Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [2/3]



*
Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
[ Συνέχεια από το πρώτο μέρος ]

~.~
Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Σάββατον, 13 Φεβρουαρίου 1932


ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟΝ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ


Ούτε και χθες υπήρχε καμμιά πληροφορία σχετικώς με τον εξαφανισθεντα ποιητήν κ. Βαφόπουλον. Η δ)νίς Ανθούλα Σταθοπούλου προσήλθε μόνον εις τα γραφεία μας και με σπαραγμόν ψυχής μας είπε τα εξής:
Advertisement

Ρυθμίσεις απορρήτου

— Τίποτε ακόμη και από πουθενά καμμιά πληροφορία. Ίσως να πήγε στο Άγιον Όρος. Το πιθανότερο είναι αυτό! Ήταν ένας άνανδρος… Φέρθηκε ελεεινά. Αγαπιούμασταν με έναν ξεχωριστό τρόπο. Δεν ήταν έρωτας αυτός. Ήταν μια σωστή φρενοπάθεια. Έσκυβε να μου φιλήση το χέρι και κατέληγε σε δάγκωμα. Ξεύρω πως μ’ αγαπά και πως μια μέρα θα γυρίση. Αχ… αν γυρίση.

Είχεν ένα σφύριγμα στην φωνή της. Τα παράξενα γαλανά μάτια της, απ’ τα οποία ξαφνικά ανέβλυζαν δάκρυα και ξέφευγαν αστραπές, έδειχναν όλη την τρικυμίαν της ψυχής της, την καταιγίδα που είναι έτοιμη να ξεσπάση.

— Ας είναι, συνεχίζει, η ιστορία αυτή δεν θάχη φοβερό τέλος γι’ αυτόν. Εγώ θα πεθάνω, να ιδήτε. Όλα έχουν κάποιο τέλος. Και η δική μου περιπέτεια ασφαλώς θα τελειώση, ασφαλώς αλλά μ’ έναν τρόπο… θα ιδήτε… α! μια στιγμή! Κάποια εφημερίδα έγραψε πως ντύθηκα στα μαύρα μια και τον έχασα. Όχι. Πενθώ το χαμό της αδελφής μου που έγινε τώρα και δυο-τρεις μήνες. Και τι δεν έχω να πενθήσω εγώ; Το σπίτι μου σαρώθηκε. Δέκα χρόνια τώρα όλο και γκρεμίζονταν. Πέθανε η μαμά, ο αδελφός, η αδελφή μου. Το σπίτι μας ρήμαξεν. Όλο πτώματα γύρω και ρημάδια. Τάφοι και μαύρα ρούχα. Κάπου, κάπου μια ώρα χαράς και ύστερα μέρες, μήνες, χρόνια θλίψης. Ζω μέσα σε μια βαθύτατη οδύνη!
Advertisement

Ρυθμίσεις απορρήτου

Έφυγε. Αργά. Με βήμα σταθερό. Τα μάτια της ήταν στεγνά. Τα χείλη σφιγμένα.

— Αχ, αν γύριζε!

Κι είχεν έναν τόσο παράξενον τόνο στη φωνή της, τόσο παράξενο…

*

*

ΕΝΑΣ ΕΡΩΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ



Όλοι όσοι ανακατέβουνται με την πενιχρή φιλολογική κίνηση της Θεσσαλονίκης, κάτι ήξευραν από τον έρωτα που συνέδεε τα δυο αυτά πλάσματα που κατεδίκασεν η φύσις σε μια άρρωστη ζωή γεμάτη πόθους ανεκπλήρωτους και ελπίδες απραγματοποίητες. Ο ποιητής ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, παρθενικός. Ζήτημα εάν είχε γνωρίση άλλη γυναίκα εκτός απ’ αυτή μόνο, με την οποία δέθηκε θεληματικά σ’ ένα [λέξη δυσανάγνωστη] ποιητικό, παράξενο, σχεδόν εξωφρενικό. Η Ανθούλα, η ποιήτρια, το άλλο σκέλος του ερωτικού προβλήματος, είναι ένα κορίτσι φτιαγμένο με νεύρα, και μόνο. Ζωηρό, λίγο τραχύ στις εκφράσεις του, θεληματικό. Έχει επάνω του ό,τι ωνόμασεν ο Ribot «ερωτική αυταρχικότητα». Για κείνον που αγαπά, απαγορεύονται όλα. Γι’ αυτήν, η απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Δεσποτική, φιλάργυρη στον έρωτά της. Αξίωση: ή όλα ή τίποτε. Τυφλή υποταγή. Ο εραστής εκμηδενισμένος. Δίψα γι’ αυτόν, αλλά και αξίωση να μη σβήση ποτές εκείνος τη δίψα του παρά σε πολύ λίγο ικανοποιητικές παραχωρήσεις.
Advertisemen

Ρυθμίσεις απορρήτου


Μια μέρα τον μπάτσισε δυνατά στην μέση του δρόμου. Μπροστά σ’ ένα πλήθος περίεργο. Ο ποιητής δέχθηκε το ράπισμα με μια χριστιανικώτατη υποταγή.

Και άλλοτε πάλι, σε στιγμές παραφοράς, ζήλειας και ερωτικού παροξυσμού, άρπαξε το μοναδικό καππέλο του ποιητή, το ξέσκισε, τώκαμε χίλια κομμάτια. Θα πίστευε κανείς ότι ο υποτακτικός-ερωτευμένος κάποτε θα εξεγείρετο. Και θα έσπαζε κάθε δεσμό. Κάθε άλλο. Ύστερα από κάθε τέτοια βίαιη σκηνή, ξαναγύριζε με ταπεινότητα στα πόδια της αγαπημένης του.

Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ


Παιδούλα ακόμη η Ανθούλα Σταθοπούλου γνώρισε τον ποιητή. Το γεγονός ότι κι εκείνη έγραφε στίχους, συνετέλεσε στην επαύξηση του ενθουσιασμού του ποιητή. Αλλά δεν βρήκεν ανταπόκριση στον έρωτα του. Η Ανθούλα με τις παιδιάστικες αντιλήψεις του φλερτ, δεν μπορούσε τότε ν’ αντιληφθή το πάθος του ποιητή. Αυτή βέβαια πλήγωσε βαθιά τον Βαφόπουλο. Μα δεν απελπίσθηκε. Πίστευε πως ο χρόνος θα ήταν σύμμαχος του και μια μέρα η εύθυμη ποιήτρια θα μπορούσε να καταλάβη το μαρτυρικό του λαχάνιασμα και θα τον σταματούσε στον τραγικό ανήφορο ενός έρωτα που γεννήθηκε και συνεπήρε σαν κυκλώνας τον ποιητή μέσα στο δυνατό του στροβίλισμα.

Η Ανθούλα εν τω μεταξύ αρραβωνιάσθηκε με κάποιον ανθυπολοχαγό. Δεν έμεινεν όμως ικανοποιημένη από την εκλογή. Κι ύστερα από έξι μήνες ήταν και πάλιν ελεύθερη ν’ αγαπήση αν ήθελε ακόμη και ν’ αρραβωνιαστή. Όπως μας είπεν η ίδια, ποτέ δεν έννοιωσε τον έρωτα όπως μαζί με τον εξαφανισθεντα. Όλοι οι άλλοι πέρασαν σαν σκιές. Ασήμαντες προσωπικότητες, ωχρές μορφές λησμονημένες στα ράφια του χρόνου. Ως τόσο τα χρόνια περνούσαν. Κι ο ποιητής περίμενε υπομονητικός.

ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΙΣ


Πέρασαν δύο χρόνια. Ο Βαφόπουλος δεν πήγαινε να ιδή την Ανθούλα. Την άφησε ελεύθερη να γνωρίση την ζωή. Ήταν βέβαιος πως μια μέρα η απογοήτευσις θα έρχονταν να γεμίση την ανυπότακτη παιδιάστικη ψυχή της. Μια μέρα την συνάντησε τυχαία στην «Καμάρα» μαυροντημένη, βουτηγμένη σε βαθειά κρεπ πένθους. Μιλήσανε. Και του αφηγήθηκε εκείνην απλά μια θλιβερή ιστορία αρρώστειας και θανάτων. Τώρα τελευταία είχε πεθάνει η μητέρα της. Ο αδελφός της είχεν αποχαιρετήση την ζωήν. Μια άλλη της αδελφή βρίσκονταν στο Σανατόριο. Γκρεμίσματα στο σπήτι. Τσακίσματα ψυχικά. Ελεύθερη από υποχρεώσεις χωρίς κανένα αίσθημα, χωρίς καμμιά προτίμησι. Ο ποιητής έννοιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Πίστευσε πως ήρθε η ώρα, η δική του ώρα που τόσον υπομονετικά την περίμενε. Και της μίλησε σιγανά, με ύφος σεμνό και φοβισμένο για την παληά του αγάπη. Δεν είχε καμμιά σημασία γι’ αυτόν αν η Ανθούλα έμεινε αδιάφορη πάντοτε στον έρωτα του. Ούτε κι αν είχε στο μεταξύ προτιμήσεις σ’ άλλους. Το γεγονός ότι ήταν μόνη, χωρίς παρηγοριά και φίλους, απόδειχνε ότι δεν βρήκε πουθενά την ικανοποίηση. Είχε διαβάσει κάποιο τραγούδι της γραμμένο την εποχή εκείνη. Έδειχνε πόσο ήταν ταραγμένη, ανήσυχη, απογοητευμένη από τη ζωή που πέρασε. Βέβαιο ήταν πως η μικρή ποιήτρια της «λαγγεμένης ανατολής» αισθανότανε την ανάγκη της μεταβολής.


~.~
Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 1932
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑΝ
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ
( συνέχεια εκ του χθεσινού )

Έτσι αρχίζει το ειδύλλιο την δεύτερη την φλογερή του περίοδο. Ο ποιητής βρίσκεται στον έβδομο ουρανό. Αληθινά χρειάζεται να κάνουμε μιαν ανάλυση του αισθήματος αυτού που κάνει τον ερωτευμένο να τα ξεχάση όλα. Να υποκριθή πως όλα τα λησμονεί και πως τίποτα δεν τον ενδιαφέρει πιο πέρα από την γυναίκα που πιστεύει πως κρατά πια δική του, ολότελα δική του. Καθώς κάθε μέρα την βλέπει και περνά μαζύ του τα βράδυα της, σιμά στην άκρη ή κάτω απ’ τα πεύκα που αφίνουν το φύλλωμα τους να σιγοτραγουδά τους ανείπωτους καυμούς των ανοιξιάτικων μυρωμένων απογευμάτων, νιώθει να μεγαλώνη μέσα του – κάθε μέρα και περισσότερο – ο έρωτας γι’ αυτήν. Και η ποιήτρια βρίσκει ότι η ζωή της τώρα έχει ένα ενδιαφέρον. Δεν είνε τα παληά ωχρά, άτονα φλερτ. Το αίμα αναδεύει καφτό μέσα της. Και τα νεύρα της τρίζουν στο άγγιγμα του χεριού του. Χορδές τεντωμένες απ’ τις οποίες βγαίνουν ήχοι περίεργοι, εξωτικοί. Τα μάτια της τον αναζητούν παντού. Μα τα δάχτυλα της κάνουν μια ιδιόρρυθμη τυμπανοκρουσία στο άδειο παρελθόν. Οι στίχοι της πυρώνονται σε ένα μέτρο που μέσ’ στην εξαιρετική αρρυθμία του κλείνει τον γοργό ρυθμό του πάθους. Όσοι διάβασαν την «Χαμασούτρα», την ινδική μυστική βίβλο, το περίεργο όσο και παράξενο μα και αληθινό συνταγολόγιο του έρωτα, δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν μαζύ μου, ότι ο έρωτας των δύο αυτών άτυχων υπάρξεων είχεν όλα τα γνωρίσματα του Ινδικού που βασίζεται επάνω σ’ ένα ελαφρό σαδισμό.

Η περιπέτεια του Βαφόπουλου και της Ανθούλας μου θυμίζει τα λόγια του Freyr στην Gerdhr.

Σου έσχισα τρία ραβδιά:
Ηδονή, παραφροσύνη, μανία.


Ηδονή στον πόνο, παραφροσύνη στη ζήλεια, μανία στον ανεκπλήρωτο πόθο. Παράξενη μετάπτωση: ο ποιητής δεν παύει να αγαπά και ως τόσο δέρνεται από την αμφιβολία. Λυσσά γιατί από την αρχή δεν τον είχεν αγαπήσει, γιατί η καρδιά της είχε χτυπήσει για άλλους, πριν απ’ αυτόν. Με συγκρατημένη μανία της μιλεί για το παρελθόν. Την βρίζει με σκέψεις αυθαίρετες και με λόγια πικρά. Η Ανθούλα θυμώνει, κακομεταχειρίζεται τον ποιητή. Δεν είναι πια μυστικό οι καυγάδες τους για κανένα. Φίλοι επεμβαίνουν και τους συμφιλιώνουν. Είναι έτοιμοι να σπαραχθούν. Και όμως αγκαλιάζονται και φιλιούνται.

(Στην συνέχεια ο αρθρογράφος κάνει λόγω για το τρίτο πρόσωπο, τον Βολιώτη Φάνι Μιράνα, τον κατά κόσμον Θεοφάνη Ιωάννου Κατσόμαλο, που έγινε περισσότερο γνωστός από την ποίησή του. Ασχολήθηκε επιπλέον με τη δημοσιογραφία και περιόδευσε όλη την Ελλάδα ως δημοσιογράφος και ηθοποιός. Ως συντάκτης με το ψευδώνυμο Φάνις Μιράνας, έγραφε σε εφημερίδες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και του Βόλου. Ταξίδεψε στη Νότιο Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία. Μάλιστα για την Αργεντινή επιβιβάστηκε λαθραία από τη Θεσσαλονίκη σε φορτηγό πλοίο. Φτάνοντας τον ανακάλυψαν και τον απέλασαν αμέσως. Έτσι ήρθε αρχικά στην Αμβέρσα και μετά μέσω Παρισιού και Μασσαλίας, στον Πειραιά.


Στην Αθήνα έμεινε για λίγους μήνες και μετά αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος να μονάσει. Και από εκεί έστελνε ποιήματα στη βολιώτικη Λαϊκή φωνή –που από πριν συνεργαζόταν– επηρεασμένα από τη μοναστική του ζωή. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ γιατί ήρθε σε ρήξη με τους άλλους μοναχούς και τον ηγούμενο της Σκήτης και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το ράσο και την καλογερική. Οι προστριβές με τους μοναχούς ήταν το αποτέλεσμα της ψυχοπάθειας που τον βασάνιζε. Στα 1934, κλείστηκε για λίγο σε ψυχιατρείο της Αθήνας κι έπειτα ξαναγύρισε στο Βόλο.

Κάποια στιγμή όμως η κατάστασή του επιδεινώθηκε και οι δικοί του τον έβαλαν στο ατμόπλοιο «Λέων» που έκανε τον πλου για Πειραιά, για να πάει ξανά για νοσηλεία. Ο ποιητής, ξεφεύγοντας της προσοχής τους, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε, σε ηλικία μόλις 30 ετών, στις 11 Ιουλίου του 1934.)
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Μια ιστορία γίνεται μια μέρα γνωστή. Η Ανθούλα παραθέριζε στο Βόλο. Και ένας άλλος μέτριος ποιητής και τύπος αλητικός, ο Φάνης Μιράνας δέρνεται από έρωτα γι αυτήν που «τα μάτια της κλείνουν την απεραντωσύνη του μοιραίου». Η Ανθούλα δεν ενδιαφέρεται διά τον έρωτα αυτόν. Αφήνei όμως τον Μιράνα να την συνοδεύη. Και το πάθος του ποιητή φουντώνει. Είχε ένα ποίημα αφιερωμένο σ’ αυτή. Γραμμένο γι’ αυτή:


Ονειροπλέχτρα μικρή μου άρρωστη
έλα μαζί να ξαποστάσουμε στη σκιά
κάποιου αισθήματος κρυφού κι ανείπωτου.
Οι ώρες περνούν μέσα στη ζάλη
ενός μεθυσιού από κρασί γλυκόπιοτο
που ξέρουν να κερνούν τα χείλη σου!

Το απήγγειλεν ο Μιράνας με στόμφο, στις γλυκές νύχτες του Πηλίου τις σεληνοφώτιστες και γεμάτες πονηρό χάιδι λησμονιούνταν η ποιήτρια. Με την ανήσυχη σκέψι της αναζητούσε κάτι που αποτελούσε το αντικείμενο της επίμονης έρευνας του παιδικού της μυαλού. Άφινε λοιπόν τον ποιητή να εξωτερικευσι τα συναισθήματα του σε στίχους. Ήταν αδιάφορη γι’ αυτόν. Ο Φάνης Μιράνας δεν μπορούσε να εκτοπίση από τη σκέψη της τον Βαφόπουλο. Η Ανθούλα τον έβλεπε σαν ένα μηχανικό άνθρωπο, στον οποίο δεν μπορούσε να δώση καμμία σημασία, περισσότερη σημασία από μια πλάκα φωνογράφου μέτριας αξίας.

Σε μακρινούς περιπάτους που έκαναν στις δασώδεις πλαγιές ο Μιράνας με την ποιήτρια, αυτός ήταν ο υπηρέτης της μικρής Σουλτάνας. Δεν είχε και σπουδαία μυαλά ο μέτριος αυτός ποιητής. Μπορώ να πω ότι δεν έλειπαν από το φέρσιμο του και μερικά στοιχεία ηλιθιότητος.


Η ποιήτρια τον είχε δεχθή για σύντροφο όπως θα μπορούσε να έχη ένα σκυλάκι ή ένα ευγενικό γαϊδούρι. Ο Μιράνας ήταν στην κοσμική του ζωή –και σίγουρα τέτοιος θα είναι και στη καλογηρική του πολιτεία– λίγο ακάθαρτος, πολύ αφηρημένος με χέρια ξεγδαρμένα από κάποια δερματική νόσο. Η φωνή του ήταν στριγκιά σα κραυγή καλιακούδας. Έτσι η προσωπικότητα του όχι μόνο δε μπορούσε να προκαλέση την έξαρση, μα έφερνεν αυθόρμητη την συχασιά. Με τέτοιες προϋποθέσεις φυσικό ήταν η Ανθούλα να μην τον προσέχη. Ούτε σύγκριση με τον Βαφόπουλο τον ευγενικό και σεμνό.

Δεν μπορούμε όμως ν’ αρνηθούμε ότι ο Μιράνας είχε την αγαθότητα για την οποία διακρίνονται τα πρόβατα. Όταν έβλεπε την μικρή ποιήτρια ν’ ανεβαίνη λαχανιασμένη στις απότομες πλαγιές, ζητούσε ταπεινά την άδεια να την βοηθήση. Την άρπαζε λοιπόν στα γερά του μπράτσα σαν πούπουλο, και την πήγαινε μακρυά. Την άφηνε ύστερα να ονειροπολήση, κι αυτός καθισμένος στο ριζιμιό κάποιου γέρικου δέντρου, σκυφτός και αμίλητος έπαιζε με τα ξηρά πλατανόφυλλα ή έγραφε στίχους τρελλούς στο υγρό χώμα με κανένα κομμάτι ξηρού κλαδιού. Είναι βέβαιο, πως οι στίχοι αυτοί δεν ήλθαν ποτέ στην δημοσιότητα και δεν πιστεύω να ζημιώθηκε κανείς απ’ την υπόθεση αυτή.

Το ειδύλλιο του ποιητή Φάνη Μιράνα κόπηκε μια μέρα ξαφνικά. Η Ανθούλα κατέβηκε στον Βόλο και πήρε το βαπόρι για την Θεσσαλονίκη. Ο Μιράνας έμαθε το νέο με πολλή του δυσαρέσκεια. Και συνεπαρμένος από μια αλόγιστη παραφορά, ξεκίνησε πεζός από τον Βόλο για την Θεσσαλονίκη. Ιούλιος μήνας. Κάμμα φοβερό. Ο Μιράνας έφθασεν εδώ ελεεινός και αξιοδάκρυτος. Γεμάτος σκόνη και αθλιότητα. Ήλθε στο γραφείο μου λαχανιασμένος:

— Μην είδες την Ανθούλα;

— Όχι.

— Έρχομαι πεζός από τον Βόλο γι’ αυτήν. Μην τα ρωτάς τι τράβηξα στον δρόμο. Περπατάω 16 νύχτες.

— Και τι έκαμνες τις μέρες;

— Κοιμώμουνα στα καλύβια που έβρισκα στον δρόμο. Μα πες μου δεν ξεύρεις πού μπορώ να την δω;

— Θαρρώ πως βρίσκεται στα Πορρόια με τον Βαφόπουλο.

— Α!

Ο Μιράνας πήρε τότε τραγικό ύφος. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε»:

— Μ’ έκανε να τρελλαθώ από αγάπη. Μα φαίνεται πως δε μ’ αγάπησε κι ούτε θα μ’ αγαπήση. Βλέπω τώρα τι πρέπει να κάνω. Ο δρόμος μου δεν τελείωσε εδώ… Φεύγω πεζός.

— Για τα Πορρόια;

— Όχι. Για το Άγιον Όρος. Θα πάω εκεί να κρύψω τον πόνο μου.

— Και δεν θα γράψης πια στίχους;

— Ποτέ!

Του παρετήρησα πως και για τις δυο αποφάσεις του μ’ έβρισκεν απολύτως σύμφωνο.

*



*

Το φύλλο της κυριακάτικης Μακεδονίας, κλείνει με δήλωση του συντάκτη ότι έκτοτε δεν άκουσε να γίνεται λόγος για τον ποιητή Φάνη Μιράνα, ώσπου μια μέρα, γράφει, έλαβε έναν φάκελο εξαιρετικά βρώμικο. Μέσα κάποιοι στίχοι δηλώσεις του μοναχού –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ποιητή για την Ανθούλα.
[ Συνεχίζεται ]

~.~

ΝΟΥΜΠΕΤΙ, ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙ

Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.
Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.

Κείμενα – Επιμέλεια στήλης
Ειρήνη Καραγιαννίδου



ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2024/05/21/tragikon-eidyllion-2/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR0UBEwLNBKgXJt_kYH8_-ohFi_jZxN0jLe1AXyL8FNsWn7K99OUcWrh2QA_aem_AWZNT6B98Aw53SQ5AS92IqvF8wnQj5SIPa22ROCrURqXrbf6r2Yijp_6x-HqnwuWWISisYahd-MZawiIKAg6c4BM
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.