του Δημήτρη Ν. Γιαννάτου
(μέρος ενός υπό διαμόρφωση τελικού κειμένου)
Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Αυτή η πανάρχαια ερώτηση, απασχόλησε τον άνθρωπο στην ιστορική του πορεία, όχι βέβαια, πάντα, στον ίδιο έντονο βαθμό.
Όμως, «Κάθε εποχή αποβλέπει σε ένα καλύτερο κόσμο. Όσο πιο ζοφερό και μπερδεμένο είναι το παρόν, τόσο βαθύτερος είναι αυτός ο πόθος», θα μας πει ο Johan Huizinga, στο Το Φθινόπωρο του Μεσαίωνα (1919).
Στις μέρες μας, είναι εκτεταμένη η ένταση και η βουβή αγωνία που δημιουργεί η ερώτηση, ιδιαίτερα μάλιστα έπειτα από την εμφάνιση του νέου κορωνοιού. Ως διερώτηση πια η αγωνία αυτή είναι έντονη και διάχυτη. Επειδή πραγματικά ο κόσμος είναι μπερδεμένος, αφενός λόγω της αβεβαιότητας που πλημμυρίζει παντοιοτρόπως τον πλανήτη, αφετέρου επειδή ακόμα και όταν η πίστη στον άνθρωπο οδηγεί σε μια διέξοδο «σωτηρίας», αυτή η νέα κοινωνία που εικάζεται ότι θα προκύψει απέχει πάρα πολύ ώστε να χαρακτηριστεί χωρίς αμφιβολία, ως επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος. Ενώ αδιαμφισβήτητα από τώρα θεωρείται θαύμα της ανθρώπινης Τεχνικής. Η ανθρώπινη πρόοδος και ο πολιτισμός, τα ανθρώπινα επιτεύγματα, ταυτίζονται αποκλειστικά με τον τομέα της ηλεκτρονικής, τεχνικής επιστήμης.
Άλλωστε, τo «αναπάντεχο» του ιού και της πανδημίας, παρόξυνε πολλές από τις ήδη υπάρχουσες αντιφάσεις και διεργασίες που προϋπήρχαν, ενώ το «ψηφιακό μας είδωλο», ως υποκατάστατο της ζωντανής επικοινωνίας, βρήκε πρόσφορο έδαφος στις συμπεριφορές ζηλωτών της πληροφορικής επανάστασης σε σημείο να λογίζεται ως ο επαναστατικά ενισχυμένος Εαυτός μας. Συχνά και από ανθρώπους που είναι ενήμεροι για την αλλαγή του ανθρωπολογικού και πολιτισμικού υλικού που επιχειρεί η οικονομική τεχνοεπιστήμη εδώ και δεκαετίες.
Όμως, η ανθρώπινη επιστήμη στον κόσμο της πληροφορίας, παραχωρώντας μοναδική αυτονομία στο ίδιο το τεχνοσύστημα, βάζει πλώρη για την τελική κυριαρχία του θριάμβου του και της αναπαραγωγής του, σχεδιάζοντας –σχεδόν νομοτελειακά – την ίδια την εξαφάνιση του ανθρώπου, μέσα από μια βελούδινηιδεολογικά και «θετική» ευγονική μετάλλαξής μας.
Επομένως, η ανθρώπινη κοινωνία ζει μια σχεδόν ύστατη αναφορά για τον ίδιο τον εαυτό της, καθώς θέτει αμείλικτα ερωτήματα για το πώς θα είμαστε οι άνθρωποι ως υποκείμενα αλλά και ως σχέσεις. Πως θα είναι δηλαδή το «εγώ» και το «εμείς»;. Ο άνθρωπος ως Ον και ως Είναι, τόσο της κοντινότητας όσο και της απόστασης, θα είναι από εδώ και στο εξής, κύριος του εαυτού του και ταυτόχρονα μέτοχος της συλλογικής ύπαρξης; Θα εξακολουθήσει να παραμένει και να νιώθει άρτιος, ακόμα και μόνος, αλλά αποκλειστικά μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, όπως μας έμαθε ο Αριστοτέλης; Και αυτή η κοινωνία θα παραμένει σωματική; ή ο άνθρωπος ως πλήρως ναρκισσιστικό και απόλυτα «αυτόνομο» υποκείμενο θα μετέχει σε μια κοινωνία της πληροφορίας, αγγίζοντας σωματικά μόνο τον εαυτό του, φέρνοντας τους άλλους κοντά τους ως ανέπαφη επαφή; Η ευγενική επιδίωξη του ουμανιστικού ιδεώδους θα φτάσει στα άκρα την ανθρωποκεντρική προσέγγιση του πολιτισμού μας. Ο άνθρωπος ως ολοκληρωμένο και ολοκληρωτικό σημείο της ύπαρξης και της Φύσης, θα γίνει το απόλυτο κέντρο αναφοράς των πάντων. Όλα θα γυρίζουν και θα αναφέρονται σε αυτόν, μέσα από ασύρματες επαφές και οπτικές ίνες. Ο «άνθρωπος» ως αυταναφορικό υποκείμενο θα μετατρέψει το ναρκισσισμό του σε νέο «πολιτισμό» ουμανισμού, μέσω όμως της απο-υλοποίησης του ανθρώπου. Η ψηφιακή «θέωση» του ανθρώπου θα είναι η πανταχού παρούσα σταθερά η οποία θα τον απελευθερώνει σχεδόν ψυχωτικά, φυλακίζοντάς τον σε εφιαλτικά συναινετικά δεσμά.
Εδώ βρίσκεται μια από τις βασικές πηγές της σημερινής αβεβαιότητας και δυσφορίας του ανθρώπου, του ψυχολογικού και κοινωνικού μηδενισμού, της απογοήτευσης, της κατάθλιψής του. Είναι εκπληκτικό, ότι ο άνθρωπος, ο υποκινητής, εφευρέτης και φορέας όλων αυτών των επιτευγμάτων, ο καθοδηγητής όλων των αξιολογήσεων της ζωής και των αποφάσεων, ο σχεδιαστής του μέλλοντος, μοιάζει και τείνει να θεωρεί τον εαυτό του ασήμαντο.
Τόσο ασήμαντο, που θεωρεί ανάγκη του να ενωθεί πια με μια μηχανική νοημοσύνη – μια δύναμη ευφυΐας, έξω από αυτόν. Και ακόμα περισσότερο, να χαθεί στο ίδιο το Μηδέν, αποφασισμένος ή καταναγκασμένος να εξαφανιστεί ως είδος. Η πλήρης ανάπτυξη των –τεχνικών-παραγωγικών δυνάμεων ταυτίζεται πια με τον ίδιο τον άνθρωπο. Αν ο Μαρξ έλεγε, ότι «η ψυχή ανθρώπου είναι το εργοστάσιο», στις μέρες μας η ψυχή του «ενσαρκώνεται» μέσα από την από-υλοποίηση του στο διαδίκτυο και στις ανέπαφες επαφές του ψηφιακού κόσμου.
Η ανάγκη του ανθρώπου να διευρύνει τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια τη φύση, ιδιαίτερα από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, πάντα αναμετριόταν ως πρόκληση και «ανάγκη» να γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Με απεριόριστες δυνατότητες και απεριόριστη υλική και τεχνολογική δύναμη. Από τη στιγμή που απομάγευσε και έτσι κατέκτησε τη Φύση, όταν αποκαθήλωσε τον Θεό – ακόμα κι όταν τον αποκαθιστούσε ως μια υπερβατική ιδεολογία δύναμης και δικαιολόγησης απάνθρωπων πράξεων- η ανάγκη και η ματιά του για το Ιερό, στράφηκε πάνω του. Μόνο ό ίδιος θα μπορούσε να γίνει «Θεός», δεν του έμενε τίποτε άλλο γύρω του. Στράφηκε αποκλειστικά στο είδωλό του που το έβλεπε να γιγαντώνεται στη λίμνη της απεριόριστης υλικής και παραγωγικής ανάπτυξης.
Έτσι, από την δυτική Αναγέννηση και μετά μέχρι τον θαυμαστό «μοντέρνο» 20ο αιώνα, ο «νέος» άνθρωπος του φασισμού, ο υπεράνθρωπος «Άριος» του Ναζισμού, ο «νέος τύπος ανθρώπου» του σοβιετικού μεσσιανισμού, εξέφραζε ακραία, αφενός την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου να ξεπεράσει την «ατελή του φύση», μόνος τώρα χωρίς Θεό και ιερές φυσικές δυνάμεις και αφετέρου τη γνώση του πως η δύναμη δεν του έφερνε εντέλει δύναμη για να γνωρίσει και να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον εαυτό του, ιδιαίτερα τον κόσμο του ασυνείδητου, των φαντασιώσεων, των ονείρων, των κινήτρων, κ.α.
Κι έτσι ο φαύλος κύκλος της δύναμης για τη δύναμη ήταν μια κάποια λύση. Η συνεχής κινητικότητα, η συνεχής εγκεφαλική αναζήτηση για κάτι πιο σπουδαίο από αυτό που μόλις είχε ανακαλύψει αλλά δεν τον ικανοποιούσε, του καθησύχαζε τη δυσκολία να μείνει συναισθηματικά πλήρης και επαρκής με τα συναισθήματα, το εαυτό του, τους άλλους δίπλα του.
Όσο περισσότερη δύναμη αποκτά ο άνθρωπος πάνω στη Φύση, τόσο η γνώση και η ικανότητά του μεταφέρονται στο κεφάλι. Αρχίζει η περιφρόνησή του για το φυσικό, το συμπτωματικό και το μη αιτιολογημένο, ακόμα και για τον ίδιο τον εαυτό, ακόμα και για το ίδιο το σώμα του. Το οποίο στη μετα-διαφωτιστική νεωτερικότητα, έμαθε να το προσεγγίζει εργαλειακά όπως και την υπόλοιπη οργανική και ανόργανη Φύση. Όχι ως σεβαστή, αξιοθαύμαστη ενσάρκωση του Λόγου και του Θεού, όπως μας έμαθε η αρχαία Ελλάδα και η Βυζαντινή Ορθοδοξία, αλλά ως αντικείμενο εκμετάλλευσης και για εκμετάλλευση, ως τεχνικό εργαστήρι, και ως «εργοστάσιο» τεχνικής δύναμης και ψυχολογικής ανακούφισης.
Εδώ συναντάμε την σχεδόν ψυχωσική αντιμετώπιση του σώματος, στην εποχή μας. Από τη μια, υστερική «ιεροποίηση», θεοποίηση και σεξουαλική αντικειμενοποίηση του σώματος στην κοινωνία του Θεάματος και από την άλλη ένα ασυνείδητο μίσος για το φυσικό μας σώμα το οποίο χρειάζεται να μεταλλαχθεί ή να εξαφανισθεί ως φύλο, χαρακτηριστικά, ως ανθρώπινη φύση με λογικές και εξωλογικές(αλλά καθόλου παράλογες)ιδιότητες.
Ο ψυχικός πόνος, η οδύνη, ο θυμός για την έκπτωση από τον «χαμένο παράδεισο» της κοσμικής Φύσης ή του Πατρός-θεού, βιώνεται ως ακρωτηριασμός από το πλήρες και επαρκές οργανικό σύνολο, από τον Όλον που ζούσε ή θυμόταν να ζει ο άνθρωπος. Στην ψυχολογική ανάλυση και επιστημολογία, τούτη η σωματική μνήμη του ασφαλούς, χυμώδους κόσμου της μήτρας, που δίνει πληρότητα ψυχική και βιολογική στο έμβρυο, σημαδεύει την ύπαρξή μας. Αποτελεί τον ασφαλή συναισθηματικό βιότοπο, ώστε στην ενήλικη ζωή μας, να μάθουμε την αυτονομία μέσω των σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους. Το ψυχοκοινωνικό μας οικοσύστημα, θα αναβιώσει σε μια ενήλικη «αναβάθμιση» εκείνη την πρωτογενή εμπειρία, έτσι ώστε η εξάρτηση και αλληλεξάρτηση να μεταμορφωθεί σε οντολογική αλληλεπίδραση.
Και όμως αυτή η πληγή και ο θυμός του ακρωτηριασμού βιώνεται πάνω στο σώμα μας. Μαθημένος ο νεωτερικός άνθρωπος να εκμεταλλεύεται και να αλλάζει βίαια τη Φύση, παρεμβαίνει να αλλάξει (φτάνοντας μέχρι την αλλοίωση και τον ακρωτηριασμό) και τη δική του φύση. Αναζητώντας απελπισμένα το οργανικό Όλον, μέσα στον οποίο ευδαιμονούσε ως ένα ψυχικά και σωματικά υγιές μέρος του, φτάνει να το ακρωτηριάζει, να το καταστρέφει. Παρά να προσπαθεί να διαμορφώσει μια οργανική συνύπαρξη.
Αισθάνεται από τη μια πληγωμένος και μισός, και γι΄αυτό νιώθει δυσφορία, απόγνωση και θυμό και από την άλλη, θέλει να ξαναβρεί, να κατασκευάσει ένα «καινούριο θαυμαστό Όλον» για να ενταχθεί και πάλι μέσα σε αυτό πλήρης και ολόκληρος. Και η Τεχνική του δίνει την ευκαιρία ως μια πανίσχυρη εξωτερική ισχύς, που μάλιστα αποτελεί και προέκταση του εαυτού του. Τι καλύτερο, λοιπόν; Χωρίς Θεό και Ιστορία, ας κάνω την τεχνολογία, τεχνητό Θεό και ψηφιακό «φυσικό» περιβάλλον.
Διόλου τυχαία οι Μεσσιανισμοί - ολοκληρωτισμοί, οι οποίοι στην ουσία επιδιώκουν την πληρότητα ενός ολιστικού κόσμου, έχουν από τη μια ένα ρομαντικό στοιχείο χαμένου παραδείσου και ένα στοιχείο δύναμης για να ξεπεραστεί η αδυναμία της ατελούς φύσης του ανθρώπου. Η τόσο εύκολα χρησιμοποιημένη, τα τελευταία ρηχά χρόνια, έννοια της …ολιστικής προσέγγισης σε κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα, από την …τηλεμαγειρική μέχρι την πολιτική και την ψυχοθεραπεία, απαιτεί μια σύνδεση και μια σύνθεση των παραπάνω στοιχείων η οποία μόνο αυτονόητη και εύκολη είναι.
ΠΗΓΗ - Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.