Ιουλίου 15, 2013 από seisaxthiablog
Hesham Sallam, μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
Λίγο μετά το ξέσπασμα των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί της Τουρκίας, τα αιγυπτιακά δημόσια φόρα πλημμύρισαν με ποικιλία απόψεων που παραλλήλιζαν τις καταστάσεις στις δύο χώρες. Η τάση αυτή ενίσχυσε την αρχική εκτίμηση των διεθνών Μέσων για τις διαδηλώσεις στην Τουρκία ως αντίδραση στις κυβερνήσεις των ισλαμικών κομμάτων σε όλη την περιοχή. Μελετητές και ερευνητές αντέδρασαν αμέσως εξηγώντας σχολαστικά γιατί η Τουρκία δεν είναι Αίγυπτος, υπογραμμίζοντας τις μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους και διατυπώνοντας περισπούδαστα επιχειρήματα που υποστήριζαν ότι η λαϊκή κινητοποίηση στην Τουρκία δεν αποτελεί επέκταση της αποκαλούμενης “Αραβικής Άνοιξης” ούτε πρελούδιο ενός δεύτερου γύρου εξεγέρσεων στην περιοχή.
Ωστόσο, εκείνο που διαφεύγει από αυτή τη συζήτηση είναι το πλαίσιο στο οποίο διάφοροι πολιτικοί παράγοντες στην Αίγυπτο ανταγωνίζονται για να οικειοποιηθούν και να διαπλάσουν την εμπειρία της Τουρκίας (ή όπως λέγεται το “τουρκικό μοντέλο”) όσον αφορά τη δημοκρατία μέσα στην ευρύτερη διαπάλη για τον προσδιορισμό των αποδεκτών παραμέτρων του αναδυόμενου πολιτικού συστήματος της Αιγύπτου. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι η Τουρκία και η Αίγυπτος αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικά πολιτικά περιβάλλοντα και ότι οι δημόσιες συζητήσεις στην Αίγυπτο σχετικά με το “τουρκικό μοντέλο” αδικούν κατά πολύ τις αποχρώσεις της δυναμικής εμπειρίας της Τουρκίας με τους δημοκρατικούς θεσμούς τα περασμένα τριάντα χρόνια. Όμως, όσο κι αν είναι απλουστευτικές οι απεικονίσεις του αποκαλούμενου τουρκικού μοντέλου στην αιγυπτιακή πολιτική συζήτηση –πριν και μετά τις τουρκικές διαδηλώσεις– αποκαλύπτουν πολλά για το χαρακτήρα των μακροχρόνιων αγώνων για βαθιές κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Ωστόσο, εκείνο που διαφεύγει από αυτή τη συζήτηση είναι το πλαίσιο στο οποίο διάφοροι πολιτικοί παράγοντες στην Αίγυπτο ανταγωνίζονται για να οικειοποιηθούν και να διαπλάσουν την εμπειρία της Τουρκίας (ή όπως λέγεται το “τουρκικό μοντέλο”) όσον αφορά τη δημοκρατία μέσα στην ευρύτερη διαπάλη για τον προσδιορισμό των αποδεκτών παραμέτρων του αναδυόμενου πολιτικού συστήματος της Αιγύπτου. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι η Τουρκία και η Αίγυπτος αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικά πολιτικά περιβάλλοντα και ότι οι δημόσιες συζητήσεις στην Αίγυπτο σχετικά με το “τουρκικό μοντέλο” αδικούν κατά πολύ τις αποχρώσεις της δυναμικής εμπειρίας της Τουρκίας με τους δημοκρατικούς θεσμούς τα περασμένα τριάντα χρόνια. Όμως, όσο κι αν είναι απλουστευτικές οι απεικονίσεις του αποκαλούμενου τουρκικού μοντέλου στην αιγυπτιακή πολιτική συζήτηση –πριν και μετά τις τουρκικές διαδηλώσεις– αποκαλύπτουν πολλά για το χαρακτήρα των μακροχρόνιων αγώνων για βαθιές κοινωνικές αλλαγές στην Αίγυπτο.
Κατά πολλούς τρόπους, το τι αντιπροσωπεύει ακριβώς το “τουρκικό μοντέλο” έγινε πεδίο σημαντικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Αίγυπτο τα δύο προηγούμενα χρόνια – κάτι που φωτίζει τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις ανάμεσα στις επαναστατικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, στα τελευταία δύο χρόνια, διάφοροι διεκδικητές της εξουσίας στην Αίγυπτο χρησιμοποίησαν επιλεκτικά την εμπειρία της Τουρκίας με τους δημοκρατικούς θεσμούς για να δικαιολογήσουν και να προωθήσουν μια ποικιλία αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο πολλοί ακτιβιστές, πολιτικοί ηγέτες και σχολιαστές έσπευσαν να χαράξουν (ή να απορρίψουν) παραλληλισμούς ανάμεσα στις τουρκικές διαδηλώσεις και στις αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβερνώσας Μουσουλμανικής Αδελφότητας και αυτών που την αμφισβητούν. Γενικότερα, μια ανάγνωση των πολιτικών μαχών και συμβιβασμών που έχει ενσωματώσει στο “τουρκικό μοντέλο” η αιγυπτιακή συζήτηση τα τελευταία δύο χρόνια υπογραμμίζει κάποιες από τις διαρκείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα όσοι παραμένουν πιστοί στην επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011, υπό το φως των διαδηλώσεων της 30ής Ιουνίου και του αιτήματος να παραιτηθεί ο Μ. Μόρσι.
Τι μπορεί να κάνει ο στρατός για εσένα;
Επί δύο χρόνια μετά την εκδίωξη του Μουμπάρακ, η υπόθεση του τουρκικού μοντέλου στην Αίγυπτο αποτελούσε σημείο ανταγωνισμού των ελίτ, των στρατιωτικών και των ισχυρών πολιτικών. Αντανακλούσε την αντεπαναστατική διαμάχη των κρατούντων που ανταγωνίζονταν και συνεργάζονταν μεταξύ τους για να διαμορφώσουν τους όρους της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων στην μετά Μουμπάρακ Αίγυπτο.
Η πιο πρώιμη αναφορά στο “τουρκικό μοντέλο” στις μετά Μουμπάρακ δημόσιες συζητήσεις ανάγεται στο καλοκαίρι του 2011 , όταν οι ηγέτες του στρατού άρχισαν να δίνουν άτυπα στη δημοσιότητα εκθέσεις σχετικές με το ενδιαφέρον τους να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα στο οποίο ο στρατός θα είχε μη συμβατικά προνόμια που δεν θα μπορούσε να θίξει η δημοκρατική διαδικασία. Για παράδειγμα, στα μέσα Ιουλίου του 2011, τα αιγυπτιακά ΜΜΕ δημοσίευσαν δηλώσεις ενός αξιωματικού ο οποίος ανέφερε ότι το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF) θα επιδιώξει την εφαρμογή του “τουρκικού μοντέλου” στην Αίγυπτο: “Θέλουμε ένα μοντέλο όπως της Τουρκίας, αλλά δεν θα το επιβάλουμε … Η Αίγυπτος ως χώρα το χρειάζεται για να προστατεύσει τη δημοκρατία μας από τους ισλαμιστές. Γνωρίζουμε ότι αυτή η ομάδα δεν σκέφτεται δημοκρατικά”. Ο Yahya al-Gamal, που εκείνη την εποχή ήταν υφυπουργός στην κυβέρνηση του Εσάμ Σαράφ την οποία στήριζε το SCAF, είχε πει μερικές εβδομάδες νωρίτερα ότι η Αίγυπτος θα επιχειρούσε να ωφεληθεί από την “τουρκική συνταγματική εμπειρία” , περιγράφοντάς την ως “πλούσια και θαυμαστή”.Ο Γκαμάλ είχε πει: Η τουρκική συνταγματική εμπειρία ήταν γόνιμη για το λαό και τη χώρα, και συνέβαλε σημαντικά στην πρόοδό της, θα πρέπει να εργαστούμε, ακολουθώντας το δρόμο της, για τη σταθερότητα στη χώρα και την ανάπτυξή μας σε πολλά και διάφορα πεδία”. Αναφερόταν βεβαίως υπόρρητα στο τουρκικό σύνταγμα του 1982, το οποίο εκχωρούσε στο στρατό μεγάλη δύναμη και εξασφάλιζε ασυλία για τους επικεφαλής του. Από τα ΜΜΕ επίσης έγινε γνωστό ότι λίγες ημέρες αργότερα το υπουργείο Πολιτισμού διέταξε τη μετάφραση του τουρκικού συντάγματος του 1982 και πραγματοποίησε σεμινάριο πάνω σ΄ αυτό με τη συμμετοχή της Ταχάνι αλ-Γκεμπάλι, δικαστίνας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, γνωστής για τις φιλικές προς το στρατό απόψεις της, και του πρέσβη Μοχάμετ Ρεφάα αλ-Ταχτάουι, που αργότερα ανέλαβε επικεφαλής του επιτελείου του Μ. Μόρσι.
Με το ενδιαφέρον των αιγυπτιακών αρχών για την αποκαλούμενη τουρκική εμπειρία συνέπεσε μια συζήτηση μεταξύ των πολιτικών που αφορούσε το εάν θα υποστηρίξουν ή όχι την πρόταση του SCAF για τη δημιουργία μιας σειράς “υπερσυνταγματικών αρχών”. Οι υπερσυνταγματικές αρχές ήταν πρόνοιες τις οποίες οι μελλοντικοί συντάκτες θα ενσωμάτωναν σε οποιοδήποτε σχέδιο συντάγματος. Συμπληρωματικές των απαιτήσεων για την καθιέρωση αυτών των αρχών ήταν οι εκκλήσεις να προσδιοριστούν τα κριτήρια επιλογής των συγγραφέων του συντάγματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η μελλοντική συντακτική συνέλευση θα ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτική των διαφόρων πολιτικών τάσεων της Αιγύπτου. Επειδή ήταν βέβαιο πως οι ισλαμικές ομάδες, ιδίως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, θα σημείωναν μεγάλα ποσοστά στις εκλογές για το νομοθετικό σώμα εκείνο το φθινόπωρο, δηλ. θα ασκούσαν σημαντική επιρροή στη συγγραφή του συντάγματος, οι φιλελεύθερες προσωπικότητες άρχισαν, από το καλοκαίρι του 2011, να εκδηλώνουν την υποστήριξή τους στις προτάσεις για τη θέσπιση υπερσυνταγματικών αρχών. Θεωρούσαν ότι αυτές οι αρχές θα περιφρουρούσαν τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες και θα διατηρούσαν το μη θρησκευτικό χαρακτήρα του κράτους, όποια ομάδα κι αν έλεγχε τη συντακτική συνέλευση μετά από τις εκλογές.
Λίγο μετά από τη διαρροή των προτάσεων περί υπερσυνταγματικών αρχών, έγινε σαφές ότι οι πολιτικές ελευθερίες και ο μη θρησκευτικός χαρακτήρας του κράτους δεν ήταν τα μόνα στοιχεία που αποσκοπούσαν να περιφρουρήσουν οι υπερσυνταγματικές αρχές. Στα μέσα Αυγούστου, εκ μέρους αξιωματικών του στρατού διέρρευσαν δηλώσεις ότι οι υπερσυνταγματικές αρχές που προετοίμαζε η κυβέρνηση την οποία στήριζε το SCAF περιείχαν διατάξεις που εκχωρούσαν στο στρατό σαρωτικά προνόμια και δημιουργούσαν τις νομικές βάσεις για να παρεμβαίνει στην πολιτική, όταν το κρίνει αναγκαίο. Στις δηλώσεις αυτές τονιζόταν , για άλλη μια φορά, το ενδιαφέρον του στρατού για την εφαρμογή του “τουρκικού μοντέλου”. Τον Νοέμβριο του 2011, όλα αυτά δεν ήταν απλώς φήμες, καθώς οι πολιτικοί συζητούσαν ανοιχτά ένα σύνολο υπερσυνταγματικών αρχών που περιείχαν αυτές τις προτάσεις. Οι αρχές έγιναν γνωστές ως έγγραφο “αλ-Σέλμι”, από το όνομα του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Αλί αλ-Σέλμι, που έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην υποστήριξη αυτών των προτάσεων. Πιο επίμαχο ήταν το ότι το έγγραφο αυτό περιείχε μια διάταξη που ανέθετε στο στρατό το καθήκον να “προστατεύει τη συνταγματική νομιμότητα” και αφαιρούσε από το εκλεγμένο κοινοβούλιο την αρμοδιότητα για τις στρατιωτικές υποθέσεις –συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού προϋπολογισμού– αναθέτοντας αυτό το καθήκον στο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας στο οποίο κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί. Αυτό σήμαινε , μεταξύ άλλων, ότι η μεγάλη οικονομική αυτοκρατορία που έλεγχε επί μακρόν ο στρατός θα παρέμενε εκτός ελέγχου των εκλεγμένων σωμάτων και του κοινού. Με άλλα λόγια, έγινε σαφές ότι το “τουρκικό μοντέλο” στο οποίο αναφέρονταν οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί όλους τους προηγούμενους μήνες ήταν εκείνο το μοντέλο στο οποίο ο στρατός δεν υπέκειτο σε ουσιαστική λογοδοσία και διαφάνεια, διατηρώντας μια θέση πάνω από τα εκλεγμένα σώματα και περιορίζοντας την εξουσία τους.
Το ενδιαφέρον, ίσως, ήταν ότι αυτή η ιδέα δεν περιοριζόταν στους στρατιωτικούς κύκλους και στους αξιωματούχους της κυβέρνησης του SCAF. Πολλοί αυτοπροβαλλόμενοι ως φιλελεύθεροι συντάχθηκαν με την πρωτοβουλία του SCAF και υποστήριξαν δημόσια τη θεσμοποίηση του πολιτικού ρόλου του στρατού στη μετά Μουμπάρακ συνταγματική τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2011, ο Χισάμ Μπασταουίσι, που έλπιζε ότι θα είναι προεδρικός υποψήφιος, υπέβαλε στο SCAF προτάσεις για τις υπερσυνταγματικές αρχές, περιλαμβάνοντας διατάξεις που καλούσαν στο σχηματισμό ενός σώματος ελεγχόμενου από το στρατό, το οποίο θα είχε το καθήκον να εποπτεύει στις στρατιωτικές υποθέσεις αντί των εκλεγμένων σωμάτων. Πρόταση παρόμοια μ΄ αυτή που περιλήφθηκε αργότερα στο έγγραφο “αλ-Σέλμι”. Παρομοίως, ο Χαμντίν Σαμπάχι υποσχέθηκε τον Ιούνιο του 2011 πως αν εκλεγεί, θα εξασφαλίσει την επέκταση των στρατιωτικών εξουσιών στο νέο σύνταγμα.
Μεταξύ αυτών που υποστήριζαν το ισχυρότερο ρόλο του στρατού στη μετά τον Μουμπάρακ Αίγυπτο ήταν ένα πλήθος προσωπικοτήτων του μη θρησκευτικού χώρου που προωθούσαν την ιδέα ότι ένας πολιτικά ισχυρός στρατός αποτελούσε το καλύτερο αντίβαρο έναντι της αυξανόμενης επιρροής των ισλαμικών πολιτικών ρευμάτων. Ο Οσάμα αλ-Γκαζάλι Χαρμπ, ηγέτης του φιλελεύθερου Κόμματος του Δημοκρατικού Μετώπου είπε στην Washington Post, λίγους μήνες πριν εμφανιστεί το έγγραφο “αλ-Σέλμι”, ότι οι ισλαμιστές αποτελούσαν τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στην Αίγυπτο, υποστηρίζοντας τη θέσπιση συντάγματος που θα ανέθετε στο στρατό το “ρόλο του εγγυητή της δημοκρατικής σταθερότητας της χώρας”.
Αυτές οι απαιτήσεις δεν αποσύρθηκαν μετά την εκλογή του Μ. Μόρσι στην προεδρία και τον επίσημο τερματισμό της διακυβέρνησης από το στρατό , στις 30 Ιουνίου 2012. Στην πραγματικότητα, εντάθηκαν και οι αναφορές στο “τουρκικό μοντέλο” ήλθαν και πάλι στο προσκήνιο. Στις 24 Αυγούστου 2012 , ούτε δύο μήνες μετά από την εκλογή του προέδρου, οι φίλα προσκείμενοι στο στρατό πολιτικοί κάλεσαν ευρέως τον κόσμο σε διαδηλώσεις για να “ρίξει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα”, ενώ η εφημερίδα al-Destour στους πρωτοσέλιδους τίτλους της 11ης Αυγούστου προειδοποιούσε για τους κινδύνους που εγκυμονούσε ο έλεγχος της προεδρίας από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η εφημερίδα δήλωνε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα θα επιχειρούσε να επιβάλει το δικό της σύνταγμα εις βάρος των πολιτικών ελευθεριών και θα επιδίωκε να αντικαταστήσει τους ανώτατους αξιωματικούς του στρατού με ανθρώπους αφοσιωμένους σ΄ αυτήν. Κατέληγε:
“Η σωτηρία της Αιγύπτου από την επικείμενη καταστροφή δεν θα επέλθει χωρίς την ενότητα στρατού-λαού, το σχηματισμό ενός μετώπου εθνικής σωτηρίας αποτελούμενου από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και τη στήριξη ενός ξεκάθαρα πολιτικού κράτους υπό στρατιωτική προστασία, ακριβώς όπως το τουρκικό σύστημα”.
Εν κατακλείδι, όταν ο όρος “τουρκικό μοντέλο” εμφανίστηκε στην πολιτική συζήτηση της Αιγύπτου ενσωμάτωσε την ιδέα ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο ο στρατός θα διατηρούσε τα συνήθη προνόμιά του και θα αντιπαρερχόταν τους συμβατικούς τρόπους λογοδοσίας και διαφάνειας — και όλα αυτά στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας.
Η πιο πρώιμη αναφορά στο “τουρκικό μοντέλο” στις μετά Μουμπάρακ δημόσιες συζητήσεις ανάγεται στο καλοκαίρι του 2011 , όταν οι ηγέτες του στρατού άρχισαν να δίνουν άτυπα στη δημοσιότητα εκθέσεις σχετικές με το ενδιαφέρον τους να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα στο οποίο ο στρατός θα είχε μη συμβατικά προνόμια που δεν θα μπορούσε να θίξει η δημοκρατική διαδικασία. Για παράδειγμα, στα μέσα Ιουλίου του 2011, τα αιγυπτιακά ΜΜΕ δημοσίευσαν δηλώσεις ενός αξιωματικού ο οποίος ανέφερε ότι το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF) θα επιδιώξει την εφαρμογή του “τουρκικού μοντέλου” στην Αίγυπτο: “Θέλουμε ένα μοντέλο όπως της Τουρκίας, αλλά δεν θα το επιβάλουμε … Η Αίγυπτος ως χώρα το χρειάζεται για να προστατεύσει τη δημοκρατία μας από τους ισλαμιστές. Γνωρίζουμε ότι αυτή η ομάδα δεν σκέφτεται δημοκρατικά”. Ο Yahya al-Gamal, που εκείνη την εποχή ήταν υφυπουργός στην κυβέρνηση του Εσάμ Σαράφ την οποία στήριζε το SCAF, είχε πει μερικές εβδομάδες νωρίτερα ότι η Αίγυπτος θα επιχειρούσε να ωφεληθεί από την “τουρκική συνταγματική εμπειρία” , περιγράφοντάς την ως “πλούσια και θαυμαστή”.Ο Γκαμάλ είχε πει: Η τουρκική συνταγματική εμπειρία ήταν γόνιμη για το λαό και τη χώρα, και συνέβαλε σημαντικά στην πρόοδό της, θα πρέπει να εργαστούμε, ακολουθώντας το δρόμο της, για τη σταθερότητα στη χώρα και την ανάπτυξή μας σε πολλά και διάφορα πεδία”. Αναφερόταν βεβαίως υπόρρητα στο τουρκικό σύνταγμα του 1982, το οποίο εκχωρούσε στο στρατό μεγάλη δύναμη και εξασφάλιζε ασυλία για τους επικεφαλής του. Από τα ΜΜΕ επίσης έγινε γνωστό ότι λίγες ημέρες αργότερα το υπουργείο Πολιτισμού διέταξε τη μετάφραση του τουρκικού συντάγματος του 1982 και πραγματοποίησε σεμινάριο πάνω σ΄ αυτό με τη συμμετοχή της Ταχάνι αλ-Γκεμπάλι, δικαστίνας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, γνωστής για τις φιλικές προς το στρατό απόψεις της, και του πρέσβη Μοχάμετ Ρεφάα αλ-Ταχτάουι, που αργότερα ανέλαβε επικεφαλής του επιτελείου του Μ. Μόρσι.
Με το ενδιαφέρον των αιγυπτιακών αρχών για την αποκαλούμενη τουρκική εμπειρία συνέπεσε μια συζήτηση μεταξύ των πολιτικών που αφορούσε το εάν θα υποστηρίξουν ή όχι την πρόταση του SCAF για τη δημιουργία μιας σειράς “υπερσυνταγματικών αρχών”. Οι υπερσυνταγματικές αρχές ήταν πρόνοιες τις οποίες οι μελλοντικοί συντάκτες θα ενσωμάτωναν σε οποιοδήποτε σχέδιο συντάγματος. Συμπληρωματικές των απαιτήσεων για την καθιέρωση αυτών των αρχών ήταν οι εκκλήσεις να προσδιοριστούν τα κριτήρια επιλογής των συγγραφέων του συντάγματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η μελλοντική συντακτική συνέλευση θα ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτική των διαφόρων πολιτικών τάσεων της Αιγύπτου. Επειδή ήταν βέβαιο πως οι ισλαμικές ομάδες, ιδίως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, θα σημείωναν μεγάλα ποσοστά στις εκλογές για το νομοθετικό σώμα εκείνο το φθινόπωρο, δηλ. θα ασκούσαν σημαντική επιρροή στη συγγραφή του συντάγματος, οι φιλελεύθερες προσωπικότητες άρχισαν, από το καλοκαίρι του 2011, να εκδηλώνουν την υποστήριξή τους στις προτάσεις για τη θέσπιση υπερσυνταγματικών αρχών. Θεωρούσαν ότι αυτές οι αρχές θα περιφρουρούσαν τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες και θα διατηρούσαν το μη θρησκευτικό χαρακτήρα του κράτους, όποια ομάδα κι αν έλεγχε τη συντακτική συνέλευση μετά από τις εκλογές.
Λίγο μετά από τη διαρροή των προτάσεων περί υπερσυνταγματικών αρχών, έγινε σαφές ότι οι πολιτικές ελευθερίες και ο μη θρησκευτικός χαρακτήρας του κράτους δεν ήταν τα μόνα στοιχεία που αποσκοπούσαν να περιφρουρήσουν οι υπερσυνταγματικές αρχές. Στα μέσα Αυγούστου, εκ μέρους αξιωματικών του στρατού διέρρευσαν δηλώσεις ότι οι υπερσυνταγματικές αρχές που προετοίμαζε η κυβέρνηση την οποία στήριζε το SCAF περιείχαν διατάξεις που εκχωρούσαν στο στρατό σαρωτικά προνόμια και δημιουργούσαν τις νομικές βάσεις για να παρεμβαίνει στην πολιτική, όταν το κρίνει αναγκαίο. Στις δηλώσεις αυτές τονιζόταν , για άλλη μια φορά, το ενδιαφέρον του στρατού για την εφαρμογή του “τουρκικού μοντέλου”. Τον Νοέμβριο του 2011, όλα αυτά δεν ήταν απλώς φήμες, καθώς οι πολιτικοί συζητούσαν ανοιχτά ένα σύνολο υπερσυνταγματικών αρχών που περιείχαν αυτές τις προτάσεις. Οι αρχές έγιναν γνωστές ως έγγραφο “αλ-Σέλμι”, από το όνομα του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Αλί αλ-Σέλμι, που έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην υποστήριξη αυτών των προτάσεων. Πιο επίμαχο ήταν το ότι το έγγραφο αυτό περιείχε μια διάταξη που ανέθετε στο στρατό το καθήκον να “προστατεύει τη συνταγματική νομιμότητα” και αφαιρούσε από το εκλεγμένο κοινοβούλιο την αρμοδιότητα για τις στρατιωτικές υποθέσεις –συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού προϋπολογισμού– αναθέτοντας αυτό το καθήκον στο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας στο οποίο κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί. Αυτό σήμαινε , μεταξύ άλλων, ότι η μεγάλη οικονομική αυτοκρατορία που έλεγχε επί μακρόν ο στρατός θα παρέμενε εκτός ελέγχου των εκλεγμένων σωμάτων και του κοινού. Με άλλα λόγια, έγινε σαφές ότι το “τουρκικό μοντέλο” στο οποίο αναφέρονταν οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί όλους τους προηγούμενους μήνες ήταν εκείνο το μοντέλο στο οποίο ο στρατός δεν υπέκειτο σε ουσιαστική λογοδοσία και διαφάνεια, διατηρώντας μια θέση πάνω από τα εκλεγμένα σώματα και περιορίζοντας την εξουσία τους.
Το ενδιαφέρον, ίσως, ήταν ότι αυτή η ιδέα δεν περιοριζόταν στους στρατιωτικούς κύκλους και στους αξιωματούχους της κυβέρνησης του SCAF. Πολλοί αυτοπροβαλλόμενοι ως φιλελεύθεροι συντάχθηκαν με την πρωτοβουλία του SCAF και υποστήριξαν δημόσια τη θεσμοποίηση του πολιτικού ρόλου του στρατού στη μετά Μουμπάρακ συνταγματική τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2011, ο Χισάμ Μπασταουίσι, που έλπιζε ότι θα είναι προεδρικός υποψήφιος, υπέβαλε στο SCAF προτάσεις για τις υπερσυνταγματικές αρχές, περιλαμβάνοντας διατάξεις που καλούσαν στο σχηματισμό ενός σώματος ελεγχόμενου από το στρατό, το οποίο θα είχε το καθήκον να εποπτεύει στις στρατιωτικές υποθέσεις αντί των εκλεγμένων σωμάτων. Πρόταση παρόμοια μ΄ αυτή που περιλήφθηκε αργότερα στο έγγραφο “αλ-Σέλμι”. Παρομοίως, ο Χαμντίν Σαμπάχι υποσχέθηκε τον Ιούνιο του 2011 πως αν εκλεγεί, θα εξασφαλίσει την επέκταση των στρατιωτικών εξουσιών στο νέο σύνταγμα.
Μεταξύ αυτών που υποστήριζαν το ισχυρότερο ρόλο του στρατού στη μετά τον Μουμπάρακ Αίγυπτο ήταν ένα πλήθος προσωπικοτήτων του μη θρησκευτικού χώρου που προωθούσαν την ιδέα ότι ένας πολιτικά ισχυρός στρατός αποτελούσε το καλύτερο αντίβαρο έναντι της αυξανόμενης επιρροής των ισλαμικών πολιτικών ρευμάτων. Ο Οσάμα αλ-Γκαζάλι Χαρμπ, ηγέτης του φιλελεύθερου Κόμματος του Δημοκρατικού Μετώπου είπε στην Washington Post, λίγους μήνες πριν εμφανιστεί το έγγραφο “αλ-Σέλμι”, ότι οι ισλαμιστές αποτελούσαν τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στην Αίγυπτο, υποστηρίζοντας τη θέσπιση συντάγματος που θα ανέθετε στο στρατό το “ρόλο του εγγυητή της δημοκρατικής σταθερότητας της χώρας”.
Αυτές οι απαιτήσεις δεν αποσύρθηκαν μετά την εκλογή του Μ. Μόρσι στην προεδρία και τον επίσημο τερματισμό της διακυβέρνησης από το στρατό , στις 30 Ιουνίου 2012. Στην πραγματικότητα, εντάθηκαν και οι αναφορές στο “τουρκικό μοντέλο” ήλθαν και πάλι στο προσκήνιο. Στις 24 Αυγούστου 2012 , ούτε δύο μήνες μετά από την εκλογή του προέδρου, οι φίλα προσκείμενοι στο στρατό πολιτικοί κάλεσαν ευρέως τον κόσμο σε διαδηλώσεις για να “ρίξει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα”, ενώ η εφημερίδα al-Destour στους πρωτοσέλιδους τίτλους της 11ης Αυγούστου προειδοποιούσε για τους κινδύνους που εγκυμονούσε ο έλεγχος της προεδρίας από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η εφημερίδα δήλωνε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα θα επιχειρούσε να επιβάλει το δικό της σύνταγμα εις βάρος των πολιτικών ελευθεριών και θα επιδίωκε να αντικαταστήσει τους ανώτατους αξιωματικούς του στρατού με ανθρώπους αφοσιωμένους σ΄ αυτήν. Κατέληγε:
“Η σωτηρία της Αιγύπτου από την επικείμενη καταστροφή δεν θα επέλθει χωρίς την ενότητα στρατού-λαού, το σχηματισμό ενός μετώπου εθνικής σωτηρίας αποτελούμενου από πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και τη στήριξη ενός ξεκάθαρα πολιτικού κράτους υπό στρατιωτική προστασία, ακριβώς όπως το τουρκικό σύστημα”.
Εν κατακλείδι, όταν ο όρος “τουρκικό μοντέλο” εμφανίστηκε στην πολιτική συζήτηση της Αιγύπτου ενσωμάτωσε την ιδέα ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο ο στρατός θα διατηρούσε τα συνήθη προνόμιά του και θα αντιπαρερχόταν τους συμβατικούς τρόπους λογοδοσίας και διαφάνειας — και όλα αυτά στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας.
Τι μπορεί να κάνει για εσένα το πολιτικό ισλάμ;
Λίγο διάστημα μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από το SCAF, η Μουσουλμανική Αδελφότητα προέβαλε μια άλλη ιδέα για το τι σημαίνει το “τουρκικό μοντέλο” στην πραγματικότητα της Αιγύπτου. Η απόφαση της μεγαλύτερης ισλαμικής ομάδας της Αιγύπτου να επιλέξει την ονομασία “Ελευθερία και Δικαιοσύνη” για το νεοϊδρυθέν κόμμα της , την άνοιξη του 2011, τράβηξε αμέσως την προσοχή των παρατηρητών που είδαν την ομοιότητα ανάμεσα στο κόμμα της Αδελφότητας και στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία. Αναφέρθηκε επίσης ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός και ηγέτης του AKP, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρατήρησε αστειευόμενος, σε μια συνάντηση στο Κάιρο το 2011, ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου θα έπρεπε να πληρώσει πνευματικά δικαιώματα στο κόμμα του, επειδή δανείστηκε μέρος του τίτλου του.
Αμέσως μετά την πτώση του Μουμπάρακ, ήταν προφανές ότι η Αδελφότητα θα εξέταζε με μεγάλο ενδιαφέρον την εμπειρία του AKP ως κυβερνώντος κόμματος. Αυτό φάνηκε επίσης με τις συχνές επισκέψεις του κόμματός της στην Τουρκία για συναντήσεις με ομολόγους του AKP , με τη βλέψη να αναπτύξει στρατηγικές για τις πιεστικές προκλήσεις στον τομέα της διακυβέρνησης, που θα αντιμετώπιζε το κυβερνών κόμμα της Αιγύπτου. Για να μην αναφερθούμε στο ότι η Αδελφότητα εξέφρασε ενδιαφέρον για το βάθεμα των οικονομικών δεσμών και για ποικίλες μορφές συνεργασίας με την Τουρκία.
Η ρητορική των Αδελφών Μουσουλμάνων στις εκλογικές εκστρατείες για το κοινοβούλιο και την προεδρία αποκάλυπτε την πρόθεση να αποτελέσει η Τουρκία πρότυπο με βάση το οποίο θα κρίνονταν τα δικά τους επιτεύγματα στην Αίγυπτο. Μεταξύ των δύο εκλογών για την Κάτω και Άνω Βουλή, στις αρχές του 2012, το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης δήλωσε επίσημα διά εκπροσώπου του ότι το πρόγραμμά του θα καθιστούσε την οικονομία της Αιγύπτου καλύτερη απ΄ αυτή της Τουρκίας μέσα σε εφτά χρόνια. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που προσωπικότητες της Αδελφότητας ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι της αναφέρθηκαν στην Τουρκία ως το κριτήριο για την αξιολόγηση της δικής τους επίδοσης. Πιο πρόσφατα, ο υπουργός Πληροφοριών Σαλάχ Αμπτέλ Μακσούντ δήλωσε ότι αν ο λαός έδειχνε λίγη υπομονή έναντι του καθεστώτος, θα μπορούσε να του παρουσιάσει επιτυχίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις τουρκικές.
Η χρησιμοποίηση της εμπειρίας του AKP στην προπαγάνδα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έγινε πιο ορατή στον Απρίλιο του 2012, όταν η Αδελφότητα ανάγγειλε ότι θα έχριζε υποψήφιο τον ισχυρό της άνδρα Καϊράτ αλ-Σάτερ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Παρόλο που η εκλογική επιτροπή έκρινε ότι ο αλ-Σάτερ δεν είχε τα απαραίτητα διαπιστευτήρια και τελικά η Αδελφότητα υποστήριξε την υποψηφιότητα του ηγέτη του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης Μ. Μόρσι, η βραχύβια καμπάνια προβολής του αλ-Σάτερ είναι αξιομνημόνευτη για την κωμικότητά της. Η προβολή βασιζόταν σε ένα χορωδιακό τραγούδι που καλούσε τους Αιγύπτιους να γιορτάσουν την άφιξη του “Ερντογάν” της Αιγύπτου. “Ακούστε τα καλά νέα. Σύντομα όλος ο κόσμος θα γιορτάζει. Ας αγαλλιάσει όλη η χώρα, γιατί έρχεται αυτός … ο νέος Ερντογάν της Αιγύπτου”.
Αμέσως μετά την πτώση του Μουμπάρακ, ήταν προφανές ότι η Αδελφότητα θα εξέταζε με μεγάλο ενδιαφέρον την εμπειρία του AKP ως κυβερνώντος κόμματος. Αυτό φάνηκε επίσης με τις συχνές επισκέψεις του κόμματός της στην Τουρκία για συναντήσεις με ομολόγους του AKP , με τη βλέψη να αναπτύξει στρατηγικές για τις πιεστικές προκλήσεις στον τομέα της διακυβέρνησης, που θα αντιμετώπιζε το κυβερνών κόμμα της Αιγύπτου. Για να μην αναφερθούμε στο ότι η Αδελφότητα εξέφρασε ενδιαφέρον για το βάθεμα των οικονομικών δεσμών και για ποικίλες μορφές συνεργασίας με την Τουρκία.
Η ρητορική των Αδελφών Μουσουλμάνων στις εκλογικές εκστρατείες για το κοινοβούλιο και την προεδρία αποκάλυπτε την πρόθεση να αποτελέσει η Τουρκία πρότυπο με βάση το οποίο θα κρίνονταν τα δικά τους επιτεύγματα στην Αίγυπτο. Μεταξύ των δύο εκλογών για την Κάτω και Άνω Βουλή, στις αρχές του 2012, το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης δήλωσε επίσημα διά εκπροσώπου του ότι το πρόγραμμά του θα καθιστούσε την οικονομία της Αιγύπτου καλύτερη απ΄ αυτή της Τουρκίας μέσα σε εφτά χρόνια. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που προσωπικότητες της Αδελφότητας ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι της αναφέρθηκαν στην Τουρκία ως το κριτήριο για την αξιολόγηση της δικής τους επίδοσης. Πιο πρόσφατα, ο υπουργός Πληροφοριών Σαλάχ Αμπτέλ Μακσούντ δήλωσε ότι αν ο λαός έδειχνε λίγη υπομονή έναντι του καθεστώτος, θα μπορούσε να του παρουσιάσει επιτυχίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις τουρκικές.
Η χρησιμοποίηση της εμπειρίας του AKP στην προπαγάνδα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έγινε πιο ορατή στον Απρίλιο του 2012, όταν η Αδελφότητα ανάγγειλε ότι θα έχριζε υποψήφιο τον ισχυρό της άνδρα Καϊράτ αλ-Σάτερ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Παρόλο που η εκλογική επιτροπή έκρινε ότι ο αλ-Σάτερ δεν είχε τα απαραίτητα διαπιστευτήρια και τελικά η Αδελφότητα υποστήριξε την υποψηφιότητα του ηγέτη του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης Μ. Μόρσι, η βραχύβια καμπάνια προβολής του αλ-Σάτερ είναι αξιομνημόνευτη για την κωμικότητά της. Η προβολή βασιζόταν σε ένα χορωδιακό τραγούδι που καλούσε τους Αιγύπτιους να γιορτάσουν την άφιξη του “Ερντογάν” της Αιγύπτου. “Ακούστε τα καλά νέα. Σύντομα όλος ο κόσμος θα γιορτάζει. Ας αγαλλιάσει όλη η χώρα, γιατί έρχεται αυτός … ο νέος Ερντογάν της Αιγύπτου”.
Η έλξη που άσκησε η τουρκική εμπειρία στην Αδελφότητα ήταν διαφορετική , αν και όχι ασύμβατη (όπως θα εξηγηθεί παρακάτω), από την άποψη του στρατού για το τουρκικό μοντέλο. Σε αντίθεση με την ιδέα, που υιοθέτησαν οι στρατιωτικοί και οι υποστηρικτές τους, μιας πολιτικής διαδικασίας που έχει στο επίκεντρό της το σύνταγμα ,την οποία διαχειρίζεται και –αν είναι αναγκαίο– διαιτητεύει επ΄ αυτής ο στρατός, η απεικόνιση της τουρκικής εμπειρίας από την Αδελφότητα ήταν πολύ πιο εστιασμένη στο κυβερνών τουρκικό κόμμα και στην επιτυχία του στους τομείς της οικονομικής διαχείρισης και , σ΄ ένα βαθμό, της εξωτερικής πολιτικής. Για την Αδελφότητα, το τουρκικό μοντέλο αποτελεί παράδειγμα του θριάμβου ενός αδελφού ισλαμικού κόμματος για τη διεκδίκηση και θεσμοποίηση της εκλογικής και πολιτικής κυριαρχίας και την αξιοποίηση των “διεθνώς αναγνωρισμένων” οικονομικών επιδόσεών του, προκειμένου να αναχαιτίσει και να περιθωριοποιήσει τους ιδεολογικούς της αντιπάλους.
Η συλλογιστική αυτή διατυπώθηκε σε μια σπάνια περίπτωση, σε άρθρο του υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης Εσάμ αλ-Εριάν, στη λιβανέζικη εφημερίδα al-Akhbar, όπου παρέθετε τις απόψεις του για το αποκαλούμενο τουρκικό μοντέλο. Είναι ενδιαφέρον ότι το άρθρο έδινε –τουλάχιστον εν μέρει– την εντύπωση ότι απαντά στις επικρατούσες, εκείνη την περίοδο, απόψεις κάποιων Αιγύπτιων φιλελεύθερων που έβλεπαν στη δημοκρατική εμπειρία της Τουρκίας ένα μοντέλο “υποστήριξης της εκκοσμίκευσης”. Ο Εριάν οικτίρει πολλούς υποστηρικτές του τουρκικού μοντέλου επειδή επιζητούν να επιβάλουν “μια απεχθή εκκοσμικευμένη κατάσταση με αποκλεισμούς” και να “δώσουν στο στρατό πολιτικό ρόλο με το πρόσχημα της προστασίας του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος , όταν στην πραγματικότητα αυτό θα σημαίνει ότι προστατεύει τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, τις μειονότητες και τα ξένα συμφέροντα”. Όσοι έχουν αυτή την άποψη, γράφει ο Εριάν, “ξεχνούν ότι η τουρκική δημοκρατία διόρθωσε τα λάθη της και ότι η στην Τουρκία η εκκοσμίκευση βρίσκεται σε πτώση με την ορθή εφαρμογή της δημοκρατίας”.
Όμως, αν δεν είναι η κληρονομιά της κοσμικής συνέχειας, τότε ποιες είναι οι αρετές του τουρκικού μοντέλου για τον Εριάν; Εκφράζοντας το έντονο ενδιαφέρον του για τις επιδόσεις του AKP, λέει ότι η περίπτωση της Τουρκίας έχει δείξει ότι οι ειρηνικές, δημοκρατικές διαδικασίες και όχι οι βίαιες εξεγέρσεις και τα πραξικοπήματα είναι ο καλύτερος δρόμος για την εκπλήρωση του “ισλαμικού σχεδίου”. Ο Εριάν επαινεί την κατ΄ αυτόν επιτυχία των ισλαμιστών της Τουρκίας στην οικοδόμηση λαϊκής υποστήριξης, και αποδίδει αυτή την επιτυχία στο ότι διατήρησαν την ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική αποστολή προώθησης της πίστης και στο ρόλο τους στην επίσημη πολιτική ζωή. Αποδίδει περαιτέρω την πολιτική επιτυχία των Τούρκων ισλαμιστών στις οικονομικές πολιτικές τους και στην ικανότητά τους να “ασχολούνται με τους επιχειρηματίες”, να “προωθούν τη διαφάνεια και την ανταγωνιστικότητα” και να “δημιουργούν κίνητρα για αποταμίευση και επενδύσεις”, μέσω των οποίων κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη συνεχή υποστήριξή τους από το λαό. Στην αφήγησή του, ο Εριάν υποστηρίζει ότι η εσωτερική σταθερότητα και συνοχή της Τουρκίας αποτελούν τη βάση επί της οποίας η χώρα μπόρεσε να αναλάβει σημαντικό περιφερειακό και διεθνή ρόλο τα τελευταία χρόνια.
Η συλλογιστική αυτή διατυπώθηκε σε μια σπάνια περίπτωση, σε άρθρο του υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης Εσάμ αλ-Εριάν, στη λιβανέζικη εφημερίδα al-Akhbar, όπου παρέθετε τις απόψεις του για το αποκαλούμενο τουρκικό μοντέλο. Είναι ενδιαφέρον ότι το άρθρο έδινε –τουλάχιστον εν μέρει– την εντύπωση ότι απαντά στις επικρατούσες, εκείνη την περίοδο, απόψεις κάποιων Αιγύπτιων φιλελεύθερων που έβλεπαν στη δημοκρατική εμπειρία της Τουρκίας ένα μοντέλο “υποστήριξης της εκκοσμίκευσης”. Ο Εριάν οικτίρει πολλούς υποστηρικτές του τουρκικού μοντέλου επειδή επιζητούν να επιβάλουν “μια απεχθή εκκοσμικευμένη κατάσταση με αποκλεισμούς” και να “δώσουν στο στρατό πολιτικό ρόλο με το πρόσχημα της προστασίας του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος , όταν στην πραγματικότητα αυτό θα σημαίνει ότι προστατεύει τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, τις μειονότητες και τα ξένα συμφέροντα”. Όσοι έχουν αυτή την άποψη, γράφει ο Εριάν, “ξεχνούν ότι η τουρκική δημοκρατία διόρθωσε τα λάθη της και ότι η στην Τουρκία η εκκοσμίκευση βρίσκεται σε πτώση με την ορθή εφαρμογή της δημοκρατίας”.
Όμως, αν δεν είναι η κληρονομιά της κοσμικής συνέχειας, τότε ποιες είναι οι αρετές του τουρκικού μοντέλου για τον Εριάν; Εκφράζοντας το έντονο ενδιαφέρον του για τις επιδόσεις του AKP, λέει ότι η περίπτωση της Τουρκίας έχει δείξει ότι οι ειρηνικές, δημοκρατικές διαδικασίες και όχι οι βίαιες εξεγέρσεις και τα πραξικοπήματα είναι ο καλύτερος δρόμος για την εκπλήρωση του “ισλαμικού σχεδίου”. Ο Εριάν επαινεί την κατ΄ αυτόν επιτυχία των ισλαμιστών της Τουρκίας στην οικοδόμηση λαϊκής υποστήριξης, και αποδίδει αυτή την επιτυχία στο ότι διατήρησαν την ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική αποστολή προώθησης της πίστης και στο ρόλο τους στην επίσημη πολιτική ζωή. Αποδίδει περαιτέρω την πολιτική επιτυχία των Τούρκων ισλαμιστών στις οικονομικές πολιτικές τους και στην ικανότητά τους να “ασχολούνται με τους επιχειρηματίες”, να “προωθούν τη διαφάνεια και την ανταγωνιστικότητα” και να “δημιουργούν κίνητρα για αποταμίευση και επενδύσεις”, μέσω των οποίων κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη συνεχή υποστήριξή τους από το λαό. Στην αφήγησή του, ο Εριάν υποστηρίζει ότι η εσωτερική σταθερότητα και συνοχή της Τουρκίας αποτελούν τη βάση επί της οποίας η χώρα μπόρεσε να αναλάβει σημαντικό περιφερειακό και διεθνή ρόλο τα τελευταία χρόνια.
Το όραμα του Εριάν έχει δύο σημαντικές πλευρές
Πρώτον, προϋποθέτει ισχυρή απόρριψη της αφήγησης που παρουσιάζει την Τουρκία ως παράδειγμα θριάμβου της εκκοσμίκευσης. Αυτό δεν εκπλήσσει, δεδομένου του υποκείμενου πλαισίου βάσει του οποίου πολλοί φιλελεύθεροι της Αιγύπτου υποστήριζαν, εκείνη την εποχή, ενεργά τις υπερσυνταγματικές αρχές που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν την ασπίδα έναντι των όποιων προσπαθειών των εκλογικά ισχυρών ισλαμιστών να αλλάξουν τον “μη θρησκευτικό” χαρακτήρα του κράτους. Με άλλα λόγια, το όραμα του Εριάν αντανακλούσε μια γενικότερη προσπάθεια να ανταγωνιστεί την κυρίαρχη κατανόηση του τουρκικού μοντέλου, ως μοντέλου εκκοσμίκευσης – που η Μουσουλμανική Αδελφότητα έβλεπε με μεγάλο σκεπτικισμό.
Η επιλεκτικότητα με την οποία προσεγγίζει η Αδελφότητα την εμπειρία της Τουρκίας, ιδίως η ισχυρή απόρριψη και άρνηση των εκκοσμικευμένων διαστάσεών της, κατέστη εμφανής κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αίγυπτο, τον Σεπτέμβριο του 2011. Μετά την υποδοχή του Τούρκου πρωθυπουργού από δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο αεροδρόμιο του Καΐρου με ενθουσιώδη συνθήματα, οι αξιωματούχοι της Αδελφότητας έδωσαν στη δημοσιότητα σκληρές δηλώσεις σχετικά με τις προτροπές του Ερντογάν να υιοθετήσουν ένα εκκοσμικευμένο σύνταγμα. “Στα κοσμικά κράτη”, είπε ο Ερντογάν, “δεν υπάρχει απουσία θρησκείας, αλλά μάλλον σεβασμός προς όλες τις θρησκείες και ελευθερία για το κάθε άτομο να ασκεί τη δική του θρησκεία”. Επίσης ΄παρατέθηκαν αποσπάσματα δηλώσεων του Ερντογάν όπου ανέφερε πως ηγείται ενός κοσμικού κράτους και ότι δεν θεωρεί το AKP «ισλαμικό κόμμα”. Η ειρωνεία ήταν τρομερή. Ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού της Αδελφότητας για το “τουρκικό μοντέλο” αμφισβήτησε δημόσια τα βασικά στοιχεία της “επιτυχημένης ιστορίας” στην οποία υποτίθεται είχε παίξει το κύριο ρόλο.
Ο Μοχάμετ Γκόζλαν, εκπρόσωπος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αντέκρουσε αυτές τις δηλώσεις υποστηρίζοντας ότι τα σχόλια του Ερντογάν αποτελούσαν απαράδεκτη προσπάθεια παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Αιγύπτου. Ο ηγέτης του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, Μοσέν Ράντι, απορρίπτοντας την παρότρυνση του Ερντογάν να υιοθετηθεί ένα εκκοσμικευμένο σύνταγμα, είπε ότι το “τουρκικό μοντέλο” δεν είναι εφαρμόσιμο στην Αίγυπτο. «Ούτε ο Ερντογάν ούτε κανένας άλλος έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλης χώρας και να επιβάλει ένα συγκεκριμένο μοντέλο σ΄ αυτήν”. Ποιο μοντέλο; Μα αυτό ακριβώς που ο Εσάμ Εριάν , μόλις λίγους μήνες πριν, επαινούσε, εκθέτοντας στο άρθρο του τις αρετές του. Συνεπώς, από ορισμένες απόψεις, η επίσκεψη του Ερντογάν ήταν μια σπάνια στιγμή που φώτισε το πόσο βολικά επιλεκτική ήταν η Αδελφότητα όσον αφορά την έννοια του “τουρκικού μοντέλου” , προκειμένου να διαμορφώσει το δικό της όραμα για τη “νέα Αίγυπτο” — ένα όραμα αντίθετο στις εκκλήσεις διαχωρισμού της θρησκείας από την πολιτική.
Δεύτερον, η προαναφερθείσα άποψη του Εριάν για το τουρκικό μοντέλο, ανέφερε ρητά ότι η τρέχουσα κυριαρχία του AKP, που βασίζεται στην οικονομική του επιτυχία, δημιούργησε τη λαϊκή βάση η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να επικρατήσει συντριπτικά επί των πολιτικών αντιπάλων του. Η άποψη αυτή συνηχεί με τις δηλώσεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ότι η οικονομική ευημερία έχει μπει σε τροχιά και ότι οι επικριτές της πρέπει να περιμένουν μέχρι το αποκαλούμενο σχέδιο αναγέννησης, που έχει επεξεργαστεί το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, να δώσει τους καρπούς του. Αυτή η συλλογιστική ήταν εμφανής στις προτροπές του ανώτατου πνευματικού καθοδηγητή της Αδελφότητας Μοχάμετ Μπάντι, τον περασμένο Μάρτιο, που διατυπώθηκαν με αφορμή τις αυξανόμενες απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις φωνές να ανατραπεί η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Κάλεσε τους Αιγύπτιους να δείξουν υπομονή και να στρέψουν την προσοχή τους στην “τουρκική εμπειρία”, όπου το κυβερνών AKP πέτυχε σταδιακά την “τουρκική αναγέννηση” από τότε που ανήλθε στην εξουσία, το 2002.
Παρά την έντονη διαφορά στο οικονομικό πλαίσιο, όπως σημείωσαν πολλοί επικριτές, η Αδελφότητα και οι οπαδοί της παρουσίαζαν την πρόσφατη οικονομική εμπειρία της Τουρκίας, την οποία το ΔΝΤ προβάλλει συχνά ως μία από τις επιτυχίες της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης, ως πηγή έμπνευσης. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το κοινοβούλιο , το 2011-2012, ο γ.γ. του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, Σαάντ αλ-Κατάνι, είπε ότι το κόμμα του , εάν εκλεγεί, θα επιδιώξει να εφαρμόσει την τουρκική οικονομική εμπειρία στην Αίγυπτο. Αυτή η στάση δεν άλλαξε αφότου ανέλαβε την εξουσία το κόμμα της Αδελφότητας. Πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2013, ο αλ-Μόρσι Χετζάζι, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Μόρσι, είπε ότι η Αίγυπτος αναζητά έμπνευση από την οικονομική μεταρρύθμιση στην Τουρκία, η οποία εκθειάζεται διεθνώς. Τα σχόλιά του έγιναν ενώ η αιγυπτιακή κυβέρνηση συνομιλούσε (και συνεχίζει να συνομιλεί) με το ΔΝΤ διαπραγματευόμενη μια δανειακή σύμβαση ύψους 4,8 δισ. δολαρίων, που προκαλεί πολλές αντιπαραθέσεις. Ενώ οι μέχρι στιγμής συνομιλίες μεταξύ της αιγυπτιακής κυβέρνησης και του ΔΝΤ γίνονται εν κρυπτώ σχεδόν και δεν είναι σαφής η εμπλοκή εγχώριων μετόχων, παρατηρητές προβλέπουν ότι η συμφωνία αυτή θα έχει ως συνέπεια μεταρρυθμίσεις που θα προκαλέσουν κοινωνική αποσταθεροποίηση και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα αιτήματα της επανάστασης του Ιανουαρίου 2011 για την επέκταση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.
Για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, το τουρκικό μοντέλο ερμηνεύεται ως μια ιστορία πολιτικής κυριαρχίας που δικαιολογείται και ενισχύεται από μια οικονομική “αναγέννηση” που έχει προκαλέσει το θαυμασμό και την αποδοχή των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών.
Η επιλεκτικότητα με την οποία προσεγγίζει η Αδελφότητα την εμπειρία της Τουρκίας, ιδίως η ισχυρή απόρριψη και άρνηση των εκκοσμικευμένων διαστάσεών της, κατέστη εμφανής κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αίγυπτο, τον Σεπτέμβριο του 2011. Μετά την υποδοχή του Τούρκου πρωθυπουργού από δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο αεροδρόμιο του Καΐρου με ενθουσιώδη συνθήματα, οι αξιωματούχοι της Αδελφότητας έδωσαν στη δημοσιότητα σκληρές δηλώσεις σχετικά με τις προτροπές του Ερντογάν να υιοθετήσουν ένα εκκοσμικευμένο σύνταγμα. “Στα κοσμικά κράτη”, είπε ο Ερντογάν, “δεν υπάρχει απουσία θρησκείας, αλλά μάλλον σεβασμός προς όλες τις θρησκείες και ελευθερία για το κάθε άτομο να ασκεί τη δική του θρησκεία”. Επίσης ΄παρατέθηκαν αποσπάσματα δηλώσεων του Ερντογάν όπου ανέφερε πως ηγείται ενός κοσμικού κράτους και ότι δεν θεωρεί το AKP «ισλαμικό κόμμα”. Η ειρωνεία ήταν τρομερή. Ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού της Αδελφότητας για το “τουρκικό μοντέλο” αμφισβήτησε δημόσια τα βασικά στοιχεία της “επιτυχημένης ιστορίας” στην οποία υποτίθεται είχε παίξει το κύριο ρόλο.
Ο Μοχάμετ Γκόζλαν, εκπρόσωπος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αντέκρουσε αυτές τις δηλώσεις υποστηρίζοντας ότι τα σχόλια του Ερντογάν αποτελούσαν απαράδεκτη προσπάθεια παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Αιγύπτου. Ο ηγέτης του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, Μοσέν Ράντι, απορρίπτοντας την παρότρυνση του Ερντογάν να υιοθετηθεί ένα εκκοσμικευμένο σύνταγμα, είπε ότι το “τουρκικό μοντέλο” δεν είναι εφαρμόσιμο στην Αίγυπτο. «Ούτε ο Ερντογάν ούτε κανένας άλλος έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλης χώρας και να επιβάλει ένα συγκεκριμένο μοντέλο σ΄ αυτήν”. Ποιο μοντέλο; Μα αυτό ακριβώς που ο Εσάμ Εριάν , μόλις λίγους μήνες πριν, επαινούσε, εκθέτοντας στο άρθρο του τις αρετές του. Συνεπώς, από ορισμένες απόψεις, η επίσκεψη του Ερντογάν ήταν μια σπάνια στιγμή που φώτισε το πόσο βολικά επιλεκτική ήταν η Αδελφότητα όσον αφορά την έννοια του “τουρκικού μοντέλου” , προκειμένου να διαμορφώσει το δικό της όραμα για τη “νέα Αίγυπτο” — ένα όραμα αντίθετο στις εκκλήσεις διαχωρισμού της θρησκείας από την πολιτική.
Δεύτερον, η προαναφερθείσα άποψη του Εριάν για το τουρκικό μοντέλο, ανέφερε ρητά ότι η τρέχουσα κυριαρχία του AKP, που βασίζεται στην οικονομική του επιτυχία, δημιούργησε τη λαϊκή βάση η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να επικρατήσει συντριπτικά επί των πολιτικών αντιπάλων του. Η άποψη αυτή συνηχεί με τις δηλώσεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ότι η οικονομική ευημερία έχει μπει σε τροχιά και ότι οι επικριτές της πρέπει να περιμένουν μέχρι το αποκαλούμενο σχέδιο αναγέννησης, που έχει επεξεργαστεί το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, να δώσει τους καρπούς του. Αυτή η συλλογιστική ήταν εμφανής στις προτροπές του ανώτατου πνευματικού καθοδηγητή της Αδελφότητας Μοχάμετ Μπάντι, τον περασμένο Μάρτιο, που διατυπώθηκαν με αφορμή τις αυξανόμενες απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις φωνές να ανατραπεί η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Κάλεσε τους Αιγύπτιους να δείξουν υπομονή και να στρέψουν την προσοχή τους στην “τουρκική εμπειρία”, όπου το κυβερνών AKP πέτυχε σταδιακά την “τουρκική αναγέννηση” από τότε που ανήλθε στην εξουσία, το 2002.
Παρά την έντονη διαφορά στο οικονομικό πλαίσιο, όπως σημείωσαν πολλοί επικριτές, η Αδελφότητα και οι οπαδοί της παρουσίαζαν την πρόσφατη οικονομική εμπειρία της Τουρκίας, την οποία το ΔΝΤ προβάλλει συχνά ως μία από τις επιτυχίες της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης, ως πηγή έμπνευσης. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το κοινοβούλιο , το 2011-2012, ο γ.γ. του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης, Σαάντ αλ-Κατάνι, είπε ότι το κόμμα του , εάν εκλεγεί, θα επιδιώξει να εφαρμόσει την τουρκική οικονομική εμπειρία στην Αίγυπτο. Αυτή η στάση δεν άλλαξε αφότου ανέλαβε την εξουσία το κόμμα της Αδελφότητας. Πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2013, ο αλ-Μόρσι Χετζάζι, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Μόρσι, είπε ότι η Αίγυπτος αναζητά έμπνευση από την οικονομική μεταρρύθμιση στην Τουρκία, η οποία εκθειάζεται διεθνώς. Τα σχόλιά του έγιναν ενώ η αιγυπτιακή κυβέρνηση συνομιλούσε (και συνεχίζει να συνομιλεί) με το ΔΝΤ διαπραγματευόμενη μια δανειακή σύμβαση ύψους 4,8 δισ. δολαρίων, που προκαλεί πολλές αντιπαραθέσεις. Ενώ οι μέχρι στιγμής συνομιλίες μεταξύ της αιγυπτιακής κυβέρνησης και του ΔΝΤ γίνονται εν κρυπτώ σχεδόν και δεν είναι σαφής η εμπλοκή εγχώριων μετόχων, παρατηρητές προβλέπουν ότι η συμφωνία αυτή θα έχει ως συνέπεια μεταρρυθμίσεις που θα προκαλέσουν κοινωνική αποσταθεροποίηση και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα αιτήματα της επανάστασης του Ιανουαρίου 2011 για την επέκταση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.
Για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, το τουρκικό μοντέλο ερμηνεύεται ως μια ιστορία πολιτικής κυριαρχίας που δικαιολογείται και ενισχύεται από μια οικονομική “αναγέννηση” που έχει προκαλέσει το θαυμασμό και την αποδοχή των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών.
Συγχώνευση των δύο απόψεων για το τουρκικό μοντέλο: σε αντίθεση με τη λαϊκή κυριαρχία
Η ένταση μεταξύ των δύο απόψεων για το αποκαλούμενο τουρκικό μοντέλο, αυτής των στρατιωτικών και αυτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ήταν εμφανής το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2011. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Αδελφότητα, μαζί με άλλες ισλαμικές πολιτικές δυνάμεις, κορύφωσε την εναντίωσή της στις κοινές προσπάθειες του SCAF και των “φιλελεύθερων” πολιτικών να προωθήσουν τις προαναφερθείσες υπερσυνταγματικές αρχές ή όπως έγινε γνωστό το “έγγραφο αλ-Σέλμι”. Η Αδελφότητα υιοθέτησε ανταγωνιστικό τόνο έναντι του στρατού και διακήρυξε πως το SCAF επιχειρούσε να υπονομεύσει τη βούληση του λαού με υπαγορεύσεις στους μελλοντικούς συγγραφείς του συντάγματος. Κάποια στιγμή, ο τότε ηγέτης –και πρόεδρος της Αιγύπτου σε λιγότερο από ένα χρόνο — του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης , Μ. Μόρσι, προειδοποίησε για μια δεύτερη επανάσταση , εάν περνούσε το έγγραφο αλ-Σελμι. Στις 18 Νοεμβρίου 2011, η Αδελφότητα , μαζί με τους συμμάχους της, οργάνωσε διαδήλωση ενός εκατομμυρίου στην Πλατεία Ταχρίρ, απορρίπτοντας το έγγραφο αλ-Σέλμι και ζητώντας τον τερματισμό της εξουσίας των στρατιωτικών.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μ. Μόρσι,πρόεδρος πλέον, υποστήριξε ένα σχέδιο συντάγματος που απέτυχε να συγκεντρώσει την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του μη ισλαμικού πολιτικού χώρου. Το σημαντικότερο ήταν ότι το σχέδιο συντάγματος περιείχε διατάξεις που δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που προτείνονταν με το έγγραφο αλ-Σέλμι, στο οποίο είχε εναντιωθεί η Αδελφότητα. Πιο συγκεκριμένα, το σύνταγμα εξαιρούσε τις στρατιωτικές υποθέσεις από την κοινοβουλευτική εποπτεία και το δημόσιο έλεγχο και τις εκχωρούσε στο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς. Η απουσία ουσιώδους πολιτικής εποπτείας στις στρατιωτικές υποθέσεις στο σύνταγμα που προέβλεπε η Αδελφότητα υποδείκνυε έναν σιωπηλό συμβιβασμό ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και στους στρατιωτικούς.
Ακόμη και μετά τον επίσημο τερματισμό της εξουσίας του στρατού στις 30 Ιουνίου 2012 και την αναγκαστική αποστρατεία των ανώτατων στρατιωτικών διοικητών, στις 12 Αυγούστου 2012, η προεδρία Μόρσι και η Μουσουλμανική Αδελφότητα προσπάθησαν να διατηρήσουν τη συμβιβαστική τους στάση έναντι του στρατού. Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα κανένας ανώτατος στρατιωτικός δεν έχει παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο που ασκούσε εξουσία το SCAF. Ο Μόρσι ακόμη αρνείται να λάβει μέτρα βάσει της αναφοράς της προεδρικής επιτροπής πραγματογνωμόνων που ενοχοποιούσε ανώτατους αξιωματικούς του στρατού για δολοφονίες και βασανισμούς διαδηλωτών. Όταν η εν λόγω αναφορά διέρρευσε στα ΜΜΕ, προκαλώντας δημόσια κατακραυγή, ο πρόεδρος Μόρσι αντέδρασε με την προαγωγή στρατιωτικών και επαίνεσε το στρατό που υπερασπίστηκε την επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011.Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, ο πρόεδρος Μόρσι δεν φείσθηκε επαίνων για τους στρατιωτικούς σε κάθε κρίσιμη στιγμή, και πιο πρόσφατα στην ομιλία του της 26ης Ιουνίου 2013, με την οποία επέκρινε τους αντιπάλους του που τον καλούσαν να παραιτηθεί και να διεξαχθούν πρόωρα προεδρικές εκλογές.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μ. Μόρσι,πρόεδρος πλέον, υποστήριξε ένα σχέδιο συντάγματος που απέτυχε να συγκεντρώσει την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του μη ισλαμικού πολιτικού χώρου. Το σημαντικότερο ήταν ότι το σχέδιο συντάγματος περιείχε διατάξεις που δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που προτείνονταν με το έγγραφο αλ-Σέλμι, στο οποίο είχε εναντιωθεί η Αδελφότητα. Πιο συγκεκριμένα, το σύνταγμα εξαιρούσε τις στρατιωτικές υποθέσεις από την κοινοβουλευτική εποπτεία και το δημόσιο έλεγχο και τις εκχωρούσε στο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς. Η απουσία ουσιώδους πολιτικής εποπτείας στις στρατιωτικές υποθέσεις στο σύνταγμα που προέβλεπε η Αδελφότητα υποδείκνυε έναν σιωπηλό συμβιβασμό ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και στους στρατιωτικούς.
Ακόμη και μετά τον επίσημο τερματισμό της εξουσίας του στρατού στις 30 Ιουνίου 2012 και την αναγκαστική αποστρατεία των ανώτατων στρατιωτικών διοικητών, στις 12 Αυγούστου 2012, η προεδρία Μόρσι και η Μουσουλμανική Αδελφότητα προσπάθησαν να διατηρήσουν τη συμβιβαστική τους στάση έναντι του στρατού. Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα κανένας ανώτατος στρατιωτικός δεν έχει παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο που ασκούσε εξουσία το SCAF. Ο Μόρσι ακόμη αρνείται να λάβει μέτρα βάσει της αναφοράς της προεδρικής επιτροπής πραγματογνωμόνων που ενοχοποιούσε ανώτατους αξιωματικούς του στρατού για δολοφονίες και βασανισμούς διαδηλωτών. Όταν η εν λόγω αναφορά διέρρευσε στα ΜΜΕ, προκαλώντας δημόσια κατακραυγή, ο πρόεδρος Μόρσι αντέδρασε με την προαγωγή στρατιωτικών και επαίνεσε το στρατό που υπερασπίστηκε την επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011.Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, ο πρόεδρος Μόρσι δεν φείσθηκε επαίνων για τους στρατιωτικούς σε κάθε κρίσιμη στιγμή, και πιο πρόσφατα στην ομιλία του της 26ης Ιουνίου 2013, με την οποία επέκρινε τους αντιπάλους του που τον καλούσαν να παραιτηθεί και να διεξαχθούν πρόωρα προεδρικές εκλογές.
Γιατί άλλαξαν τόσο πολύ τα πράγματα σε ένα χρόνο;
Οι εξελίξεις φανέρωναν πως ο στρατός και η Αδελφότητα είχαν συμφιλιώσει τις δύο προαναφερθείσες απόψεις για το μέλλον της Αιγύπτου, συνδυάζοντας την επιμονή των στρατιωτικών σε ένα ανώμαλο συνταγματικό καθεστώς, παρόμοιο μ΄ αυτό που είχε επιβάλει ο τουρκικός στρατός σε άλλες ιστορικές περιόδους, με την επιθυμία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να κυριαρχήσει πολιτικά, όπως το AKP. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, ως επί το πλείστον, ο όρος “τουρκικό μοντέλο” επαναλαμβανόταν τόσο συχνά στην αιγυπτιακή πολιτική συζήτηση. Ο πλούτος και ο δυναμισμός της τουρκικής εμπειρίας ως προς τους δημοκρατικούς θεσμούς τα τελευταία τριάντα χρόνια προσέδωσαν στον όρο “τουρκικό μοντέλο” μεγάλη αμφισημία, έτσι ώστε μπορούσε να σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων και τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του στρατού. Με άλλα λόγια, ο όρος “τουρκικό μοντέλο” στο πλαίσιο της Αιγύπτου έγινε η επιτομή των κοινών προσπαθειών των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων να οικοδομήσουν μια πολιτική τάξη πραγμάτων που αμφισβητεί τις επαναστατικές έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας, είτε μέσω της διατήρησης της ανεξέλεγκτης ιδιοκτησίας μεγάλου μέρους των πόρων της χώρας από το στρατό, είτε μέσω της πολιτικής ηγεμονίας των ισλαμιστικών δυνάμεων, είτε με την αγνόηση των αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη προς όφελος των κυρίαρχων οικονομικών συνταγών. Το τουρκικό μοντέλο για το οποίο μιλούν στην Αίγυπτο ίσως δεν περιέχει τίποτε το τουρκικό. Όμως, μέσω των βολικά επιλεκτικών αφηγήσεων των υποστηρικτών είτε του στρατού είτε της Αδελφότητας , ο όρος κατέληξε να συμπυκνώνει ένα ποικιλόμορφο σύνολο αντεπαναστατικών φιλοδοξιών των σημερινών κατόχων της εξουσίας στην Αίγυπτο.
Δεν εξέπληξε λοιπόν κανέναν που η συγχώνευση των δύο απόψεων ή, με άλλα λόγια, η απαρχή του υπαρκτού συμβιβασμού μεταξύ των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων, έδωσε πρώιμα δείγματα ύστερα από ένα από τα πιο έντονα επεισόδια της επαναστατικής λαϊκής κινητοποίησης στη μετά την πτώση του Μουμπάρακ Αίγυπτο. Οι εκτεταμένες διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα μετά από τις μάχες της οδού Μοχάμετ Μαχμούτ (19-24 Νοεμβρίου 2011) και τις συγκρούσεις στην οδό αλ-Κασρ αλ-Έινι (16-19 Δεκεμβρίου) δημιούργησαν αμφιβολία εάν οι εκλογές για το κοινοβούλιο θα διεξάγονταν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, απειλώντας τα πολιτικά κέρδη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έως εκείνη τη στιγμή. Εκείνη την περίοδο ακριβώς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα αντιλήφθηκε από πρώτο χέρι τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες μιας ανεξέλεγκτης λαϊκής κινητοποίησης.
Καθώς οι διαδηλωτές και τα επαναστατικά κινήματα διαμαρτυρίας καλούσαν σε άμεσο τερματισμό της εξουσίας των στρατιωτικών και ζητούσαν μια μετάβαση υπό τον έλεγχο των πολιτών, η Αδελφότητα άρχισε να μετριάζει την εναντίωσή της στο SCAF. Για τους Αδελφούς ήταν σαφές ότι οι λαϊκές εκκλήσεις για ένα νέο μεταβατικό πλαίσιο θα μπορούσαν να θέσουν εύκολα σε κίνδυνο τα εκλογικά οφέλη που επιδίωκε να εξασφαλίσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2011-2012, όντας η πιο οργανωμένη πολιτική δύναμη στη χώρα. Συνεπώς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα –που μόλις είχε οργανώσει τη διαδήλωση στην Πλατεία Ταχρίρ, στις 18 Νοεμβρίου 2011, με αίτημα να τερματιστεί η εξουσία των στρατιωτικών, μετά την αντιπαράθεση που ξέσπασε με αφορμή το “έγγραφο αλ-Σέλμι”– απέσυρε την υποστήριξή της στις διαδηλώσεις κατά του SCAF και αφοσιώθηκε στην εκλογική της καμπάνια. Οι αξιωματούχοι της Αδελφότητας , πιο χαρακτηριστικά ο Μαχμούτ Γκόζλαν, εγκατέλειψαν τον εχθρικό προσανατολισμό τους έναντι του στρατού και έδωσαν το σήμα ότι ήταν έτοιμοι να παραχωρήσουν ειδικά προνόμια στους στρατιωτικούς μετά τη μεταβατική περίοδο. Αυτή ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη μιας συμφωνίας μεταξύ Αδελφών Μουσουλμάνων και στρατού. Αυτή η εξελισσόμενη συνεννόηση αποτέλεσε τελικά τη βάση για την υφιστάμενη αιγυπτιακή πολιτική τάξη πραγμάτων, στην οποία ο έλεγχος της προεδρίας και της κρατικής γραφειοκρατίας από την Αδελφότητα βασίστηκε στην εκ μέρους της αποδοχή των μακροχρόνιων πολιτικών και οικονομικών προνομίων του στρατού. *
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο δρόμος προς τη διαπραγμάτευση αυτού του συμβιβασμού ήταν γεμάτος λακκούβες και δημόσιες διαφωνίες, αλλά τελικά συντελέστηκε, όπως φάνηκε από το σύνταγμα του 2012 που θεσμοποιούσε τη συμφωνία ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και το στρατό. Η ειρωνεία δεν διέφυγε από κανέναν, όταν, δυο ημέρες πριν υπογράψει ο Μόρσι το σύνταγμα για να γίνει νόμος, τον Δεκέμβριο του 2012, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Μοχάμετ Μασούντ δήλωσε πως η μετάβαση στην Αίγυπτο ακολουθεί ένα μονοπάτι παρόμοιο με της Τουρκίας. Το συμπέρασμα που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε στη βάση της εναντίωσης (ή ίσως του φόβου απέναντι) στη λαϊκή κινητοποίηση και στις επαναστατικές απαιτήσεις για βαθύτερες αλλαγές στο αιγυπτιακό κράτος.
Οι εξελίξεις φανέρωναν πως ο στρατός και η Αδελφότητα είχαν συμφιλιώσει τις δύο προαναφερθείσες απόψεις για το μέλλον της Αιγύπτου, συνδυάζοντας την επιμονή των στρατιωτικών σε ένα ανώμαλο συνταγματικό καθεστώς, παρόμοιο μ΄ αυτό που είχε επιβάλει ο τουρκικός στρατός σε άλλες ιστορικές περιόδους, με την επιθυμία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να κυριαρχήσει πολιτικά, όπως το AKP. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, ως επί το πλείστον, ο όρος “τουρκικό μοντέλο” επαναλαμβανόταν τόσο συχνά στην αιγυπτιακή πολιτική συζήτηση. Ο πλούτος και ο δυναμισμός της τουρκικής εμπειρίας ως προς τους δημοκρατικούς θεσμούς τα τελευταία τριάντα χρόνια προσέδωσαν στον όρο “τουρκικό μοντέλο” μεγάλη αμφισημία, έτσι ώστε μπορούσε να σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων και τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του στρατού. Με άλλα λόγια, ο όρος “τουρκικό μοντέλο” στο πλαίσιο της Αιγύπτου έγινε η επιτομή των κοινών προσπαθειών των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων να οικοδομήσουν μια πολιτική τάξη πραγμάτων που αμφισβητεί τις επαναστατικές έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας, είτε μέσω της διατήρησης της ανεξέλεγκτης ιδιοκτησίας μεγάλου μέρους των πόρων της χώρας από το στρατό, είτε μέσω της πολιτικής ηγεμονίας των ισλαμιστικών δυνάμεων, είτε με την αγνόηση των αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη προς όφελος των κυρίαρχων οικονομικών συνταγών. Το τουρκικό μοντέλο για το οποίο μιλούν στην Αίγυπτο ίσως δεν περιέχει τίποτε το τουρκικό. Όμως, μέσω των βολικά επιλεκτικών αφηγήσεων των υποστηρικτών είτε του στρατού είτε της Αδελφότητας , ο όρος κατέληξε να συμπυκνώνει ένα ποικιλόμορφο σύνολο αντεπαναστατικών φιλοδοξιών των σημερινών κατόχων της εξουσίας στην Αίγυπτο.
Δεν εξέπληξε λοιπόν κανέναν που η συγχώνευση των δύο απόψεων ή, με άλλα λόγια, η απαρχή του υπαρκτού συμβιβασμού μεταξύ των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων, έδωσε πρώιμα δείγματα ύστερα από ένα από τα πιο έντονα επεισόδια της επαναστατικής λαϊκής κινητοποίησης στη μετά την πτώση του Μουμπάρακ Αίγυπτο. Οι εκτεταμένες διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα μετά από τις μάχες της οδού Μοχάμετ Μαχμούτ (19-24 Νοεμβρίου 2011) και τις συγκρούσεις στην οδό αλ-Κασρ αλ-Έινι (16-19 Δεκεμβρίου) δημιούργησαν αμφιβολία εάν οι εκλογές για το κοινοβούλιο θα διεξάγονταν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, απειλώντας τα πολιτικά κέρδη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έως εκείνη τη στιγμή. Εκείνη την περίοδο ακριβώς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα αντιλήφθηκε από πρώτο χέρι τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες μιας ανεξέλεγκτης λαϊκής κινητοποίησης.
Καθώς οι διαδηλωτές και τα επαναστατικά κινήματα διαμαρτυρίας καλούσαν σε άμεσο τερματισμό της εξουσίας των στρατιωτικών και ζητούσαν μια μετάβαση υπό τον έλεγχο των πολιτών, η Αδελφότητα άρχισε να μετριάζει την εναντίωσή της στο SCAF. Για τους Αδελφούς ήταν σαφές ότι οι λαϊκές εκκλήσεις για ένα νέο μεταβατικό πλαίσιο θα μπορούσαν να θέσουν εύκολα σε κίνδυνο τα εκλογικά οφέλη που επιδίωκε να εξασφαλίσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2011-2012, όντας η πιο οργανωμένη πολιτική δύναμη στη χώρα. Συνεπώς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα –που μόλις είχε οργανώσει τη διαδήλωση στην Πλατεία Ταχρίρ, στις 18 Νοεμβρίου 2011, με αίτημα να τερματιστεί η εξουσία των στρατιωτικών, μετά την αντιπαράθεση που ξέσπασε με αφορμή το “έγγραφο αλ-Σέλμι”– απέσυρε την υποστήριξή της στις διαδηλώσεις κατά του SCAF και αφοσιώθηκε στην εκλογική της καμπάνια. Οι αξιωματούχοι της Αδελφότητας , πιο χαρακτηριστικά ο Μαχμούτ Γκόζλαν, εγκατέλειψαν τον εχθρικό προσανατολισμό τους έναντι του στρατού και έδωσαν το σήμα ότι ήταν έτοιμοι να παραχωρήσουν ειδικά προνόμια στους στρατιωτικούς μετά τη μεταβατική περίοδο. Αυτή ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη μιας συμφωνίας μεταξύ Αδελφών Μουσουλμάνων και στρατού. Αυτή η εξελισσόμενη συνεννόηση αποτέλεσε τελικά τη βάση για την υφιστάμενη αιγυπτιακή πολιτική τάξη πραγμάτων, στην οποία ο έλεγχος της προεδρίας και της κρατικής γραφειοκρατίας από την Αδελφότητα βασίστηκε στην εκ μέρους της αποδοχή των μακροχρόνιων πολιτικών και οικονομικών προνομίων του στρατού. *
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο δρόμος προς τη διαπραγμάτευση αυτού του συμβιβασμού ήταν γεμάτος λακκούβες και δημόσιες διαφωνίες, αλλά τελικά συντελέστηκε, όπως φάνηκε από το σύνταγμα του 2012 που θεσμοποιούσε τη συμφωνία ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και το στρατό. Η ειρωνεία δεν διέφυγε από κανέναν, όταν, δυο ημέρες πριν υπογράψει ο Μόρσι το σύνταγμα για να γίνει νόμος, τον Δεκέμβριο του 2012, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Μοχάμετ Μασούντ δήλωσε πως η μετάβαση στην Αίγυπτο ακολουθεί ένα μονοπάτι παρόμοιο με της Τουρκίας. Το συμπέρασμα που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε στη βάση της εναντίωσης (ή ίσως του φόβου απέναντι) στη λαϊκή κινητοποίηση και στις επαναστατικές απαιτήσεις για βαθύτερες αλλαγές στο αιγυπτιακό κράτος.
Πάρκο Γκεζί, 30ή Ιουνίου και η κατάρρευση των μοντέλων
Για πάνω από δυο χρόνια μετά από την εκδίωξη του Μουμπάρακ, η υπόθεση του τουρκικού μοντέλου στην Αίγυπτο αποτελούσε σημείο ανταγωνισμού των ελίτ, των στρατιωτικών και των ισχυρών πολιτικών. Αντανακλούσε την αντεπαναστατική διαμάχη των διεκδικητών της εξουσίας που ανταγωνίζονταν και συνεργάζονταν μεταξύ τους για να διαμορφώσουν τους όρους της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων στην μετά Μουμπάρακ Αίγυπτο. Αποφεύγοντας κάθε αναφορά στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αυτή η διαδικασία εξαίρεσε τους πρωταγωνιστές της επανάστασης της 25ης Ιανουαρίου και τις απαιτήσεις να έχουν λόγο στο μέλλον της Αιγύπτου. Έτσι, ήταν απόλυτα φυσικό το “τουρκικό μοντέλο” να εξελιχθεί σε έναν όρο που ενσωμάτωνε ό,τι απεχθάνονταν περισσότερο οι εξεγερμένοι: συμφωνίες αποκλεισμού τους, γραφειοκρατική διαφθορά, στρατιωτικό έλεγχο, ελιτίστικες πολιτικές, αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές και ρηχούς δημοκρατικούς θεσμούς. Όμως, κάτι άλλαξε στην εξίσωση με το ξέσπασμα των διαδηλώσεων στην Τουρκία τον Μάιο του 2013. Ύστερα από μια σχετικά μακροχρόνια σύνδεση ανάμεσα στο “τουρκικό μοντέλο” και σε ένα πλήθος αντεπαναστατικών πρωτοβουλιών που διαδοχικές κυβερνώντες είχαν επιβάλει στο όνομα αυτού του μοντέλου, όσοι ξεσηκώθηκαν κατά του Μουμπάρακ τελικά βρήκαν σ΄ αυτή την κακόγουστη τουρκική σαπουνόπερα έναν πρωταγωνιστή με τον οποίο αισθάνονταν μεγάλη συγγένεια: το λαό.
Το να ισχυριστούμε ότι οι διαδηλώσεις στην Τουρκία έχουν δημιουργήσει μια νέα, προοδευτική κατανόηση του “τουρκικού μοντέλου” στην Αίγυπτο είναι πολύ τραβηγμένο. Ωστόσο, ταυτόχρονα, είναι σωστό να πούμε ότι οι διαδηλώσεις έδωσαν στους ακτιβιστές μια σπάνια ευκαιρία για να ανατρέψουν τη συζήτηση των κυρίαρχων σχετικά με τα πλεονεκτήματα της τουρκικής εμπειρίας και τις υποσχέσεις που αντιπροσωπεύει για τη νέα Αίγυπτο. Όλα αυτά συνέπεσαν με την κορύφωση της καμπάνιας για τις διαδηλώσεις της 30ής Ιουνίου που οργάνωσε το κίνημα Tamarod, αποσκοπώντας στην παραίτηση του Μόρσι, αφού 22 εκατ. Αιγύπτιοι είχαν υπογράψει την έκκληση για πρόωρες προεδρικές εκλογές. “Επανάσταση παντού, κάτω ο Μόρσι και ο Ερντογάν”, φώναζαν οι επαναστάτες σοσιαλιστές μπροστά στην τουρκική πρεσβεία του Καΐρου , στις αρχές Ιουνίου όταν οργανώθηκε μια κινητοποίηση αλληλεγγύης με τους Τούρκους διαδηλωτές. Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, οι αιγυπτιακές επαναστατικές ομάδες έγραφαν για τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Τουρκία σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν αν οι διαδηλώσεις γίνονταν στην Αίγυπτο.
Από την άλλη, η εφημερίδα του κυβερνώντος Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης και η επίσημη σελίδα του στο Facebook υιοθέτησαν ανοικτά επικριτικό τόνο για τις διαδηλώσεις στην Τουρκία, αφιερώνοντας σημαντικό χώρο για να καλύπτουν τις αντιδράσεις και τις δηλώσεις του Ερντογάν. Ύστερα από την επί χρόνια παρουσίαση της τουρκικής εμπειρίας ως μιας ιστορίας επιτυχίας, οι αξιωματούχοι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας υπερασπίζονταν επιθετικά τους “ομολόγους” τους και διαβεβαίωναν το κοινό ότι αυτό που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν δεν είναι μια επανάσταση , αλλά μάλλον μια συνωμοσία που έχει στο στόχαστρο το “ισλαμικό σχέδιο” σε όλη την περιοχή. “Θα θριαμβεύσουμε ως ισλαμικό έθνος ενάντια στα σχέδια εξάρτησης και εξευτελισμού” , είπε ο Εσάμ αλ-Εριάν, σχολιάζοντας τις τουρκικές διαδηλώσεις. Η Αδελφότητα δεν έκρυψε την εντύπωσή της ότι διακυβευόταν και η δική της αξιοπιστία και όχι μόνο αυτή των συμμάχων της στην Τουρκία. Για παράδειγμα, αναφέροντας την ομιλία του Ερντογάν στη συγκέντρωση της Άγκυρας, στις 15 Ιουνίου, η επίσημη σελίδα της στο Facebook ανάρτησε φωτογραφίες με την εξής λεζάντα:
“Η ομιλία του Ερντογάν σε μια συγκέντρωση υποστηρικτών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Άγκυρα, που οργανώθηκε με το σύνθημα “Σεβαστείτε τη βούληση του λαού”. Στη γλώσσα ορισμένων: Κάνει κήρυγμα στην οικογένεια και τη φυλή του εν μέσω διαδηλωτών που υποστηρίζουν τη δική του ομάδα”.
Η έκφραση “οικογένεια και φυλή” (ahly wa ‘ashirati) παραπέμπει σε μια διαβόητη φράση που χρησιμοποίησε ο Μ. Μόρσι αρχίζοντας την πρώτη ομιλία του μετά την ανακήρυξή του ως προέδρου της Αιγύπτου. Οι επικριτές συχνά αναφέρονται σ΄ αυτή τη φράση για να υπαινιχθούν ότι ο πρόεδρος απευθύνεται μόνο στους δικούς του (“οικογένεια και φυλή”) και όχι σε όλους τους Αιγύπτιους. Είναι σαφές ότι για τους υπεύθυνους της σελίδας του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης στο Facebook, εκείνη τη στιγμή δεν κρινόταν μόνο ο Ερντογάν, αλλά και ο δικός τους Μ. Μόρσι.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ο πόλεμος θέσεων που ήρθε στην επιφάνεια μεταξύ της Αδελφότητας και όσων την αμφισβητούν σχετικά με το “τουρκικό μοντέλο” ύστερα από το ξέσπασμα των διαδηλώσεων στην Τουρκία συμβολίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι συμμετείχαν στην επανάσταση της 25/1/2011 σήμερα, στις 30 Ιουνίου 2013. Καθώς προσπαθούν να επιβάλουν την παραίτηση του Μόρσι, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο για μια πιο βαθιά αλλαγή που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της κατά του Μουμπάρακ εξέγερσης, ο λαϊκός παράγοντας που κινητοποιήθηκε στο πλαίσιο της Καμπάνιας Tamarod βρίσκεται αντιμέτωπος με όλες τις αντεπαναστατικές δομές και θεσμούς που σηματοδοτεί το “τουρκικό μοντέλο” στην αιγυπτιακή πραγματικότητα. Κυρίως βρίσκεται σε άμεση αντιπαράθεση με την προαναφερθείσα συμφωνία ανάμεσα στο στρατό και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όπως εξηγήθηκε, η συμφωνία βασίστηκε στη συμφιλίωση δύο ανταγωνιζόμενων ερμηνειών του τουρκικού μοντέλου. Απ΄ αυτή την άποψη, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η πρόκληση της 30ής Ιουνίου ανατρέπει το “τουρκικό μοντέλο” που η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι εταίροι της στο στρατό έχουν επιβάλει στην Αίγυπτο.
Το να ισχυριστούμε ότι οι διαδηλώσεις στην Τουρκία έχουν δημιουργήσει μια νέα, προοδευτική κατανόηση του “τουρκικού μοντέλου” στην Αίγυπτο είναι πολύ τραβηγμένο. Ωστόσο, ταυτόχρονα, είναι σωστό να πούμε ότι οι διαδηλώσεις έδωσαν στους ακτιβιστές μια σπάνια ευκαιρία για να ανατρέψουν τη συζήτηση των κυρίαρχων σχετικά με τα πλεονεκτήματα της τουρκικής εμπειρίας και τις υποσχέσεις που αντιπροσωπεύει για τη νέα Αίγυπτο. Όλα αυτά συνέπεσαν με την κορύφωση της καμπάνιας για τις διαδηλώσεις της 30ής Ιουνίου που οργάνωσε το κίνημα Tamarod, αποσκοπώντας στην παραίτηση του Μόρσι, αφού 22 εκατ. Αιγύπτιοι είχαν υπογράψει την έκκληση για πρόωρες προεδρικές εκλογές. “Επανάσταση παντού, κάτω ο Μόρσι και ο Ερντογάν”, φώναζαν οι επαναστάτες σοσιαλιστές μπροστά στην τουρκική πρεσβεία του Καΐρου , στις αρχές Ιουνίου όταν οργανώθηκε μια κινητοποίηση αλληλεγγύης με τους Τούρκους διαδηλωτές. Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, οι αιγυπτιακές επαναστατικές ομάδες έγραφαν για τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Τουρκία σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν αν οι διαδηλώσεις γίνονταν στην Αίγυπτο.
Από την άλλη, η εφημερίδα του κυβερνώντος Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης και η επίσημη σελίδα του στο Facebook υιοθέτησαν ανοικτά επικριτικό τόνο για τις διαδηλώσεις στην Τουρκία, αφιερώνοντας σημαντικό χώρο για να καλύπτουν τις αντιδράσεις και τις δηλώσεις του Ερντογάν. Ύστερα από την επί χρόνια παρουσίαση της τουρκικής εμπειρίας ως μιας ιστορίας επιτυχίας, οι αξιωματούχοι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας υπερασπίζονταν επιθετικά τους “ομολόγους” τους και διαβεβαίωναν το κοινό ότι αυτό που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν δεν είναι μια επανάσταση , αλλά μάλλον μια συνωμοσία που έχει στο στόχαστρο το “ισλαμικό σχέδιο” σε όλη την περιοχή. “Θα θριαμβεύσουμε ως ισλαμικό έθνος ενάντια στα σχέδια εξάρτησης και εξευτελισμού” , είπε ο Εσάμ αλ-Εριάν, σχολιάζοντας τις τουρκικές διαδηλώσεις. Η Αδελφότητα δεν έκρυψε την εντύπωσή της ότι διακυβευόταν και η δική της αξιοπιστία και όχι μόνο αυτή των συμμάχων της στην Τουρκία. Για παράδειγμα, αναφέροντας την ομιλία του Ερντογάν στη συγκέντρωση της Άγκυρας, στις 15 Ιουνίου, η επίσημη σελίδα της στο Facebook ανάρτησε φωτογραφίες με την εξής λεζάντα:
“Η ομιλία του Ερντογάν σε μια συγκέντρωση υποστηρικτών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Άγκυρα, που οργανώθηκε με το σύνθημα “Σεβαστείτε τη βούληση του λαού”. Στη γλώσσα ορισμένων: Κάνει κήρυγμα στην οικογένεια και τη φυλή του εν μέσω διαδηλωτών που υποστηρίζουν τη δική του ομάδα”.
Η έκφραση “οικογένεια και φυλή” (ahly wa ‘ashirati) παραπέμπει σε μια διαβόητη φράση που χρησιμοποίησε ο Μ. Μόρσι αρχίζοντας την πρώτη ομιλία του μετά την ανακήρυξή του ως προέδρου της Αιγύπτου. Οι επικριτές συχνά αναφέρονται σ΄ αυτή τη φράση για να υπαινιχθούν ότι ο πρόεδρος απευθύνεται μόνο στους δικούς του (“οικογένεια και φυλή”) και όχι σε όλους τους Αιγύπτιους. Είναι σαφές ότι για τους υπεύθυνους της σελίδας του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης στο Facebook, εκείνη τη στιγμή δεν κρινόταν μόνο ο Ερντογάν, αλλά και ο δικός τους Μ. Μόρσι.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ο πόλεμος θέσεων που ήρθε στην επιφάνεια μεταξύ της Αδελφότητας και όσων την αμφισβητούν σχετικά με το “τουρκικό μοντέλο” ύστερα από το ξέσπασμα των διαδηλώσεων στην Τουρκία συμβολίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι συμμετείχαν στην επανάσταση της 25/1/2011 σήμερα, στις 30 Ιουνίου 2013. Καθώς προσπαθούν να επιβάλουν την παραίτηση του Μόρσι, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο για μια πιο βαθιά αλλαγή που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της κατά του Μουμπάρακ εξέγερσης, ο λαϊκός παράγοντας που κινητοποιήθηκε στο πλαίσιο της Καμπάνιας Tamarod βρίσκεται αντιμέτωπος με όλες τις αντεπαναστατικές δομές και θεσμούς που σηματοδοτεί το “τουρκικό μοντέλο” στην αιγυπτιακή πραγματικότητα. Κυρίως βρίσκεται σε άμεση αντιπαράθεση με την προαναφερθείσα συμφωνία ανάμεσα στο στρατό και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όπως εξηγήθηκε, η συμφωνία βασίστηκε στη συμφιλίωση δύο ανταγωνιζόμενων ερμηνειών του τουρκικού μοντέλου. Απ΄ αυτή την άποψη, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η πρόκληση της 30ής Ιουνίου ανατρέπει το “τουρκικό μοντέλο” που η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι εταίροι της στο στρατό έχουν επιβάλει στην Αίγυπτο.
Τι έρχεται μετά την ανατροπή του μοντέλου;
Καθώς πολλοί αντίπαλοι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είτε ρητά είτε έμμεσα καλούν ή ελπίζουν να παρέμβει ο στρατός και να συνταχθεί με τους διαδηλωτές , δεν μπορούμε παρά να αναμετρηθούμε με το ερώτημα: Ποια εναλλακτική μπορεί να εμφανιστεί και να αντικαταστήσει τη συμφωνία μεταξύ των Αδελφών Μουσουλμάνων και των στρατιωτικών; Μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που επιτέλους το κράτος εισακούει τα λαϊκά αιτήματα για ψωμί, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη; Ή ακόμη ένα , εξίσου αντιδραστικό “τουρκικό μοντέλο” , στο οποίο ο στρατός και οι νέοι πολιτικοί εταίροι του κυβερνούν την Αίγυπτο μέσω συμφωνιών αποκλεισμού , σύμφωνα με τη λογική του “εγγράφου αλ-Σέλμι”; Ίσως εκείνοι που θα πάρουν τους δρόμους στις 30 Ιουνίου και μετά θα αρνηθούν να κάνουν στροφή 360 μοιρών. Ίσως αντισταθούν σε όλα τα “τουρκικά μοντέλα”.
* Σε πιο πρόσφατο άρθρο του (3/7), μετά το τελεσίγραφο του στρατού στον Μ. Μόρσι, ο Χ. Σαλάμ σημειώνει το εξής: “Ο στρατός, όμως, συνειδητοποίησε ταχύτατα ότι οι διαδηλωτές δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα απειλεί το μέλλον της τρέχουσας πολιτικής τάξης πραγμάτων και συνεπώς τα προνόμια που ο στρατός είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει υπό την εξουσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το καθεστώς της Αδελφότητας, όσο ευνοϊκό κι αν ήταν για το στρατό, είχε αρχίσει να ρέπει προς μια αβεβαιότητα που οι στρατιωτικοί αρνούνται να αποδεχτούν. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο στρατός οπορτουνιστικά στέλνει σήματα υποστήριξης προς τους διαδηλωτές, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το ειδικό καθεστώς που απολαμβάνει δεν θα υπονομευθεί στη μετά Μόρσι Αίγυπτο. Η εγκατάλειψη της συμφωνίας που είχε συνάψει ο στρατός με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα αποτελεί μια μαρτυρία της ισχύος που συσσώρευσε η αποκεντρωμένη επαναστατική λαϊκή κινητοποίηση το περασμένο έτος. Μια νέα συνειδητοποίηση σαρώνει την αιγυπτιακή κοινωνία. Βεβαίως οι στρατιωτικοί προσπαθούν να διατηρήσουν το ρόλο τους ως φρουρού του αιγυπτιακού κράτους. Ωστόσο, αυτές οι ελιγμοί είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της βούλησης και της άρνησης εκατομμυρίων Αιγυπτίων που λένε “αρκετά πια με αυτό το καθεστώς”. (Σ.τ.Μ.)
Πηγή: ιστοσελίδα Mada Masr 30/6/2013, το είδαμε στο Αριστερό Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.