενισχύσει την απασχόληση και μια υγιή ανάπτυξη. Και πράγματι κατόρθωσε να υπερισχύσει στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά η μάχη υπήρξε σκληρή και μακρόχρονη» (13).
Γι’ αυτή τη μειοψηφία, συχνά προερχόμενη από την αριστερά, οι έλεγχοι που επιβλήθηκαν στην κίνηση των κεφαλαίων κατά την έναρξη της προεδρίας Μιτεράν είχαν εντελώς στρεβλές συνέπειες: οι πλούσιοι και όσοι διέθεταν επαφές μπορούσαν να βγάλουν τα χρήματα τους από τη Γαλλία, ενώ οι έλεγχοι έπλητταν με αυστηρότητα τις μεσαίες τάξεις (14).
Οι στόχοι της αριστεράς δεν είχαν αλλάξει, είχε όμως αλλάξει ο κόσμος. Η διεθνοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών είχε ως συνέπεια το γεγονός ότι οι έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων, το σύνηθες εργαλείο για τη μακροοικονομική διαχείριση της Αριστεράς, δεν πρόσφερε πλέον κανένα πλεονέκτημα στους εργάτες και τη διανόηση. Αποτελούσαν απλώς μια ενόχληση για τους πλούσιους και μια φυλακή για τους υπολοίπους. Ο Λαμύ εξηγεί: «Η προσχώρηση της αριστεράς στη φιλελευθεροποίηση μοιάζει με τον αγώνα κατά του πληθωρισμού. Κατανοήσαμε εν τέλει ότι ήταν κυρίως οι μεσαίες τάξεις που πλήττονταν από τις αρνητικές συνέπειες της ρύθμισης της αγοράς, όπως και από τον πληθωρισμό (15). Ανίκανη να ελέγξει τους πλουσίους, η γαλλική αριστερά αποφάσισε να απορρυθμίσει τα πάντα.
Βασιλικότεροι του βασιλέως
Ο θρίαμβος της περιοριστικής πολιτικής στη Γαλλία του Μιτεράν
Όλα άρχισαν την άνοιξη του 1981. Ο Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη πρόεδρος, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, η ευρωπαϊκή αριστερά ήταν γεμάτη ελπίδες, και η δεξιά κατατρομαγμένη. Γενικά, ορισμένες επιλογές φαίνονταν ακόμη δυνατές, παρά την αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση που έδειχνε να ευνοεί τις ανάγκες των κύκλων του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μέχρις ότου η παγκοσμιοποίηση καταδείξει την τρομερή ακαμψία της, οι Γάλλοι σοσιαλιστές προσπάθησαν να εφαρμόσουν μια κεϋνσιανή πολιτική δημιουργίας χρήματος και αναδιανομής. Οι φιλοδοξίες τους ήταν ευρύτατες και οι προσπάθειές τους να αναμορφώσουν τη γαλλική οικονομία συστηματικές. Αλλά το πείραμα απέτυχε, εν μέρει μεταξύ άλλων, επειδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν είχαν εμπιστοσύνη στη νέα γαλλική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τα κεφάλαια να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η κυβέρνηση ενίσχυσε τους ελέγχους κατά την έξοδό τους, για πρώτη φορά τον Μάιο του 1981, εκ νέου τον Μάρτιο του 1982, καθώς και τον Μάρτιο του 1983: οι προθεσμιακές συναλλαγές σε ξένα νομίσματα απαγορεύτηκαν για τους εισαγωγείς και τους εξαγωγείς, τα ποσά σε ξένο νόμισμα για τους ταξιδιώτες μειώθηκαν, οι προσωπικές πιστωτικές κάρτες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εξωτερικό και θεσμοθετήθηκε το απεχθές «βιβλιάριο συναλλάγματος», στο οποίο οι Γάλλοι ήταν υποχρεωμένοι να καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους σε ξένο νόμισμα. Επρόκειτο κυριολεκτικά για «δρακόντειους ελέγχους κεφαλαίου», σύμφωνα με την έκφραση του John Goodman και του Louis Pauly (16).
Ωστόσο, δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη φυγή. Σύμφωνα με όλες οι ενδείξεις, με βάση ανεπίσημα στοιχεία, οι έχοντες και οι υψηλά ιστάμενοι –οι πλούσιοι και οι ισχυρές επιχειρήσεις– συνέχισαν να διαφεύγουν ακόμα και από τους πιο λεπτομερείς και αυστηρούς ελέγχους. Το 1983, υποχρεώθηκαν να καταλήξουν στη διαπίστωση πως οι έλεγχοι επιβάρυναν κατ’ εξοχήν τη μεσαία τάξη, ενώ οι πλούσιοι τους καταστρατηγούσαν ατιμώρητοι. Όπως το υπενθυμίζει ο Ανρύ Σαβρανσκί, «οι έλεγχοι στην κίνηση των κεφαλαίων αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Και αυτό όχι γιατί όλος ο κόσμος τους καταστρατηγούσε αλλά γιατί έπλητταν σχεδόν αποκλειστικά όσους δεν διέθεταν γνωστούς στις κατάλληλες θέσεις. Κατανοήσαμε λοιπόν ότι, σε μια εποχή αλληλεξάρτησης, τα κεφάλαια εύρισκαν πάντα τον τρόπο να κυκλοφορούν και έτσι υποχρεωθήκαμε να απελευθερώσουμε τα πάντα.» (17) Εν τω μεταξύ, οι κερδοσκόποι συνέχισαν να επιτίθενται στο φράγκο, το οποίο είχε υποτιμηθεί τρεις φορές μέσα σε δεκαοχτώ μήνες. Ο Μιτεράν και οι Σοσιαλιστές ανέκρουσαν πρύμναν, την άνοιξη του 1983. Αυτή η «καμπή» ήταν η παραδοχή της ήττας: οι χρηματιστικοί κύκλοι είχαν κερδίσει τη μάχη της βούλησης και των ιδεολογιών. Το σοσιαλιστικό πείραμα είχε αποτύχει. Ο Μιτεράν το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει το τελικό χτύπημα στην κεϋνσιανή λύση της δημιουργίας χρήματος και της αναδιανομής. Η επιστημονική βιβλιογραφία η σχετική με αυτή την εμπειρία είναι ευρύτατη· σχεδόν κάθε γωνιά έχει διερευνηθεί, κάθε συνομιλία μεταξύ του Μιτεράν και των συμβούλων του έχει γίνει γνωστή.
Η χρηματοπιστωτική διεθνοποίηση που ακολούθησε αυτή τη «στροφή» εμφανίστηκε έτσι εκ των υστέρων ως αναπόφευκτη. Σύμφωνα με τον Πήτερ Χωλ, η περίοδος 1981-1986, θα μπορούσε να αποκληθεί «η μακρά διαδικασία μαθητείας της γαλλικής αριστεράς.» (18)
Η συζήτηση στους κόλπους της ομάδας Μιτεράν, σχετικά με το πώς θα αντιμετωπιστεί η επιδεινούμενη κατά τους πρώτους μήνες του 1983 οικονομική κρίση, εκ των υστέρων εμφανίζεται σαν μία πάλη για την ψυχή του γαλλικού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις, η συζήτηση υπήρξε τραχύτατη και το αποτέλεσμα αβέβαιο (19). Από τη μία πλευρά, βρισκόταν ο πρωθυπουργός Πιέρ Μωρουά και ο υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ, οι οποίοι υποστήριζαν τη δημοσιονομική πειθαρχία (την «λιτότητα») και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, υποστηρίζοντας ότι οι εταίροι της Γαλλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) δεν θα αποδέχονταν μια περαιτέρω υποτίμηση του φράγκου, ενώ μια κυμαινόμενη ισοτιμία του θα κατέστρεφε, ίσως για πάντα, την ευρωπαϊκή νομισματική συνεργασία. Η θέση των αντιπάλων τους, που υποστήριζε το κλείσιμο των αγορών και την ελεύθερη διακύμανση του φράγκου, απορρίπτοντας τους περιορισμούς του EΝΣ πήρε το όνομα της «άλλης πολιτικής» (ή της «αλβανικής λύσης»). Ιστορικά, όπως το έχει καταδείξει ο Jonah Levy, γενιές και γενιές γαλλικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δεξιάς, όποτε βρίσκονταν μπροστά σε τέτοιες απειλές επέλεγαν –εκούσια ή ακούσια– μια κάποια απομόνωση (20). Η επιλογή της Ευρώπης και η αποδοχή των περιορισμών του EΝΣ αποτέλεσε επομένως μια ριζική αναθεώρηση για τη χώρα, και ακόμα περισσότερο για την αριστερά.
Ο υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ – ένα εξέχον μέλος αυτής της γαλλικής οικονομικής και διοικητικής ελίτ που είχε εγκατασταθεί στην Τράπεζα της Γαλλίας και το Υπουργείο Οικονομικών, και ο οποίος δεν έκρυβε την οικονομική του ορθοδοξία, παρά την συμμετοχή του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα– υπήρξε ο αρχιτέκτονας της περιοριστικής πολιτικής (21). Αλλά δεν θα μπορούσε μόνος του να κερδίσει τη μάχη μέσα στο κόμμα. Συντάχθηκαν μαζί του ο υπουργός Προϋπολογισμού (και προστατευόμενος του Μιτεράν) Λωράν Φαμπιούς (Laurent Fabius) και ο υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων Πιερ Μπερεγκοβουά (Pierre Beregovoy) (22). Και οι δύο υποστήριζαν αρχικώς την «άλλη πολιτική», και εν πολλοίς μόνο και μόνο όταν ο Ντελόρ κατόρθωσε να τους μεταπείσει, μπόρεσε να κάνει και τον Μιτεράν να επιλέξει την Ευρώπη και τη λιτότητα. Σύμφωνα με τον David Howarth, «η μεταστροφή του Φαμπιούς φαίνεται πως υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για την τελική επιλογή του Μιτεράν.» (23) Αν αναλογισθεί κανείς το ρόλο που έπαιξε αργότερα ο Μισέλ Καμντεσύ στην εισαγωγή της «ενιαίας σκέψης» στο ΔΝΤ, θα εκπλαγεί από αυτή την αξιοσημείωτη σύμπτωση, ότι δηλαδή, ως διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου, συνέβαλε στο να πειστεί ο Φαμπιούς για τις καταστροφικές συνέπειες που θα προκαλούσε στη γαλλική οικονομία η απόφαση να αφεθεί ελεύθερη η διακύμανση του φράγκου. Σε μια συνεδρίαση που θεωρείται έκτοτε ως η αποφασιστική στιγμή της εσωτερικής συζήτησης της ομάδας Μιτεράν, ο Καμντεσύ εξήγησε στον Φαμπιούς ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν μειωθεί δραματικά: αν αφηνόταν ελεύθερη η διακύμανση του φράγκου, η Γαλλία δεν θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει την κάθετη πτώση του. Ακριβώς μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Ντελόρ και ο Φαμπιούς εξήγησαν στον Μιτεράν και τους υπόλοιπους συμβούλους του, ότι η ελεύθερη διακύμανση του φράγκου δεν αποτελούσε λύση, αλλά την υπόσχεση μιας καταστροφής (24). Έχοντας κερδίσει τον Φαμπιούς και τον Μπερεγκοβουά με το μέρος του, ο Ντελόρ κέρδισε τη μάχη: ο Μιτεράν αποδέχτηκε τη λιτότητα και τους περιορισμούς που επέβαλε το EΝΣ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε για πάντα τη δυνατότητα να κατευθύνει την οικονομία μέσω της υποτίμησης (25).
Η παρουσία του Ντελόρ, με τη διορατικότητα και την αναλυτική του ικανότητα, ήταν απαραίτητη, αλλά δεν θα αρκούσε από μόνη της. Η επιτυχία της προσπάθειάς του να πείσει τους Σοσιαλιστές συναδέλφους του οδηγεί τον Jonah Levy στον ακόλουθο προβληματισμό: «Ο Φαμπιούς, ο Μπερεγκοβουά και μερικοί άλλοι είχαν πολλούς λόγους να αποδεχθούν μια φιλελεύθερη ατζέντα. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια ειλικρινή μεταστροφή… Αλλά η στροφή τους πηγάζει και από κάτι άλλο εκτός από την μαθητεία. Για τον Φαμπιούς ή τον Μπερεγκοβουά, η προσχώρηση στην οικονομία της αγοράς τους επέτρεπε να αποκτήσουν μια ελκυστική πολιτική ταυτότητα, ένα «σύγχρονο» και «αποτελεσματικό» προφίλ, σε αντίθεση με την «αρχαϊκή» και υπερβολικά ιδεολογικοποιημένη εικόνα ενός Σεβενεμάν ή ενός Μαρσέ» (26). Τα πλέον σημαίνοντα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε αρχίσει να εφευρίσκουν μια νέα ταυτότητα. Και πολύ σύντομα θα αναθεωρήσουν και το οικονομικό δόγμα και το πρόγραμμα του κόμματος. Η γαλλική κυβέρνηση άρχισε να χαλαρώνει τους ελέγχους της στα τέλη του 1983, και η διαδικασία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1984. Ήταν ειλικρινείς σοσιαλιστές αλλά και επιδέξιοι πολιτικοί, γι’ αυτό επιτέθηκαν πρώτα στους περιορισμούς που ήταν οι πιο καταναγκαστικοί για τις μεσαίες τάξεις και οι πιο αντιδημοφιλείς για το εκλογικό τους σώμα: τους περιορισμούς στο συνάλλαγμα για τα ταξίδια στο εξωτερικό και το βιβλιάριο συναλλάγματος. Το 1985 άρχισαν να απελευθερώνουν σχεδόν όλες τις συναλλαγές και ιδιαίτερα επέτρεψαν την έκδοση ευρωομολόγων εκδιδομένων σε φράγκα.
Όταν η δεξιά κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ μοιραζόταν την εξουσία με τον Μιτεράν, μεταξύ του 1986 και του 1988, η διαδικασία της φιλελευθεροποίησης συνεχίστηκε, αν και με βραδύτερο ρυθμό […] διότι η κυβέρνηση Σιράκ δεν επιθυμούσε μια τόσο ριζική και ταχεία απελευθέρωση (27). Οι σοσιαλιστές ολοκλήρωσαν το έργο τους όταν επέστρεψαν στην εξουσία. Την 1η Ιανουαρίου 1990 ο λογαριασμός των κεφαλαίων της Γαλλίας ήταν πλέον απολύτως «απελευθερωμένος».
Η εγχώρια κεφαλαιαγορά γνώρισε παράλληλα μια πλήρη μεταμόρφωση, ενώ η απορρύθμιση των ετών 1983-1985 ήταν εξίσου βαθιά. Η εγχώρια οικονομική μεταρρύθμιση, με άξονα τον νόμο για τις τράπεζες το 1984, περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις και τελικώς κατάργηση των πιστωτικών ελέγχων. Έμπαινε τέλος σε ένα παρεμβατικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχούσε στη γαλλική πρακτική επί σαράντα χρόνια (28). Οι Γάλλοι σοσιαλιστές έπρεπε να βρουν ένα νέο μεγάλο πρόταγμα για να αντικαταστήσουν αυτό του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν. Το 1983 εξάλλου ο Μιτεράν και η αριστερά προσχώρησαν με αποφασιστικότητα στο ευρωπαϊκό πρόταγμα. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη δεν υπήρξε η αιτία της στροφής του Μιτεράν, αλλά η νομιμοποίησή της (29). […]
Η γαλλική δεξιά δεν θα είχε τολμήσει να άρει τους εσωτερικούς ούτε τους εξωτερικούς ελέγχους στις συναλλαγές κεφαλαίων. Όπως υποστηρίζει ο Πασκάλ Λαμύ «όταν πρόκειται για φιλελευθεροποίηση, δεν υπάρχει πια δεξιά στη Γαλλία. Η αριστερά θα έπρεπε να το κάνει γιατί η δεξιά δεν θα το έκανε»(30) και ο Julius Friend παρατηρεί: «Αυτό που θα υποχρέωνε μια συντηρητική κυβέρνηση να οπισθοχωρήσει το πραγματοποίησε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση.»(31) Πράγματι, οι Γάλλοι συντηρητικοί, όταν ήταν στην εξουσία, είχαν δείξει πολύ λιγότερο ενθουσιασμό για το θέμα. Ο Ζακ ντε Λαροζιέρ (Jacques de Larosière) βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τους Ντελόρ, Μιτεράν, Φαμπιούς και Μπερεγκοβουά. Αναθρεμμένος με μια γκωλλική κεντροδεξιά παράδοση, χρημάτισε διευθυντής του γραφείου του Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν όταν ήταν υπουργός Οικονομικών. Επικεφαλής του ΔΝΤ για σχεδόν δέκα χρόνια (1978-1987) και Διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας μέχρι το 1993, ο Λαροζιέρ είναι ίσως ο καλύτερος εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς οικονομικής σκέψης στην οικονομική και διοικητική ελίτ της Γαλλίας. Γι’ αυτόν, τα οφέλη της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων είναι «αμφιλεγόμενα». «Χωρίς τα θεσμικά όργανα και τις κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου, οι κινήσεις των κεφαλαίων μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές. Και το έχουν ήδη κάνει», διαπιστώνει, σε ό,τι αφορά δε στη νέα φιλελεύθερη θέρμη των συμπατριωτών του, προσθέτει: «Δεν γοητεύτηκα ποτέ από αυτήν» (32).
Η θέρμη της γαλλικής αριστεράς να ξεπεράσει τη δεξιά δεν περιορίστηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της οικονομικής πολιτικής. «Το πρόγραμμα που εφάρμοσαν ο Ντελόρ, ο Φαμπιούς και ο Μπερεγκοβουά, γράφει ο Levy, ξεπερνούσε κατά πολύ την κατάργηση της κρατικής παρεμβατικότητας» (33). Ως προς τη νομισματική πολιτική, για παράδειγμα, δύο Γάλλοι οικονομολόγοι ανιχνεύουν στις πολιτικές των κυβερνήσεων της αριστεράς «μια χρηματιστική ορθοδοξία μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρήθηκε στην περίπτωση των δεξιών κυβερνήσεων», η οποία εξηγείται πιθανώς από την ανάγκη να γίνουν πιο αξιόπιστοι (34). Άλλοι συγγραφείς έχουν παρατηρήσει ότι η γαλλική αριστερά θεώρησε αναγκαίο να προχωρήσει περισσότερο από ό, τι απαιτούσε η ίδια η οικονομική ορθοδοξία. Σύμφωνα με τον Σερζ Αλιμί (Serge Halimi), συνδέεται με την «επιδίωξη να αποδείξει την αξιοπιστία της πάνω στο ίδιο το έδαφος της αντιπολίτευσης. Για την αριστερά, αυτή η πεποίθηση εκφράζεται με μια πολιτική ακόμη πιο βίαιη από ό,τι η πολιτική της δεξιάς, σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή ορθόδοξων οικονομικών πολιτικών». (35) Και για τον David Howarth, «ήταν απαραίτητο για τους σοσιαλιστές να κατασκευάσουν μια εικόνα υπεύθυνων οικονομικών διαχειριστών, τόσο για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους όσο και για αντισταθούν στη διεθνή κερδοσκοπία έναντι του φράγκου.» (36) Αυτή η λογική της κατάκτησης της αξιοπιστίας στα μάτια των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών απαιτούσε από τη γαλλική αριστερά να γίνει «βασιλικότερη του βασιλέως».
Πολλοί ειδικοί της γαλλικής πολιτικής συνεχίζουν να συζητούν για το εάν η συγχώνευση του Μαρξ με τον Ρικάρντο έδωσε μια νέα πνοή στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ή αν το κατέστρεψε. Εκείνοι που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά το αρχικό όνειρο του Μιτεράν επιμένουν στην αίσθηση της προδοσίας, και της απογοήτευσης που τους προκάλεσε το γεγονός ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα πρότεινε λύσεις «ορθόδοξες» οι οποίες «ελάχιστα διέφεραν από εκείνες των αντιπάλων του, της δεξιάς.» (37) Ο George Ross από την πλευρά του αναλογίζεται τις συνέπειες για την αριστερά γενικότερα: «Χρειάστηκε να ζήσουν μια τεράστια αλλαγή χωρίς άλλη πειστική εναλλακτική στρατηγική, να μπλεχτούν σε αντιφάσεις και να λάβουν πολλά χτυπήματα, με μοναδικό αντάλλαγμα –προφανώς σημαντικό– την παραμονή τους στην εξουσία. Το αποτέλεσμα υπήρξε, για ορισμένους ένας κάποιος κυνισμός, και για άλλους μια αργή μεταστροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Όμως, η γαλλική αριστερά στο σύνολό της βρέθηκε στερημένη από οποιαδήποτε ισχυρή πεποίθηση» (38). Στην πραγματικότητα, η αριστερά κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία, χάρη, σύμφωνα με τον Patrick McCarthy, στην ικανότητα των σοσιαλιστών «να μετατρέψουν την δική τους εκδοχή της “λιτότητας” σε στρατηγική.» (39)
Ο φιλελεύθερος διεθνισμός που ανέπτυξε η γαλλική αριστερά στη δεκαετία του 1980 δεν είναι μοναδική στη γαλλική ιστορία, ούτε καν εξαιρετική για ανάλογες περιπτώσεις. Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε κατά την πρώτη εποχή της παγκοσμιοποίησης, περίπου μεταξύ του 1880 και του 1914. Τότε, η γαλλική αριστερά όχι μόνο ισχυριζόταν ότι οι εργαζόμενοι στις άλλες χώρες θα βελτίωναν τη ζωή τους μέσω του εμπορίου, αλλά η θέση της στηριζόταν σε ευρύτερες πολιτικές εκτιμήσεις. «Για την επίτευξη των εγχώριων στόχων της πολιτικής της, γράφει η Σούζαν Μπέργκερ (Suzanne Berger), η αριστερά χρειαζόταν μια ευρεία Δημοκρατική συμμαχία, και κατάλαβε ότι το πρόγραμμα γύρω από το οποίο μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε να οικοδομηθεί ήταν ο αντιπροστατευτισμός και η αποδοχή μιας ανοικτής διεθνούς οικονομίας» (40). Εξάλλου, ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της σημερινής παγκοσμιοποίησης είναι το γεγονός ότι οι υλοποιήσεις της φιλελεύθερης μεταρρύθμισης είναι πολύ πιο συχνά αποτέλεσμα της δράσης των υποτιθέμενων αριστερών κυβερνήσεων και όχι των δεξιών. (41)
Αυτή η πολιτική συγκυρία είχε συνέπειες στον τρόπο που οι Γάλλοι συζητούν για την παγκοσμιοποίηση. Ο λόγος τους είναι περίεργος, υποστηρίζει η Sophie Meunier, «Στη Γαλλία, είναι κοινωνικά αποδεκτό να καταγγέλλονται οι καταστροφές που επιφέρει ο φιλελευθερισμός, ενώ απαγορεύεται να τον εξυμνούν.» Οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν έτσι να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά και η προσχώρησή τους στον φιλελευθερισμό […] υπονόμευσε τον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς. Στην πραγματικότητα, σημειώνει η Meunier: «η αδιαμφισβήτητη τοποθέτηση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης υπέρ της παγκοσμιοποίησης συνέβαλε στην αποσύνθεση της αριστεράς.» (43) Ωστόσο, στη διάρκεια της διαδικασίας της φιλελευθεροποίησης, τρεις γαλλικές προσωπικότητες που υποστήριξαν την πολιτική της λιτότητας εντάχθηκαν στις οργανώσεις που διαχειρίζονται το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα: ο Ζακ Ντελόρ έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες· ο Ανρύ Σαβρανσκί διορίστηκε πρόεδρος της επιτροπής του ΟΟΣΑ στο Παρίσι που ήταν επιφορτισμένη να επιβλέπει την εφαρμογή του Κώδικα απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων· τέλος, ο Μισέλ Καμντεσύ διορίστηκε γενικός διευθυντής του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον. Αφού οι πολιτικές της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης είχαν πλέον αποκτήσει στέρεες ρίζες στη Γαλλία, αυτές οι τρεις προσωπικότητες ήταν σε θέση να επηρεάσουν τις χρηματοπιστωτικές πολιτικές στο διεθνές πεδίο. Όταν έφυγαν από τις θέσεις τους, ο Σαβρανσκί το 1994, ο Ντελόρ το 1995 και ο Καμντεσύ το 2000, οι τρεις αυτοί Γάλλοι είχαν επηρεάσει βαθύτατα τις οργανώσεις τους και άφησαν την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ πολύ πιο φιλελεύθερους από ό,τι τους είχαν βρει.
Ωστόσο, δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη φυγή. Σύμφωνα με όλες οι ενδείξεις, με βάση ανεπίσημα στοιχεία, οι έχοντες και οι υψηλά ιστάμενοι –οι πλούσιοι και οι ισχυρές επιχειρήσεις– συνέχισαν να διαφεύγουν ακόμα και από τους πιο λεπτομερείς και αυστηρούς ελέγχους. Το 1983, υποχρεώθηκαν να καταλήξουν στη διαπίστωση πως οι έλεγχοι επιβάρυναν κατ’ εξοχήν τη μεσαία τάξη, ενώ οι πλούσιοι τους καταστρατηγούσαν ατιμώρητοι. Όπως το υπενθυμίζει ο Ανρύ Σαβρανσκί, «οι έλεγχοι στην κίνηση των κεφαλαίων αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Και αυτό όχι γιατί όλος ο κόσμος τους καταστρατηγούσε αλλά γιατί έπλητταν σχεδόν αποκλειστικά όσους δεν διέθεταν γνωστούς στις κατάλληλες θέσεις. Κατανοήσαμε λοιπόν ότι, σε μια εποχή αλληλεξάρτησης, τα κεφάλαια εύρισκαν πάντα τον τρόπο να κυκλοφορούν και έτσι υποχρεωθήκαμε να απελευθερώσουμε τα πάντα.» (17) Εν τω μεταξύ, οι κερδοσκόποι συνέχισαν να επιτίθενται στο φράγκο, το οποίο είχε υποτιμηθεί τρεις φορές μέσα σε δεκαοχτώ μήνες. Ο Μιτεράν και οι Σοσιαλιστές ανέκρουσαν πρύμναν, την άνοιξη του 1983. Αυτή η «καμπή» ήταν η παραδοχή της ήττας: οι χρηματιστικοί κύκλοι είχαν κερδίσει τη μάχη της βούλησης και των ιδεολογιών. Το σοσιαλιστικό πείραμα είχε αποτύχει. Ο Μιτεράν το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει το τελικό χτύπημα στην κεϋνσιανή λύση της δημιουργίας χρήματος και της αναδιανομής. Η επιστημονική βιβλιογραφία η σχετική με αυτή την εμπειρία είναι ευρύτατη· σχεδόν κάθε γωνιά έχει διερευνηθεί, κάθε συνομιλία μεταξύ του Μιτεράν και των συμβούλων του έχει γίνει γνωστή.
Η χρηματοπιστωτική διεθνοποίηση που ακολούθησε αυτή τη «στροφή» εμφανίστηκε έτσι εκ των υστέρων ως αναπόφευκτη. Σύμφωνα με τον Πήτερ Χωλ, η περίοδος 1981-1986, θα μπορούσε να αποκληθεί «η μακρά διαδικασία μαθητείας της γαλλικής αριστεράς.» (18)
Η συζήτηση στους κόλπους της ομάδας Μιτεράν, σχετικά με το πώς θα αντιμετωπιστεί η επιδεινούμενη κατά τους πρώτους μήνες του 1983 οικονομική κρίση, εκ των υστέρων εμφανίζεται σαν μία πάλη για την ψυχή του γαλλικού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις, η συζήτηση υπήρξε τραχύτατη και το αποτέλεσμα αβέβαιο (19). Από τη μία πλευρά, βρισκόταν ο πρωθυπουργός Πιέρ Μωρουά και ο υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ, οι οποίοι υποστήριζαν τη δημοσιονομική πειθαρχία (την «λιτότητα») και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, υποστηρίζοντας ότι οι εταίροι της Γαλλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) δεν θα αποδέχονταν μια περαιτέρω υποτίμηση του φράγκου, ενώ μια κυμαινόμενη ισοτιμία του θα κατέστρεφε, ίσως για πάντα, την ευρωπαϊκή νομισματική συνεργασία. Η θέση των αντιπάλων τους, που υποστήριζε το κλείσιμο των αγορών και την ελεύθερη διακύμανση του φράγκου, απορρίπτοντας τους περιορισμούς του EΝΣ πήρε το όνομα της «άλλης πολιτικής» (ή της «αλβανικής λύσης»). Ιστορικά, όπως το έχει καταδείξει ο Jonah Levy, γενιές και γενιές γαλλικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δεξιάς, όποτε βρίσκονταν μπροστά σε τέτοιες απειλές επέλεγαν –εκούσια ή ακούσια– μια κάποια απομόνωση (20). Η επιλογή της Ευρώπης και η αποδοχή των περιορισμών του EΝΣ αποτέλεσε επομένως μια ριζική αναθεώρηση για τη χώρα, και ακόμα περισσότερο για την αριστερά.
Ο υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ – ένα εξέχον μέλος αυτής της γαλλικής οικονομικής και διοικητικής ελίτ που είχε εγκατασταθεί στην Τράπεζα της Γαλλίας και το Υπουργείο Οικονομικών, και ο οποίος δεν έκρυβε την οικονομική του ορθοδοξία, παρά την συμμετοχή του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα– υπήρξε ο αρχιτέκτονας της περιοριστικής πολιτικής (21). Αλλά δεν θα μπορούσε μόνος του να κερδίσει τη μάχη μέσα στο κόμμα. Συντάχθηκαν μαζί του ο υπουργός Προϋπολογισμού (και προστατευόμενος του Μιτεράν) Λωράν Φαμπιούς (Laurent Fabius) και ο υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων Πιερ Μπερεγκοβουά (Pierre Beregovoy) (22). Και οι δύο υποστήριζαν αρχικώς την «άλλη πολιτική», και εν πολλοίς μόνο και μόνο όταν ο Ντελόρ κατόρθωσε να τους μεταπείσει, μπόρεσε να κάνει και τον Μιτεράν να επιλέξει την Ευρώπη και τη λιτότητα. Σύμφωνα με τον David Howarth, «η μεταστροφή του Φαμπιούς φαίνεται πως υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για την τελική επιλογή του Μιτεράν.» (23) Αν αναλογισθεί κανείς το ρόλο που έπαιξε αργότερα ο Μισέλ Καμντεσύ στην εισαγωγή της «ενιαίας σκέψης» στο ΔΝΤ, θα εκπλαγεί από αυτή την αξιοσημείωτη σύμπτωση, ότι δηλαδή, ως διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου, συνέβαλε στο να πειστεί ο Φαμπιούς για τις καταστροφικές συνέπειες που θα προκαλούσε στη γαλλική οικονομία η απόφαση να αφεθεί ελεύθερη η διακύμανση του φράγκου. Σε μια συνεδρίαση που θεωρείται έκτοτε ως η αποφασιστική στιγμή της εσωτερικής συζήτησης της ομάδας Μιτεράν, ο Καμντεσύ εξήγησε στον Φαμπιούς ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν μειωθεί δραματικά: αν αφηνόταν ελεύθερη η διακύμανση του φράγκου, η Γαλλία δεν θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει την κάθετη πτώση του. Ακριβώς μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Ντελόρ και ο Φαμπιούς εξήγησαν στον Μιτεράν και τους υπόλοιπους συμβούλους του, ότι η ελεύθερη διακύμανση του φράγκου δεν αποτελούσε λύση, αλλά την υπόσχεση μιας καταστροφής (24). Έχοντας κερδίσει τον Φαμπιούς και τον Μπερεγκοβουά με το μέρος του, ο Ντελόρ κέρδισε τη μάχη: ο Μιτεράν αποδέχτηκε τη λιτότητα και τους περιορισμούς που επέβαλε το EΝΣ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε για πάντα τη δυνατότητα να κατευθύνει την οικονομία μέσω της υποτίμησης (25).
Η παρουσία του Ντελόρ, με τη διορατικότητα και την αναλυτική του ικανότητα, ήταν απαραίτητη, αλλά δεν θα αρκούσε από μόνη της. Η επιτυχία της προσπάθειάς του να πείσει τους Σοσιαλιστές συναδέλφους του οδηγεί τον Jonah Levy στον ακόλουθο προβληματισμό: «Ο Φαμπιούς, ο Μπερεγκοβουά και μερικοί άλλοι είχαν πολλούς λόγους να αποδεχθούν μια φιλελεύθερη ατζέντα. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια ειλικρινή μεταστροφή… Αλλά η στροφή τους πηγάζει και από κάτι άλλο εκτός από την μαθητεία. Για τον Φαμπιούς ή τον Μπερεγκοβουά, η προσχώρηση στην οικονομία της αγοράς τους επέτρεπε να αποκτήσουν μια ελκυστική πολιτική ταυτότητα, ένα «σύγχρονο» και «αποτελεσματικό» προφίλ, σε αντίθεση με την «αρχαϊκή» και υπερβολικά ιδεολογικοποιημένη εικόνα ενός Σεβενεμάν ή ενός Μαρσέ» (26). Τα πλέον σημαίνοντα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε αρχίσει να εφευρίσκουν μια νέα ταυτότητα. Και πολύ σύντομα θα αναθεωρήσουν και το οικονομικό δόγμα και το πρόγραμμα του κόμματος. Η γαλλική κυβέρνηση άρχισε να χαλαρώνει τους ελέγχους της στα τέλη του 1983, και η διαδικασία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1984. Ήταν ειλικρινείς σοσιαλιστές αλλά και επιδέξιοι πολιτικοί, γι’ αυτό επιτέθηκαν πρώτα στους περιορισμούς που ήταν οι πιο καταναγκαστικοί για τις μεσαίες τάξεις και οι πιο αντιδημοφιλείς για το εκλογικό τους σώμα: τους περιορισμούς στο συνάλλαγμα για τα ταξίδια στο εξωτερικό και το βιβλιάριο συναλλάγματος. Το 1985 άρχισαν να απελευθερώνουν σχεδόν όλες τις συναλλαγές και ιδιαίτερα επέτρεψαν την έκδοση ευρωομολόγων εκδιδομένων σε φράγκα.
Όταν η δεξιά κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ μοιραζόταν την εξουσία με τον Μιτεράν, μεταξύ του 1986 και του 1988, η διαδικασία της φιλελευθεροποίησης συνεχίστηκε, αν και με βραδύτερο ρυθμό […] διότι η κυβέρνηση Σιράκ δεν επιθυμούσε μια τόσο ριζική και ταχεία απελευθέρωση (27). Οι σοσιαλιστές ολοκλήρωσαν το έργο τους όταν επέστρεψαν στην εξουσία. Την 1η Ιανουαρίου 1990 ο λογαριασμός των κεφαλαίων της Γαλλίας ήταν πλέον απολύτως «απελευθερωμένος».
Η εγχώρια κεφαλαιαγορά γνώρισε παράλληλα μια πλήρη μεταμόρφωση, ενώ η απορρύθμιση των ετών 1983-1985 ήταν εξίσου βαθιά. Η εγχώρια οικονομική μεταρρύθμιση, με άξονα τον νόμο για τις τράπεζες το 1984, περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις και τελικώς κατάργηση των πιστωτικών ελέγχων. Έμπαινε τέλος σε ένα παρεμβατικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχούσε στη γαλλική πρακτική επί σαράντα χρόνια (28). Οι Γάλλοι σοσιαλιστές έπρεπε να βρουν ένα νέο μεγάλο πρόταγμα για να αντικαταστήσουν αυτό του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν. Το 1983 εξάλλου ο Μιτεράν και η αριστερά προσχώρησαν με αποφασιστικότητα στο ευρωπαϊκό πρόταγμα. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη δεν υπήρξε η αιτία της στροφής του Μιτεράν, αλλά η νομιμοποίησή της (29). […]
Η γαλλική δεξιά δεν θα είχε τολμήσει να άρει τους εσωτερικούς ούτε τους εξωτερικούς ελέγχους στις συναλλαγές κεφαλαίων. Όπως υποστηρίζει ο Πασκάλ Λαμύ «όταν πρόκειται για φιλελευθεροποίηση, δεν υπάρχει πια δεξιά στη Γαλλία. Η αριστερά θα έπρεπε να το κάνει γιατί η δεξιά δεν θα το έκανε»(30) και ο Julius Friend παρατηρεί: «Αυτό που θα υποχρέωνε μια συντηρητική κυβέρνηση να οπισθοχωρήσει το πραγματοποίησε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση.»(31) Πράγματι, οι Γάλλοι συντηρητικοί, όταν ήταν στην εξουσία, είχαν δείξει πολύ λιγότερο ενθουσιασμό για το θέμα. Ο Ζακ ντε Λαροζιέρ (Jacques de Larosière) βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τους Ντελόρ, Μιτεράν, Φαμπιούς και Μπερεγκοβουά. Αναθρεμμένος με μια γκωλλική κεντροδεξιά παράδοση, χρημάτισε διευθυντής του γραφείου του Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν όταν ήταν υπουργός Οικονομικών. Επικεφαλής του ΔΝΤ για σχεδόν δέκα χρόνια (1978-1987) και Διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας μέχρι το 1993, ο Λαροζιέρ είναι ίσως ο καλύτερος εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς οικονομικής σκέψης στην οικονομική και διοικητική ελίτ της Γαλλίας. Γι’ αυτόν, τα οφέλη της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων είναι «αμφιλεγόμενα». «Χωρίς τα θεσμικά όργανα και τις κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου, οι κινήσεις των κεφαλαίων μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές. Και το έχουν ήδη κάνει», διαπιστώνει, σε ό,τι αφορά δε στη νέα φιλελεύθερη θέρμη των συμπατριωτών του, προσθέτει: «Δεν γοητεύτηκα ποτέ από αυτήν» (32).
Η θέρμη της γαλλικής αριστεράς να ξεπεράσει τη δεξιά δεν περιορίστηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της οικονομικής πολιτικής. «Το πρόγραμμα που εφάρμοσαν ο Ντελόρ, ο Φαμπιούς και ο Μπερεγκοβουά, γράφει ο Levy, ξεπερνούσε κατά πολύ την κατάργηση της κρατικής παρεμβατικότητας» (33). Ως προς τη νομισματική πολιτική, για παράδειγμα, δύο Γάλλοι οικονομολόγοι ανιχνεύουν στις πολιτικές των κυβερνήσεων της αριστεράς «μια χρηματιστική ορθοδοξία μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρήθηκε στην περίπτωση των δεξιών κυβερνήσεων», η οποία εξηγείται πιθανώς από την ανάγκη να γίνουν πιο αξιόπιστοι (34). Άλλοι συγγραφείς έχουν παρατηρήσει ότι η γαλλική αριστερά θεώρησε αναγκαίο να προχωρήσει περισσότερο από ό, τι απαιτούσε η ίδια η οικονομική ορθοδοξία. Σύμφωνα με τον Σερζ Αλιμί (Serge Halimi), συνδέεται με την «επιδίωξη να αποδείξει την αξιοπιστία της πάνω στο ίδιο το έδαφος της αντιπολίτευσης. Για την αριστερά, αυτή η πεποίθηση εκφράζεται με μια πολιτική ακόμη πιο βίαιη από ό,τι η πολιτική της δεξιάς, σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή ορθόδοξων οικονομικών πολιτικών». (35) Και για τον David Howarth, «ήταν απαραίτητο για τους σοσιαλιστές να κατασκευάσουν μια εικόνα υπεύθυνων οικονομικών διαχειριστών, τόσο για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους όσο και για αντισταθούν στη διεθνή κερδοσκοπία έναντι του φράγκου.» (36) Αυτή η λογική της κατάκτησης της αξιοπιστίας στα μάτια των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών απαιτούσε από τη γαλλική αριστερά να γίνει «βασιλικότερη του βασιλέως».
Πολλοί ειδικοί της γαλλικής πολιτικής συνεχίζουν να συζητούν για το εάν η συγχώνευση του Μαρξ με τον Ρικάρντο έδωσε μια νέα πνοή στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ή αν το κατέστρεψε. Εκείνοι που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά το αρχικό όνειρο του Μιτεράν επιμένουν στην αίσθηση της προδοσίας, και της απογοήτευσης που τους προκάλεσε το γεγονός ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα πρότεινε λύσεις «ορθόδοξες» οι οποίες «ελάχιστα διέφεραν από εκείνες των αντιπάλων του, της δεξιάς.» (37) Ο George Ross από την πλευρά του αναλογίζεται τις συνέπειες για την αριστερά γενικότερα: «Χρειάστηκε να ζήσουν μια τεράστια αλλαγή χωρίς άλλη πειστική εναλλακτική στρατηγική, να μπλεχτούν σε αντιφάσεις και να λάβουν πολλά χτυπήματα, με μοναδικό αντάλλαγμα –προφανώς σημαντικό– την παραμονή τους στην εξουσία. Το αποτέλεσμα υπήρξε, για ορισμένους ένας κάποιος κυνισμός, και για άλλους μια αργή μεταστροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Όμως, η γαλλική αριστερά στο σύνολό της βρέθηκε στερημένη από οποιαδήποτε ισχυρή πεποίθηση» (38). Στην πραγματικότητα, η αριστερά κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία, χάρη, σύμφωνα με τον Patrick McCarthy, στην ικανότητα των σοσιαλιστών «να μετατρέψουν την δική τους εκδοχή της “λιτότητας” σε στρατηγική.» (39)
Ο φιλελεύθερος διεθνισμός που ανέπτυξε η γαλλική αριστερά στη δεκαετία του 1980 δεν είναι μοναδική στη γαλλική ιστορία, ούτε καν εξαιρετική για ανάλογες περιπτώσεις. Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε κατά την πρώτη εποχή της παγκοσμιοποίησης, περίπου μεταξύ του 1880 και του 1914. Τότε, η γαλλική αριστερά όχι μόνο ισχυριζόταν ότι οι εργαζόμενοι στις άλλες χώρες θα βελτίωναν τη ζωή τους μέσω του εμπορίου, αλλά η θέση της στηριζόταν σε ευρύτερες πολιτικές εκτιμήσεις. «Για την επίτευξη των εγχώριων στόχων της πολιτικής της, γράφει η Σούζαν Μπέργκερ (Suzanne Berger), η αριστερά χρειαζόταν μια ευρεία Δημοκρατική συμμαχία, και κατάλαβε ότι το πρόγραμμα γύρω από το οποίο μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε να οικοδομηθεί ήταν ο αντιπροστατευτισμός και η αποδοχή μιας ανοικτής διεθνούς οικονομίας» (40). Εξάλλου, ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της σημερινής παγκοσμιοποίησης είναι το γεγονός ότι οι υλοποιήσεις της φιλελεύθερης μεταρρύθμισης είναι πολύ πιο συχνά αποτέλεσμα της δράσης των υποτιθέμενων αριστερών κυβερνήσεων και όχι των δεξιών. (41)
Αυτή η πολιτική συγκυρία είχε συνέπειες στον τρόπο που οι Γάλλοι συζητούν για την παγκοσμιοποίηση. Ο λόγος τους είναι περίεργος, υποστηρίζει η Sophie Meunier, «Στη Γαλλία, είναι κοινωνικά αποδεκτό να καταγγέλλονται οι καταστροφές που επιφέρει ο φιλελευθερισμός, ενώ απαγορεύεται να τον εξυμνούν.» Οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν έτσι να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά και η προσχώρησή τους στον φιλελευθερισμό […] υπονόμευσε τον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς. Στην πραγματικότητα, σημειώνει η Meunier: «η αδιαμφισβήτητη τοποθέτηση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης υπέρ της παγκοσμιοποίησης συνέβαλε στην αποσύνθεση της αριστεράς.» (43) Ωστόσο, στη διάρκεια της διαδικασίας της φιλελευθεροποίησης, τρεις γαλλικές προσωπικότητες που υποστήριξαν την πολιτική της λιτότητας εντάχθηκαν στις οργανώσεις που διαχειρίζονται το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα: ο Ζακ Ντελόρ έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες· ο Ανρύ Σαβρανσκί διορίστηκε πρόεδρος της επιτροπής του ΟΟΣΑ στο Παρίσι που ήταν επιφορτισμένη να επιβλέπει την εφαρμογή του Κώδικα απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων· τέλος, ο Μισέλ Καμντεσύ διορίστηκε γενικός διευθυντής του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον. Αφού οι πολιτικές της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης είχαν πλέον αποκτήσει στέρεες ρίζες στη Γαλλία, αυτές οι τρεις προσωπικότητες ήταν σε θέση να επηρεάσουν τις χρηματοπιστωτικές πολιτικές στο διεθνές πεδίο. Όταν έφυγαν από τις θέσεις τους, ο Σαβρανσκί το 1994, ο Ντελόρ το 1995 και ο Καμντεσύ το 2000, οι τρεις αυτοί Γάλλοι είχαν επηρεάσει βαθύτατα τις οργανώσεις τους και άφησαν την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ πολύ πιο φιλελεύθερους από ό,τι τους είχαν βρει.
Η Ευρώπη του Ζακ Ντελόρ
Στο όραμα των δημιουργών και των διαπραγματευτών της Συνθήκης της Ρώμης, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα έπρεπε να είναι φιλελεύθερη άνευ όρων. Αγαθά, υπηρεσίες και άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όχι το κεφάλαιο – εκτός, αναφέρει η συνθήκη, «στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία της Κοινής αγοράς» και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα –εσωτερική και εξωτερική– των κρατών-μελών (44). Αυτός ο όρος που έμπαινε στην ελευθερία της διακίνησης των κεφαλαίων αντανακλούσε μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των πολιτικών υπευθύνων σε όλο τον κόσμο: οι ροές κεφαλαίου θα πρέπει να ελέγχονται αν θέλουμε να αποφύγουμε τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Ήταν το φαινομενικά προφανές δίδαγμα που έπρεπε να αντλήσουμε από το οικονομικό χάος του Μεσοπολέμου. Αυτή η συναίνεση, κοινή και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, μαζί με τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, αποτέλεσε την ίδια τη βάση του διεθνούς νομισματικού συστήματος μετά τον πόλεμο.
Οι προϋποθέσεις για την φιλελευθεροποίηση των κεφαλαίων στη Συνθήκη της Ρώμης αποτέλεσαν το αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων μεταξύ των ιδρυτικών μελών. Η Γερμανία ήταν η μόνη χώρα που επιθυμούσε την απελευθέρωση, ενώ η Γαλλία, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες είχαν επιμείνει ώστε να μη περιληφθεί αυτή η υποχρέωση στα κείμενα της Συνθήκης. Αυτή η απόκλιση μεταξύ της Γερμανίας και των άλλων κρατών μελών θα συνεχιστεί και στη δεκαετία του 1960 (45). Το κείμενο ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων θα μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί μόνο από μια νέα συνθήκη ή από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα είχαν εγκριθεί ομόφωνα από το Συμβούλιο (46). Τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να τηρούν τις δεσμεύσεις τους, αυστηρές ήδη από την αρχή, ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των ανθρώπων. Ωστόσο, καθ’ όσον αφορά στην κυκλοφορία των κεφαλαίων, τα κράτη μέλη όφειλαν να ελευθερώσουν τις συναλλαγές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, και ο κατάλογος δεν ήταν μεγάλος. Στη συνέχεια, για περισσότερα από είκοσι χρόνια, δεν έγινε τίποτα περισσότερο. «Οι αντιρρήσεις προερχόταν από όλες τις πλευρές, γράφει ο Age Bakker, αλλά κυρίως από τη Γαλλία και την Ολλανδία» (47). Η μόνη αλλαγή που έγινε κατ’ αυτήν την περίοδο οδηγούσε αντίθετα στην επιβολή αυστηρότερων ελέγχων, με μια οδηγία του 1972 η οποία υποχρέωνε τα κράτη-μέλη να διατηρήσουν τους μηχανισμούς που θα τους επιτρέπουν να «περιορίζουν τις ανεπιθύμητες μετακινήσεις κεφαλαίων» (48).
Και μόνο όταν ο απελευθερωτικός ζήλος των Γερμανών κέρδισε την ολλανδική και τη βρετανική συναίνεση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι τρεις χώρες προσπάθησαν να επαναφέρουν το θέμα ξανά στην ημερήσια διάταξη των Βρυξελλών. Και, πάλι, η «άκαμπτη και δογματική στάση της Γαλλίας» (49) μπλοκάρισε την πρωτοβουλία.
Όλα θα αλλάξουν με τη γαλλική «στροφή» του 1983. Την 1η Ιανουαρίου του 1985, ο αρχιτέκτονας της λιτότητας, ο Ντελόρ έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια θέση που διατήρησε για δέκα χρόνια. Έχοντας περιοδεύσει στις πρωτεύουσες των κρατών μελών αισθάνθηκε πως είχε έρθει η ώρα για μια νέα φιλόδοξη πρωτοβουλία φιλελεύθερης ολοκλήρωσης. Ο Ντελόρ δεν έχασε χρόνο και τον Ιούνιο του 1985 παρουσίασε μια Λευκή Βίβλο που περιέγραφε ένα σχέδιο ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1993. Αλλά ακόμη και εκείνη τη στιγμή, ούτε η Επιτροπή ούτε η Λευκή Βίβλος πρότειναν την επιβολή μιας νομικής υποχρέωσης για πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων. Όμως, κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 1985, η Επιτροπή Ντελόρ αποφάσισε να προωθήσει την απελευθέρωση πολύ περισσότερο από ό, τι προέβλεπε αρχικά το πρόγραμμα της ενιαίας αγοράς. Τον Δεκέμβριο, προσπάθησε ανεπιτυχώς, μέσω της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, η οποία πρόκειται να υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 1986, να επαναπροσδιορίσει την εγχώρια αγορά, με τέτοιο τρόπο ώστε η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων να τίθεται στην ίδια μοίρα με τις άλλες τρεις «ελευθερίες». Αρκετές κυβερνήσεις όμως, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Γαλλίας και της Ιταλίας, δεν ήταν έτοιμες να αναλάβουν μια τέτοια υποχρέωση και η νομική βάση για την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων στην Ευρώπη παρέμεινε η ίδια με το 1957: «στον βαθμό που χρειάζεται». Την άνοιξη του 1986, όμως, η Επιτροπή Ντελόρ άρχισε να εξετάζει μια σειρά από οδηγίες που υποχρέωναν τα κράτη μέλη να δρουν άνευ όρων προς αυτή την κατεύθυνση. Η στιγμή ήταν κατάλληλη για να έρθει αυτή η πρόταση στη Γαλλία, εν μέρει επειδή ο ίδιος ο Ντελόρ είχε κάνει τις σχετικές κινήσεις όταν ήταν υπουργός. Ο Jacques Melitz τονίζει τη σημασία της γαλλικής «στροφής» για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: «Όταν οι ιστορικοί της οικονομίας εξετάσουν αυτή την κρίσιμη στιγμή της οικονομικής ιστορίας της Ευρώπης, νομίζω ότι θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα της γαλλικής απελευθέρωσης υπήρξε ο πιο σημαντικός πρόδρομος της Λευκής Βίβλου». (50)
Το πρώτο βήμα του Ντελόρ ήταν μια οδηγία, το Νοέμβριο του 1986 για την τροποποίηση των καταλόγων της οδηγίας του 1960. Πολλές συναλλαγές κεφαλαίου που εθεωρούντο δυνητικές πέρασαν στον κατάλογο των υπό απελευθέρωση συναλλαγών άνευ όρων. Η οδηγία 88 (361) σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων εξεδόθη τον Ιούνιο του 1988 και στο εξής καμία συναλλαγή, καμία μεταφορά κεφαλαίων δεν θα ξεφύγει από την υποχρέωση της απελευθέρωσης. Η «στο βαθμό που απαιτείται» φόρμουλα της Συνθήκης της Ρώμης επαναπροσδιορίστηκε έτσι ώστε οποιοδήποτε είδος κίνησης των κεφαλαίων να θεωρείται «απαραίτητο» για την εύρυθμη λειτουργία της Κοινής αγοράς. Όπως παρατηρεί ο Bakker, «η στήριξη της Γαλλίας στη διαδικασία απελευθέρωσης υπήρξε καθοριστική.» (51) Μια σειρά από λόγους οδήγησαν τη γαλλική κυβέρνηση και την Επιτροπή Ντελόρ στην ιδέα να μεταβληθεί η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων σε υποχρέωση των κρατών μελών.
Πρώτον, οι Γάλλοι είχαν ήδη μετακινηθεί προς την κατεύθυνση του ανοίγματος του λογαριασμού κεφαλαίων, και η αίσθηση ότι η πλήρης απελευθέρωση ήταν πλέον θέμα χρόνου ήταν ευρέως διαδεδομένη στα ανώτερα κλιμάκια του κράτους. Η γαλλική φιλελευθεροποίηση αντανακλούσε μια θεμελιώδη νίκη της μειοψηφίας των εκσυγχρονιστών, που για καιρό προσπαθούσε να αναπροσανατολίσει την αριστερά προς την αγορά και τη διατήρηση της αξίας του φράγκου. Ωστόσο, όπως το υπενθυμίζει ο Ντελόρ, «ήταν δύσκολο να πείσει τους ανθρώπους του Παρισιού. Πολλοί πολιτικοί της Γαλλίας, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, ήταν εναντίον της απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων». Εξάλλου, όπως λέει ο ίδιος η νίκη δεν υπήρξε πραγματικά δική του και ο Μιτεράν έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο: «Η σταθερότητα της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε καθοριστική. Κανείς άλλος δεν είχε εκφράσει τόσο επιτακτικά στην πεποίθηση ότι οι Γάλλοι θα επέμεναν στην ισχύ του νομίσματος τους για την οποία θα ήθελαν να είναι υπερήφανοι. Μεταβλήθηκε σε αυτοσκοπό για τη γαλλική κυβέρνηση.» (52)
Δεύτερον, η συναλλαγή «χέρι-χέρι» με τους Γερμανούς, οι οποίοι ζητούσαν τόσο καιρό την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων στην Ευρώπη, προσέφερε, σε αντάλλαγμα, στους Γάλλους μια βελτίωση της συμμετρίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος με τη συμφωνία Bâle-Nyborg του 1987. Η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει στον Ντελόρ να κάνει το τελικό βήμα προς την κωδικοποίηση των κανόνων της κινητικότητας των κεφαλαίων στην Ευρώπη.
Τρίτον, η οξεία πολιτική αίσθηση ότι επρόκειτο για την ευκαιρία να πραγματοποιηθεί ένα αποφασιστικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδήγησε τον Ντελόρ να ενεργήσει με μεγάλη αποφασιστικότητα: «Δεν προχώρησα χωρίς κάποιες ανησυχίες, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς». (53) Από τη στιγμή που αποφασίστηκε το σχέδιο, ο Ντελόρ πείστηκε ότι η απελευθέρωση των κεφαλαίων «θα είχε μεγάλη ψυχολογική επίδραση, και θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα· πόσο μάλλον που η πρόταση γινόταν από έναν Γάλλο». (54)
Ο τέταρτος λόγος άμεσα ήταν δυσδιάκριτος αλλά ήταν περισσότερο στρατηγικού χαρακτήρα, και ως προς αυτόν τα συμφέροντα της γαλλικής κυβέρνησης και εκείνα της Επιτροπής Ντελόρ συνέκλιναν περισσότερο. Η στρατηγική της Επιτροπής, υποστηρίζει ο Nicolas Jabko, έβαλε τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης (55). Τόσο η γαλλική κυβέρνηση όσο και ο Ντελόρ έβλεπαν στην καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στην Ευρώπη το πρώτο βήμα σε μια αλυσίδα που θα οδηγούσε στη νομισματική ένωση. Το ενδιαφέρον της Γαλλίας γι’ αυτήν μεγάλωσε με την έγκριση της πολιτικής του ισχυρού φράγκου, μετά την απόφαση του Μιτεράν να μην υποτιμήσει και να παραμείνει μέσα στο ΕΝΣ. Αυτό σήμαινε ότι συνδεόταν ακόμα περισσότερο με τη γερμανική νομισματική πολιτική· όμως η ανεξαρτησία της Bundesbank απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο φορέα, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής κυβέρνησης, σήμαινε ότι θα επέβαλλε ουσιαστικά τη χάραξη και την άσκηση της νομισματικής πολιτικής σε όλη την Ευρώπη. Για τον Ντελόρ, επομένως, το μόνο αντιστάθμισμα θα ήταν η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η οποία και μεταβλήθηκε στην πρώτη του προτεραιότητα. «Το μωρό του Ντελόρ, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η ΟΝΕ» (56), γράφει ο Ross. Όπως και πολλοί άλλοι Γάλλοι πολιτικοί, «αποφάσισ(α) ότι θα ήταν προτιμότερο να ζει κανείς σε μια ζώνη της ΟΝΕ παρά σε μια ζώνη του μάρκου.»(57) Ο δρόμος που οδηγεί από την οδηγία του 1988 στην νομισματική ένωση ήταν μακρύς, και η στρατηγική που ακολουθήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνη, διότι θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα το EΝΣ. Όμως, αν και επικίνδυνη, παρατηρεί ο Nicolas Jabko, η στρατηγική αυτή υπήρξε «πολιτικά πολύ επιδέξια.» (58)[…]
Οι αξιωματούχοι της Επιτροπής, εξηγεί ο Jabko, είχαν «πλήρη επίγνωση της οικονομικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων αφ’ενός και την αυτονομία των εθνικών πολιτικών από την άλλη» (59). Εξάλλου, η στρατηγική αυτή παρήγαγε μια λογική που επρόκειτο να αποδειχθεί ακαταμάχητη, και επρόκειτο να επιβληθεί αναπόφευκτα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Με ενιαία αγορά κεφαλαίων και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, δεν θα μπορούσε κανείς στην Ευρώπη να διεξάγει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Οι κεντρικές τράπεζες της ΕΕ είχαν ήδη παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος της νομισματικής αυτονομίας τους στην Bundesbank μέσω του ΕΝΣ. Η Επιτροπή «στη συνέχεια αναβάθμισε το πολιτικό διακύβευμα της ΟΝΕ, ενεργώντας αποφασιστικά για την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, ενώ παρότρυνε ταυτόχρονα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν την ΟΝΕ ως ένα εργαλείο που θα τους επέτρεπε να ανακτήσουν κάποια νομισματική κυριαρχία.» (60) Έτσι, όπως το υπενθυμίζει ο Λαμύ, ο «τελικός στόχος» ήταν η νομισματική ένωση: «Ο Tommaso Padoa-Schioppa, ο οποίος προσέφερε μια θεμελιώδη συμβολή στο συνολικό σχέδιο, περιέγραψε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε “θεώρημα του Πάντοα-Σκιόπα” σχετικά με το ασυμβίβαστο μεταξύ των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και της αυτονομίας της νομισματικής πολιτικής. Το σχέδιο Ντελόρ, μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, προετοίμαζε την νομισματική ολοκλήρωση. Επιπλέον θα έπρεπε να κάμψουμε την αντίσταση των Γερμανών, και το αντίτιμο ήταν η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων». (61)
Πράγματι, ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την οικονομική και νομισματική ένωση επρόκειτο σύντομα να ακολουθήσει την οδηγία σχετικά με την κυκλοφορία των κεφαλαίων, της οποίας αποτελούσε την άμεση συνέπεια. Σύμφωνα με τον Craig Parsons, η υποστήριξη της Γαλλίας προς την οδηγία του 1988 υπήρξε καθοριστική: «Μόνο όταν [οι Γάλλοι] είχαν αποδεχθεί την πλήρη κινητικότητα των κεφαλαίων, τον Ιούνιο του 1988, ο Κολ έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη δημιουργία μια επιτροπής για την ΟΝΕ υπό την ευθύνη του Ντελόρ» (62). Η έκθεση της επιτροπής αυτής, που είναι γνωστή ως «Έκθεση Ντελόρ», επέτρεψε την αναθέρμανση του σχεδίου της νομισματικής ένωσης. Στην πραγματικότητα, το κείμενο αυτό αποτέλεσε χωρίς σημαντικές αλλαγές, μέρος της Συνθήκης του Μάαστριχτ. «Η νίκη του κοινοτικού σχεδίου δεν κρίθηκε αποκλειστικά στη Γαλλία, γράφει ο Parsons, αλλά εκεί διεξήχθη η αποφασιστική μάχη των ιδεών σχετικά με την Ευρώπη.»(63)
Οι προϋποθέσεις για την φιλελευθεροποίηση των κεφαλαίων στη Συνθήκη της Ρώμης αποτέλεσαν το αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων μεταξύ των ιδρυτικών μελών. Η Γερμανία ήταν η μόνη χώρα που επιθυμούσε την απελευθέρωση, ενώ η Γαλλία, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες είχαν επιμείνει ώστε να μη περιληφθεί αυτή η υποχρέωση στα κείμενα της Συνθήκης. Αυτή η απόκλιση μεταξύ της Γερμανίας και των άλλων κρατών μελών θα συνεχιστεί και στη δεκαετία του 1960 (45). Το κείμενο ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων θα μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί μόνο από μια νέα συνθήκη ή από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα είχαν εγκριθεί ομόφωνα από το Συμβούλιο (46). Τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να τηρούν τις δεσμεύσεις τους, αυστηρές ήδη από την αρχή, ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των ανθρώπων. Ωστόσο, καθ’ όσον αφορά στην κυκλοφορία των κεφαλαίων, τα κράτη μέλη όφειλαν να ελευθερώσουν τις συναλλαγές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, και ο κατάλογος δεν ήταν μεγάλος. Στη συνέχεια, για περισσότερα από είκοσι χρόνια, δεν έγινε τίποτα περισσότερο. «Οι αντιρρήσεις προερχόταν από όλες τις πλευρές, γράφει ο Age Bakker, αλλά κυρίως από τη Γαλλία και την Ολλανδία» (47). Η μόνη αλλαγή που έγινε κατ’ αυτήν την περίοδο οδηγούσε αντίθετα στην επιβολή αυστηρότερων ελέγχων, με μια οδηγία του 1972 η οποία υποχρέωνε τα κράτη-μέλη να διατηρήσουν τους μηχανισμούς που θα τους επιτρέπουν να «περιορίζουν τις ανεπιθύμητες μετακινήσεις κεφαλαίων» (48).
Και μόνο όταν ο απελευθερωτικός ζήλος των Γερμανών κέρδισε την ολλανδική και τη βρετανική συναίνεση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι τρεις χώρες προσπάθησαν να επαναφέρουν το θέμα ξανά στην ημερήσια διάταξη των Βρυξελλών. Και, πάλι, η «άκαμπτη και δογματική στάση της Γαλλίας» (49) μπλοκάρισε την πρωτοβουλία.
Όλα θα αλλάξουν με τη γαλλική «στροφή» του 1983. Την 1η Ιανουαρίου του 1985, ο αρχιτέκτονας της λιτότητας, ο Ντελόρ έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια θέση που διατήρησε για δέκα χρόνια. Έχοντας περιοδεύσει στις πρωτεύουσες των κρατών μελών αισθάνθηκε πως είχε έρθει η ώρα για μια νέα φιλόδοξη πρωτοβουλία φιλελεύθερης ολοκλήρωσης. Ο Ντελόρ δεν έχασε χρόνο και τον Ιούνιο του 1985 παρουσίασε μια Λευκή Βίβλο που περιέγραφε ένα σχέδιο ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1993. Αλλά ακόμη και εκείνη τη στιγμή, ούτε η Επιτροπή ούτε η Λευκή Βίβλος πρότειναν την επιβολή μιας νομικής υποχρέωσης για πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων. Όμως, κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 1985, η Επιτροπή Ντελόρ αποφάσισε να προωθήσει την απελευθέρωση πολύ περισσότερο από ό, τι προέβλεπε αρχικά το πρόγραμμα της ενιαίας αγοράς. Τον Δεκέμβριο, προσπάθησε ανεπιτυχώς, μέσω της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, η οποία πρόκειται να υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 1986, να επαναπροσδιορίσει την εγχώρια αγορά, με τέτοιο τρόπο ώστε η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων να τίθεται στην ίδια μοίρα με τις άλλες τρεις «ελευθερίες». Αρκετές κυβερνήσεις όμως, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Γαλλίας και της Ιταλίας, δεν ήταν έτοιμες να αναλάβουν μια τέτοια υποχρέωση και η νομική βάση για την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων στην Ευρώπη παρέμεινε η ίδια με το 1957: «στον βαθμό που χρειάζεται». Την άνοιξη του 1986, όμως, η Επιτροπή Ντελόρ άρχισε να εξετάζει μια σειρά από οδηγίες που υποχρέωναν τα κράτη μέλη να δρουν άνευ όρων προς αυτή την κατεύθυνση. Η στιγμή ήταν κατάλληλη για να έρθει αυτή η πρόταση στη Γαλλία, εν μέρει επειδή ο ίδιος ο Ντελόρ είχε κάνει τις σχετικές κινήσεις όταν ήταν υπουργός. Ο Jacques Melitz τονίζει τη σημασία της γαλλικής «στροφής» για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: «Όταν οι ιστορικοί της οικονομίας εξετάσουν αυτή την κρίσιμη στιγμή της οικονομικής ιστορίας της Ευρώπης, νομίζω ότι θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα της γαλλικής απελευθέρωσης υπήρξε ο πιο σημαντικός πρόδρομος της Λευκής Βίβλου». (50)
Το πρώτο βήμα του Ντελόρ ήταν μια οδηγία, το Νοέμβριο του 1986 για την τροποποίηση των καταλόγων της οδηγίας του 1960. Πολλές συναλλαγές κεφαλαίου που εθεωρούντο δυνητικές πέρασαν στον κατάλογο των υπό απελευθέρωση συναλλαγών άνευ όρων. Η οδηγία 88 (361) σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων εξεδόθη τον Ιούνιο του 1988 και στο εξής καμία συναλλαγή, καμία μεταφορά κεφαλαίων δεν θα ξεφύγει από την υποχρέωση της απελευθέρωσης. Η «στο βαθμό που απαιτείται» φόρμουλα της Συνθήκης της Ρώμης επαναπροσδιορίστηκε έτσι ώστε οποιοδήποτε είδος κίνησης των κεφαλαίων να θεωρείται «απαραίτητο» για την εύρυθμη λειτουργία της Κοινής αγοράς. Όπως παρατηρεί ο Bakker, «η στήριξη της Γαλλίας στη διαδικασία απελευθέρωσης υπήρξε καθοριστική.» (51) Μια σειρά από λόγους οδήγησαν τη γαλλική κυβέρνηση και την Επιτροπή Ντελόρ στην ιδέα να μεταβληθεί η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων σε υποχρέωση των κρατών μελών.
Πρώτον, οι Γάλλοι είχαν ήδη μετακινηθεί προς την κατεύθυνση του ανοίγματος του λογαριασμού κεφαλαίων, και η αίσθηση ότι η πλήρης απελευθέρωση ήταν πλέον θέμα χρόνου ήταν ευρέως διαδεδομένη στα ανώτερα κλιμάκια του κράτους. Η γαλλική φιλελευθεροποίηση αντανακλούσε μια θεμελιώδη νίκη της μειοψηφίας των εκσυγχρονιστών, που για καιρό προσπαθούσε να αναπροσανατολίσει την αριστερά προς την αγορά και τη διατήρηση της αξίας του φράγκου. Ωστόσο, όπως το υπενθυμίζει ο Ντελόρ, «ήταν δύσκολο να πείσει τους ανθρώπους του Παρισιού. Πολλοί πολιτικοί της Γαλλίας, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, ήταν εναντίον της απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων». Εξάλλου, όπως λέει ο ίδιος η νίκη δεν υπήρξε πραγματικά δική του και ο Μιτεράν έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο: «Η σταθερότητα της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε καθοριστική. Κανείς άλλος δεν είχε εκφράσει τόσο επιτακτικά στην πεποίθηση ότι οι Γάλλοι θα επέμεναν στην ισχύ του νομίσματος τους για την οποία θα ήθελαν να είναι υπερήφανοι. Μεταβλήθηκε σε αυτοσκοπό για τη γαλλική κυβέρνηση.» (52)
Δεύτερον, η συναλλαγή «χέρι-χέρι» με τους Γερμανούς, οι οποίοι ζητούσαν τόσο καιρό την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων στην Ευρώπη, προσέφερε, σε αντάλλαγμα, στους Γάλλους μια βελτίωση της συμμετρίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος με τη συμφωνία Bâle-Nyborg του 1987. Η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει στον Ντελόρ να κάνει το τελικό βήμα προς την κωδικοποίηση των κανόνων της κινητικότητας των κεφαλαίων στην Ευρώπη.
Τρίτον, η οξεία πολιτική αίσθηση ότι επρόκειτο για την ευκαιρία να πραγματοποιηθεί ένα αποφασιστικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδήγησε τον Ντελόρ να ενεργήσει με μεγάλη αποφασιστικότητα: «Δεν προχώρησα χωρίς κάποιες ανησυχίες, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς». (53) Από τη στιγμή που αποφασίστηκε το σχέδιο, ο Ντελόρ πείστηκε ότι η απελευθέρωση των κεφαλαίων «θα είχε μεγάλη ψυχολογική επίδραση, και θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα· πόσο μάλλον που η πρόταση γινόταν από έναν Γάλλο». (54)
Ο τέταρτος λόγος άμεσα ήταν δυσδιάκριτος αλλά ήταν περισσότερο στρατηγικού χαρακτήρα, και ως προς αυτόν τα συμφέροντα της γαλλικής κυβέρνησης και εκείνα της Επιτροπής Ντελόρ συνέκλιναν περισσότερο. Η στρατηγική της Επιτροπής, υποστηρίζει ο Nicolas Jabko, έβαλε τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης (55). Τόσο η γαλλική κυβέρνηση όσο και ο Ντελόρ έβλεπαν στην καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στην Ευρώπη το πρώτο βήμα σε μια αλυσίδα που θα οδηγούσε στη νομισματική ένωση. Το ενδιαφέρον της Γαλλίας γι’ αυτήν μεγάλωσε με την έγκριση της πολιτικής του ισχυρού φράγκου, μετά την απόφαση του Μιτεράν να μην υποτιμήσει και να παραμείνει μέσα στο ΕΝΣ. Αυτό σήμαινε ότι συνδεόταν ακόμα περισσότερο με τη γερμανική νομισματική πολιτική· όμως η ανεξαρτησία της Bundesbank απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο φορέα, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής κυβέρνησης, σήμαινε ότι θα επέβαλλε ουσιαστικά τη χάραξη και την άσκηση της νομισματικής πολιτικής σε όλη την Ευρώπη. Για τον Ντελόρ, επομένως, το μόνο αντιστάθμισμα θα ήταν η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η οποία και μεταβλήθηκε στην πρώτη του προτεραιότητα. «Το μωρό του Ντελόρ, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η ΟΝΕ» (56), γράφει ο Ross. Όπως και πολλοί άλλοι Γάλλοι πολιτικοί, «αποφάσισ(α) ότι θα ήταν προτιμότερο να ζει κανείς σε μια ζώνη της ΟΝΕ παρά σε μια ζώνη του μάρκου.»(57) Ο δρόμος που οδηγεί από την οδηγία του 1988 στην νομισματική ένωση ήταν μακρύς, και η στρατηγική που ακολουθήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνη, διότι θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα το EΝΣ. Όμως, αν και επικίνδυνη, παρατηρεί ο Nicolas Jabko, η στρατηγική αυτή υπήρξε «πολιτικά πολύ επιδέξια.» (58)[…]
Οι αξιωματούχοι της Επιτροπής, εξηγεί ο Jabko, είχαν «πλήρη επίγνωση της οικονομικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων αφ’ενός και την αυτονομία των εθνικών πολιτικών από την άλλη» (59). Εξάλλου, η στρατηγική αυτή παρήγαγε μια λογική που επρόκειτο να αποδειχθεί ακαταμάχητη, και επρόκειτο να επιβληθεί αναπόφευκτα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Με ενιαία αγορά κεφαλαίων και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, δεν θα μπορούσε κανείς στην Ευρώπη να διεξάγει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Οι κεντρικές τράπεζες της ΕΕ είχαν ήδη παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος της νομισματικής αυτονομίας τους στην Bundesbank μέσω του ΕΝΣ. Η Επιτροπή «στη συνέχεια αναβάθμισε το πολιτικό διακύβευμα της ΟΝΕ, ενεργώντας αποφασιστικά για την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, ενώ παρότρυνε ταυτόχρονα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν την ΟΝΕ ως ένα εργαλείο που θα τους επέτρεπε να ανακτήσουν κάποια νομισματική κυριαρχία.» (60) Έτσι, όπως το υπενθυμίζει ο Λαμύ, ο «τελικός στόχος» ήταν η νομισματική ένωση: «Ο Tommaso Padoa-Schioppa, ο οποίος προσέφερε μια θεμελιώδη συμβολή στο συνολικό σχέδιο, περιέγραψε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε “θεώρημα του Πάντοα-Σκιόπα” σχετικά με το ασυμβίβαστο μεταξύ των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και της αυτονομίας της νομισματικής πολιτικής. Το σχέδιο Ντελόρ, μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, προετοίμαζε την νομισματική ολοκλήρωση. Επιπλέον θα έπρεπε να κάμψουμε την αντίσταση των Γερμανών, και το αντίτιμο ήταν η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων». (61)
Πράγματι, ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την οικονομική και νομισματική ένωση επρόκειτο σύντομα να ακολουθήσει την οδηγία σχετικά με την κυκλοφορία των κεφαλαίων, της οποίας αποτελούσε την άμεση συνέπεια. Σύμφωνα με τον Craig Parsons, η υποστήριξη της Γαλλίας προς την οδηγία του 1988 υπήρξε καθοριστική: «Μόνο όταν [οι Γάλλοι] είχαν αποδεχθεί την πλήρη κινητικότητα των κεφαλαίων, τον Ιούνιο του 1988, ο Κολ έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη δημιουργία μια επιτροπής για την ΟΝΕ υπό την ευθύνη του Ντελόρ» (62). Η έκθεση της επιτροπής αυτής, που είναι γνωστή ως «Έκθεση Ντελόρ», επέτρεψε την αναθέρμανση του σχεδίου της νομισματικής ένωσης. Στην πραγματικότητα, το κείμενο αυτό αποτέλεσε χωρίς σημαντικές αλλαγές, μέρος της Συνθήκης του Μάαστριχτ. «Η νίκη του κοινοτικού σχεδίου δεν κρίθηκε αποκλειστικά στη Γαλλία, γράφει ο Parsons, αλλά εκεί διεξήχθη η αποφασιστική μάχη των ιδεών σχετικά με την Ευρώπη.»(63)
Ο πύργος και ο Ανρύ Σαβρανσκί
Μόνο οι προνομιούχοι ανήκουν στον ΟΟΣΑ (64). Το να συμμετέχεις στον ΟΟΣΑ σημαίνει πως είσαι πλούσιος και απολαμβάνεις το συμβολικό καθεστώς μιας «αναπτυγμένης» χώρας. Η έδρα του οργανισμού ο κομψός πύργος της La Muette, στο δέκατο έκτο διαμέρισμα του Παρισιού, μια ήσυχη, αριστοκρατική γειτονιά όπου τα πάντα αποπνέουν μια καλά εδραιωμένη περιουσία. Η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη και αξιοπρεπής, όπως αρμόζει σε μια επιλεγμένη εταιρεία που είναι ταυτόχρονα ένας από τους πιο σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς του πλανήτη.
Η πιο σημαντική από τις υποχρεώσεις που συναρτώνται με τη συμμετοχή στον ΟΟΣΑ περιλαμβάνεται στον Κώδικα Απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων. Πρόκειται για μια αδιαπραγμάτευτη αρχή και δεν μπορεί κανείς να την αγνοήσει. Μέχρι την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 1988, το κείμενο αυτό ήταν η μόνη πολυμερής πράξη για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Όταν τέθηκε σε ισχύ το 1961, ο κώδικας απέκλειε από θέση αρχής τις ροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων. Για πάνω από σαράντα χρόνια, η Επιτροπή Κίνησης Κεφαλαίων και Αδήλων Συναλλαγών (CMIT) εξασφάλιζε τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τον Κώδικα της απελευθέρωσης και παρακολουθούσε όλες τις τροποποιήσεις που είχαν γίνει. Το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών επεκτάθηκε αρκετές φορές (το 1964, 1973 και 1984), ώστε να συμπεριλάβει κάθε φορά νέους τύπους χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή για να συντομεύσει την ελάχιστη διάρκεια που απαιτούνταν για την επιβολή τους, αλλά τα κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν ως προς τα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν οι Γάλλοι που μέχρι τότε προέβαλλαν την ισχυρότερη και πιο τεκμηριωμένη αντίθεση σε αυτά τα «θερμά κεφάλαια». Το CMIT, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να επιτύχει μια συναίνεση υπέρ της ελευθέρωσης των κινήσεων όλων των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών. Οι Γάλλοι προσχώρησαν τελικά χωρίς επιφυλάξεις και το 1989 ο κώδικας τροποποιήθηκε για μία τελευταία φορά ώστε να συμπεριλάβει όλες τις κινήσεις κεφαλαίων. Η πιο εξέχουσα φυσιογνωμία σε αυτό το επεισόδιο ήταν ο Ανρύ Σαβρανσκί.
Αυτός ο μετασχηματισμός του Κώδικα, με την ώθηση του CMIT και χάρη στη σύγκλιση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ σε μια αντίληψη, μέρος της οποίας είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αποτελεί μια θεμελιώδη –αν και υποτιμημένη– συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης. Οι απαρχές του κώδικα είναι παρόμοιες με εκείνες της Συνθήκης της Ρώμης, δεδομένου ότι τα δύο έγγραφα συντάχθηκαν σε μια ατμόσφαιρα βαθιάς δυσπιστίας έναντι των βραχυπρόθεσμων κινήσεων κεφαλαίων. Σύμφωνα με τον Raymond Bertrand, ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του σε μια υψηλή θέση της Γραμματείας του ΟΟΣΑ, οι υποχρεώσεις του κώδικα κάλυπταν μόνο τη ροή των μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, ιδίως τις άμεσες ξένες επενδύσεις, με στόχο την προώθηση των διασταυρούμενων επενδύσεων μεταξύ των μελών της οργάνωσης. Η παράλειψη των βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών συναλλαγών από τον Κώδικα «εξηγείται από την αίσθηση ότι οι συναλλαγές αυτές, ιδίως με πρωτοβουλία των τραπεζών, θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα για τη νομισματική διαχείριση και τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, ειδικά σε ένα καθεστώς σταθερών ή ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών» (65).
Κάθε φορά που μια επέκταση των ρυθμίσεων του κώδικα σε νέες συναλλαγές συζητούνταν στο CMIT, οι Ευρωπαίοι ιδιαίτερα, ανησυχούσαν σχετικά με τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Κατά την πρώτη τροποποίηση, το 1964, λέει ο Pierre Poret, μέλος της Γραμματείας του ΟΟΣΑ, η οργάνωση «έλαβε ρητώς την απόφαση να μην επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του κώδικα στις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, με την αιτιολογία ότι η απελευθέρωσή τους θα έκανε το ισοζύγιο πληρωμών ευάλωτο στις αλλαγές των διαθέσεων της αγοράς και θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των εθνικών οικονομικών πολιτικών (66)». Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες καθ’ όλη της δεκαετίας του 1960 πίεζαν τους εταίρους τους στον ΟΟΣΑ να αποδεχθούν την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, συναντούσαν την απροθυμία των Ευρωπαίων και την ολοκληρωτική αντίθεση της Γαλλίας (67). Το 1973 η σχετική τροπολογία ήταν και πάλι ασήμαντη και αφορούσε μόνον τις υπηρεσίες συλλογικών επενδύσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα μέλη του CMIT συζητούσαν τις μεθόδους που θα επέτρεπαν να καταστεί πιο παρεμβατικός ο κώδικας σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Η συναίνεση επιτεύχθηκε γρήγορα, και από το 1984, η δικαιοδοσία του κώδικα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει το δικαίωμα εγκατάστασης σε μη κατοίκους επενδυτές. Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσαν μια περίοδο βαθύτατων αλλαγών για τον ΟΟΣΑ, τόσο στον πύργο της La Muette όσο και στις πρωτεύουσες των κρατών μελών. Αρκετοί είχαν αρχίσει να αποδιαρθρώνουν μονομερώς τα συστήματα ελέγχου των κεφαλαίων. Σταδιακά, τα κράτη που δεν είχαν ακόμη καταστήσει ανεξάρτητες τις κεντρικές τους τράπεζες υιοθέτησαν με τη σειρά τους την αναγκαία νομοθεσία. Μια αποφασιστική στροφή προς την εγκατάλειψη της αυτονομίας των εθνικών πολιτικών βρισκόταν σε εξέλιξη. Όπως το υπενθυμίζει ο Ανρύ Σαβρανσκί, «κατά τη διάρκεια της θητείας μου, το CMIT γνώρισε μια κίνηση προς την άλλη πλευρά του εκκρεμούς ως προς τα συναισθήματα των μελών απέναντι στις αγορές. Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καμία απάντηση απέναντι στις θέσεις του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, γι’ αυτό και εν τέλει ακολουθήσαμε. Στη Γαλλία η διαδικασία είχε την πιο θεαματική εξέλιξη. Η γαλλική θέση στον ΟΟΣΑ κατέτεινε πάντα στην επιβράδυνση της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του κώδικα απελευθέρωσης. Η ριζική στροφή της κατά τη δεκαετία του 1980 επέτρεψε στο CMIT να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός πραγματικά φιλελεύθερου Κώδικα.» (68)
Μετά από σαράντα χρόνια διαμαχών σχετικά με την κυκλοφορία των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, η συζήτηση στο εσωτερικό του CMIT σχετικά με τη νέα τροπολογία, πραγματοποιήθηκε σε μια ήσυχη και συναινετική ατμόσφαιρα. «Δεν υπήρξε καμία ισχυρή αντίθεση στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κώδικα λέει ο Σαβρανσκί. Ορισμένες χώρες ήταν απρόθυμες, αλλά δεν δόθηκε κάποια μεγάλη μάχη. Η ιδέα έγινε δεκτή» (69). Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειαζόταν πλέον να μάχονται στην πρώτη γραμμή για να διευρυνθούν οι δικαιοδοσίες του ΟΟΣΑ όσον αφορά στην απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων. Ο Τζέφρυ Σέϊφερ θυμάται: «Πάντα πίστευα ότι θα μπορούσε κανείς να συμπαθεί τους στόχους της αριστεράς, και ταυτόχρονα, δεδομένων των καταναγκασμών της διεθνούς οικονομίας, να θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξή τους ήταν απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων. Εξέχουσες μορφές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς προσχώρησαν σε αυτή την άποψη, η οποία επηρέασε τελικά την πρακτική του ΟΟΣΑ σε πάρα πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων. Συχνά συμβούλευα το [αμερικανικό] Υπουργείο Οικονομικών να μην ασκεί πιέσεις και να μην παίρνει θέση σχετικά με αυτό το ζήτημα στο εσωτερικό του ΟΟΣΑ, αλλά να σιωπά και να αφήνει την πρωτοβουλία στη γραμματεία και τους Ευρωπαίους» (70).
Όπως και ο Ζακ Ντελόρ με την οδηγία του 1988, ο Ανρύ Σαβρανσκί ως πρόεδρος του CMIT δεν τροποποίησε τον κώδικα καλπάζοντας πολύ μπροστά από τους συναδέλφους του στον ΟΟΣΑ. Αντίθετα, στηρίχθηκε σε εκείνα τα μέλη της επιτροπής που ευνοούσαν ήδη, από καιρό, την ιδέα της επέκτασης της φιλελευθεροποίησης στα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Σουηδό Γιαν Νίπσταντ, ο οποίος προήδρευε στη σχετική ομάδα εργασίας, η μεθόδευση του Σαβρανσκί υπήρξε «αριστοτεχνική». Ο ίδιος ο Νίπσταντ είχε σχετικά πρόσφατα προσχωρήσει στο στρατόπεδο των οπαδών της απελευθέρωσης της κίνησης των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, και σε στενή συνεργασία με τον Σαβρανσκί, επεδίωξε να οικοδομήσει συναινέσεις εντός του CMIT. Δεδομένου ότι ο Σαβρανσκί δεν εθεωρείτο εντός του CMIT ένας δογματικός φιλελεύθερος και καθώς η Γαλλία συντάχθηκε με το σχέδιο διεύρυνσης, τα εξαιρετικά λογικά επιχειρήματα που ανέπτυξε ενίσχυσαν ουσιωδώς τη νομιμοποίηση του σχεδίου στο μυαλό όσων παρέμεναν επιφυλακτικοί (71).
Έτσι, ένα νέο πρότυπο που ισχύει για όλα τα μέλη του ΟΟΣΑ, είδε το φως το 1989, σε συναινετική βάση. Το άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου μεταβλήθηκε στη φυσιολογική συμπεριφορά ενός κράτους μέλους της οργάνωσης, και αποτελεί μία από τις πρακτικές που χαρακτηρίζουν μια «αναπτυγμένη» χώρα: «Αν και τα διάφορα κράτη μέλη προφανώς δεν βρίσκονται όλα στο ίδιο στάδιο, όλα συμμερίζονται πλέον την άποψη ότι η πλήρης ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων αποτελεί έναν θετικό στόχο». Σύμφωνα με τον Louis Pauly, η τροποποίηση του 1989 επεδίωκε «να αντικαταστήσει το επίσημο δικαίωμα [των κρατών] να ελέγχουν την κίνηση των κεφαλαίων από ένα νέο δίκαιο. Οι προσπάθειες συνεχίζονται. (73)»
Η πιο σημαντική από τις υποχρεώσεις που συναρτώνται με τη συμμετοχή στον ΟΟΣΑ περιλαμβάνεται στον Κώδικα Απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων. Πρόκειται για μια αδιαπραγμάτευτη αρχή και δεν μπορεί κανείς να την αγνοήσει. Μέχρι την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 1988, το κείμενο αυτό ήταν η μόνη πολυμερής πράξη για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Όταν τέθηκε σε ισχύ το 1961, ο κώδικας απέκλειε από θέση αρχής τις ροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων. Για πάνω από σαράντα χρόνια, η Επιτροπή Κίνησης Κεφαλαίων και Αδήλων Συναλλαγών (CMIT) εξασφάλιζε τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τον Κώδικα της απελευθέρωσης και παρακολουθούσε όλες τις τροποποιήσεις που είχαν γίνει. Το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων αυτών επεκτάθηκε αρκετές φορές (το 1964, 1973 και 1984), ώστε να συμπεριλάβει κάθε φορά νέους τύπους χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή για να συντομεύσει την ελάχιστη διάρκεια που απαιτούνταν για την επιβολή τους, αλλά τα κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν ως προς τα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν οι Γάλλοι που μέχρι τότε προέβαλλαν την ισχυρότερη και πιο τεκμηριωμένη αντίθεση σε αυτά τα «θερμά κεφάλαια». Το CMIT, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να επιτύχει μια συναίνεση υπέρ της ελευθέρωσης των κινήσεων όλων των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών. Οι Γάλλοι προσχώρησαν τελικά χωρίς επιφυλάξεις και το 1989 ο κώδικας τροποποιήθηκε για μία τελευταία φορά ώστε να συμπεριλάβει όλες τις κινήσεις κεφαλαίων. Η πιο εξέχουσα φυσιογνωμία σε αυτό το επεισόδιο ήταν ο Ανρύ Σαβρανσκί.
Αυτός ο μετασχηματισμός του Κώδικα, με την ώθηση του CMIT και χάρη στη σύγκλιση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ σε μια αντίληψη, μέρος της οποίας είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αποτελεί μια θεμελιώδη –αν και υποτιμημένη– συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης. Οι απαρχές του κώδικα είναι παρόμοιες με εκείνες της Συνθήκης της Ρώμης, δεδομένου ότι τα δύο έγγραφα συντάχθηκαν σε μια ατμόσφαιρα βαθιάς δυσπιστίας έναντι των βραχυπρόθεσμων κινήσεων κεφαλαίων. Σύμφωνα με τον Raymond Bertrand, ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του σε μια υψηλή θέση της Γραμματείας του ΟΟΣΑ, οι υποχρεώσεις του κώδικα κάλυπταν μόνο τη ροή των μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, ιδίως τις άμεσες ξένες επενδύσεις, με στόχο την προώθηση των διασταυρούμενων επενδύσεων μεταξύ των μελών της οργάνωσης. Η παράλειψη των βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών συναλλαγών από τον Κώδικα «εξηγείται από την αίσθηση ότι οι συναλλαγές αυτές, ιδίως με πρωτοβουλία των τραπεζών, θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα για τη νομισματική διαχείριση και τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, ειδικά σε ένα καθεστώς σταθερών ή ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών» (65).
Κάθε φορά που μια επέκταση των ρυθμίσεων του κώδικα σε νέες συναλλαγές συζητούνταν στο CMIT, οι Ευρωπαίοι ιδιαίτερα, ανησυχούσαν σχετικά με τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Κατά την πρώτη τροποποίηση, το 1964, λέει ο Pierre Poret, μέλος της Γραμματείας του ΟΟΣΑ, η οργάνωση «έλαβε ρητώς την απόφαση να μην επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του κώδικα στις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, με την αιτιολογία ότι η απελευθέρωσή τους θα έκανε το ισοζύγιο πληρωμών ευάλωτο στις αλλαγές των διαθέσεων της αγοράς και θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των εθνικών οικονομικών πολιτικών (66)». Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες καθ’ όλη της δεκαετίας του 1960 πίεζαν τους εταίρους τους στον ΟΟΣΑ να αποδεχθούν την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, συναντούσαν την απροθυμία των Ευρωπαίων και την ολοκληρωτική αντίθεση της Γαλλίας (67). Το 1973 η σχετική τροπολογία ήταν και πάλι ασήμαντη και αφορούσε μόνον τις υπηρεσίες συλλογικών επενδύσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα μέλη του CMIT συζητούσαν τις μεθόδους που θα επέτρεπαν να καταστεί πιο παρεμβατικός ο κώδικας σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Η συναίνεση επιτεύχθηκε γρήγορα, και από το 1984, η δικαιοδοσία του κώδικα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει το δικαίωμα εγκατάστασης σε μη κατοίκους επενδυτές. Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσαν μια περίοδο βαθύτατων αλλαγών για τον ΟΟΣΑ, τόσο στον πύργο της La Muette όσο και στις πρωτεύουσες των κρατών μελών. Αρκετοί είχαν αρχίσει να αποδιαρθρώνουν μονομερώς τα συστήματα ελέγχου των κεφαλαίων. Σταδιακά, τα κράτη που δεν είχαν ακόμη καταστήσει ανεξάρτητες τις κεντρικές τους τράπεζες υιοθέτησαν με τη σειρά τους την αναγκαία νομοθεσία. Μια αποφασιστική στροφή προς την εγκατάλειψη της αυτονομίας των εθνικών πολιτικών βρισκόταν σε εξέλιξη. Όπως το υπενθυμίζει ο Ανρύ Σαβρανσκί, «κατά τη διάρκεια της θητείας μου, το CMIT γνώρισε μια κίνηση προς την άλλη πλευρά του εκκρεμούς ως προς τα συναισθήματα των μελών απέναντι στις αγορές. Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καμία απάντηση απέναντι στις θέσεις του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, γι’ αυτό και εν τέλει ακολουθήσαμε. Στη Γαλλία η διαδικασία είχε την πιο θεαματική εξέλιξη. Η γαλλική θέση στον ΟΟΣΑ κατέτεινε πάντα στην επιβράδυνση της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του κώδικα απελευθέρωσης. Η ριζική στροφή της κατά τη δεκαετία του 1980 επέτρεψε στο CMIT να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός πραγματικά φιλελεύθερου Κώδικα.» (68)
Μετά από σαράντα χρόνια διαμαχών σχετικά με την κυκλοφορία των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, η συζήτηση στο εσωτερικό του CMIT σχετικά με τη νέα τροπολογία, πραγματοποιήθηκε σε μια ήσυχη και συναινετική ατμόσφαιρα. «Δεν υπήρξε καμία ισχυρή αντίθεση στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κώδικα λέει ο Σαβρανσκί. Ορισμένες χώρες ήταν απρόθυμες, αλλά δεν δόθηκε κάποια μεγάλη μάχη. Η ιδέα έγινε δεκτή» (69). Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειαζόταν πλέον να μάχονται στην πρώτη γραμμή για να διευρυνθούν οι δικαιοδοσίες του ΟΟΣΑ όσον αφορά στην απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων. Ο Τζέφρυ Σέϊφερ θυμάται: «Πάντα πίστευα ότι θα μπορούσε κανείς να συμπαθεί τους στόχους της αριστεράς, και ταυτόχρονα, δεδομένων των καταναγκασμών της διεθνούς οικονομίας, να θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξή τους ήταν απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων. Εξέχουσες μορφές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς προσχώρησαν σε αυτή την άποψη, η οποία επηρέασε τελικά την πρακτική του ΟΟΣΑ σε πάρα πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων. Συχνά συμβούλευα το [αμερικανικό] Υπουργείο Οικονομικών να μην ασκεί πιέσεις και να μην παίρνει θέση σχετικά με αυτό το ζήτημα στο εσωτερικό του ΟΟΣΑ, αλλά να σιωπά και να αφήνει την πρωτοβουλία στη γραμματεία και τους Ευρωπαίους» (70).
Όπως και ο Ζακ Ντελόρ με την οδηγία του 1988, ο Ανρύ Σαβρανσκί ως πρόεδρος του CMIT δεν τροποποίησε τον κώδικα καλπάζοντας πολύ μπροστά από τους συναδέλφους του στον ΟΟΣΑ. Αντίθετα, στηρίχθηκε σε εκείνα τα μέλη της επιτροπής που ευνοούσαν ήδη, από καιρό, την ιδέα της επέκτασης της φιλελευθεροποίησης στα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Σουηδό Γιαν Νίπσταντ, ο οποίος προήδρευε στη σχετική ομάδα εργασίας, η μεθόδευση του Σαβρανσκί υπήρξε «αριστοτεχνική». Ο ίδιος ο Νίπσταντ είχε σχετικά πρόσφατα προσχωρήσει στο στρατόπεδο των οπαδών της απελευθέρωσης της κίνησης των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, και σε στενή συνεργασία με τον Σαβρανσκί, επεδίωξε να οικοδομήσει συναινέσεις εντός του CMIT. Δεδομένου ότι ο Σαβρανσκί δεν εθεωρείτο εντός του CMIT ένας δογματικός φιλελεύθερος και καθώς η Γαλλία συντάχθηκε με το σχέδιο διεύρυνσης, τα εξαιρετικά λογικά επιχειρήματα που ανέπτυξε ενίσχυσαν ουσιωδώς τη νομιμοποίηση του σχεδίου στο μυαλό όσων παρέμεναν επιφυλακτικοί (71).
Έτσι, ένα νέο πρότυπο που ισχύει για όλα τα μέλη του ΟΟΣΑ, είδε το φως το 1989, σε συναινετική βάση. Το άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου μεταβλήθηκε στη φυσιολογική συμπεριφορά ενός κράτους μέλους της οργάνωσης, και αποτελεί μία από τις πρακτικές που χαρακτηρίζουν μια «αναπτυγμένη» χώρα: «Αν και τα διάφορα κράτη μέλη προφανώς δεν βρίσκονται όλα στο ίδιο στάδιο, όλα συμμερίζονται πλέον την άποψη ότι η πλήρης ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων αποτελεί έναν θετικό στόχο». Σύμφωνα με τον Louis Pauly, η τροποποίηση του 1989 επεδίωκε «να αντικαταστήσει το επίσημο δικαίωμα [των κρατών] να ελέγχουν την κίνηση των κεφαλαίων από ένα νέο δίκαιο. Οι προσπάθειες συνεχίζονται. (73)»
Το ΔΝΤ και η ελεύθερη κυκλοφορία κάτω από τον Μισέλ Καμντεσύ
Το 1990, οι θεσμικές βάσεις της διεθνοποίησης των οικονομικών είχαν τεθεί για την Ευρώπη και για την ομάδα των ανεπτυγμένων χωρών. Οι κανόνες διατυπώθηκαν κατεξοχήν από τους Γάλλους. Παρέμενε όμως ένα θεσμικό κενό στην αρχιτεκτονική της παγκοσμιοποίησης: η κωδικοποίηση της κινητικότητας του κεφαλαίου από μια πραγματικά παγκόσμια οργάνωση. Εάν η ΕΕ αφορά τους Ευρωπαίους και ο ΟΟΣΑ τους πλούσιους, το ΔΝΤ είναι για όλους. Δεδομένου ότι περιλαμβάνει ως μέλη σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου, οι κανόνες του αποτελούν τη νομική βάση για ολόκληρο το διεθνές νομισματικό σύστημα. Έτσι στα μέσα του 1990, ανελήφθη μια πρωτοβουλία για να εισαχθεί και στους κώδικες του ΔΝΤ ο κανόνας της κινητικότητας των κεφαλαίων. Η προταθείσα τροποποίηση αποτέλεσε μια θεαματική στροφή. Πράγματι, οι κανόνες του Ταμείου, από το 1944, παρότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να κινηθούν προς τη μετατρεψιμότητα των τρεχόντων λογαριασμών, τους δίνουν ταυτόχρονα το δικαίωμα να ελέγχουν τις κινήσεις κεφαλαίων: «μπορούν να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη ρύθμιση της κίνησης των διεθνών κεφαλαίων (74)». Σύμφωνα με το καταστατικό, αν η απελευθέρωση του εμπορίου αποτελεί έναν από τους στόχους της οργάνωσης, δεν ισχύει το ίδιο για τις κινήσεις των κεφαλαίων. Υπό την διεύθυνση του Ζακ ντε Λαροζιέρ, το ΔΝΤ σκόπευε να παραμείνει αμέτοχο στη διαδικασία της χρηματοοικονομικής διεθνοποίησης. «Μέχρι τη στιγμή που έφυγα από το Ταμείο, το 1987, δεν υπήρξε, εξ όσων γνωρίζω, καμία συζήτηση για την αλλαγή του Καταστατικού ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε στους λογαριασμούς κεφαλαίων» (75).
Η προτεινόμενη τροπολογία εμφανίστηκε στο ΔΝΤ, μετά την αποχώρηση του Λαροζιέρ και την άφιξη του διαδόχου του, Καμντεσύ, στη θέση του Γενικού Διευθυντή, την οποία κατείχε κατά την περίοδο 1987-2000. Στα τέλη του 1993, υπέβαλε στον Φίλιπ Μάϋσταντ (Philippe Maystadt), πρόεδρο της προσωρινής επιτροπής του ΔΝΤ, την ιδέα για την ανάγκη επέκτασης των αρμοδιοτήτων του οργανισμού στον λογαριασμό κεφαλαίου (76). Ο Καμντεσύ και η ομάδα της διοίκησης συνέχισε να εργάζεται αθόρυβα σε αυτό το σχέδιο, το οποίο παρουσιάστηκε επίσημα στο Διοικητικό Συμβούλιο το 1995. Επρόκειτο για μια τροπολογία σε δύο μέρη: το πρώτο ενέγραφε την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων στους στόχους του Ταμείου· το δεύτερο έδινε στο ΔΝΤ τη δικαιοδοσία να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων, δηλαδή, την εξουσία να κρίνει κατά πόσον οι περιορισμοί στις κινήσεις αυτές από μια εθνική κυβέρνηση ήταν συμβατές με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών.
Για πολλούς αντιπάλους του ΔΝΤ, η πρόταση αυτή ήταν η τελευταία πινελιά που έλειπε από την ολοκληρωμένη εγγραφή του φιλελευθερισμού στους κώδικες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπέθεταν ότι η διοίκηση του Ταμείου υπάκουσε στις επιθυμίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο επεδίωκε να ικανοποιήσει τις μεγάλες τράπεζες της Γουώλ Στρητ. Και όμως δεν ήταν έτσι. Ο Τσαρλς Νταλάρα, γενικός διευθυντής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (ΔΧΙ) [Institute of International Finance (IIF)], έχει υποστηρίξει κατ’ επανάληψη πως: «Η πρόταση δεν αποτελούσε με κανένα τρόπο πρωτοβουλία του υπουργείου Οικονομικών ή της Γουώλ Στρητ (77)». Οι ανώτατοι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών ήταν βαθύτατα διχασμένοι σχετικά με τις επιπτώσεις της τροποποίησης: «Η ιδέα ότι το ΔΝΤ προωθούσε την απελευθέρωση μετά από εντολή του υπουργείου Οικονομικών είναι απολύτως ψευδής, λέει ένας από αυτούς. [Η πρόταση] ήρθε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όχι από εμάς». Κανείς στο υπουργείο Οικονομικών δεν είχε στους φακέλους του ένα προσχέδιο μιας ανάλογης τροπολογίας. Όπως λένε στη γλώσσα του υπουργείου, ήταν μια ιδέα που αναπτύχθηκε «εν τη απουσία των ενηλίκων (78)»! Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Λόρενς Σάμερς, το επιβεβαιώνει: «Δεν έδειξα κανένα ενδιαφέρον σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα και ο Ρούμπιν ακόμη λιγότερο (79).» Η δε Γουώλ Στρητ, της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπούνται στην Ουάσινγκτον από το ΔΧΙ, υπήρξε ανοικτά εχθρική (80).
Σύμφωνα με τον Lex Rieffel, πρώην ανώτερο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών και του ΟΟΣΑ, ο οποίος προήδρευσε της ομάδας εργασίας του ΔΧΙ για την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, είναι σημαντικό να γίνει η διάκριση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και της πρότασης για την τροποποίηση του ΔΝΤ: «Προφανώς η Γουώλ Στρητ ήταν υπέρμαχος της απελευθέρωσης. Όμως, η χρηματιστική κοινότητα είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την ιδέα να δοθεί στο ΔΝΤ δικαιοδοσία να ελέγχει τον λογαριασμό των κεφαλαίων» (81). Οι επιφυλάξεις αυτές συμπεριλάμβαναν και τον φόβο ότι η τροποποίηση θα νομιμοποιούσε τους ελέγχους των κεφαλαίων που θα είχαν λάβει την έγκριση του Ταμείου. Ομοίως, ο Τσαρλς Νταλάρα, αφηγείται ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του «κατανοούσαν την ανησυχία των τραπεζιτών των αναδυόμενων αγορών, που προειδοποιούσαν ενάντια σε μια πρόωρη απελευθέρωση και τις ανισορροπίες που θα προέκυπταν. Βεβαίως, το άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου είναι προς το γενικό συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά στην πραγματικότητα οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται για συγκεκριμένες χώρες και όχι για το σύστημα στο σύνολό του. Και οι πιο σημαντικές χώρες ήταν σε μεγάλο βαθμό ήδη ανοιχτές». Τέλος, ο Νταλάρα αναρωτιούνταν για την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα «στην ικανότητα του Ταμείου να συμπεριλάβει στο οπτικό του πεδίο τόσο το δημόσιο όσο και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η κουλτούρα του ΔΝΤ, σχεδόν πάντα το στρέφει προς το δημόσιο συμφέρον. Η προτεινόμενη τροποποίηση αποτελούσε εξάλλου την απόδειξη γι’ αυτό: παρότι το σχέδιο αφορούσε ακριβώς στη διασταύρωση των δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, το Ταμείο, δεν είχε στην πραγματικότητα συμβουλευτεί καθόλου τα ιδιωτικά συμφέροντα»(82). Η ιδέα για την τροποποίηση του Καταστατικού «προήλθε από το εσωτερικό του ΔΝΤ»(83) λέει ο Καμντεσύ, ο οποίος διατύπωσε αυτοπροσώπως και υποστήριξε την πρόταση. Σύμφωνα με τον Τζακ Μπούρμαν, διευθυντή του ισχυρού Τμήματος για την ανάπτυξη και την επανεξέταση των οικονομικών πολιτικών, ο Καμντεσύ υπήρξε η «κινητήρια δύναμη» (84). Και σύμφωνα με τον Τόμας Μπερν, πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, η πρόταση αποτελούσε «μέρος του συνολικού σχεδιασμού του Καμντεσύ. (85)»
Αυτός, κατά δική του παραδοχή, εφάρμοζε τα διδάγματα που είχε αντλήσει από την ομάδα Μιτεράν: «Οι έλεγχοι συναλλάγματος μπορούν να επιτρέψουν στις αρχές μιας χώρας να απομονωθεί, αλλά μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το καλύτερα σχεδιασμένο και το καλύτερα εφαρμοσμένο σύστημα δεν θα μπορούσε να αντέξει πάνω από έξι μήνες. Οι κερδοσκόποι και απατεώνες είναι πολύ ικανοί. Μετά από ένα χρόνο, ο έλεγχος συναλλάγματος θα βλάπτει αποκλειστικά τους φτωχούς. Για μένα, η γαλλική εμπειρία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρξε εξαιρετικά πειστική. Έκτοτε υποστηρίζω με κάθε ευκαιρία ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε επί πολύ στους συναλλαγματικούς ελέγχους» (86). Για τον Καμντεσύ και την ομάδα του, η αρχή της προτεινόμενης τροποποίησης συνίστατο στην προσαρμογή του Ταμείου σε μια πλέον παγκοσμιοποιημένη οικονομία, σε έναν κόσμο στον οποίο οι ροές κεφαλαίων είναι πολύ μεγαλύτερες από ό, τι οι εμπορικές ανταλλαγές. «Ο ρόλος του ΔΝΤ, εξηγεί, είναι να βοηθήσει τις χώρες να προσαρμοστούν σε έναν νέο κόσμο (87)». Έτσι αυτός και η Διεύθυνση του ΔΝΤ εξεπλάγησαν με την κατακραυγή που προκάλεσε η πρότασή τους. Η Γουώλ Στρητ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών θεωρούσαν ότι η διεύθυνση του ΔΝΤ προσπαθούσε απεγνωσμένα να μεταβάλει το Ταμείο σε μείζονα παίκτη της παγκοσμιοποίησης. Ο Σάμερς περιέγραψε την πρόταση ως «μια γραφειοκρατική επιταγή» (88). Ο Νταλάρα την είδε σαν μια προσπάθεια να «δώσει στο Ταμείο μεγαλύτερο ρόλο στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τοποθετώντας το στο επίκεντρο του οικονομικού κόσμου, από το οποίο απουσίαζε για κάποιο χρονικό διάστημα. Το Ταμείο είχε περιθωριοποιηθεί και η διεύθυνσή του διψούσε να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο. (89)» Η προτεινόμενη τροποποίηση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Αλλά πολλά από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που εκπροσωπούσαν τις αναπτυσσόμενες χώρες, τρομαγμένα από την οικονομική κρίση στην Ασία, προσπάθησαν απεγνωσμένα να την εμποδίσουν. Και κάθε προοπτική επιτυχίας τελικά μηδενίστηκε όταν γνωστοί δημοκρατικοί βουλευτές της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων απείλησαν ότι θα πάψουν να υποστηρίζουν την αύξηση της αμερικανικής συνεισφοράς στο ΔΝΤ, αν το υπουργείο Οικονομικών δεν αποσύρει κάθε αμερικανική στήριξη στην τροπολογία (90). Το υπουργείο Οικονομικών έσπευσε να συμμορφωθεί· εξάλλου η υποστήριξή του δεν ήταν ποτέ πολύ θερμή. Χωρίς την έγκριση της αμερικανικής κυβέρνησης –για να μην πούμε τίποτα για την απαραίτητη συναίνεση στα πλαίσια του G 7-1– μια τόσο σημαντική αλλαγή στη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική δεν είχε καμία τύχη. Εξάλλου οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν το 17% των ψήφων στο ΔΝΤ (στο οποίο όλες οι χώρες δεν «ζυγίζουν» το ίδιο), ενώ οποιαδήποτε τροποποίηση των άρθρων πρέπει να εγκριθεί από μια πλειοψηφία του 85%.
Ο Καμντεσύ και η ομάδα του δεν είχαν πλέον μαζί τους παρά ορισμένους Ευρωπαίους, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που συνέχιζαν να υποστηρίζουν την προτεινόμενη τροποποίηση, έχοντας χάσει ακόμα και τους φυσικούς συμμάχους της κωδικοποίησης της κινητικότητας των κεφαλαίων. Το 1999, η πρόταση ήταν πλέον νεκρή οριστικά. Και ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας κίνησης των κεφαλαίων εξαρτάται από τους κανόνες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, οι προσπάθειες του Καμντεσύ και των Ευρωπαίων συναδέλφων του να εγγράψουν την παγκοσμιοποίηση στους κώδικες ενός πραγματικά παγκόσμιου οργανισμού απέτυχαν. Τα κεφάλαια που κατευθύνονται από τις ανεπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να διέπονται από την αμερικανική αντίληψη μιας ad hoc παγκοσμιοποίησης.
Η διαπίστωση ότι «οι Γάλλοι» επηρέασαν την χρηματιστική παγκοσμιοποίηση μπορεί να κατανοηθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, η επίσημη γαλλική πολιτική, σχετικά με την αλλαγή των κανόνων στους τρεις οργανισμούς που προαναφέρθηκαν, επηρέασε ισχυρά, και στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις αποφασιστικά, τη συζήτηση μεταξύ των μελών αυτών των οργανισμών σχετικά με την ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων. Δεύτερον, τρεις Γάλλοι έπαιξαν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων των οργανισμών, όσον αφορά την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων. Και ως προς τις δύο αυτές πτυχές, οι Γάλλοι έχουν παίξει τρεις διαφορετικούς ρόλους στη χρηματοπιστωτική διεθνοποίηση. Μεταξύ του 1961 και του 1983, προσπάθησαν να την εμποδίσουν. Μεταξύ 1983 και 1988, αποδέχτηκαν τη διεθνοποίηση και ίσως την καλωσόρισαν. Τέλος, μετά το 1988, ανέλαβαν μια νέα διεθνή αποστολή. Γάλλοι αξιωματούχοι θα διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στη κίνηση που σκόπευε να επιβάλει την παγκοσμιοποίηση.
Το γαλλικό παράδοξο μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το συνδυασμό δύο απλών διαπιστώσεων: μια εκσυγχρονιστική μειοψηφία υπουργών και ανώτερων αξιωματούχων του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Γαλλίας κέρδισε τη μάχη στο Παρίσι, όταν η χώρα βυθίστηκε σε κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1980· και όταν έφυγαν από την κυβέρνηση για να ασκήσουν την επιρροή τους στους διεθνείς οργανισμούς που ρυθμίζουν την παγκοσμιοποίηση, αυτοί οι νικητές γενίκευσαν τις πολιτικές που είχαν επιλέξει για τη Γαλλία. Και όπως λέει ο Ντελόρ, «δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο για την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Δεν ήταν μια συνωμοσία. Εμείς, αυτή η εκσυγχρονιστική μειοψηφία, μοιραζόμαστε ένα κοινό δόγμα, το οποίο συνεχίσαμε να υπερασπιζόμαστε όταν βρεθήκαμε στους διεθνείς οργανισμούς» (91).
Πρόκειται, επίσης και πιο ουσιαστικά, για τη γαλλική προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση· και παρότι πολλοί ερευνητές και φορείς χάραξης των πολιτικών δεν φαίνεται να το έχουν παρατηρήσει, οι ίδιοι οι Γάλλοι υποστηρίζουν μια ανάλογη στρατηγική εδώ και αρκετό καιρό. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1999, ο πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν δήλωσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών: «Όσο περισσότερο παγκοσμιοποιημένος γίνεται ο κόσμος, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη κανόνων.» Και όπως είπε ο Υμπέρ Βεντρίν, ένας από τους πλέον σημαίνοντες Γάλλους στοχαστές σχετικά με διεθνείς υποθέσεις: «Η Γαλλία θα μοιραστεί την περιπέτεια μιας παγκοσμιοποίησης, η οποία θα φέρει και τη σφραγίδα της Γαλλίας. Ολόκληρη η εξωτερική μας πολιτική περιστρέφεται γύρω από αυτήν την ιδέα. (92)» Όσον αφορά το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Γαλλία πράγματι σφράγισε την παγκοσμιοποίηση, μπαίνοντας επικεφαλής στη διαμόρφωση και τη σύνταξη των κανόνων της. Η προώθηση από τους Γάλλους των κανόνων για την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων επικεντρώνεται ακριβώς στην αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτών των κανόνων και την οργάνωσή τους. Έτσι, σύμφωνα με τον Λαμύ, «στην Ευρώπη, ήταν η γαλλική αντίληψη που κυριάρχησε, απελευθέρωση συνδυασμένη με την οργάνωσή τους. Τα επεισόδια του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ είναι ανάλογα· επρόκειτο για απόπειρες μιας απελευθέρωσης με ταυτόχρονη οργάνωση» (93).
Ο τύπος της παγκοσμιοποίησης που φοβούνται οι Γάλλοι –ανεξέλεγκτη, αποσπασματική, χωρίς κανόνες– είναι ακριβώς εκείνη που προτιμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. «Αν δεν υπάρχει σύστημα, με κανόνες που έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα κράτη, τότε έχουμε ένα πρόβλημα,» αναφέρει ο Λαμύ (94). Εξαιτίας της συντριπτικής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών στις χρηματοπιστωτικές αγορές ούτε η Γουώλ Στρητ ούτε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών βλέπουν κάποιο λόγο να θεσπίσουν κανόνες που θα μπορούσαν μια μέρα να έρθουν σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους. Ουσιαστικά, τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν να επιτύχουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή το υπουργείο Οικονομικών στηρίζονται στους αμερικανικούς πόρους. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονται έναν Ντελόρ, έναν Σαβρανσκί ή έναν Καμντεσύ για να υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση για λογαριασμό τους. Η αμερικανική προσέγγιση της ad hoc παγκοσμιοποίησης είναι κατάλληλη για μια υπερδύναμη με στενές αντιλήψεις, σε αντίθεση με τη γαλλική προσέγγιση της «διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης», στρατηγική που ταιριάζει σε μια μέση δύναμη με παγκόσμιες φιλοδοξίες. Ο Λαφονταίν είχε ήδη παρατηρήσει: «Είναι κυρίαρχος του παιγνιδιού εκείνος που το οργανώνει».
Η προτεινόμενη τροπολογία εμφανίστηκε στο ΔΝΤ, μετά την αποχώρηση του Λαροζιέρ και την άφιξη του διαδόχου του, Καμντεσύ, στη θέση του Γενικού Διευθυντή, την οποία κατείχε κατά την περίοδο 1987-2000. Στα τέλη του 1993, υπέβαλε στον Φίλιπ Μάϋσταντ (Philippe Maystadt), πρόεδρο της προσωρινής επιτροπής του ΔΝΤ, την ιδέα για την ανάγκη επέκτασης των αρμοδιοτήτων του οργανισμού στον λογαριασμό κεφαλαίου (76). Ο Καμντεσύ και η ομάδα της διοίκησης συνέχισε να εργάζεται αθόρυβα σε αυτό το σχέδιο, το οποίο παρουσιάστηκε επίσημα στο Διοικητικό Συμβούλιο το 1995. Επρόκειτο για μια τροπολογία σε δύο μέρη: το πρώτο ενέγραφε την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων στους στόχους του Ταμείου· το δεύτερο έδινε στο ΔΝΤ τη δικαιοδοσία να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων, δηλαδή, την εξουσία να κρίνει κατά πόσον οι περιορισμοί στις κινήσεις αυτές από μια εθνική κυβέρνηση ήταν συμβατές με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών.
Για πολλούς αντιπάλους του ΔΝΤ, η πρόταση αυτή ήταν η τελευταία πινελιά που έλειπε από την ολοκληρωμένη εγγραφή του φιλελευθερισμού στους κώδικες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπέθεταν ότι η διοίκηση του Ταμείου υπάκουσε στις επιθυμίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο επεδίωκε να ικανοποιήσει τις μεγάλες τράπεζες της Γουώλ Στρητ. Και όμως δεν ήταν έτσι. Ο Τσαρλς Νταλάρα, γενικός διευθυντής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (ΔΧΙ) [Institute of International Finance (IIF)], έχει υποστηρίξει κατ’ επανάληψη πως: «Η πρόταση δεν αποτελούσε με κανένα τρόπο πρωτοβουλία του υπουργείου Οικονομικών ή της Γουώλ Στρητ (77)». Οι ανώτατοι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών ήταν βαθύτατα διχασμένοι σχετικά με τις επιπτώσεις της τροποποίησης: «Η ιδέα ότι το ΔΝΤ προωθούσε την απελευθέρωση μετά από εντολή του υπουργείου Οικονομικών είναι απολύτως ψευδής, λέει ένας από αυτούς. [Η πρόταση] ήρθε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όχι από εμάς». Κανείς στο υπουργείο Οικονομικών δεν είχε στους φακέλους του ένα προσχέδιο μιας ανάλογης τροπολογίας. Όπως λένε στη γλώσσα του υπουργείου, ήταν μια ιδέα που αναπτύχθηκε «εν τη απουσία των ενηλίκων (78)»! Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Λόρενς Σάμερς, το επιβεβαιώνει: «Δεν έδειξα κανένα ενδιαφέρον σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα και ο Ρούμπιν ακόμη λιγότερο (79).» Η δε Γουώλ Στρητ, της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπούνται στην Ουάσινγκτον από το ΔΧΙ, υπήρξε ανοικτά εχθρική (80).
Σύμφωνα με τον Lex Rieffel, πρώην ανώτερο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών και του ΟΟΣΑ, ο οποίος προήδρευσε της ομάδας εργασίας του ΔΧΙ για την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, είναι σημαντικό να γίνει η διάκριση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και της πρότασης για την τροποποίηση του ΔΝΤ: «Προφανώς η Γουώλ Στρητ ήταν υπέρμαχος της απελευθέρωσης. Όμως, η χρηματιστική κοινότητα είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την ιδέα να δοθεί στο ΔΝΤ δικαιοδοσία να ελέγχει τον λογαριασμό των κεφαλαίων» (81). Οι επιφυλάξεις αυτές συμπεριλάμβαναν και τον φόβο ότι η τροποποίηση θα νομιμοποιούσε τους ελέγχους των κεφαλαίων που θα είχαν λάβει την έγκριση του Ταμείου. Ομοίως, ο Τσαρλς Νταλάρα, αφηγείται ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του «κατανοούσαν την ανησυχία των τραπεζιτών των αναδυόμενων αγορών, που προειδοποιούσαν ενάντια σε μια πρόωρη απελευθέρωση και τις ανισορροπίες που θα προέκυπταν. Βεβαίως, το άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου είναι προς το γενικό συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά στην πραγματικότητα οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται για συγκεκριμένες χώρες και όχι για το σύστημα στο σύνολό του. Και οι πιο σημαντικές χώρες ήταν σε μεγάλο βαθμό ήδη ανοιχτές». Τέλος, ο Νταλάρα αναρωτιούνταν για την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα «στην ικανότητα του Ταμείου να συμπεριλάβει στο οπτικό του πεδίο τόσο το δημόσιο όσο και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η κουλτούρα του ΔΝΤ, σχεδόν πάντα το στρέφει προς το δημόσιο συμφέρον. Η προτεινόμενη τροποποίηση αποτελούσε εξάλλου την απόδειξη γι’ αυτό: παρότι το σχέδιο αφορούσε ακριβώς στη διασταύρωση των δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, το Ταμείο, δεν είχε στην πραγματικότητα συμβουλευτεί καθόλου τα ιδιωτικά συμφέροντα»(82). Η ιδέα για την τροποποίηση του Καταστατικού «προήλθε από το εσωτερικό του ΔΝΤ»(83) λέει ο Καμντεσύ, ο οποίος διατύπωσε αυτοπροσώπως και υποστήριξε την πρόταση. Σύμφωνα με τον Τζακ Μπούρμαν, διευθυντή του ισχυρού Τμήματος για την ανάπτυξη και την επανεξέταση των οικονομικών πολιτικών, ο Καμντεσύ υπήρξε η «κινητήρια δύναμη» (84). Και σύμφωνα με τον Τόμας Μπερν, πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, η πρόταση αποτελούσε «μέρος του συνολικού σχεδιασμού του Καμντεσύ. (85)»
Αυτός, κατά δική του παραδοχή, εφάρμοζε τα διδάγματα που είχε αντλήσει από την ομάδα Μιτεράν: «Οι έλεγχοι συναλλάγματος μπορούν να επιτρέψουν στις αρχές μιας χώρας να απομονωθεί, αλλά μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το καλύτερα σχεδιασμένο και το καλύτερα εφαρμοσμένο σύστημα δεν θα μπορούσε να αντέξει πάνω από έξι μήνες. Οι κερδοσκόποι και απατεώνες είναι πολύ ικανοί. Μετά από ένα χρόνο, ο έλεγχος συναλλάγματος θα βλάπτει αποκλειστικά τους φτωχούς. Για μένα, η γαλλική εμπειρία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρξε εξαιρετικά πειστική. Έκτοτε υποστηρίζω με κάθε ευκαιρία ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε επί πολύ στους συναλλαγματικούς ελέγχους» (86). Για τον Καμντεσύ και την ομάδα του, η αρχή της προτεινόμενης τροποποίησης συνίστατο στην προσαρμογή του Ταμείου σε μια πλέον παγκοσμιοποιημένη οικονομία, σε έναν κόσμο στον οποίο οι ροές κεφαλαίων είναι πολύ μεγαλύτερες από ό, τι οι εμπορικές ανταλλαγές. «Ο ρόλος του ΔΝΤ, εξηγεί, είναι να βοηθήσει τις χώρες να προσαρμοστούν σε έναν νέο κόσμο (87)». Έτσι αυτός και η Διεύθυνση του ΔΝΤ εξεπλάγησαν με την κατακραυγή που προκάλεσε η πρότασή τους. Η Γουώλ Στρητ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών θεωρούσαν ότι η διεύθυνση του ΔΝΤ προσπαθούσε απεγνωσμένα να μεταβάλει το Ταμείο σε μείζονα παίκτη της παγκοσμιοποίησης. Ο Σάμερς περιέγραψε την πρόταση ως «μια γραφειοκρατική επιταγή» (88). Ο Νταλάρα την είδε σαν μια προσπάθεια να «δώσει στο Ταμείο μεγαλύτερο ρόλο στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τοποθετώντας το στο επίκεντρο του οικονομικού κόσμου, από το οποίο απουσίαζε για κάποιο χρονικό διάστημα. Το Ταμείο είχε περιθωριοποιηθεί και η διεύθυνσή του διψούσε να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο. (89)» Η προτεινόμενη τροποποίηση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Αλλά πολλά από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που εκπροσωπούσαν τις αναπτυσσόμενες χώρες, τρομαγμένα από την οικονομική κρίση στην Ασία, προσπάθησαν απεγνωσμένα να την εμποδίσουν. Και κάθε προοπτική επιτυχίας τελικά μηδενίστηκε όταν γνωστοί δημοκρατικοί βουλευτές της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων απείλησαν ότι θα πάψουν να υποστηρίζουν την αύξηση της αμερικανικής συνεισφοράς στο ΔΝΤ, αν το υπουργείο Οικονομικών δεν αποσύρει κάθε αμερικανική στήριξη στην τροπολογία (90). Το υπουργείο Οικονομικών έσπευσε να συμμορφωθεί· εξάλλου η υποστήριξή του δεν ήταν ποτέ πολύ θερμή. Χωρίς την έγκριση της αμερικανικής κυβέρνησης –για να μην πούμε τίποτα για την απαραίτητη συναίνεση στα πλαίσια του G 7-1– μια τόσο σημαντική αλλαγή στη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική δεν είχε καμία τύχη. Εξάλλου οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν το 17% των ψήφων στο ΔΝΤ (στο οποίο όλες οι χώρες δεν «ζυγίζουν» το ίδιο), ενώ οποιαδήποτε τροποποίηση των άρθρων πρέπει να εγκριθεί από μια πλειοψηφία του 85%.
Ο Καμντεσύ και η ομάδα του δεν είχαν πλέον μαζί τους παρά ορισμένους Ευρωπαίους, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που συνέχιζαν να υποστηρίζουν την προτεινόμενη τροποποίηση, έχοντας χάσει ακόμα και τους φυσικούς συμμάχους της κωδικοποίησης της κινητικότητας των κεφαλαίων. Το 1999, η πρόταση ήταν πλέον νεκρή οριστικά. Και ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας κίνησης των κεφαλαίων εξαρτάται από τους κανόνες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, οι προσπάθειες του Καμντεσύ και των Ευρωπαίων συναδέλφων του να εγγράψουν την παγκοσμιοποίηση στους κώδικες ενός πραγματικά παγκόσμιου οργανισμού απέτυχαν. Τα κεφάλαια που κατευθύνονται από τις ανεπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να διέπονται από την αμερικανική αντίληψη μιας ad hoc παγκοσμιοποίησης.
Η διαπίστωση ότι «οι Γάλλοι» επηρέασαν την χρηματιστική παγκοσμιοποίηση μπορεί να κατανοηθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, η επίσημη γαλλική πολιτική, σχετικά με την αλλαγή των κανόνων στους τρεις οργανισμούς που προαναφέρθηκαν, επηρέασε ισχυρά, και στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις αποφασιστικά, τη συζήτηση μεταξύ των μελών αυτών των οργανισμών σχετικά με την ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων. Δεύτερον, τρεις Γάλλοι έπαιξαν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων των οργανισμών, όσον αφορά την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων. Και ως προς τις δύο αυτές πτυχές, οι Γάλλοι έχουν παίξει τρεις διαφορετικούς ρόλους στη χρηματοπιστωτική διεθνοποίηση. Μεταξύ του 1961 και του 1983, προσπάθησαν να την εμποδίσουν. Μεταξύ 1983 και 1988, αποδέχτηκαν τη διεθνοποίηση και ίσως την καλωσόρισαν. Τέλος, μετά το 1988, ανέλαβαν μια νέα διεθνή αποστολή. Γάλλοι αξιωματούχοι θα διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στη κίνηση που σκόπευε να επιβάλει την παγκοσμιοποίηση.
Το γαλλικό παράδοξο μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το συνδυασμό δύο απλών διαπιστώσεων: μια εκσυγχρονιστική μειοψηφία υπουργών και ανώτερων αξιωματούχων του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Γαλλίας κέρδισε τη μάχη στο Παρίσι, όταν η χώρα βυθίστηκε σε κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1980· και όταν έφυγαν από την κυβέρνηση για να ασκήσουν την επιρροή τους στους διεθνείς οργανισμούς που ρυθμίζουν την παγκοσμιοποίηση, αυτοί οι νικητές γενίκευσαν τις πολιτικές που είχαν επιλέξει για τη Γαλλία. Και όπως λέει ο Ντελόρ, «δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο για την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Δεν ήταν μια συνωμοσία. Εμείς, αυτή η εκσυγχρονιστική μειοψηφία, μοιραζόμαστε ένα κοινό δόγμα, το οποίο συνεχίσαμε να υπερασπιζόμαστε όταν βρεθήκαμε στους διεθνείς οργανισμούς» (91).
Πρόκειται, επίσης και πιο ουσιαστικά, για τη γαλλική προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση· και παρότι πολλοί ερευνητές και φορείς χάραξης των πολιτικών δεν φαίνεται να το έχουν παρατηρήσει, οι ίδιοι οι Γάλλοι υποστηρίζουν μια ανάλογη στρατηγική εδώ και αρκετό καιρό. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1999, ο πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν δήλωσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών: «Όσο περισσότερο παγκοσμιοποιημένος γίνεται ο κόσμος, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη κανόνων.» Και όπως είπε ο Υμπέρ Βεντρίν, ένας από τους πλέον σημαίνοντες Γάλλους στοχαστές σχετικά με διεθνείς υποθέσεις: «Η Γαλλία θα μοιραστεί την περιπέτεια μιας παγκοσμιοποίησης, η οποία θα φέρει και τη σφραγίδα της Γαλλίας. Ολόκληρη η εξωτερική μας πολιτική περιστρέφεται γύρω από αυτήν την ιδέα. (92)» Όσον αφορά το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Γαλλία πράγματι σφράγισε την παγκοσμιοποίηση, μπαίνοντας επικεφαλής στη διαμόρφωση και τη σύνταξη των κανόνων της. Η προώθηση από τους Γάλλους των κανόνων για την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων επικεντρώνεται ακριβώς στην αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτών των κανόνων και την οργάνωσή τους. Έτσι, σύμφωνα με τον Λαμύ, «στην Ευρώπη, ήταν η γαλλική αντίληψη που κυριάρχησε, απελευθέρωση συνδυασμένη με την οργάνωσή τους. Τα επεισόδια του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ είναι ανάλογα· επρόκειτο για απόπειρες μιας απελευθέρωσης με ταυτόχρονη οργάνωση» (93).
Ο τύπος της παγκοσμιοποίησης που φοβούνται οι Γάλλοι –ανεξέλεγκτη, αποσπασματική, χωρίς κανόνες– είναι ακριβώς εκείνη που προτιμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. «Αν δεν υπάρχει σύστημα, με κανόνες που έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα κράτη, τότε έχουμε ένα πρόβλημα,» αναφέρει ο Λαμύ (94). Εξαιτίας της συντριπτικής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών στις χρηματοπιστωτικές αγορές ούτε η Γουώλ Στρητ ούτε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών βλέπουν κάποιο λόγο να θεσπίσουν κανόνες που θα μπορούσαν μια μέρα να έρθουν σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους. Ουσιαστικά, τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν να επιτύχουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή το υπουργείο Οικονομικών στηρίζονται στους αμερικανικούς πόρους. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονται έναν Ντελόρ, έναν Σαβρανσκί ή έναν Καμντεσύ για να υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση για λογαριασμό τους. Η αμερικανική προσέγγιση της ad hoc παγκοσμιοποίησης είναι κατάλληλη για μια υπερδύναμη με στενές αντιλήψεις, σε αντίθεση με τη γαλλική προσέγγιση της «διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης», στρατηγική που ταιριάζει σε μια μέση δύναμη με παγκόσμιες φιλοδοξίες. Ο Λαφονταίν είχε ήδη παρατηρήσει: «Είναι κυρίαρχος του παιγνιδιού εκείνος που το οργανώνει».
Μετάφραση: Γιώργος Καραμπελιάς
* Ο Ράουι Άμπντελαλ (Rawi Abdelal) είναι καθηγητής στο Harvard Business School. Το πρώτο του βιβλίο,National Purpose in the World Economy: Post-Soviet States in Comparative Perspective (Cornell UP, 2001) έλαβε το βραβείο Shulman. Σχετικά με τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης έγραψε το βιβλίο: Capital Rules: The Construction of Global Finance (Harvard UP, Κέμπριτζ 2007) και επιμελήθηκε το The Rules of Globalization: Case Book (World Scientific, Σιγκαπούρη 2008). Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Critique internationale, τ. 28, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005 (σσ. 87-115.)
- Για δύο εξαιρετικές επισκοπήσεις του ζητήματος, βλ. Eric Helleiner, Τhe Reemergence of Global Finance: From Bretton Woods to States and the 1990s, Cornell UP, Ιθάκη, 1994, σσ. 33-38 και Barry Eichengreen, Globalizing Capital: A History of the International Monetary System, Princeton UP, Πρίνστον, 1996, σσ. 3-4 και 93-94. Αυτός ο κανόνας αντικατοπτρίζει τη θέση που παραχωρήθηκε στο κεφάλαιο, στο πλαίσιο του συμβιβασμού του «ελεγχόμενου φιλελευθερισμού», ο οποίος αναπτύχθηκε μετά τον πόλεμο. Βλ. John Gerard Ruggie, «International Regimes, Transactions and Change: Embedded Liberalism in the Postwar Economic Order», International Organization, 36 (2), 1982, σσ. 379-416.
- Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το 1991, έχει μεταβληθεί σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Για λόγους ευκολίας χρησιμοποιώ σε αυτό το άρθρο τον όρο Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
- Ο Henri Chavranski χρημάτισε πρόεδρος της Επιτροπής Κινήσεως κεφαλαίων και Άδηλων συναλλαγών (CMIT) του ΟΟΣΑ, 1982-1994, και μέλος της γαλλικής αντιπροσωπείας στον ΟΟΣΑ.
- Συνέντευξη με τον Pascal Lamy, σύμβουλο του Γάλλου Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Ζακ Ντελόρ (1981-1983), σύμβουλο του αναπληρωτή διευθυντή του υπουργικού συμβουλίου του πρωθυπουργού Πιέρ Μωρουά (Pierrre Mauroy) το 1983-1984, διευθυντή γραφείου και συμβούλου του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ (1985-1994), μέλους της Διευθύνουσας Επιτροπής του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (1985-1994), Ευρωπαίο Επίτροπο για θέματα Εμπορίου (1999-2000), και Γενικό Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) από το 2005 έως το 2013. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, στις 12 Νοεμβρίου 2004, λίγο πριν την ανάληψη των καθηκόντων του στον ΠΟΕ.
- Αυτές οι αφηγήσεις σχετικά με την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ παρατίθενται εκτενέστερα στο βιβλίο του R. Abdelal, Capital Rules: Institutions and the International Monetary System, κεφ. 2-4. (σ.τ.μ.)
- Βλέπε, π.χ., Jagdish Bhagwati, «The Capital Myth», Foreign Affairs, 77 (3), 1998, σσ. 7-12 και In Defense of Globalization, Oxford UP, Οξφόρδη 2004, σσ. 204-206· Robert Wade, Frank Veneroso, «The Asian Crisis: The High Debt Model versus the Wall Street-Treasury-IMF Complex», New Left Review, 228, 1998, σσ. 3-23· R. Wade, F. Veneroso, «The Gathering World Slum and the Battle over Capital Controls», Foreign Policy, 113, 1998-1999, σσ. 41-54.
- Karl Polanyi, The Great Transformation: The Political and Economic Origins of our Times, (1944) Beacon, Βοστώνη 1957, σ. 25.
- Philip H. Gordon, Sophie Meunier, The French Challenge: Adapting to Globalization, Brookings, Ουάσινγκτον 2001, σ. 98.
- Συνέντευξη με τον P. Lamy, ό.π.
- Σχετικά με την «ανοικτή περιφερειοποίηση», βλέπε Peter J. Katzenstein, A World of Regions, Cornell U P, Ιθάκη 2005.
- Όταν γραφόταν αυτό το δοκίμιο δεν είχαν ακόμα γίνει μέλη της Ένωσης η Βουλγαρία (2007), η Ρουμανία (2007) και η Κροατία (2013). (σ.τ.μ.)
- Jacques Rueff (1896-1978), φιλελεύθερος και αντικεϋνσιανός οικονομολόγος, ανώτατος κρατικός υπάλληλος. (στ.μ.)
- Συνέντευξη με τον Jacques Delors, Γάλλο υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών (1981-1984), πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1985-1995), στο Παρίσι, στις 2 Δεκεμβρίου 2004.
- Οι ερευνητές δεν έχουν μελετήσει αρκετά από την πολιτική τους άποψη τις διαφοροποιημένες κοινωνικές συνέπειες των ελέγχων του κεφαλαίου. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι η Laura Alfaro, βλ. «Capital Controls: A Political Economy Approach», Review of International Economics, 12 (4), 2004, σσ. 571-590.
- Συνέντευξη με τον P. Lamy, ό.π.
- John B. Goodman, Louis W. Pauly, «The Obsolescence of Capital Controls? Economic Management in an Age of Global Markets», World Politics, 46 (1), 1993, σ. 73.
- Συνέντευξη με τον Henri Chavranski, Παρίσι, 2 Απριλίου 2004.
- Peter A. Hall, «The Evolution of Economic Policy under Mitterrand», στο George Ross, Stanley Hoffmann, Sylvia Malzacher (επιμ.), The Mitterrand Experiment, Oxford U P, Νέα Υόρκη 1987, σ. 54. Βλ. επίσης P.A. Hall, Governing the Economy: The Politics of State Intervention in Britain and France, Oxford U P, Νέα Υόρκη 1986, κεφ. 8.
- David R. Cameron, «Exchange Rate Politics in France, 1981-1983: The Regime-defining Choices of the Mitterrand Presidency», στο Anthony Daley (επιμ.), The Mitterrand Era: Policy Alternatives and Political Mobilization in France, New York UP, Ν. Υόρκη 1996, σ. 58.
- Jonah D. Levy, Tocqueville’s Revenge: State, Society, and Economy in Contemporary France, Harvard UP, Κέμπριτζ (Μασ.), 1999, σ. 29.
- E. Helleiner, States and the Reemergence of Global Finance: From Bretton Woods to the 1990s, ό.π., σσ. 140-143.
- Ο Πιερ Μπερεγκοβουά είχε χρηματίσει προηγουμένως γενικός γραμματέας του Προέδρου (21 Μαΐου 1981-29 Ιουνίου 1982).
- David J. Howarth, The French Road to European Monetary Union, Palgrave, Ν. Υόρκη 2001, σ. 61.
- Βλ. ιδιαίτερα David M. Andrews, «Financial Deregulation and the Origins of EMU: The French Policy Reversal of 1983», στο Timothy J. Sinclair, Kenneth P. Thomas (eds), Structure and Agency in International Capital Mobility, Palgrave, Νέα Υόρκη 2001, σ. 20.
- Michael Loriaux, France after Hegemony: International Change and Financial Reform, Cornell UP, Ιθάκη 1991, σσ. 239-240.
- J. D. Levy, State, Society, and Economy in Contemporary France, Tocqueville’s Revenge, ό.π., σ. 51.
Ο Jean-Pierre Chevènement, (γεν το 1939), μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1964, υπουργός επικρατείας για την έρευνα και την τεχνολογία το 1981, παραιτήθηκε το 1983, εξ αιτίας της φιλελεύθερης στροφής του Σ.Κ. Το 1984-1986 χρημάτισε υπουργός Παιδείας και επανέφερε τη διδασκαλία της «Αγωγής του Πολίτη» που είχε καταργηθεί, ενώ το 1988-1991 υπήρξε υπουργός Άμυνας, θέση από την οποία αποχώρησε όταν η Γαλλία συναίνεσε στην πρώτη αμερικανική επίθεση εναντίον του Ιράκ. Αντίθετος στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αποχώρησε από το Σ.Κ. το 1993, ιδρύοντας το «Κίνημα των Πολιτών». Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ζοσπέν (1997-2000) παραιτήθηκε εκ νέου, ενώ ως υποψήφιος για την προεδρία, το 2002, συγκέντρωσε το 5,4% των ψήφων. Μέλος της Γερουσίας μέχρι το 2014.
Ο Georges Marchais, (1920-1997) ήταν επί σειρά ετών γραμματέας (1972-1994) και βουλευτής (1973-1997) του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας. Ο Μαρσέ ήταν υποψήφιος για την Προεδρία στα 1981, λαμβάνοντας το 15% των ψήφων, ενώ στο δεύτερο γύρο υποστήριξε τον Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος εκλέχθηκε και παραχώρησε τέσσερα υπουργεία στο ΚΚΓ. Το 1984, όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση Φαμπιούς, το ΚΚΓ αποχώρησε από την κυβέρνηση, έχοντας υποστεί σημαντική υποχώρηση: πράγματι στις Ευρωεκλογές του 1984 απέσπασε μόλις το 11, 20% των ψήφων έναντι 20,6 % το 1979. Η παραμονή για πάνω από τρία χρόνια στην κυβέρνηση που εφάρμοζε ήδη την πολιτική της λιτότητας απεδείχθη καταστροφική για το ΚΚΓ και ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του στράφηκε προς το Εθνικό Μέτωπο που για πρώτη φορά κατέκτησε το 10,95% των ψήφων στις ίδιες εκλογές (σ.τ.μ.). - D. J. Howarth, The French Road to European Monetary Union, ό. π., σ. 93. [Μεταξύ του Μαρτίου 1986 και του Μαΐου 1988 και ενώ ο Μιτεράν παρέμενε πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι βουλευτικές εκλογές του 1986 έδωσαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην δεξιά, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σιράκ. Ήταν η πρώτη «συγκατοίκηση» μεταξύ ενός προέδρου, που στη Γαλλία κατέχει τις αποφασιστικότερες εξουσίες, και μιας κυβέρνησης προερχόμενης από διαφορετικό πολιτικό χώρο. Στη συνέχεια θα ακολουθούσε η δεύτερη συγκατοίκηση Μιτεράν-Μπαλαντύρ (1993-1995) και τέλος μία τρίτη, σε αντίθετη κατεύθυνση, (1997-2002) με τον Σιράκ πρόεδρο και τους σοσιαλιστές στην κυβέρνηση. Αυτές οι «συγκατοικήσεις» έφεραν ακόμα πιο κοντά τα προγράμματα και το πολιτικό προσωπικό της αριστεράς και της δεξιάς (σ.τ.μ.)]
- Για δύο κλασικές αναλύσεις, βλέπε John Zysman, Governments, Markets, and Growth: Financial Systems and the Politics of Industrial Change, Cornell UP, Ιθάκη, 1983, κεφ. 3 και M. Loriaux, France after Hegemony: International Change and Financial Reform, ό.π., κεφ. 2 και 4-6. Όσον αφορά στην εσωτερική οικονομική απορρύθμιση, βλ. Philip G. Cerny, «Τhe “Little Big Bang” in Paris: Financial Market Deregulation in a Dirigiste System», European Journal of Political Research 1989, σ. 169-192. Βλέπε επίσης Vivien A. Schmidt, 17 (2), From State to Market? The Transformation of French Business and Government, κεφ. 4-6, Cambridge UP, Κέμπριτζ 1996. Για τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις και την προσέγγιση των οικονομικών της προσφοράς, βλ. Jeffrey Sachs, Charles Wyplosz, «The Economic Consequences of President Mitterrand», Economic Policy, 2, 1986, σσ. 261-322.
- Βλ. David M. Andrews, Thomas D. Willett, «Financial Interdependence and the State: International Monetary Relations at Century’s End», International Organization, 51 (3), 1997, σ. 496· Andrew Moravcsik, The Choice for Europe: Social Purpose and State Power from Messina to Maastricht, Cornell UP, Ιθάκη 1998, σσ. 341-343.
- Συνέντευξη του Π. Λαμύ, ό.π.
- Julius W. Friend, Seven Years in France: François Mitterrand and the Unintended Revolution 1981-1988, Westview, Μπούλντερ, 1989, σσ. 106-107.
- Συνέντευξη με τον Jacques de Larosière, Παρίσι, 21 Απριλίου 2004.
- J. D. Levy, State, Society, and Economy in Contemporary France Tocqueville’s Revenge, ό.π., σ. 52.
- Christian Aubin, Jean-Dominique Lafay, «Objectifs politiques et contraintes institutionnelles dans les décisions de politique monétaire. Analyse économétrique du cas français», Revue économique, 46 (3), 1995, p. 876, ανφ. από τον Ben Clift, French Socialism in a Global Era: The Political Economy of the New Social Democracy in France, Continuum, Ν. Υόρκη-Λονδίνο, 2003.
- Serge Halimi, «Less Exceptionalism than Meets the Eye», στο A. Daley (επιμ.), The Mitterrand Era: Policy Alternatives and Political Mobilization in France, ό.π., σ. 89.
- D. J. Howarth, The French Road to European Monetary Union, ό.π., σ.79.
- A. Daley, « François Mitterrand, the Left, and Political Mobilization in France», στο A. Daley (επιμ.), The Mitterrand Era: Policy Alternatives and Political Mobilization in France, ό.π., σ. 1.
- G. Ross, «The Limits of Political Economy: Mitterrand and the Crisis of the French Left», στο ίδιο, σ. 38.
- Patrick McCarthy, «France Faces Reality: Rigueur and the Germans», στο David P. Calleo, Claudia Morgenstern (επιμ), Recasting Europe’s Economies, Washington Foundation for European Studies & UP of America, Λάνχαμ 1990, σ. 37.
- Βλ. Suzanne Berger, Notre première mondialisation: leçons d’un échec oublié, Le Seuil, Παρίσι 2003. Από το αγγλικό πρωτότυπο, The First Globalization: Lessons from the French, χειρόγρ., σ. 118.
- John Williamson, Stephan Haggard, «The Political Conditions for Economic Reform», στο J. Williamson (επιμ.), The Political Economy of Policy Reform, Institute for International Economics, Ουάσινγκτον 1994. Βλ. επίσης Alex Cukierman, Mariano Tommasi, John Williamson, Stephan Haggard, «The Political Conditions for Economic Reform», στο J. Williamson (επιμ.), The Political Economy of Policy Reform, Institute for International Economics, Ουάσινγκτον 1994. Βλέπε επίσης Alex Cukierman, Mariano Tommasi, « When Does It Take a Nixon to Go to China?», American Economic Review, 88 (1), 1998, σσ. 180-197· A. Cukierman, M. Tommasi, «Credibility of Policymakers and of Economic Reforms», στο Federico Sturzenegger, Mariano Tommasi (επιμ.), The Political Economy of Reform, MIT Press, Κέμπριτζ (Μασ.), 1998· Dani Rodrik, «Promises, Promises: Credible Policy Reform via Signalling», The Economic Journal, 99 (397), 1989, σσ. 756-772.
- S. Meunier, «France’s Double-talk on Globalization», French Politics, Culture and Society, 21 (1) 2003, σ. 21.
- Στο ίδιο, σ. 26.
- Age F. Baker, The Liberalization of Capital Movements in Europe, Dordrecht, Kluwer, 1996, p. 42-43. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφαση Casati του 1981, το γεγονός ότι η ελευθερία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων δεν περιλαμβανόταν στη συμφωνία της Ρώμης. Cf Peter Oliver, Jean-Pierre Baché, «Free Movement of Capital between the Member States: Recent Developments», Common Market Law Review, 26, 1989, σσ. 61-81.
- A. F. Bakker, The Liberalization of Capital Movements in Europe, ό.π., σσ. 34-35.
- Βλ. το άρθρο 69 της συνθήκης. Tommaso Padoa-Schioppa, «Capital Mobility: Why is the Treaty not Implemented?», στο T. Padoa-Schioppa, The Road to Monetary Union in Europe: The Emperor, the Kings, and the Genies, Oxford U P, Νέα Υόρκη 1994, σ. 27.
- A. F. Bakker, The Liberalization of Capital Movements in Europe, ό.π., σ. 96.
- Στο ίδιο, σσ. 116-118.
- Στο ίδιο, σσ. 147-153.
- Βλ. Jacques Melitz, « Financial Deregulation in France », European Economic Review, 34 (2-3), 1990, σσ. 394-402.
- Βλ. A. F. Bakker, The Liberalization of Capital Movements in Europe, ό.π., σ.. 211· P. Oliver, J.-P. Baché, «Free Movement of Capital between the Member States: Recent Developments», ό.π., σσ. 66-67.
- Συνέντευξη με τον J. Delors, ό.π.
- Συνέντευξη με τον J. Delors, ό.π.
- Συνέντευξη με τον J. Delors, ό.π.
- Nicolas Jabko, «In the Name of the Market: How the European Commission Paved the Way for Monetary Union», Journal of European Public Policy, 6 (3), 1999, σσ. 475-495.
- G. Ross, Jacques Delors and European Integration, Oxford UP, Νέα Υόρκη 1995, σ. 80.
- Συνέντευξη με τον J. Delors, ό.π.
- N. Jabko, «In the Name of the Market: How the European Commission Paved the Way for Monetary Union», ό.π, σ. 481.
- Ό.π., σ. 479.
- Ό.π., σ. 475.
- Συνέντευξη με τον P. Lamy, ό.π.
- Craig Parsons, A Certain Idea of Europe, Cornell UP, Ιθάκη 2003, σ. 205.
- Ό.π., σ. 2.
- Σχετικά με το τι πράγματι σημαίνει η συμμετοχή στον ΟΟΣΑ, βλ. και Henri Chavranski, L’OCDE au cœur des grands débats économiques, La Documentation française, Παρίσι 1997, σ. 7.
- Raymond Bertrand, «The Liberalization of Capital Movements: An Insight», Three Banks Review, 132, 1981, σ. 3.
- Pierre Poret, «The Experience of the OECD with the Code of Liberalization of Capital Movements», εργασία που παρουσιάστηκε σε σεμινάριο του ΔΝΤ, Μάιος 1998, σ. 5.
- Βλ. Jeffrey R. Shafer, «Experience with Controls on International Capital Movements in OECD Countries: Solution or Problem for Monetary Policy?», στο Sebastian Edwards (επιμ.), Capital Controls, Exchange Rates, and Monetary Policy in the World Economy, Cambridge U P, Κέμπριτζ 1995, σ. 123 και εντ.
- Συνέντευξη με τον H. Chavranski, ό.π.
- Συνέντευξη με τον H. Chavranski, ό.π.
- Συνέντευξη με τον J.R. Shafer, σύμβουλο για την διεθνή οικονομική πολιτική, αναπληρωτή διευθυντή του τμήματος μελετών ανά χώρα στο γραφείο οικονομικών του ΟΟΣΑ (1984-1993), αναπληρωτή του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών για τις διεθνείς υποθέσεις (1993-1995) και υφυπουργό Οικονομικών για τις διεθνείς σχέσεις (1995-1997)· Νέα Υόρκη, 12 Αυγούστου 2004.
- Συνέντευξη με τον Jan Nipstad, πρόεδρο της μικτής ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τις τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (1985-1989), Στοκχόλμη, 22 Απριλίου 2004.
- Committee on Capital Movements and Invisible Transactions and Committee on Financial Markets, «Banking and Financial Services: Review and Proposed Amendment of the Code of Liberalization of Capital Movements and Invisible Operations», 14 Φεβρουαρίου 1989, σ. 8, DAFFE/INV/89.4 και DAFFE/MC/SF/89.1, Αρχεία του ΟΟΣΑ.
- L. W. Pauly, Who Elected the Bankers? Surveillance and Control in the World Economy, Cornell UP, Ιθάκη 1997, σ. 37.
- Καταστατικό του ΔΝΤ, άρθρο VI, παραγρ. 3, «Έλεγχος της Κίνησης κεφαλαίων».
- Συνέντευξη με το J. de Larosière, ό.π.
- Συνέντευξη με τον Willy Kiekens, μέλος του ΔΣ του ΔΝΤ, Ουάσινγκτον 17 Φεβρουαρίου 2004.
- Συνέντευξη με τον Charles H. Dallara, Ουάσινγκτον, 26 Μαΐου 2004.
- Συνέντευξη με έναν πρώην ανώτατο υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, Ουάσινγκτον, 6 Οκτωβρίου 2003.
- Συνέντευξη με τον Lawrence Summers – υφυπουργό (1995-1999) Οικονομικών με υπουργό τον Robert Rubin και εν συνεχεία υπουργό (1999-2001)· Κέμπριτζ (Μασ.), 30 Απριλίου 2004.
- Αυτή η θέση εκφράστηκε για πρώτη φορά στο «Capital Account Convertibility as an IMF obligation: A Briefing Note for the IIF Board of Directors», αδημοσίευτη έκθεση, ΔΧΙ, Ουάσιγκτον, 9 Σεπτεμβρίου, 1997. Μια ομάδα εργασίας του Ινστιτούτου που δημιουργήθηκε για να μελετήσει το θέμα κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα μετά από εξονυχιστική μελέτη της πρότασης του 1997 και του 1998. Βλ. «IIF Working Group on the Liberalization of Capital Movements: Final Report», ανέκδοτη έκθεση, ΔΧΙ, Ουάσινγκτον, 20 Ιανουαρίου 2000.
- Lex Rieffel, συνέντευξη, Brookings Institution, Ουάσιγκτον, στις 25 Μαΐου 2004.
- Συνέντευξη με τον C. H. Dallara, ό.π.
- Συνέντευξη με τον Michel Camdessus, Γενικό Διευθυντή του ΔΝΤ (1987-2000), Παρίσι, 19η, Απριλίου 2004.
- Συνέντευξη με τον Jack Boorman, διευθυντή του Τμήματος Ανάπτυξης και επανεξέτασης των πολιτικών του ΔΝΤ (1990-2001) Ουάσινγκτον, 23 Σεπτεμβρίου 2003.
- Συνέντευξη με τον Thomas A. Bernes, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ (1996-2001), Ουάσινγκτον, 16 Οκτωβρίου 2003.
- Συνέντευξη με τον Michel Camdessus, ό.π.
- Στο ίδιο.
- Συνέντευξη με τον L. Summers, ό.π.
- Συνέντευξη με τον C. H. Dallara, ό.π.
- Επιστολή προς τον Robert E. Rubin, υπουργό Οικονομικών, που υπογράφεται από τους βουλευτές Richard Gephardt, David Bonior, Nancy Pelosi, Barney Frank, Maxine Waters, Esteban Edward Torres, 1η Μαΐου του 1998 (www.house.gov/frank/imf – letter.html).
- Συνέντευξη με τον Jacques Delors, ό.π.
- Hubert Védrine, Dominique Moïsi, Les cartes de France à l’ère de la mondialisation, Fayard, Παρίσι 2000. Το απόσπασμα μεταφράστηκε από την αγγλική έκδοση, France in an Age of Globalization, Brookings, Ουάσινγκτον 2001, σ. 45.
- Συνέντευξη με τον P. Lamy, ό.π.
- Στο ίδιο.
ΠΗΓΗ:http://ardin-rixi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.