Γεννήθηκε σαν σήμερα 04.03.1851
Τό σκοτεινό σύμπαν τῆς παιδικῆς ἡλικίας στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη
από Μαντώ Μαλάμου
Ἡ παιδική ἡλικία ἦταν αὐτό τό βουλιαγμένο σπίτι
(Γιῶργος Χειμωνᾶς)
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στήν ἀνατολή τοῦ 20ου αἰῶνα δημοσιεύει τό διήγημα μέ τόν ἐντυπωσιακό τίτλο «Τά δαιμόνια στό ρέμα» (1900), ὁ Sigmud Freud ἔχει μόλις ἐκδώσει τό ἐμβληματικό ἔργο του γιά τήν ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων. Ἐκεῖ, σύν τοῖς ἄλλοις, ὑπογραμμίζει τόν θεραπευτικό ρόλο πού μπορεῖ νά διαδραματίσει ἡ μνημονική ἀνάκληση τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τῆς ὁποίας τήν θεμελιώδη σημασία γιά τήν διαμόρφωση τῆς ἐνήλικης προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου συνοψίζει στήν ἀφοριστική διατύπωση ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι παρά τό προϊόν τῶν τραυμάτων τῆς παιδικῆς του ἡλικίας». Αὐτή τήν αὐτοθεραπευτική λειτουργία ἐπιτελεῖ καί γιά τόν συγγραφέα του, πιστεύω, τό συγκεκριμένο διήγημα, ὅταν ἀνασύρει τραυματικές ἐμπειρίες τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, καθοριστικές γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του, σύμφωνα μέ τήν δική του ὁμολογία:
Ὅταν ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ συμβὰν ἐκεῖνο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, μοῦ φαίνεται ὡς νὰ ἦτο ἀλληγορία ὅλης τῆς ζωῆς μου.
Ὡστόσο τόν ἴδιο καιρό ἡ ἑλληνική κριτική θά χαρακτήριζε τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἁπλῶς ἠθογραφικό. Ἀργότερα, βεβαίως, θά ὑπέπιτε καί σέ βαρύτερα ἁμαρτήματα[1], ὁ ἀπόηχος τῶν ὁποίων φτάνει σέ ὡρισμένες περιπτώσεις μέχρι καί σήμερα. Πῶς ἀλλιῶς νά δεῖ κανείς τό γεγονός ὅτι τά σχολικά βιβλία συστήνουν τόν Παπαδιαμάντη στούς ἐφήβους μέ ἀφελεῖς ἀπόψεις, σημαντικῶν κατά τά ἄλλα, ἱστορικῶν τῆς λογοτεχνίας, ὅπως εἶναι π.χ. τό εἰσαγωγικό σημείωμα γιά τήν Φόνισσα τοῦ Λίνου Πολίτη, πού καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Ἡ γυναίκα αὐτή μέ τήν ἀβυσσαλέα ψυχολογία […] εἶναι ἕνα πρόσωπο αἰνιγματικό καί ὁλότελα ξένο ἀπό τούς ἀφελεῖς (πονηρούς πολλές φορές, ἀλλά καλόκαρδους πάντα[2]) νησιῶτες πού γεμίζουν τά ἄλλα του διηγήματα».
Ἐπειδή παρέλκει νά ἀναφερθῶ σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις “ἀφελῶν καί καλόκαρδων” νησιωτῶν πού ἀπαντοῦν στό παπαδιαμαντικό ἔργο, ἀναγκαστικά περιορίζομαι νά θυμίσω μερικές μόνον χαρακτηριστικές μορφές, ὅπως εἶναι ἡ «στρίγλα μάννα» τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος καί οἱ ἀντίστοιχες μανάδες στό διήγημα «Τά δύο κούτσουρα», οἱ ὁποῖες “ξεθεμελιώνουν” μέ τίς κατάρες τους, καί ὄχι μόνο, τά ἴδια τους τά παιδιά. «Ἀφελής καί καλόκαρδη» ὁπωσδήποτε θά πρέπει νά θεωρηθεῖ καί ἡ πεθερά στό διήγημα «Τό Χριστόψωμο», ἡ ὁποία, ἐπιχειρώντας νά φαρμακώσει τήν ἄτεκνη νύφη της, γίνεται ἀκούσια δολοφόνος τοῦ γιοῦ της! Δυσκολεύομαι ἐπίσης νά χαρακτηρίσω ἀνάλογα τόν πατέρα ἐκεῖνον πού προσπάθησε νά πνίξει στή θάλασσα τήν μικρή του κόρη, ὑπακούοντας στήν ἐντολή τῆς δεύτερης, «ἀφελοῦς καί καλόκαρδης» ἐπίσης, γυναίκας του νά “ξεφορτωθεί” ὁριστικά τήν «γρουσούζα» μικρή, τήν ὁποία θεωρεῖ ὑπεύθυνη γιά τό γεγονός ὅτι ἡ ἴδια γεννάει μόνο κορίτσια στό διήγημα «Ἡ στοιχειωμένη καμάρα, καθώς καί τόν Κουμπῆ μέ τόν ἀδιανόητα αὐθαίρετο γάμο του στό διήγημα «Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη»· καί ἄλλους ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Ἀπό αὐτόν τόν πλούσιο “κῆπο τῆς ἀγαθότητας” τοῦ παπαδιαμαντικοῦ σύμπαντος δέν ἀπουσιάζουν, δυστυχῶς, καί τά παιδιά, τά ἐξ ὁρισμοῦ ἀγαθά πλάσματα, ὅπως ὀφείλουν νά εἶναι.
Τό θέμα τῆς φυσικῆς “ἀθωότητας” τῶν παιδιῶν, ἡ ὁποία, ὡστόσο, ἐξελίσσεται στήν χωρίς ἐπιστροφή βαρβαρότητα, πραγματεύτηκε μοναδικά ὁ Ἄγγλος νομπελίστας συγγραφέας William Golding στό ἐμβληματικό ἔργο του Ὁ Ἄρχοντας τῶν μυγῶν[3] (The lord of flies), ὅπου παρακολουθοῦμε τίς προσπάθειες πού κάνει γιά νά ἐπιβιώσει μιά μεγάλη ὁμάδα μικρῶν Ἄγγλων μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπέζησαν ἀπό τήν πτώση ἀεροπλάνου σέ ἕνα τροπικό νησί. Στό ἔργο αὐτό ὁ συγγραφέας θέλησε νά μελετήσει τήν συμπεριφορά τῶν παιδιῶν ὅπως συμβαίνει στήν πραγματικότητα, καί ὄχι στήν ἐξιδανικευμένη ἐκδοχή της, τήν ὁποία εἶχαν καταγράψει μέχρι τότε ἀνάλογα ἔργα. Τήν κατ’ ἀρχάς ὀνειρώδη συνθήκη γιά περιπέτεια, ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονται τά παιδιά, μέ τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία πού τούς παρέχει ἡ παντελής ἀπουσία τῶν ἐνηλίκων καί ἡ συνακόλουθη ἐπιτήρησή τους, διαδέχεται τό τέλος τῆς ἀθωότητας καί ἡ σταδιακή ἀποκτήνωσή τους. Ἡ ἀρχή τῆς βαρβαρότητας ξεκινᾶ «ἀνεπαισθήτως», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Καβάφης, ἀπό τήν πρώτη μέρα: ὅταν “ξεχνοῦν” στό μέτρημα, μετά τήν φωτιά πού, ἀνάβοντας τά ἴδια ἀπερίσκεπτα, ἀπείλησε νά κάψει ὁλόκληρο τό νησί, παραβλέπουν τήν ἀπουσία ἑνός ἀπό τά μικρότερα παιδιά καί δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο νά τό ἀναζητήσουν. Ὁ συγγραφέας μάλιστα φρόντισε νά “προικίσει” τό παιδάκι ἀφ’ ἑνός μέ ἕνα πολύ ἔντονο σημάδι στό πρόσωπο, καί ἀφ’ ἑτέρου μέ ἕναν ἰδιαίτερο ρόλο: πρῶτο αὐτό ἐπέμεινε πώς εἶδε τό «θηρίο, γεγονός πού καθιστᾶ σαφές ὅτι τό παιδί δέν θά περνοῦσε ἀπαρατήρητο ἀπό κανέναν. Ὅλοι τό θυμοῦνται, ἀλλά ἀποσιωποῦν τήν ἐξαφάνισή του. Ἡ πορεία τῶν πραγμάτων μετά ἀπό αὐτό τό περιστατικό εἶναι μή ἀναστρέψιμη. Τά “ἀθῶα” παιδιά φτάνουν στό σημεῖο νά σκοτώσουν μέ φρικτό τρόπο δύο ἀπό τούς συντρόφους τους. Αὐτά καταθέτει ὁ William Golding στά 1954, μετά δηλαδή τήν ἐμπειρία τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Ὡστόσο μισόν καί πλέον αἰῶνα νωρίτερα ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἔχει περιγράψει μέ ἐκπληκτική ψυχογραφική ἀκρίβεια τόν ἐνίοτε ζοφερό κόσμο τῶν παιδιῶν, μέ τρόπο πού θυμίζει τήν πολύ σύγχρονη καταγραφή τῆς βίας τῶν ἀνηλίκων στίς ταινίες τοῦ Michael Haneke[4]. Σέ κάποια ἀπό τά διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἡ μελέτη τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀνήλικων ἡρώων του ἀποδεικνύεται διαφωτιστική ἀκόμη καί γιά τόν σύγχρονο ἀναγνώστη-ἐμβρόντητο [τηλε]θεατή καθημερινῶν περιστατικῶν βίας μεταξύ ἀνηλίκων, τά ὁποῖα αὐξάνονται μέ γεωμετρική πρόοδο. Ἀνάλογα καί τήν συμπεριφορά τῶν μικρῶν παπαδιαμαντικῶν ἡρώων χαρακτηρίζει ἡ ἄμετρη σκληρότητα καί ἡ βία ἀπέναντι στούς πιό ἀδύναμους, μικρότερους ἤ συνομήλικούς τους· καί στόν ἴδιο τόν συγγραφέα κάποτε. Ὁ Παπαδιαμάντης ἀποκαλύπτει τήν σύμφυτη μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ροπή τῶν παιδιῶν πρός τήν νιτσεϊκή «θέληση γιά δύναμη», πού ἐκδηλώνεται ὡς βία, δόλος, φθόνος, ἰδιοτέλεια, χειριστική συμπεριφορά, ὑποκρισία. Μέ ἄλλα λόγια, ἀποκαλύπτει τό ἀρχέγονο σκοτεινό βάθος τῆς παιδικῆς καί ἐφηβικῆς ψυχῆς (δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ἀφεθεῖ ἀνεξέλεγκτος), τό ὁποῖο ἡ “φωτισμένη" ἐποχή μας ἐπιμένει νά ἀρνεῖται μέ τήν ἀφελῆ πίστη της στήν φυσική ἀθωότητα τῶν παιδιῶν! Πίστη πού ἀπορρέει κυρίως ἀπό τήν ἀφόρητα συναισθηματική ἀντιμετώπιση τῶν πάντων σήμερα, ἀγνοώντας ἤ παραβλέποντας τήν συγκλονιστική διαπίστωση τοῦ Carl Jung περί συναισθηματισμοῦ, τόν ὁποῖο ἔβλεπε νά κυριαρχεῖ στό ἦθος τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἤδη στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα ὅτι: «ὁ συναισθηματισμός εἶναι τό ἄλλο πρόσωπο τῆς κτηνωδίας»[5]. Ὁ Παπαδιαμάντης ἀποκαλύπτει ἐπίσης καί τήν ὀλιγωρία, τήν εὐθυνοφοβία, τήν ἀδιαφορία, σέ τελική ἀνάλυση, τῶν ἐνηλίκων ἀπέναντι στήν ἀνάγκη γιά καθοδήγηση τῆς παιδικῆς ψυχῆς. Παράλληλα διατυπώνει, ἄλλοτε εὐθέως καί ἄλλοτε κρυπτικά, θέσεις πού μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν χρήσιμες ἀκόμα καί σήμερα μέ τίς τόσο διαφορετικές συνθῆκες ζωῆς, ἀφοῦ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀλλάζει στήν οὐσία της. Αὐτά τά χαρακτηριστικά τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων μέ τίς τραγικές κάποτε συνέπειές τους συναντᾶμε κυρίως σέ τέσσερα διηγήματα: «Τά δαιμόνια στὸ ρέμα», «Τ’ ἀερικὸ στὸ δέντρο», «Τὸ πνίξιμο τοῦ παιδιοῦ» καί στό «Ἡ φωνὴ τοῦ δράκου». Ἐδῶ μόνο παιδική ἀθωότητα δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχουν ὅσα κακά προαναφέρθηκαν καί ἀκόμα περισσότερα: λεκτική βία, ὑποτίμηση, σκληρότητα, φθόνος, ἰδιοτέλεια καί ὑποκρισία· ἰδιότητες δηλαδή πού χαρακτηρίζουν τούς μεγάλους.
Τό διήγημα «Τὰ δαιμόνια στὸ ρέμα» ἀρχίζει μέ τήν ἀναφορά τοῦ συγγραφέα-αὐτοδιηγητικοῦ ἀφηγητῆ σέ δύο πειρασμούς καί δύο δοκιμασίες πού ὑπέστη, δεκαετὲς παιδίον, κατά την διάρκεια τῆς ἴδιας μέρας, παραμονή τῆς 29ης Αὐγούστου, ὅταν μέ τόν ἱερέα πατέρα του καί τήν συνοδεία φιλακόλουθων γυναικῶν μεταβαίνουν σέ δύσβατη περιοχή γιά τήν πανήγυρη τοῦ Ἁη Γιαννιοῦ. Ὁ πρῶτος μεγάλος πειρασμός ἦταν συνέπεια τῆς ἐγκληματικῆς ἀνευθυνότητας τοῦ νεαροῦ ἀγωγιάτη, πού πέταξε στό ἔδαφος τό χαλινάρι τοῦ ζώου στό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ μικρός Ἀλέξανδρος, μέ ἀποτέλεσμα ἐκεῖνο νά ἀφηνιάσει καί νά κινδυνέψει ἡ ζωή τοῦ μικροῦ. Ὁ δεύτερος, καί χειρότερος πειρασμός, θά τοῦ ἐπισυμβεῖ λίγο ἀργότερα, ὅταν, ἐπιθυμώντας ἀπεγνωσμένα νά συμμετάσχει κι ἐκεῖνος στό παιχνίδι τῶν ἄλλων παιδιῶν πού κυνηγοῦν καβούρια, ὑφίσταται τόν ἄγριο ὀνειδισμό καί τήν ἔμπρακτη κακοποίηση ἐκ μέρους τους, καθώς τόν ἀφήνουν νά χαθεῖ στή σκοτεινή ρεματιά. Παρακολουθοῦμε τήν σχεδόν κινηματογραφική ἀφήγηση, μέ τά ἀπανωτά ἀσύνδετα σχήματα, αὐτῆς τῆς ἄκρως τραυματικῆς ἐμπειρίας, πού ξεκινάει μέ τόν χαρακτηρισμό τῶν παιδιῶν:
Τὰ παιδιά, ἡ ἀσυμπαθὴς καὶ ἄστοργος συντροφιά μου. Κατέβαινον, ἔτρεχον, ἐχάνοντο· ἐκυλίοντο, οἱονεί, τὸν κατήφορον, κ’ ἐκυνηγοῦσαν τὰ καβούρια, μέσα εἰς τοὺς διαφόρους λάκκους τοῦ νεροῦ. Ἔτρεχα, ἐπλανώμην κ’ ἐγὼ κατόπιν των. Ἔψαχνα νὰ βρῶ καβούρια.
Μὲ τὸ σήκωμα τῆς πέτρας, ἐθόλωναν τὰ νερά, καὶ τὰ καβούρια ἐκρύπτοντο. Ἂν ἐδοκίμαζα νὰ ἁρπάσω ἓν εἰς τὰ τυφλά, μοῦ ἐδάγκανε τὰ δάκτυλα· ἐπόνουν, τὸ ἄφηνα , κ’ ἐκεῖνο ἔφευγε. Νὰ τὸ πιάσω μὲ προφύλαξιν, νὰ φυλαχθῶ ἀπὸ τὰ δύο κυκλοτερῆ μακρὰ στόματά του, δύσκολον ἦτο, ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔβλεπα καλά· τὰ νερὰ θολωμένα.
Ἡ λεπτομερής καταγραφή τῆς ἀγωνιώδους, πλήν ἀτελέσφορης, προσπάθειάς του ἀνακαλεῖ ἀντεστραμμένα μιάν ἀνάλογη σκηνή, ὅμως ἐνδεικτική τοῦ ἤθους του, ὅπως τήν ἀφηγεῖται μέ ἑορταστική διάθεση στό ἐν πολλοῖς αὐτοβιογραφικό χριστουγεννιάτικο διήγημα «Ἡ Ντελησιφέρω» (1904). Ἐκεῖ παρακολουθοῦμε τά δύο παιδιά, τόν Ἀλέκο, τόν γυιό τοῦ παπα-Μανωλῆ (τόν ἴδιο τόν Παπαδιαμάντη), καί τόν ἄλλο Ἀλέκο (τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη), ὅστις ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ προεστοῦ καὶ γυιὸς τοῦ ψάλτου, καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιδροῦν ἀπέναντι στά πρακτικά καί ἀναγκαῖα τοῦ βίου, δηλαδή τήν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων σχέση τῶν δύο τόσο μέ τά χρήματα ὅσο καί μέ τό φαγητό! Ὁ πρῶτος Ἀλέξανδρος δέν κατορθώνει τελικά νά φέρει εἰς πέρας τήν προσπάθειά του νά διεκδικήσει γιά μοναδική φορά τό ἐλάχιστο φιλοδώρημα πού, κατά ἕνα ἰδιότυπο ἔθιμο, ἀναλογοῦσε στόν κανοναρχοῦντα τὰς προαιρέσεις, καθώς μετανιώνει καθ’ ὅδόν καί ἀφήνει τόν ἄλλον Ἀλέκο νά τό καρπωθεῖ. Ἀλλά καί ἀργότερα στό ἀρχοντικό τοῦ γερο-Κονόμου, ὅταν ἔχει ἐπέλθει ἡ γενική συμφιλίωση τῶν πρώην ἐριζόντων, πάλι δέν κατορθώνει νά φάει οὔτε ἕνα ἀπό τά γλυκίσματα πού ἔφερε ἡ Ντελησηφέρω. Ἀντίθετα ὁ δεύτερος τρώει τὰ φουσκάκια (τούς λουκουμάδες) δυό-δυό, χωρίς νά καίγεται:
Ὁ Ἀλέκος τοῦ παπᾶ ἐδάγκανεν ἕν, ἐκαίετο καὶ τὸ ἐφύσα. Ὁ ἄλλος, ὁ συνονονόματός του, ἔτρωγεν ἀνὰ δύο-δύο χωρὶς νὰ καίεται.
Αὐτό συνεχίστηκε σέ διαφορετικά ἐπίπεδα καί στήν ἐνήλικη ζωή τους. Ὁ Μωραϊτίδης ἐπέτυχε σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς: εὐτύχησε νά δεῖ τά βιβλία του ὄχι μόνο νά τυπώνονται, ἀλλά καί νά βραβεύονται καί ὁ ἴδιος νά ἀξιώνεται τῶν ὑψίστων τιμῶν (λόγῳ γνωριμιῶν μᾶλλον). Ἐπίσης νυμφεύτηκε καί ἔγινε καί μοναχός! Ὁ Παπαδιαμάντης δέν κατόρθωσε κανένα ἀπό τά τρία[6]. Ἀλλά ἴσως νά ἦταν αὐτή ἀκριβῶς «ἡ δυσκολία του νά προσαρμοστεῖ στήν πραγματικότητα τό κυριότερο κακό πού τόν ἔκανε ποιητή», ὅπως ὑπογραμμίζει αὐτοβιογραφούμενος ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης[7]. Αὐτή ἡ σημαντική διαπίστωση τοῦ Ἐλύτη γιά τήν διαμόρφωση τοῦ δικοῦ του ποιητικοῦ προσώπου εἶναι, πιστεύω, ἕνα ἀπό τά βασικά σημεῖα ἀναγνωρίσεώς του[8] μέ τούς κορυφαίους τῆς λογοτεχνίας μας, γιά τούς ὁποίους ἐπεφύλαξε τόν ἔξοχο ἔπαινο χαρακτηρίζοντας τό ἔργο τους ὡς [τ]ή λαλιά ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα. Ἔτσι δικαιώνεται διαχρονικά καί ἡ γνωστή προτροπή-ἔκκλησή του:
Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Αὐτή ἡ λαλιά πού δέν ξέρει ἀπό ψέμα διαψεύδει ὁποιαδήποτε σύγχρονη ἤ παλαιότερη ἀφελῆ ἀντίληψη, εἰδικῶν καί μή, περί τῆς δεδομένης ἀθωότητας τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων, σύμφωνα μέ τίς διαχρονικές μέν, ἀμφίβολες δέ, στίς σημερινές ἰδίως συνθῆκες, ἀριστοτελικές διαπιστώσεις γιά τήν καλοκαγαθία τῶν νέων[9]. Ἀλλά καιρός νά ἐπιστρέψουμε στό κείμενο, ὅπου γινόμαστε μάρτυρες τῆς ἀπελπισμένης προσπάθειας τοῦ μικροῦ Ἀλεξάνδρου νά ἀκολουθήσει τά ὑπόλοιπα παιδιά καί νά συγχρωτιστεῖ μαζί τους[10], μέ πρῶτο στάδιο τήν ἐκ μέρους τους λεκτική κακοποίηση καί ἐν συνεχείᾳ τήν συνειδητή παραπλάνηση:
Καθὼς μ’ ἐδάγκαναν τὰ καβούρια, οὕτω μ’ ὠνείδιζαν καὶ τὰ παιδιά. Δύο ἤ τρία ἐξ αὐτῶν, ἄνευ αἰτίας ἤρχισαν νὰ μὲ «ἀναγορεύουν», ὅπως λέγουν εἰς τὴν γλῶσσα των, νὰ μὲ προσφωνοῦν δηλαδὴ μὲ ὑβριστικὰ ἐπίθετα. Ἐγὼ ἤρχισα νὰ κλαίω.
Καθὼς μ’ ἔφευγαν τὰ καβούρια, οὕτω μ’ ἔφυγαν, μετ’ ὀλίγον, καὶ τὰ παιδιά. Εἶχαν ἀλλάξει διεύθυνσιν ἔξαφνα, κ’ ἐπήγαιναν πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ρεύματος. Ἐκεῖνα ἔτρεχαν, ἐγὼ ἔμεινα ὀπίσω.
Δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν περίπου συνομήλικά μου. Ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἦσαν ἀπὸ δώδεκα ἕως δεκατεσσάρων ἐτῶν. Ἦσαν δέ, ὅσον δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἐκτιμήσω, πανοῦργοι, παμπόνηροι. Ἐθόλωναν τὰ νερά, ἐστραβοπατοῦσαν, ἔφευγον τρέχοντα. Ὡμοίαζον πολὺ μὲ τοῦ ρεύματος τὰ καβούρια.
Ἀξίζει νά προσέξουμε τήν λεπτομερῆ ἀναφορά του τόσο στίς ἡλικίες τῶν παιδιῶν ὅσο καί τούς χαρακτηρισμούς του. Τά δύο συνομήλικά του παιδιά, ἀντί νά τοῦ δείξουν κάποια ἀλληλεγγύη, ὅπως ἴσως θά περίμενε κανείς, ἀφομοιώνονται μέ τούς μεγαλύτερους καί συμμετέχουν ἐνεργά στόν ὀνειδισμό καί τήν περιθωριοποίησή του· ἡ θέληση γιά δύναμη μέσα στήν ἀγέλη ἐπιβεβαιώνεται μέ τόν πιό ἔκτυπο τρόπο:
Ἔτρεχον ἐγὼ ἀπηλπισμένος κατόπιν των.
― Καρτερεῖτε κ᾽ ἐμέ!
Τοῦ κάκου. Ἔτρεχαν, ἔτρεχαν. Δὲν ἠμποροῦσα νὰ τοὺς φθάσω. Ἔκλαιον εἰς μάτην.
Καί ὁ ἀπροκάλυπτος φθόνος τῶν παιδιῶν μεταβάλλεται ταχύτατα σέ ἀνεξέλεγκτο μίσος ἐπειδή ἦταν γιός ἱερέα:
―Ἐσὺ δὲν εἶσαι γιὰ νὰ πιάνῃς καβούρια· εἶσαι γιὰ νὰ τρῷς χαράμια!
― Εἶσαι γιὰ τυφλοψώμια!
Ὠνόμαζαν οὕτω τὰ πρόσφορα, τοὺς ἄρτους τοὺς προσφερομένους εἰς τοὺς ναούς. Μὲ ἐμίσουν διότι ἤμην παπαδοπαίδι. Ἐκεῖνοι ἦσαν τέκνα ναυτικῶν, πορθμέων, ναυπηγῶν, γεωργῶν. Οἱ πατέρες ἐθαλασσοπνίγοντο ἢ ἵδρωναν πολὺ γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί, καὶ οἱ υἱοὶ τὸ εἶχον διὰ καύχημα. Καὶ διὰ τοῦτο ἐμὲ μ᾽ ἐπεριφρονοῦσαν.
Στίς ἀπελπισμένες ἐκκλήσεις του ἐκείνοι ἀπαντοῦν μέ ἐκφοβισμό, ἐπιστρατεύοντας ὅσα τρομερά ὄντα γνωρίζουν:
― Καρτερεῖτε κ᾽ ἐμένα!
― Νά! τώρα θὰ σὲ φᾶνε τὰ κρούσματα…
― Μιὰ στιγμή, καρτερεῖτε!
― Θὰ σὲ φᾶνε τὰ στοιχειά…
Ἔβαλα κλαυθμηρὰς φωνάς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Ὅσην ἀκρόασιν ἔδωκε τὸ πάλαι τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ εἰς τοὺς ἱερεῖς τῶν ἀλσῶν, τοὺς ἐπικαλουμένους ἀπὸ πρωίας ἕως ἑσπέρας, ἄλλην τόσην ἔδωκαν εἰς τὰς φωνὰς τὰς ἰδικάς μου οἱ μικροὶ ἐκεῖνοι ἔνσαρκοι δαίμονες τοῦ ρεύματος καὶ τῶν βράχων[11]. «Ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Βάαλ, ἐπάκουσον ἡμῶν!». Καὶ οὐκ ἦν φωνή, καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις.
Ἔγιναν ἄφαντοι. Καὶ μακρόθεν ἐκάγχαζον εἰς τοὺς κλαυθμούς μου.
Ὁ εἰσαγωγικός χαρακτηρισμός ἡ ἄστοργος συντροφιά μου κατέληξε στό τρομακτικό: οἱ μικροὶ ἐκεῖνοι ἔνσαρκες δαίμονες τοῦ ρεύματος καὶ τῶν βράχων. Νά θυμηθοῦμε ὅτι μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς διατύπωση χαρακτηρίζει καί ὁ Golding τούς δικούς του ἀνήλικους ἥρωες λίγες στιγμές πρίν τό λιντσάρισμα τοῦ Σάιμον, τοῦ παιδιοῦ πού ἐρχόταν νά τούς ἀποκαλύψει τί ἦταν τό «θηρίο»: καί τά πρόσωπα ἀνωνύμων δαιμόνων πλημμύριζαν τώρα τόν λαιμό τῆς στεριᾶς[12]. Ἡ εἰκόνα τῶν δαιμόνων στό παπαδιαμαντικό διήγημα θά ὁλοκληρωθεῖ καί σέ συμβολικό ἐπίπεδο μέ τήν ἀπρόσμενη εἰσβολή τοῦ κοπαδιοῦ τῶν αἰγῶν καί τῶν ἐριφίων πού ὁδηγεῖ ἕνα δεκάχρονο ἀγόρι μέ τήν ὀκτάχρονη ἀδελφούλα του. Ἡ θέα τῶν παιδιῶν ἀναπτερώνει τό ἠθικό τοῦ ἀπελπισμένου Ἀλέκου, μετά τόν ἀποπροσανατολισμό καί τήν ἀκούσια ἀπομάκρυνση τῶν γυναικῶν πού τόν ψάχνουν:
Ἅμα εἶδα τὰ δύο ταῦτα πλάσματα, ἔλαβα θάρρος κ’ ἐφώναξα:
─Ἔ! ἐσεῖς παιδιά!...Ἔχασα τὸ δρόμο…Δὲ μοῦ λέτε ἀπὸ ποῦ νὰ κάμω… πὼς νὰ βγῶ ἀποδῶ;…
Εἰς ἀπάντησιν, ὁ μικρὸς βοσκὸς ἔλαβε μέγα χαλίκιον ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, καὶ τὸ ἐσφενδόνισε πρὸς τὸ μέρος μου. Τὸ χαλίκιον ἔπεσε μετὰ κρότου, κάτω εἰς τὸ κοίλωμα τοῦ ρεύματος. Δεύτερον λιθάριον καὶ τρίτον μοῦ ἔρριψεν ὁ μικρὸς βοσκός. Τὸ ἕν τούτων ὀλίγον ἔλειψε νὰ μὲ φοβίσῃ, ἐκτύπησε δὲ τὸν βράχον, ὅπου ἱστάμην, πέντε βήματα ἀπ’ ἐμοῦ.
Ἡ μικρὰ ἀδελφή του ἐγέλασε μὲ παιδικὴν χαρὰν εἰς τὸ κάμωμα τοῦ ἀδελφοῦ της.
Ἡ καθ’ ὕπνους ἀποκαλυπτική παρουσία τοῦ ὁσίου Χαιρήμονος ἐνισχύει τό παιδί μέχρι νά τό βροῦν δύο ἀπό τίς γυναῖκες πού πρό πολλοῦ τό ἀναζητοῦσαν. Ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τόν μαλώνουν πληροφορούμαστε καί τήν παραπλάνηση πού ὑπέστησαν ἀπό τήν ἄστοργον συντροφιά του:
─ Ἄχ, ἄπονε, ἀπόκοτε, εἶπεν ἡ μία τῶν δύο γυναικῶν. Πῆγες μὲ τὰ παλιόπαιδα κ’ ἐγύριζες στὰ χαμένα!
─ Καὶ σ’ ἀφήσανε κ’ ἐχάθηκες μὲς στὸ ρέμα. Κ’ ἐκρύφτηκαν ἀπ’ τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα σου. Κ’ ἐμᾶς μᾶς εἶπαν πὼς δὲν σὲ εἶδαν!
Ἀξίζει νά ἀναλογιστοῦμε τόσο τήν προηγούμενη ὑποκριτική στάση τῶν παιδιῶν ἀπέναντι στά μεγαλύτερα μέλη τῆς οἰκογενείας του καί κυρίως ἀπέναντι στόν ἱερέα πατέρα του: Τἆλλα παιδιά, ὅσον σέβας ἐδείκνυον ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν πρεσβυτέρων μελῶν τῆς οἰκογενείας μου, ὅλον τὸ ἐξέσπων εἰς φθόνον καὶ ἐπιβουλὴν κατ’ ἐμοῦ[13], ὅσο καί τήν μᾶλλον ἀδιάφορη στάση τῶν μεγάλων, πού δέν μπαίνουν στόν κόπο νά δοῦν ἀπό πιό κοντά τά πράγματα, ἀφήνοντας τελικά ἀνυπεράσπιστο τόν μικρό Ἀλέξανδρο. Μένει ἀκόμη νά ἐπισημάνουμε τήν ἐντολή τοῦ ὁσίου Χαιρήμονος, πού ἔσωσε θαυματουργικά τό παιδί:
─Ὕπαγε, εἶπε· νὰ βάλῃς μετάνοιαν εἰς τὸν πατέρα σου, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃς ἐκ μέρους μου ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι αὐστηρότερος πρὸς τὴν νεότητα[14].
Αὐτή τήν τελευταία προτροπή τοῦ ὁσίου Χαιρήμονος, τήν ὀφειλόμενη αὐστηρότητα τῶν ἐνηλίκων ἀπέναντι στους νέους, δηλαδή τήν ἐπιβολή ὁρίων στήν συμπεριφορά τους (τήν ὁποία ἀσυνείδητα ἐπιζητώντας οἱ ἔφηβοι ἀπό τούς ἐνήλικες ─ἐφόσον οἱ ἴδιοι ἀδυνατοῦν νά θέσουν στόν ἑαυτό τους ὅρια─ φέρνουν τούς τελευταίους στά δικά τους ὅρια!) φαίνεται ὅτι ἀφήνει ἀσχολίαστη ὁ Παπαδιαμάντης:
Ὁ πατὴρ μου ἔμεινε σύννους ἀκούσας τὴν διήγησιν.
─Σκληροτράχηλος εἶσαι! μοῦ λέγει.
Λέω «φαίνεται» γιά δύο λόγους: πρῶτον γιατί ἡ καταληκτήρια παρατήρηση τοῦ ἱερέα πατέρα του γεννᾶ αὐτομάτως τό ἐρώτημα: Ἀπέναντι σέ ποιά νεότητα θά πρέπει νά εἶναι αὐστηρότερος ὁ ἱερέας; Δηλαδή ὅ,τι κατάλαβε ἀπό τήν προτροπή τοῦ ὁσίου Χαιρήμονος εἶναι μόνον ὅτι ὁ ρόλος του θά περιοριστεῖ στό νά πατάξει τόν σκληροτράχηλο χαρακτήρα τοῦ γιοῦ του καί ὄχι νά ἐπιληφθεῖ καί τῆς ἀγωγῆς τῶν ἄλλων παιδιῶν, ὡς κατ’ ἐξοχήν πρόσωπο κύρους πού ἦταν στήν κοινωνία τῆς τότε ἐποχῆς, ἀναλογιζόμενος μάλιστα καί τήν ὑποκριτική συμπεριφορά τους; Καί δεύτερον, ἐπειδή αὐτό τό θέμα, τήν αὐστηρότητα ὡς προστασία, πραγματεύεται ὁ Παπαδιαμάντης τήν ἴδια χρονική στιγμή (1900) στό διήγημα «Τό πνίξιμο τοῦ παιδιοῦ», ὅπου παρακολουθοῦμε νά ἐξελίσσεται βαθμηδόν τό χρονικό ἑνός προεξαγγελθέντος θανάτου. Ἰδιαίτερο ἀφηγηματικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό γεγονός ὅτι στό μεγαλύτερο μέρος τοῦ διηγήματος ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει μέ εὔθυμη διάθεση καί ἄφθονο χιοῦμορ τήν προσπάθεια ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Τσιτσούκα, νά ἐκτελέσει τό καθῆκον του μέ τήν μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια, παρά τήν ἐλάχιστη ἀμοιβή πού ἐλάμβανε. Ἔτσι τόν βλέπουμε νά εἶναι:
ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἁγυιοπαίδων, τῶν ἀτακτούντων ἀγωγιατῶν, τῶν κλεπτῶν καὶ τῶν κλεπτριῶν τῶν ὀπωρικῶν. Πότε ὡς ἀγροφύλαξ, πότε ὡς κλητὴρ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας, πότε ὡς παιδονόμος τοῦ σχολείου, ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπηρετῇ τὸν Δῆμον ἀντὶ τριάκοντα κατὰ μῆνα δραχμῶν.
Ἡ ὑπερβολική του φιλοτιμία θά φτάσει στό ἀποκορύφωμα, ὅταν ἀναλάβει τά καθήκοντα τοῦ παιδονόμου. Κατά τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς παιδονομίας του ὅλα λειτουργοῦν μέ τάξη καί ἠρεμία, ἀφοῦ τά παιδιά δέν δραπετεύουν ἀπό τό σχολεῖο γιά νά παίξουν στή θάλασσα. Ἔτσι:
Ποτέ ὁ γιαλός, ἀπὸ μίαν ἄκρην εἰς ἄλλην, δὲν ἦτο ἐλευθερώτερος ἀπὸ μικρὰ παιδιά, καὶ οἱ βράχοι καὶ οἱ κολπίσκοι τῆς ἀκρογιαλιᾶς δὲν ἦσαν ἐρημότεροι ἀπὸ φυγάδας τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου. Τὰ καημένα τὰ καβουράκια, τά γρινιάτσα καὶ τὰ κοχύλια, ὅλα εἶχαν εὕρει τὴν ἡσυχία των.
Ὁ ἄγραφος κανονισμός τοῦ παιδονόμου, τόν ὁποῖο ὑπεχρεοῦντο ν’ ἀποστηθίσουν καὶ νὰ «τὸν ξέρουν, νεράκι, ἀπ’ ὄξου», ὅλα τὰ παιδιά, «τὰ δασκαλούδια», καθὼς καὶ τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου, τ’ ἀγυόπαιδα, περιελάμβανε βασικές διατάξεις σχετικές μέ τόν τρόπο κολυμβήσεως καί τά ─ συνήθως ─ ἐπικίνδυνα παιχνίδια τους στή θάλασσα, τίς ὁποῖες ὁ Παπαδιαμάντης καταγράφει μέ λεπτομέρειες. Ὁ Τσιτσούκας κατά τήν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ ἐπέτρεπε στά παιδιά νά κολυμποῦν μόνο πρωί καί βράδυ, νὰ πηδοῦν ὄρθια ἀπό τὸ ὕψος τοῦ τρίγκου (καί ὄχι μέ τό κεφάλι κάτω) καί νὰ βουλιοῦν, καθὼς συνηθίζουν, τὶς βάρκες, ἀλλὰ μόνον μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ ἰδιοκτήτου. Εἰς κανένα μικρὸν μοσχόμαγκαν δὲν ἐπέτρεπε νὰ κολυμβᾷ ὀκτὼ ἤ δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν. Ἀλλὰ καὶ κανὲν παιδίον δὲν συνέβη νὰ πνιγῇ ἐπὶ Τσιτσούκα παιδονόμου, τὴν πρώτην καὶ τὴν δευτέραν χρονιάν.
Αὐτή ἡ λεπτομερής ἀναφορά τοῦ Παπαδιαμάντη στήν ἐκ πρώτης ὄψεως σχολαστική συμπεριφορά τοῦ ἥρωά μας ἀντανακλᾶ ἀντεστραμμένα τήν ἐγκληματική ἀμέλεια καί ἀδιαφορία στήν μία περίπτωση, καί τὴν ἀκούσια ὀλιγωρία τῶν ἐνηλίκων στήν ἄλλη, σχετικά πάντα μέ τήν προστασία τῶν παιδιῶν, στά διηγήματα «Ἡ τελευταία βαπτιστική» καί στό ἐμβληματικό «Μυρολόγι τῆς φώκιας» ἀντίστοιχα, μέ τά γνωστά τραγικά ἀποτελέσματα. Ἐδῶ, ὡστόσο, ἡ βαθύτερη αἰτία εἶναι διαφορετικῆς ὑφῆς. Ἀλλά ἄς διαβάσουμε τήν συνέχεια τοῦ διηγήματος:
Τὴν δευτέραν χρονιὰν, τῆς παιδονομίας τοῦ Τσιτσούκα, ἕνα παιδί, τέκνον ἑνός πρῴην χερσαίου καὶ νῦν θαλασσινοῦ, Δημητρίου Δαλαπούλια, εὑρέθη ν’ ἀτακτῇ μίαν ἡμέραν εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ μάθῃ κολύμβι, εἰς ὥρας ἀπηγορευμένας. Ὁ Τσιτσούκας τὸ ἐκυνήγησε ,τοῦ ἔδωσε δυὸ τρεῖς ξυλιὲς εἰς τὰ νῶτα, καὶ τὸ ἔστειλε νὰ πάῃ στὴ μάννα του. Τὸ παιδίον ἔφυγε κλαῖον.
Ὀλίγον παραπέρα, εὑρίσκει τὸν πατέρα του. Καθὼς τὸν εἶδε, ἔβαλε κλαυθμηροτέραν φωνήν, χωρὶς ὁρατὰ δάκρυα.
─Τί ἔχεις;
─ Νά, ὁ Τσιτσούκας μ’ ἔδειρε !
Τό καινοφανές στοιχεῖο πού περιγράφει ὁ Παπαδιαμάντης ─καί πρωτόγνωρο γιά τά ἤθη τῆς ἐποχῆς─ εἶναι ἡ ἀπρόσμενη ἀντίδραση τοῦ πατέρα (ἀντίδραση βεβαίως πολύ κοντά στά ἤθη καί τήν συμπεριφορά γονέων τῆς δικῆς μας ἐποχῆς) σ’ ὅποιον τολμήσει νά …προστατέψει τά παιδιά τους ἀπέναντι στόν κίνδυνο: προσβολές, ἀπειλές καί παράδοση στή γενική χλεύη:
Ὁ Δαλαπούλιας ἐθύμωσεν. Ἔτρεξε νὰ προφτάσῃ τὸν Τιτσούκαν. Καθὼς τὸν ηὗρεν, ἤρχισε νὰ τὸν ὀνειδίζῃ σκληρῶς. Νὰ μὴν τρομοκοτήσῃ ἄλλη φορὰ νὰ πειράξῃ τὸ παιδί του! Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ Τσιτσούκαν παιδευτήν. Εἶναι ἱκανὸς νὰ παιδέψῃ τὸ παιδί του, καὶ μὴν ηὗρε τὰ στραβὰ κομμάτια τῆς Δημαρχίας, κ’ εἶναι τεμπέλης, καὶ δὲν πάει νὰ δουλέψῃ. Καὶ γιὰ νὰ φαίνεται πὼς κάτι κάνει κι ὁ Τσιτσούκας, γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ δουλειὰ καὶ αὐτός, θέλει τάχα νὰ παιδέψῃ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἄς πάῃ καλύτερα νὰ σαρώνῃ τὴν αὐλὴ τῆς κυρα-Δημαρχίνας, γι’αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἄξιος, κι ἄλλη φορὰ νὰ προσέχῃ, γιατὶ…
Ὁ Τσιτσούκας δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἔσεισε τὴν κεφαλὴν. Ἠστάνθη πικρίαν ν’ ἀνέρχεται ἀπὸ τὴν χολήν του εἰς τὸν οὐρανίσκον.[…] Ἀπὸ τότε ὁ Τσιτσούκας ἤρχισε νὰ ἀπογοητεύεται. Δὲν ἦτο πλέον τόσον δραστήριος καὶ αὐστηρὸς ὅσον πρῶτα.
Οἱ τραγικές συνέπειες θά εἶναι ἀναπόφευκτες. Τήν τρίτη χρονιά, ἕνα δειλινό τοῦ Ἰουλίου, κραυγὴ ἀγωνιῶντος παιδίου ἠκούσθη εἰς τὸν αἰγιαλόν, στό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος πού κολυμποῦσαν συνήθως πολλά ἀνήλικα παιδιά. Οἱ φωνές γιά βοήθεια τῶν γυναικῶν ἀπό τά κοντινά σπίτια κινητοποιοῦν ὅσους βρίσκονται πλησίον. Ἀρκετοί πέφτουν στή θάλασσα γιά νά τό σώσουν, ἀλλά ὅλες οἱ προσπάθειες θά ἀποδειχθοῦν ἀλυσιτελεῖς. Ὅταν τό παιδί ἀνασύρεται νεκρό ἀπό τήν θάλασσα, ὅλοι ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι τό παιδί τοῦ Δαπούλια. Καί ὁ Παπαδιαμάντης ἀντί ἄλλου σχολιασμοῦ ἐπιλέγει νά ὑπενθυμίσει:
Ὁ γέρο-Τσιτσούκας εἶχεν ἀπογοητευθεῖ…
Ἡ ἀπεμπόληση τῶν εὐθυνῶν καί, ἐν τέλει, ἡ συλλογική ἐνοχή τῶν ἐνήλικων μελῶν τῆς κοινωνίας, γονέων, δασκάλων, φορέων τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων ἀπέναντι τόσο στήν παραβατική συμπεριφορά τῶν παιδιῶν, ὅσο καί ἀπέναντι στό «βουλιαγμένο σπίτι» κορυφώνεται στό ἀριστουργηματικό διήγημα «Ἡ φωνὴ τοῦ Δράκου» (1904). Ὁ κεντρικός ἥρωας τοῦ διηγήματος, ὁ ἄτυχος δεκαπενταετής ἔφηβος Κῶτσος, θῦμα τοῦ βάναυσου κουτσομπολιοῦ καί τῆς κακοήθειας τῶν γραϊδίων τῆς πολίχνης, πού ἀποφάνθηκαν τελεσίδικα ἀμφισβητώντας τήν νόμιμη πατρότητά του, ἀφοῦ γεννήθηκε τρεῖς μέρες ἀργότερα ἀπό τήν ἀναμενόμενη τῶν ἐννέα μηνῶν ἀπό τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ ναυτικοῦ πατέρα του, εἶναι καταδικασμένος νά ὑφίσταται ἀπό πολύ νωρίς τήν λεκτική κακοποίηση ἐκ μέρους τῶν ἄλλων παιδιῶν, τά ὁποῖα κάθε φορά πού τόν συναντοῦν τοῦ ἐκτοξεύουν τή βρισιά τοῦ νόθου. Μέχρι πού θά τόν ἐξοντώσουν καί ὁριστικά. Τό παιδί θά σκοτωθεῖ πέφτοντας ἀπό μεγάλο ὕψος, ὅταν ἕνας “ἀθῶος” μικρός θά τόν ἀντιληφθεί σκαρφαλωμένο στήν πανύψηλη λεύκα (δέντρο στό ὁποῖο ἀνέβαινε γιά νά ἀποφύγει τούς ἀνήλικους βασανιστές του) καί θά τοῦ ἐκτοξεύσει τόν μοιραῖο χαρακτηρισμό…
Στό ἔξοχο αὐτό διήγημα ὁ Παπαδιαμάντης καταγράφει μέ ὠμό ρεαλισμό καί ταυτόχρονη λανθάνουσα εἰρωνεία τήν παθολογία ὁλόκληρης τῆς κοινότητας ζωγραφώντας μέ φωτογραφική ἀκρίβεια τά “γνήσια ἤθη” της, δηλαδή τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά ὅλων πρός τά ἀδύνατα μέλη της. Ξεκινώντας ἀπό τήν πιθανολογούμενη “ἐκμετάλλευση” τῆς Σοφούλας, μητέρας τοῦ ἄτυχου παιδιοῦ, ἀπό τόν νεαρό θεῖο πού μπαινόβγαινε στό σπίτι κατά τήν ἀπουσία τοῦ ναυτικοῦ συζύγου της (καί θεμελιώδη αἰτία τοῦ κακοῦ, ὅσο ἐμμέσως ἀφήνει νά διαφανεῖ ὁ συγγραφέας), γινόμαστε σταδιακά μάρτυρες τοῦ ἀπόλυτου διασυρμοῦ της στά δικαστήρια, ὅπου τήν ἔσυρε ὁ σύζυγός της, μέ τίς ὑποτιμητικές γιά τήν ἴδια, καί τίς γυναῖκες γενικότερα, ἀγορεύσεις ἀμφοτέρων τῶν δικηγόρων:
Δευτερολογῶν ὁ πληρεξούσιος τῆς ἐναγομένης παρετήρησε, μετὰ τινος λεπτοῦ σαρκασμοῦ, ὅτι, συμφώνως μὲ τὰ πορίσματα τῆς διαλεκτικῆς τοῦ ἀντιδίκου, θὰ ἦτο ὡς νὰ ἔδιδεν ἡ Θέμις συνταγὴν καὶ νουθεσίαν εἰς τὰς θελούσας ν’ ἁμαρτάνωσι, καὶ νὰ ἔλεγεν εἰς αὐτάς: «Κοιτάξατε καλά, ἐὰν τυχὸν ἐπιθυμῆτε νὰ λάβητε ἐραστήν, νὰ πράττητε τοῦτο ἐπιδημοῦντος τοῦ συζύγου, καὶ ὄχι ἐν καιρῷ ἀπουσίας τούτου». Ἀλλ’ ὁ συνήγορος τοῦ ἐνάγοντος ὑπέλαβεν ὅτι περιττὴ θὰ ἦτο τοιαύτη συνταγή, διότι ἡ ἔννοια αὐτῆς εἶναι αὐτόδηλος, καὶ αἱ θυγατέρες τῆς Εὔας δὲν θὰ εἶχον ἀνάγκην τοιαύτης διδασκαλίας. (Γέλωτες τοῦ ἀκροατηρίου).
Τέλος, μετὰ πολλά, ἐδόθη τὸ διαζύγιον…
Ἐπιπλέον παρακολουθοῦμε τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά, ὄχι μόνο τῶν ἄλλων παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ δασκάλου ἀπέναντι στόν Κῶτσο, τὸ τέκνον τῆς συμφορᾶς, ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ Παπαδιαμάντης.
Ὁ Κῶτσος ἠγάπα ὅλα τὰ τῆς ἐξοχῆς, τὰ βουνὰ καὶ τὰ δάση, τὰς βρύσεις, τὰ ρεύματα καὶ τὰ ἐρείπια, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ φαντάσματα. Εἶχε γίνει σχεδὸν μισάνθρωπος, ἀπὸ τὸ ὄνειδος τὸ ὁποῖον τοῦ ἔρριπτον οἱ ὁμήλικοί του. Εἶχε παύσει νὰ φοιτᾷ εἰς τὸ σχολεῖον, ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῶν συμμαθητῶν του, τοὺς ὁποίους δυσκόλως θὰ ἐσωφρόνιζε, καὶ ἄν εἶχε τὴν συνήθειαν «νὰ τοὺς μαρτυράῃ στὸ δάσκαλο» (τὸ ὁποῖον ὅμως ἐθεωρεῖτο ὡς στίγμα κακῆς προδοσίας μεταξὺ τῶν παιδίων). Ἄλλην ἄρα καταφυγὴν δὲν εἶχεν, εἰμὴ νὰ κάμνῃ συχνὰ καυγάδες, καὶ νὰ δέρνῃ τοὺς συμμαθητάς του ─ ἐνίοτε καὶ νὰ τὶς τρώγῃ. Κατόπιν μιᾶς τελευταίας σκηνῆς, καθ’ ἥν ἔδειρε δύο-τρεῖς τῶν συμμαθητῶν του, οἱ δαρέντες τὸν ἐμαρτύρησαν εἰς τὸν δάσκαλον.
Ἡ συνέχεια εἶναι αὐτονόητη:
Ὄχι μόνον ἔφαγε ξύλο, μὲ τὴν λεπτὴν βέργαν τοῦ δασκάλου ἡ ὁποία ἔτσουζε, ἀλλ’ ἀπεβλήθη προσωρινῶς ἀπὸ τὰ μαθήματα.
Ἀρνούμενος ἀπό ντροπή τόσο ὁ ἴδιος νά ὁμολογήσει τήν πραγματική αἰτία τῆς διαμάχης ὅσο καί τήν προσφορά τῆς θείας του νά μεσολαβήσει στόν δάσκαλο μέ τό νά ἐξηγήσει τήν κατάσταση, τό ἄτυχο παιδί ὑφίσταται τίς συνέπειες:
αὐτοβούλως τὴν προσωρινὴν ἀποβολὴν τὴν μετέβαλεν εἰς διαρκῆ λιποταξίαν, καὶ δὲν ἐπάτησε πλέον εἰς τὸ σχολεῖον. Ἦτο δὲ τότε δεκατριῶν ἐτῶν.
Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης στό διήγημα αὐτό, μέ τό πλῆθος τῶν λαογραφικῶν στοιχείων πού ἔχει στή διάθεσή του (δράκοι, σπήλαια κλπ.), ὄχι μόνο δέν ὑποκύπτει στόν κυρίαρχο λαογραφισμό καί τήν ἁπλῆ ἠθογραφία τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φτάνει τήν ψυχολογία τοῦ βάθους σέ θαυμαστό ἐπίπεδο. Ὅταν ἡ ἀνύπαντρη ἀδελφή τῆς μητέρας τοῦ ἀδικημένου παιδιοῦ, ἡ Κρατήρα, ἡ ὁποία ἔχει ἐπωμιστεῖ οὐσιαστικά ὅλο τό βάρος τῆς ἀνατροφῆς του (δὲν ἦτον ἁπλῶς, τὸ παιδίον αὐτό, τέκνον τῆς ὠδῖνος τῆς ἀδελφῆς της, ἦτο τέκνον τῆς ὀδύνης δι’ αὐτὰς τὰς δύο), τοῦ ἐξηγεῖ οὐσιαστικά τήν λειτουργία τοῦ ὑποσυνειδήτου, δηλαδή τί εἶναι ἡ φωνή τοῦ Δράκου πού ἀκούει ὅποιος τολμήσει νά πάει μεσάχυχτα στή Σπηλιά του, ὅπως ἔκανε ὁ ἴδιος:
Λένε πὼς ἡ βοὴ ἐκείνη τῆς Σπηλιᾶς ἔχει ἕνα ἰδίωμα, νὰ ξαναλέῃ στὸν ἄνθρωπο ὅ,τι καημὸ ἔχει στὴ ζωή του…Κεῖνο ποὺ τοῦ πονεῖ τοῦ καθενός, τὸ λέει τάχα μὲ ἀνθρώπινη φωνή, […] Ἐσένα σοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσες «Μοῦλο!» Ἄν ἐπήγαινα ἐγὼ μὲς στὴ Δρακοσπηλιά, θὰ μοῦ ἐφαίνετο πὼς ἀκούω «τὸ χρέος! Τὸ χρέος!», κεῖνον τὸν καημὸ ποὺ ἔχω. Ἄν ἐπήγαινε ἡ μάννα σου, θὰ ἔκαναν τ’ αὐτιά της πὼς ἀκούει «τὸ παιδί! Τὸ παιδί!» κι ἄν ἐπήγαινε ὁ προκομμένος ὁ πατέρας σου θ’ ἄκουε μιὰ φωνὴ «τὸ μέτρημα! Τὸ μέτρημα!» Αὐτὸ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Δράκου.
Ἀρκεῖ γιά τό θέμα μας μόνο μία παρατήρηση πού ἀναφέρεται στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν, ὅταν ἡ Κρατήρα, ἐξηγώντας μέ τόν γεμάτο ἀγάπη τρόπο της τήν γέννησή του, καταλήγει:
Καὶ μὲ ἄλλον νὰ σὲ εἶχε κάμει ἡ μάννα σου, πάλι, ἐσὺ δὲ φταῖς τίποτε, καὶ δὲν πρέπει νὰ σὲ πειράζουν γι’ αὐτό, μὰ εἶναι παιδιά, καὶ δὲν θέλουν ξεσυνέριο, ἐπειδὴ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται... Γίνε ἐσὺ φρόνιμος καὶ καλός, καὶ θὰ ἰδῇς πὼς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βλάψῃ… Ἄς σ’ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ προκόψῃς, καὶ νὰ γίνῃς χρήσιμος ἄνθρωπος, κ’ οἱ ἴδιοι ποὺ σὲ βρίζουν τώρα θά ’ρχονται, μιὰ μέρα, νὰ σοῦ βάζουν μετάνοιες… καὶ σὺ θὰ τοὺς κάνῃς τὸ βαρύ…[15].
Ἐδῶ εἶναι τὸ ἐπίμαχο σημεῖο. Τό «χρήσιμος ἄνθρωπος» στό μυαλό του Κώτσου μεταφράζεται ὡς τάση γιά δύναμη καί ἐπιβολή μέσῳ τοῦ χρήματος σέ ὅσους τόν ἀμφισβητοῦν καὶ τὸν λοιδωροῦν τώρα· ἐξ οὗ καί ἡ τραυματική ἐμπειρία του στή Δρακοσπηλιά, στήν ὁποία μπῆκε νύχτα ἀναζητώντας τόν θησαυρό τοῦ Δράκου καί οἱ ὀνειροπολήσεις του πού ἔχουν ὅλη τήν ἀφέλεια καί τὴν εὐπιστία τῆς διαχρονικῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς:
Μὲ αὐτὰ τὰ φλωριὰ θὰ ἐξεχρέωνε πρῶτον τὰ κτήματα τῆς θείας του, ἐπειδὴ τὸ χρέος τὴν ἔκαμνε νὰ στενάζῃ. Εἶτα θ’ ἄφηνεν εἰς τὰς δύο γυναῖκας ἀρκετὰ διὰ νά καλοζοῦν κι αὐτὸς θά ἐσκάρωνε «ἕνα μεγάλο καράβι, τριοκάταρτο», θὰ ἐπήγαινε νὰ ταξιδεύσῃ καί θά ἔφερνεν ἀπό τά ταξίδια του «κόφες τὰ τάλλαρα», καθὼς εἶχεν ἀκούσει νὰ διηγοῦνται διὰ τὰ πλοῖα ὅσα ἀνέβησαν εἰς τὴν Μαύρην θάλασσαν, κατὰ τὸν πόλεμον τὸν Κριμαϊκὸν, ὅτι εἶχαν γεμίσει τὸ ἀμπάρι ἀπὸ τάλλαρα, καὶ τὰ ἐμοίραζαν «μὲ τὶς κόφες» εἰς τοὺς συντρόφους, εἰς τὸν λοστρόμον καὶ τοὺς ναύτας καὶ αὐτὸν τὸν μοῦτσον…Μ’ ἐκεῖνα τὰ τάλλαρα θὰ ἔμβαινε καλὰ στὰ μάτια ἐκείνων τῶν φθονερῶν παιδίων, τῶν σημερινῶν ἐχθρῶν του, καὶ θὰ ἤρχοντο νὰ τοῦ βάζουν μετάνοιες στρωτές[16], καθὼς ἔλεγεν ἡ θεία του.
Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία οὐσιαστική ἀναφορά στό ὀρθόδοξο βίωμα καί στό ζῆν κατὰ Θεόν, ὅπως νομίζεται συνήθως ὅτι βιώνουν οἱ ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀντιθέτως, ἐπιδίωξη μικρῶν καί μεγάλων εἶναι νά ἀποκτήσουν πλοῦτο, δύναμη καί κυριαρχία. Κατά συνέπεια καί ἡ ἀγωγή τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ, παρά τίς ἀγαθές προθέσεις τῆς θείας του, ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής, δηλαδή χωρίς ἠθικά ἐρείσματα, ἀπαραίτητα γιά τόν ταλαιπωρημένο ψυχισμό του. Ἀλλά καί ἡ συνολική στάση τῆς κοινότητας εἶναι ἀπαράδεκτη, μέ ἀποκορύφωμα τόν δάσκαλο, ὁ ὁποῖος ἀντί νά προστατέψει τό ἀνυπεράσπιστο παιδί, τό ἀποβάλει ἀπό τό σχολεῖο, μέ συνέπεια ἡ ἐν συνεχείᾳ πλήρως ἀντικοινωνική βιωτή του νά ἐπιφέρει τό τραγικό ἀποτέλεσμα πού προαναφέρθηκε. Ὀλιγωρία διακρίνεται ἐπίσης καί στή στάση τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἐκκλησίας. Ὁ περιπλανώμενος καλόγερος Ἰωακείμ, λίαν παράδοξος, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Παπαδιαμάντης, ἐνῶ ἐντοπίζει θεολογικά τὸ πρόβλημα, περιορίζεται σὲ γενικὲς διαπιστώσεις[17], χωρίς νά ἀσχοληθεῖ οὐσιαστικά μέ τό παιδί, τό πραγματικό καί ἐντελῶς ἀθῶο θῦμα τῆς ἱστορίας.
Ἀναφέρθηκα στήν ἀρχή τοῦ κειμένου μου στήν ἔλλειψη διδακτισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος, μέ φιλοπαίγμονα συνήθως διάθεση, ἔχει ἐπανειλημμένως καταδικάσει τό φαινόμενο αὐτό, μέ ἀποκορύφωμα τό διήγημα «Ὁ Διδάχος». Ὡστόσο, ἄλλοτε φανερά καί ἄλλοτε λανθανόντως διατυπώνει τίς δικές του πεποιθήσεις γιά τίς συνέπειες πού ἐπιφέρουν οἱ παραβατικές συμπεριφορές τῶν παιδιῶν, καθώς φυσικά καί οἱ ἀντίστοιχες συνειδητές πράξεις τῶν ἐνηλίκων, ὅπως τίς καταθέτει μεταξύ ἄλλων στό διήγημα «Τ’ ἀερικὸ στὸ δέντρο» (1907). Ἐδῶ ὁ Παπαδιαμάντης, στήν χαρμολυπική ἀτμόσφαιρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀντιπαραθέτει στόν ὑπαρκτό κόσμο τῆς ἀθωότητας, τά μικρά παιδιά τῶν ἀγροτοποιμένων τό σκοτεινό σύμπαν τῆς πρώιμης ἐφηβείας. Βλέπουμε τήν καταστροφική ἀπέναντι στή φύση ἐπέλαση καί τήν βάρβαρη ἐπίδειξη ἰσχύος ἐκ μέρους τῶν μεγαλύτερων παιδιῶν τῆς πόλεως (δώδεκα ἕως δεκαπέντε ἐτῶν) ἀπέναντι στά ἀνυπεράσπιστα μικρότερα παιδάκια τοῦ χωριοῦ, ἡλικίας πέντε μέ ἑπτά ἐτῶν, ἀγόρια καί κορίτσια καί ἕνα σχεδόν ἀνάπηρο, ὀρφανό, ὀκτάχρονο ἀγοράκι:
ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ρύακος. […]. Ἡ συμμορία εἰσέβαλε θορυβωδῶς μέσα εἰς τὰ Βουρλίδια, ἠκούοντο αἱ ἄγριαι φωναί της μακράν, ἀτακτοῦσαν κ᾿ ἐκτυποῦσαν τοὺς θάμνους καὶ κατέβαλλον τὰς καλαμιὰς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ μικρὰ ἀγέλη τῶν χωρικῶν παιδίων, ἅμα εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν σπεῖραν τῶν παιδίων τῆς πόλεως, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ μεγαλύτερα τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα ―ἐφαίνοντο δὲ ἀγριώτερα ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀγροδιαίτων τῆς κοιλάδος― ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον καὶ ραγδαίαν φυγήν.
Τό πρῶτο πού παρατηροῦμε εἶναι ἡ λεπτομερής ἀναφορά τοῦ Παπαδιαμάντη στόν κόσμο τῆς ἀθωότητας, τά μικρότερα παιδιά μέ τά ὀνόματα, τίς μεταξύ τους σχέσεις καί τήν ἡλικία τους. Ὁ συγγραφέας δέν χρησιμοποιεῖ τυχαῖα τίς λέξεις «συμμορία» καί «σπεῖρα» γιά νά χαρακτηρίσει τά μεγαλύτερα παιδιά, ἀφοῦ καί οἱ δύο χρησιμοποιοῦνται γιά νά δηλωθεῖ ἕνα σύνολο κακοποιῶν. Ἡ δεύτερη μάλιστα παραπέμπει ἐμμέσως στήν εὐγγελική περιγραφή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν συμμετοχή τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν[18], προοικονομώντας τό μαρτύριο τοῦ ἀνάπηρου παιδιοῦ πού θά ἀκολουθήσει:
Οἱ μάγκαι τῆς πόλεως ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, ἀμαχητεί. Εἷς μόνος ἐκ τῆς σπείρας των, ὁ Μιχάλης ὁ Βεργῆς, κρατῶν μακρὰν βέργαν τὴν ὁποίαν ἀρτίως εἶχε κόψει ἀπὸ ἓν δένδρον καὶ τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὸν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιάν του, εὐχαριστήθη νὰ κυνηγήσῃ ἓν παιδάριον ἐκ τῆς συνοδίας, τὸν Κῶτσον τοῦ Κοντονίκου, ὅστις εἶχε μικρὰν χωλότητα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα κι ἀργοπατοῦσε, μείνας τελευταῖος ἀπὸ ὅλην τὴν ἀγέλην τὴν παθοῦσαν τὸ πανικὸν πάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργῆς τὸν ἔφθασε, τὸν ἔψαυσε μὲ τὴν μακρὰν ράβδον, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ κάτω, ἂν δὲν εἶχε πέσει ἤδη ἀπὸ τὸν φόβον του, πρὶν τὸν φθάσῃ ἡ βέργα τοῦ Μιχάλη. Τὸ παιδίον, ἀρχίσαν νὰ κραυγάζῃ καὶ πρὶν πέσῃ, ἔβαλε σπαρακτικὰς φωνὰς ἀφοῦ ἔπεσε, κ᾿ ἐβάρεσεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὸ πόδι του τὸ πονεμένον.
Ἀκούγοντας τίς πονεμένες κραυγές τοῦ παιδιοῦ:
ἐξῆθεν ἡ γριὰ-Κοντονίκαινα, ἡ μάμμη τοῦ μικροῦ Κώτσου. Εἶχεν ἀποθάνει ἡ νύμφη της πρὸ χρόνων, καὶ αὐτὴ εἶχεν ἀναθρέψει τὸ παιδίον καὶ τὸ ἠγάπα «ὡς δύο φορὲς παιδί της». Χωρὶς νὰ ἐξακριβώσῃ καλὰ τὶ εἶχε συμβῆ, ἤρκει ὅτι εἶδε τὸν Μιχάλη νὰ κρατῇ ἀκόμη τεταμένην τὴν βέργαν του καὶ τὸ παιδίον νὰ κεῖται χαμαί, ἠσθάνθη ὅτι τὸ ἐγγόνι της εἶχε πάθει κακόν τι ἀπὸ τὸν μάγκαν τῆς πόλεως καὶ ἤρχισε, συνάπτουσα τὰς χεῖρας, νὰ ὀνειδίζῃ καὶ νὰ καταρᾶται:
—Βρὲ σύ, σκύλε ἀγαρηνέ, τὶ ἔκαμες! Τί σοῦ ἔφταιξε τὸ παιδί, τὸ σακάτικο, καὶ τὸ κυνηγᾶς;... Κακὸ ἀερικὸ νὰ σοὔρθῃ ἀπάνω σου, νὰ σὲ μαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ δενδρὶ ἐκεῖ!...
Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ὑπογραμμίζει ἐμφατικά τήν ἀποφυγή τῆς κατάρας, ἐπιλέγοντας ἀφ’ ἑνός νά τελειώσει τό διήγημα μέ τήν ὑπενθύμιση: «Εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε», εἶπεν ὁ Χριστός καί ἀφ’ ἑτέρου μέ τήν ἄρνηση τοῦ ἱερέως νά κοινωνήσει στήν Ἀνάσταση τή γριά-Κοντονίκαινα, δέν πρέπει νά μᾶς διαφύγει τό βαθύτερο νόημα τῶν περιστατικῶν πού ἀναφέρει· δηλαδή τίς περιπτώσεις πού «πιάνουν» οἱ κατάρες τῶν ἀδικημένων καί οἱ ἀνήλικοι δράστες δέν ἀπαλλάσσονται ἀτιμωρητί:
Περὶ τὰ μέσα τῆς Διακαινησίμου Ἑβδομάδος ἦλθεν εἰς τὰ Καλύβια τὸ ἄγγελμα, ὅτι ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ εἶχε πέσει αἰφνιδίως ἄῤῥωστος ἀπὸ τὸ δειλινὸν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του καὶ τὸν ἐμάρανε.
Ἀνάλογη ἔκβαση, ἐδῶ μάλιστα μέ τήν ἐτυμολογική σημασία τῆς λέξεως τιμωρία (<τιμή +ὤρα=φροντίδα), δηλαδή φροντίδα γιά τήν τιμή τῆς μνήμης τοῦ νεκροῦ, θά δοῦμε καί στό διήγημα «Ὁ Κακόμης» (1903), ὅπου ὁ Παπαδιαμάντης ἀφηγεῖται συνοπτικά τήν ζωή καί τόν θάνατο τοῦ ἀχθοφόρου Ἀποστόλη Κακόμη, ἑνός καθ’ ὅλα ἔντιμου ἀνθρώπου, πού ἤξερε μόνο νά δουλεύει σκληρά καί νά χαρίζει τά ἐλάχιστα ὑπάρχοντά του κάνοντας πράξη τό εὐαγγελικό μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν. Μετά τόν θάνατό του μερικοί μικροί μάγκες ἀσεβοῦν στόν νεκρό καθώς καῖνε τήν «χαμαλίκα»[19], τό κατ’ ἐξοχήν ἐργαλεῖο τῆς δουλειᾶς τοῦ Ἀποστόλη, μέ τό ὁποῖο μετέφερε τά μεγάλα βάρη. Ἄς διαβάσουμε τό εὔγλωττο τέλος τοῦ διηγήματος:
Ὁ πρῶτος μάγκας, ὁ Γιάννης ὁ Φύλακας, ὅπως ἐκαλεῖτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπήδησε τολμηρῶς ἐπάνω ἀπὸ τὴν φουντωμένην φωτιὰν τρεῖς φορές, καὶ συγχρόνως τοῦ ἦλθε νὰ φωνάξῃ.
― Θὲ-σχωρέσ᾽ καὶ τὸν καημένον τὸν Ἀποστόλη!
Ὁ δεύτερος μάγκας, ὁ Μῆτσος τὸ Ψάρι, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν, διαδεχθεὶς τὸν πρῶτον εἰς τὸ πήδημα ἠθέλησε νὰ παρῳδήσῃ τὴν ἐπιφώνησιν, τὸ «Θὲ-σχωρέσ᾽»· ἔτρεψε τὸ ἀρκτικὸν ὀδοντόφωνον δασὺ εἰς ὁμοιοπνεύματον οὐρανισκόφωνον, σχηματίσας ἀσεβὲς λογοπαίγνιον.
Μόλις ἐξέφερε τὴν φράσιν καὶ κατὰ παράδοξον σύμπτωσιν ἡ μεγάλη φλόγα ἐφούντωσεν ἀκόμη ὑψηλότερα, εἰς στήλην πυρὸς τρομακτικήν. Μικρὸν ἀπόκαυτρον ἐπετάχθη καὶ παραδόξως ἐκόλλησεν εἰς τὰ χείλη τοῦ Μήτσου.
Μόνον ἐπί τινα μόρια δευτερολέπτου ἔμεινεν ἀναμμένον τὸ ἀπόκαυτρον, κολλημένον εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ μάγκα, πρὶν οὗτος κατορθώσῃ νὰ τὸ ἀποπτύσῃ ἢ νὰ τὸ ξεκολλήσῃ μὲ τὴν χεῖρά του. Ἀλλὰ τὸ μικρὸν διάστημα ἤρκεσε διὰ νὰ τοῦ καύσῃ καὶ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσαν.
Τὸ γεγονὸς δὲν τὸ εἶδον μόνον τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, αἵτινες καὶ τὸ διηγήθησαν. Ὡς συγκυρία, ἦτο πολὺ παράδοξον.
Ἀντί ἐπιλόγου
Ἄν καί ἀναφέρθηκα στήν ἀρχή τοῦ κειμένου μου στήν θεραπευτική γιά τόν συγγραφέα μνημονική ἀνάκληση τῆς παιδικῆς ἡλικίας του στό διήγημα «Τὰ δαιμόνια στὸ ρέμα», ἡ ἐδῶ ἀνάγνωσή του μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σχεδόν ἀποκλειστικά ὡς τραυματική γι’ αὐτόν ἐμπειρία. Ὡστόσο, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης δέν μᾶς ἀφήνει σχεδόν ποτέ ἐντελῶς ἀπαράκλητους. Καιρός λοιπόν νά ἐξετάσουμε τήν λανθάνουσα παραμυθία, πού μποροῦμε νά διακρίνουμε, ἄν καί γειώνει εἰρωνικά τό διήγημα. Ἐννοῶ κατ’ ἀρχάς τά ἀντιφατικά αἰσθήματα πού δοκίμασε ταυτόχρονα μέ τόν πρῶτο πειρασμό τῆς ἡμέρας, ὅταν ἀφήνιασε τό ζῶο στό ὁποῖο ἐπέβαινε. Τήν ἴδια στιγμή κατά τήν ὁποία ἕλκεται ἀπό τόν κίνδυνο (τό θέλγητρον τοῦ φόβου), βιώνει τήν χαρά λόγῳ τῆς ἐναγώνιας ἀναζήτησής του ἀπ’ ὅλους τούς ἐνηλίκους καί τήν ἔκπληξη ἐξ αἰτίας τῶν πρωτόγνωρων γιά κεῖνον αἰσθημάτων τοῦ πατέρα του:
Καὶ μὲ ἔτερπων καθ’ ὑπερβολὴν αἱ ἐναγώνιοι κραυγαὶ τῶν γυναικῶν. Ὁ πατήρ μου, ἔκφρων, ἔτρεχε, φορῶν μόνον τὸ ζωστικόν του, ἀσκεπὴς τὴν κεφαλήν, μὲ τὴν κόμην ἀνεμίζουσαν. Ὤ, ἐπίστευε τάχα ὅτι ἤμην ἄξιος τόσης μερίμνης; Κι ἐκολακευόμην ὅτι ἤμην πρᾶγμα πολύτιμον, φεῦ τῆς πλάνης!
Ἐννοῶ, ἐπίσης, τήν ἁπτή αἴσθηση πού τοῦ ἔμεινε ἀπό τήν ἀποκαλυπτική καί σωτήρια καθ’ ὕπνους ’Eπιφάνεια τοῦ ὁσίου Χαιρήμονος, τό βαθύ, ἄρρητον ἄρωμα, ὡσὰν ἀπ’ ὅλα τὰ θυμάρια, τὰς μυρσίνας, καὶ τ’ ἄγρια ἄνθη τοῦ βουνοῦ.
Σημειώσεις
[1] Βλ. τήν περίπτωση τοῦ Κ. Θ. Δημαρᾶ.
[2] Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
[3] Πρώτη ἐξαιρετική κινηματογραφική ἐκδοχή τοῦ ἔργου ἀπό τόν Peter Brook τό 1963. Δεύτερη ἀπό τόν Harrry Hook τό 1990.
[4] Ἀναφέρομαι κυρίως στήν βραβευμένη ταινία του Ἡ λευκή κορδέλα (2009), στήν ὁποία παρακολουθοῦμε τήν διάχυτη βία πού ἐπικρατεῖ μεταξύ μικρῶν καί μεγάλων τίς παραμονές τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς Γερμανίας τό καλοκαίρι τοῦ 1913.
[5] Στό ἔργο του Λογοτεχνία καί Ψυχανάλυση, στό δοκίμιο γιά τόν Ὀδυσσέα (Ulysses, 1920) τοῦ James Joyce.
[6] Τόν συγκεκριμένο σχολιασμό ὀφείλω στόν μακαριστό πατέρα Ἀνανία Κουστένη.
[7] Βλ. Ὀδυσσέας Ἐλύτης Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἴκαρος, 3Ἀθήνα 1987, σ. 420
[8] Ἡ λέξη ἀναγνώρισις μέ τήν ἀριστοτελική σημασία τοῦ ὅρου, ὅπως τόν συναντᾶμε στά ὁμηρικά ἔπη καί στήν ἀρχαία τραγωδία.
[9] Ἀριστοτέλους, Τέχνη ῥητορική, 1389a3-b18.
[10] Ἀνάλογη προσπάθεια, ὑπό διαφορετικές συνθῆκες στήν πορεία πρός ἐνηλικίωση, παρακολουθοῦμε στό ἀριστουργηματικό διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁλόγυρα στή λίμνη» (1892).
[11] Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
[12] William Golding, Ὁ Ἄρχοντας τῶν μυγῶν, μετάφραση Ἔφη Τσιρώνη, ἐκδόσεις Διόπτρα, 2022, σ. 302.
[13] Βλ. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, κριτική ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδόσεις Δόμος, 1Ἀθήνα 1984, τόμος 3, σ. 242-243. (Στήν ἔκδοση αὐτή ὅλες οἱ παραπομπές).
[14] Ὅ. π., σ. 247. Ἡ ὑπογράμμιση τοῦ Παπαδιαμάντη.
[15] Ὅ. π., σ. 614.
[16] Ἡ ὑπογράμμιση δική μου. Ὅ. π., σ. 617.
[17] Ἀνάλογα λειτουργεῖ καί ὁ μοναχός Ἰωάσαφ στὴν Φόνισσα (τ. Γ΄, σ. 503-504) μέ τήν σχεδόν αὐτιστική συμπεριφορά του: ἀπαγγέλλει τὰ ἀνάλογα βιβλικά χωρία, χωρὶς νὰ βλέπει τήν βασανισμένη ψυχὴ ποὺ ἔχει δίπλα του. Καὶ τὴν ἀφήνει ἀβοήθητη νὰ συνεχίσει τὰ ἐγκλήματά της…
[18] Ματθαίου κζ΄, 27 καί Ἰωάννου ιη΄,3.
[19] Χαμαλίκα ἤ τύλη =πάνινο ἐπίστρωμα στήν πλάτη ἀχθοφόρου μέ τό ὁποῖο ὑποβοηθεῖται ἡ μεταφορά φορτίου.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Γεώργιου Γλιάτα.
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/o-alexandros-papadiamantis-kai-ta-daimonia-sto-rema/?fbclid=IwY2xjawIztDNleHRuA2FlbQIxMQABHda5xKgYSlCyegUQxpPD46E9bT3W4V_ASAEGZ9f707PF9pLvpG7OAK2biA_aem_u2TPm3PHt06FtASWOEzxNQ
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.