Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Νόημα, μορφή και περιεχόμενο στο «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη

Του Νίκου Ξένιου


Ο Σεφέρης / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης


«...να ελέγ­ξει κα­νείς, να τα­κτο­ποι­ή­σει και να δώ­σει μορ­φή και ση­μα­σία στο απέ­ρα­ντο πα­νό­ρα­μα μα­ταιό­τη­τας και αναρ­χί­ας που εί­ναι η σύγ­χρο­νη ιστο­ρία»

ΣΕΦΕ­ΡΗΣ, 1974a: 353

Το ποίημα "Μυθιστόρημα" του Γιώργου Σεφέρη 


H μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή και η προ­σφυ­γιά, η συρ­ρί­κνω­ση του ελ­λη­νι­σμού και η απο­μά­γευ­ση της Με­γά­λης Ιδέ­ας, η πο­λι­τι­κή αστά­θεια και η απο­γο­ή­τευ­ση συν­θέ­τουν, για τον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη, έναν νέο μύ­θο, ση­μείο ανα­φο­ράς για τους ξε­ρι­ζω­μέ­νους μι­κρα­σιά­τες.[1] Οι κο­ρό­νες για την πα­τρί­δα, η Με­γά­λη Ιδέα και οι εφή­με­ρες ιδε­ο­λο­γί­ες δεν φαί­νε­ται να τον επη­ρε­ά­ζουν όταν, φέ­ρο­ντας την ψυ­χι­κή ταυ­τό­τη­τα του «ξέ­νου» και νιώ­θο­ντας απο­στρο­φή προς τη δρά­ση των πο­λι­τι­κών της επο­χής του, ανα­κα­τα­σκευά­ζει τους ιδρυ­τι­κούς μύ­θους της φυ­λής, επι­στρα­τεύ­ει τη λαϊ­κή φα­ντα­σία για τον πό­λε­μο της Τροί­ας, για τους Αρ­γο­ναύ­τες, για τον Με­γα­λέ­ξαν­δρο, απο­τυ­πώ­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα και τις ιδε­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πειες της κα­τα­στρο­φής. Στην Αγ­γλία, ήδη από το κα­λο­καί­ρι του 1933, έχει επι­χει­ρή­σει μια πρώ­τη σύν­θε­ση του Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που θα ολο­κλη­ρω­θεί στην Αθή­να τον Δε­κέμ­βριο του 1934. Στην ποι­η­τι­κή αυ­τή συλ­λο­γή ο νο­μπε­λί­στας ποι­η­τής θα αξιο­ποι­ή­σει την πο­λύ­πλευ­ρη επα­φή του με την ευ­ρω­παϊ­κή πρω­το­πο­ρία και την αρ­χαιο­γνω­σία του, σε μια σύν­θε­ση όπου το ελ­λη­νι­κό έν­δο­ξο πα­ρελ­θόν έρ­χε­ται σε κα­τά­φω­ρη αντί­θε­ση με το αβέ­βαιο μέλ­λον του ελ­λη­νι­σμού. Αυ­τή εί­ναι η βα­σι­κή το­πο­θέ­τη­ση του Ερα­το­σθέ­νη Γ. Κα­ψω­μέ­νου (Η ποι­η­τι­κή μυ­θο­λο­γία του Σε­φέ­ρη, Εται­ρεία Κρη­τι­κών Σπου­δών, Ίδρυ­μα Ερ. Κα­ψω­μέ­νου).


Α. Το νό­η­μα του «Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος»: το τα­ξί­δι της επι­στρο­φής


Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τές συμ­φω­νούν στο ότι, στη συλ­λο­γή Μυ­θι­στό­ρη­μα, το α’ πλη­θυ­ντι­κό «εμείς» που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Σε­φέ­ρης ισο­δυ­να­μεί με ένα συλ­λο­γι­κό ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο:[2] συ­νεκ­δο­χι­κά, ο Έλ­λη­νας ανα­ζη­τά την ταυ­τό­τη­τά του έχο­ντας αφο­μοιώ­σει το ίν­δαλ­μα του αρ­χαί­ου πο­λι­τι­σμού, ενώ πα­σχί­ζει να συγ­χρο­νί­σει το βή­μα του προς τη φε­ρέλ­πι­δα «Δύ­ση». Ο σύγ­χρο­νος ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός ανα­ζη­τά στοι­χεία γνη­σιό­τη­τας στην οι­κεία πα­ρά­δο­ση, ενώ εί­ναι πα­γι­δευ­μέ­νος σε μιαν αλ­λοιω­μέ­νη εκ­δο­χή της άλ­λο­τέ πο­τε ύπαρ­ξής του. Αυ­τό φαί­νε­ται, κα­τ’αρ­χάς, στους θε­μα­τι­κούς άξο­νες του έρ­γου:

Πρώ­τος άξο­νας εί­ναι η αέ­ναη πε­ρι­πλά­νη­ση, που αφη­γη­μα­τι­κά πα­ρα­μέ­νει ασα­φής, ενώ έχει σα­φέ­στα­τες μυ­θο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές στην ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια και στην Αρ­γο­ναυ­τι­κή εκ­στρα­τεία. Η πε­ρι­πό­θη­τη ημέ­ρα της επι­στρο­φής (το «νό­στι­μον ήμαρ») εί­ναι η βά­ση για να θε­σπι­σθεί ένα νέο μυ­θο­λο­γι­κό μο­τί­βο, κα­τά πο­λύ διά­φο­ρο του ομη­ρι­κού του προ­τύ­που- που πα­ρα­μέ­νει κα­θό­λα αρ­χε­τυ­πι­κό και πα­ρά­γει ξε­κά­θα­ρες δια­κει­με­νι­κές σχέ­σεις (βλέ­πε το «Πά­νω σ’έ­ναν ξέ­νο στί­χο», όπου ο ποι­η­τής χα­ρα­κτη­ρί­ζει «ευ­τυ­χι­σμέ­νο» αυ­τόν που έκα­νε το τα­ξί­δι του Οδυσ­σέα[3]). Μι­λού­με για ένα εί­δος «οδύσ­σειας» της Ρω­μιο­σύ­νης; Μι­λού­με απλώς για ένα ημι­τε­λές τα­ξί­δι; Για τον θα­λασ­σο­δαρ­μό πά­νω στα θραύ­σμα­τα ενός κα­ρα­βιού που έχει κα­τα­στρα­φεί και σα­πί­σει; Για ένα πλή­ρω­μα από νε­κρούς, από φα­ντά­σμα­τα, που τα­ξι­δεύ­ει με προ­ο­ρι­σμό τον βυ­θό, σαν να κα­τευ­θύ­νε­ται σε μια σύγ­χρο­νη Νέ­κυια; Κα­τά πό­σον τα σπα­σμέ­να κου­πιά υπο­δη­λώ­νουν κά­τι τέ­τοιο; Πό­σο η ανα­βο­λή μιας ανα­χώ­ρη­σης συν­δέ­ε­ται με το συλ­λο­γι­κό ασυ­νεί­δη­το; Ο νό­στος εί­ναι ση­μαί­νον για μια σει­ρά ομό­λο­γα ση­μαι­νό­με­να. Ο υπο­δη­λού­με­νος στό­χος εί­ναι η επι­στρο­φή σε μια νοη­τή πα­τρί­δα, όμως αυ­τός ο στό­χος δεν επι­τυγ­χά­νε­ται για­τί οι ήρω­ες εμ­φα­νί­ζο­νται εγκλω­βι­σμέ­νοι σε μια ατέρ­μο­νη πε­ρι­πέ­τεια χω­ρίς έκ­βα­ση: το κα­ρά­βι θα ναυα­γή­σει μα­ζί με την ανα­ζή­τη­σή τους, την έρευ­νά τους, τις ει­κό­νες και τα αντι­κεί­με­να που ψη­λα­φούν μά­ταια, απο­δυό­με­νοι στην εκ­πλή­ρω­ση ανεκ­πλή­ρω­των προ­θέ­σε­ων, ορα­μα­τι­ζό­με­νοι ανε­δα­φι­κά ορά­μα­τα, συ­ντρι­βό­με­νοι από τον ίδιο τους τον μό­χθο:

1/ μας βα­ραί­νουν οι φί­λοι που δεν ξέ­ρουν πια πώς να πε­θά­νουν[4]
2/ σώ­μα­τα που δεν ξέ­ρουν πια πώς ν’ αγα­πή­σουν[5]
3/ ήταν ωραία τα μά­τια σου μα δεν ήξε­ρες πού να κοι­τά­ξεις[6]


Η ει­κο­νο­πλα­σία της θα­λασ­σι­νής πε­ρι­πλά­νη­σης, η ημέ­ρα της επι­στρο­φής που αρ­γεί να φτά­σει, η απου­σία προ­ο­ρι­σμού, η ατέρ­μο­νη πε­ρι­πέ­τεια δί­χως έκ­βα­ση, το ξε­θώ­ρια­σμα της μνή­μης, όλα συν­θέ­τουν ένα πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο συλ­λο­γι­κού ασυ­νει­δή­του που ανα­ζη­τά τη χα­μέ­νη του συ­νέ­χεια και επι­διώ­κει την απο­κα­τά­στα­ση της ιστο­ρι­κής του ταυ­τό­τη­τας.

Δεύ­τε­ρος άξο­νας εί­ναι αυ­τός του δρά­μα­τος, κα­θώς η συλ­λο­γή δεν εί­ναι πα­ρά μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αφή­γη­ση των πα­θη­μά­των του νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού. Ο άξο­νας αυ­τός ει­σά­γε­ται στη μο­ντέρ­να ποί­η­ση χω­ρίς τις εθνι­κι­στι­κές με­γα­λο­στο­μί­ες του πα­ρελ­θό­ντος (μπο­ρεί κα­νείς να υπο­θέ­σει ότι άμε­σος προ­κά­το­χός της εί­ναι ο «Δω­δε­κά­λο­γος του Γύ­φτου» του Πα­λα­μά): «Τον άγ­γε­λο τον πε­ρι­μέ­να­με προ­ση­λω­μέ­νοι τρία χρό­νια κοι­τά­ζο­ντας πο­λύ κο­ντά τα πεύ­κα το για­λό και τ’ άστρα. Σμί­γο­ντας την κό­ψη τ’ αλε­τριού ή του κα­ρα­βιού την κα­ρέ­να ψά­χνα­με να βρού­με πά­λι το πρώ­το σπέρ­μα για να ξα­ναρ­χί­σει το πα­νάρ­χαιο δρά­μα»:[7] η ανα­ζή­τη­ση της ρί­ζας του πα­νάρ­χαιου δρά­μα­τος και η ρη­μαγ­μέ­νη από την αλ­μύ­ρα επι­στρο­φή από την Εσπε­ρία φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μα­ζί της «τ’α­νά­γλυ­φα μιας τέ­χνης τα­πει­νής». Οι πρώ­τοι πέ­ντε στί­χοι του Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος πα­ρα­πέ­μπουν στον Αλ­κι­βιά­δη του Πλά­τω­να και στον Baudelaire και ο στί­χος 28 στη μυ­θο­λο­γι­κή λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση του Με­γα­λέ­ξαν­δρου. Σύμ­φω­να με τον Δ. Ν. Μα­ρω­νί­τη, «αν πρέ­πει να μοι­ρα­στούν οι δύο μυ­θι­κές ανα­φο­ρές του ποι­ή­μα­τος (η αρ­γο­ναυ­τι­κή εκ­στρα­τεία και ο οδυσ­σεια­κός νό­στος), ο αρ­γο­ναυ­τι­κός μύ­θος μπο­ρεί να στοι­χη­θεί με τη μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία, ενώ οι ανα­φο­ρές του ποι­ή­μα­τος στην Οδύσ­σεια πα­ρα­πέ­μπουν στη μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή και στην ακό­λου­θη προ­σφυ­γιά».[8]
Εμ­φα­νί­ζο­νται υπαι­νι­κτι­κά, ως κα­θη­με­ρι­νοί άν­θρω­ποι, οι μορ­φές του Οδυσ­σέα και των συ­ντρό­φων του, των Αρ­γο­ναυ­τών και του Ελ­πή­νο­ρα, ενώ εκ­φω­νού­νται δύο δρα­μα­τι­κοί μο­νό­λο­γοι, της Αν­δρο­μέ­δας και του Ορέ­στη. Όπως γρά­φει ο Σε­φέ­ρης, πρό­κει­ται για «Οδύσ­σεια, αλ­λά ανά­πο­δα»,[9] διό­τι το Μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι έρ­γο απο­σπα­σμα­τι­κό και αντι­η­ρω­ι­κό, κά­θε άλ­λο πα­ρά επι­κό. Ο Οδυσ­σέ­ας του «Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος» μι­λά αρ­χι­κά για τους συ­ντρό­φους του σε τρί­το πρό­σω­πο, στη συ­νέ­χεια σε πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό, ενώ προς την έξο­δο του ποι­ή­μα­τος κα­τα­γρά­φει τη μοί­ρα των συ­ντρό­φων πά­λι σε τρί­το πρό­σω­πο. Ο σε­φε­ρι­κός Οδυσ­σέ­ας εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και σύ­ντρο­φος και αρ­χη­γός και μοι­ρά­ζε­ται και τη μια μοί­ρα και την άλ­λη. Οι σύ­ντρο­φοί του, από την άλ­λη, εί­ναι υπο­ταγ­μέ­νοι και σιω­πη­λοί, απο­τε­λώ­ντας ένα εί­δος «ομα­δι­κού Ελ­πή­νο­ρα».[10]
Η χρή­ση του μύ­θου εί­ναι στοι­χείο μο­ντερ­νι­σμού που προσ­δί­δει στο έρ­γο του Σε­φέ­ρη σκο­τει­νό­τη­τα και ερ­μη­τι­κό­τη­τα.[11] Στο ΙΣΤ΄, από το αρ­χαίο κεί­με­νο ο ποι­η­τής υιο­θε­τεί με με­γά­λη ελευ­θε­ρία κά­ποιες λέ­ξεις, σε μια πλα­σμα­τι­κή σκη­νο­θε­σία, όπου ο Ορέ­στης ανα­δύ­ε­ται από τα βά­θη του μύ­θου πλή­ρως απο­δο­μη­μέ­νος, για να συμ­με­τά­σχει σε μιαν ανα­πό­φευ­κτη, αλ­λά στην ου­σία επι­νοη­μέ­νη αρ­μα­το­δρο­μία. Οι Ευ­με­νί­δες δεν κα­τα­διώ­κουν τον ήρωα, δεν τον πα­ρα­σύ­ρουν στη φρί­κη της τρέ­λας, για­τί η μη­τρο­κτο­νία δεν έχει ακό­μη τε­λε­στεί. Απλώς πλήτ­τουν, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον αέ­ναο κύ­κλο της αρ­μα­το­δρο­μί­ας, χω­ρίς να επευ­φη­μούν τον θριαμ­βευ­τή Ορέ­στη, ανί­κα­νες να ανα­λά­βουν τον μυ­θι­κό τους ρό­λο. Αι­μά­τι­νοι κύ­κλοι, γε­νε­ές και γε­νε­ές, κά­τω από την «αλο­γί­σια ανά­σα».
Στο ΙΖ΄ του «Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος» η Αν­δρο­μά­χη πα­ρο­τρύ­νει τον Έκτο­ρα να απο­μα­κρύ­νει τον μι­κρό Αστυά­να­κτα από τη μοί­ρα του και να «του μά­θει να με­λε­τά τα δέ­ντρα». Το έντο­να τρα­γι­κό στοι­χείο του ποι­ή­μα­τος προ­κύ­πτει από τη γνώ­ση που έχει ο ανα­γνώ­στης για την κα­τά­λη­ξη του μι­κρού Αστυά­να­κτα. Ενώ ο Έκτο­ρας βλέ­πει στον Αστυά­να­κτα το μέλ­λον και την ελ­πί­δα της Τροί­ας και νου­θε­τεί την Αν­δρο­μά­χη κα­τάλ­λη­λα, ώστε το παι­δί του να με­γα­λώ­σει με τις σω­στές αρ­χές και τα σω­στά πρό­τυ­πα, ο ανα­γνώ­στης γνω­ρί­ζει ήδη πως το παι­δί αυ­τό δεν πρό­κει­ται να ζή­σει για πο­λύ ακό­μα. Οι Αχαιοί δεν πρό­κει­ται να δεί­ξουν έλε­ος.[12] «Τώ­ρα που η μέ­ρα της πλη­ρω­μής χα­ρά­ζει», θ’α­κού­σου­με έναν ηχη­ρό στί­χο, γνω­στό ήδη από τον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό»-και θ’α­κού­σου­με και τον ήχο της μο­νέ­δας πά­νω στο τρα­πέ­ζι, ει­κό­να που πα­ρα­πέ­μπει σε ξε­πού­λη­μα και προ­δο­σία.[13]

Τρί­τος έρ­χε­ται ο άξο­νας του ατε­λέ­σφο­ρου τα­ξι­διού, που συ­νο­δεύ­ε­ται από αθε­ρά­πευ­τη νο­σταλ­γία για τις χα­μέ­νες πα­τρί­δες: η απώ­λεια προ­σα­να­το­λι­σμού του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου βρί­σκει πα­ρη­γο­ριά απο­κλει­στι­κά στη λή­θη του θα­νά­του: «Δώ­σε μας, έξω από τον ύπνο, τη γα­λή­νη». Το μό­νο κα­τα­φύ­γιο του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου εί­ναι ο βα­θύς ύπνος, η λη­σμο­νιά.[14] Το τα­ξί­δι επι­στρο­φής του εί­ναι μο­να­χι­κό και ασυ­ντρό­φευ­το, πράγ­μα που υπερ­το­νί­ζε­ται από την απώ­λεια των συ­ντρό­φων με τους οποί­ους εί­χε ξε­κι­νή­σει. Βε­βαί­ως, το πρό­σω­πο που τε­λι­κά επι­στρέ­φει εί­ναι συ­θέ­με­λα αλ­λαγ­μέ­νο, αλ­λό­τριο, όπως φαί­νε­ται στο θε­μα­τι­κά συγ­γε­νές ποί­η­μα του Σε­φέ­ρη «Ο γυ­ρι­σμός του ξε­νι­τε­μέ­νου».

Ακρο­για­λιές κα­βα­φι­κής μνή­μης που φέρ­νει στον νου στιγ­μές πα­λιάς ευ­τυ­χί­ας. Κου­πιά, σκαρ­μοί, πλώ­ρη, πη­δά­λιο, οι εκ­δο­χές των συ­ντρό­φων. «Κι οι φί­λοι μας χα­μέ­νοι πί­σω απ’τον ωκε­α­νό πα­ντο­τι­νά». Η προ­σπά­θεια του ποι­η­τή να κα­τα­γρά­ψει πλε­ού­με­να, γορ­γό­νες, κο­χύ­λια, η νύ­χτα σε υπό­γεια που μυ­ρί­ζουν κα­τρά­μι, απο­δει­κνύ­ουν ότι η συ­νά­ντη­ση με τους φί­λους εί­ναι ονει­ρι­κή, δεν θα πραγ­μα­τω­θεί πο­τέ. Η ανα­ζή­τη­σή τους ταυ­τί­ζε­ται με την ανα­ζή­τη­ση μιας άλ­λης ζω­ής, πέ­ρα από τ’α­γάλ­μα­τα. Οι σύ­ντρο­φοι Αρ­γο­ναύ­τες «εί­χα­νε το φέρ­σι­μο των δέ­ντρων και των κυ­μά­των». Η ανα­μο­νή των φί­λων: εκεί­νου που έφυ­γε στο νη­σί με τα πεύ­κα, εκεί­νου που έφυ­γε στο νη­σί με τα πλα­τά­νια, εκεί­νου που έφυ­γε στ’α­νοι­χτά. «Αν το θέ­λη­σα να μεί­νω μό­νος, γύ­ρε­ψα τη μο­να­ξιά, όχι ετού­τη την απα­ντο­χή, όχι το κομ­μά­τια­σμα της ψυ­χής μου στον ορί­ζο­ντα». Νυ­κτε­ρι­νό το­πίο κυ­ριαρ­χεί στην ανα­μο­νή του Οδυσ­σέα και των νε­κρών στα ασφο­δί­λια. Το το­πίο, εν­νο­εί­ται, βρί­θει συμ­βο­λι­κών πα­ρα­δη­λώ­σε­ων.

Β. Η μορ­φή: ένα το­πίο ρη­μαγ­μέ­νο, μια ελ­λη­νι­κή Έρη­μη Χώ­ρα

Σ’έναν ανο­μοιο­γε­νή, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο και από­λυ­τα ατο­μο­κε­ντρι­κό κό­σμο, ο ποι­η­τής θε­σπί­ζει κά­ποια «συμ­φω­νη­μέ­να υπο­νο­ού­με­να» που θα μοι­ρα­στεί, ως προ­σλαμ­βά­νου­σες πα­ρα­στά­σεις, με τον ανα­γνώ­στη του[15]. Αλ­λά­ζει, λοι­πόν, το spectrum θέ­α­σης της ζω­ής και του κό­σμου, το μυ­θι­κό στοι­χείο επεν­δύ­ε­ται με έντο­νη δρα­μα­τι­κό­τη­τα,[16] ώστε να ανα­βιώ­σει ο αρ­χαί­ος μύ­θος:

«Ξύ­πνη­σα με το μαρ­μά­ρι­νο τού­το κε­φά­λι στα χέ­ρια που μου εξα­ντλεί τους αγκώ­νες και δεν ξέ­ρω πού να τ’ ακου­μπή­σω. Έπε­φτε στο όνει­ρο κα­θώς έβγαι­να από το όνει­ρο έτσι ενώ­θη­κε η ζωή μας και θα εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να ξα­να­χω­ρί­σει. Κοι­τά­ζω τα μά­τια· μή­τε ανοι­χτά μή­τε κλει­στά μι­λώ στο στό­μα που όλο γυ­ρεύ­ει να μι­λή­σει κρα­τώ τα μά­γου­λα που ξε­πέ­ρα­σαν το δέρ­μα. Δεν έχω άλ­λη δύ­να­μη· τα χέ­ρια μου χά­νου­νται και με πλη­σιά­ζουν ακρω­τη­ρια­σμέ­να».[17]

Το μαρ­μά­ρι­νο κε­φά­λι –σιω­πη­ρό από­σπα­σμα, θραύ­σμα του πα­ρελ­θό­ντος- εί­ναι μια σύ­νο­ψη της πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς που συ­νι­στά βα­ρειά, μια ασή­κω­τη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, με την οποία υπάρ­χει με­γά­λη δυ­σκο­λία επι­κοι­νω­νί­ας. Τα ακρω­τη­ρια­σμέ­να χέ­ρια του ποι­η­τή αυ­το­νο­μού­νται και κι­νού­νται προς το μέ­ρος του ώστε να κη­ρυ­χθεί, ου­σια­στι­κά, η “έναρ­ξη του μύ­θου”. Το motto, αντλη­μέ­νο από τις Χοη­φό­ρους του Αι­σχύ­λου (“μέ­μνη­σο λουτρῶν οἷς ἐνο­σφί­σθης”= θυ­μή­σου τα λου­τρά όπου σε σκό­τω­σαν) εί­ναι η επί­κλη­ση του Ορέ­στη προς το πνεύ­μα του νε­κρού πα­τέ­ρα του Αγα­μέ­μνο­να. Πρό­κει­ται για μιαν αρ­χαϊ­κής ποιό­τη­τας δι­καιο­σύ­νη που ανα­ζη­τά ο ποι­η­τής; Μή­πως για μιαν ακό­μη φο­ρά, πρό­κει­ται για το συλ­λο­γι­κό ασυ­νεί­δη­το που αφυ­πνί­ζε­ται άμα τη επα­φή με τη μαρ­μά­ρι­νη κε­φα­λή; Ή μή­πως, τέ­λος, το corpus των νε­κρών σω­μά­των και των κομ­μα­τια­σμέ­νων αγαλ­μά­των αφυ­πνί­ζει τον ίμε­ρο στον ποι­η­τή, τον πρω­τό­γο­νο πό­θο ανά­κτη­σης της χα­μέ­νης ιε­ρό­τη­τας;[18]
Ο ήχος των κου­πιών, κα­θώς οι σύ­ντρο­φοι πα­ρα­πλέ­ουν την Κύ­προ, συ­νο­δεύ­ε­ται από την επα­νά­λη­ψη της αρ­χαί­ας φρά­σης: «Καὶ ψυχὴ εἰ μέλ­λει γνώ­σε­σθαι αὑτὴν εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλε­πτέ­ον.[19]
Η απώ­λεια μνή­μης των συ­ντρό­φων συμ­βα­δί­ζει με το αί­σθη­μα δι­καί­ου του Σε­φέ­ρη: ο ποι­η­τής θε­ω­ρεί δί­καιο το ότι δεν τους θυ­μά­ται κα­νείς.[20] Δεν τους χα­ρα­κτη­ρί­ζει «νή­πιους εταί­ρους», αλ­λά «Ελ­πή­νο­ρες», συμ­με­ρι­ζό­με­νος τα αι­σθή­μα­τα του ομη­ρι­κού Οδυσ­σέα για τον Ελ­πή­νο­ρα.[21] «Δεν λέω: αγα­πη­τοί ή αξιο­θαύ­μα­στοι, λέω: συ­μπα­θη­τι­κοί, αι­σθη­μα­τι­κοί, μέ­σοι, και σπα­τα­λη­μέ­νοι. Ωστό­σο, ας μην ξε­χνού­με πως οι άκα­κοι αυ­τοί άν­θρω­ποι, επει­δή ακρι­βώς εί­ναι εύ­κο­λοι, εί­ναι συ­χνά οι κα­λύ­τε­ροι φο­ρείς του κα­κού που έχει αλ­λού την πη­γή του»,[22] ση­μειώ­νει ο ποι­η­τής. Αυ­τοί οι «εταί­ροι» κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι και οι Αρ­γο­ναύ­τες, οι σύ­ντρο­φοι που απο­δεί­χθη­καν «βο­λι­κοί», ευ­προ­σάρ­μο­στοι, αμε­τά­βλη­τοι εν μέ­σω γε­νι­κών αλ­λα­γών.

Στο ΙΑ΄ κυ­ριαρ­χεί η απου­σία του νε­ρού, η λει­ψυ­δρία. Επα­νά­λη­ψη του κού­φιου ήχου από τη στέρ­να (ποι­η­τι­κό μο­τί­βο στα­θε­ρό). Άλ­λο­τε γι­νό­ταν οι­κο­δό­μη­ση σπι­τιών και κα­λυ­βιών, σή­με­ρα κυ­ριαρ­χεί πλέ­ον η αδυ­να­τό­τη­τα οι­κο­δό­μη­σης. Σπα­σμέ­να αγάλ­μα­τα, σπα­σμέ­νες πέ­τρες, γκρε­μι­σμέ­νες οι­κο­δο­μές «που θα ήταν ίσως το δι­κό μας σπί­τι».[23] Το το­πίο της πα­τρί­δας μα­γνη­τί­ζει, μα­γεύ­ει, αλ­λά και πνί­γει στις μνή­μες τον Σε­φέ­ρη. Η συ­γκί­νη­ση βέ­βαια δεν τον εμπο­δί­ζει να προ­σεγ­γί­ζει θε­ω­ρη­τι­κά τη συ­γκρου­σια­κή κα­τά­στα­σή του. Ο ιδιω­τι­κός χώ­ρος, το σπί­τι του, εί­ναι ο μό­νος τό­πος που μπο­ρεί να ονο­μά­σει πα­τρί­δα.Το πα­τρι­κό σπί­τι των παι­δι­κών χρό­νων στα Βουρ­λά Σκά­λας κο­ντά στη Σμύρ­νη τού θυ­μί­ζει την ‘πα­τρί­δα’ και τον συ­γκι­νεί. Αντί­θε­τα, ο Ελ­λη­νι­σμός δεν φέ­ρει εξί­σου φορ­τι­σμέ­νους και συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Η δια­φο­ρά με­τα­ξύ σπι­τιού και ιστο­ρι­κού χώ­ρου, δη­λα­δή από τη μία του κα­θα­ρά προ­σω­πι­κού (βιω­μέ­νου) και από την άλ­λη του φα­ντα­σια­κού (του νοη­τού) έγκει­ται στην συ­γκι­νη­σια­κή σχέ­ση των δύο. Ο Σε­φέ­ρης χρη­σι­μο­ποιεί τέσ­σε­ρις φο­ρές τη λέ­ξη ‘πα­τρί­δα’ στα ποι­ή­μα­τά του και σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις κά­νει λό­γο για το σπί­τι του ή για κά­τι που έχει πλέ­ον χά­σει ορι­στι­κά: «Ο τό­πος μας εί­ναι κλει­στός».
Με τις πέ­τρες και με τα μάρ­μα­ρα, τα πιο έντο­να γνω­ρί­σμα­τα του ελ­λη­νι­κού το­πί­ου που δη­μιουρ­γού­σε άλ­λο­τε μυ­θι­κή και ονει­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα, τώ­ρα έχου­με ένα σκη­νι­κό άνυ­δρο, στε­γνό και πέν­θι­μο. Κόκ­κι­να χώ­μα­τα, πι­κρο­δάφ­νες, ακρο­για­λιές γε­μά­τες σπα­σμέ­να κου­πιά και σά­πια θα­λάσ­σια ξύ­λα, στέρ­νες και πη­γά­δια χω­ρίς νε­ρό, συ­ντρίμ­μια από πα­λιά σπα­σμέ­να αγάλ­μα­τα και χω­ριά απο­δε­κα­τι­σμέ­να. Βρά­χοι σε σχή­μα πύ­λης, κα­μέ­να πεύ­κα, ένα τε­τρά­γω­νο σπί­τι θαμ­μέ­νο στον ασβέ­στη, ένα ερη­μο­κλή­σι. Μά­ταια από­πει­ρα επι­διόρ­θω­σης (μα­τί­σμα­τος) των σπα­σμέ­νων κου­πιών. Όσο για τη θά­λασ­σα στο ΙΣΤ΄, αυ­τή εί­ναι τό­σο πλα­τιά και βα­θιά, ώστε να εμπε­ριέ­χει το άγνω­στο και τον φό­βο. Ο Ορέ­στης στο σε­φε­ρι­κό «Μυ­θι­στό­ρη­μα» την ανα­ζη­τά διαρ­κώς, όπως δη­λώ­νει ο ενε­στώ­τας του ρή­μα­τος «γυρεύ­εις». Την ταυ­τί­ζει με την Κλυ­ται­μνή­στρα, που έχει υπό­στα­ση δι­πλή: εν­σαρ­κώ­νει το υγρό στοι­χείο, τη μή­τρα, ως ση­μείο εμ­βρυ­ϊ­κής προ­στα­σί­ας αφε­νός, αφε­τέ­ρου τη δο­λο­πλό­κο φό­νισ­σα του πα­τέ­ρα του. «Δεν μπο­ρείς να ξε­φύ­γεις τη θά­λασ­σα»: με άλ­λα λό­για, δεν μπο­ρείς να ξε­φύ­γεις από την τε­ρά­στια, επι­βλη­τι­κή Μά­να...

Γ. Το ποι­η­τι­κό περιε­χό­με­νο: με­τα­κύ­λι­ση του μύ­θου


Οπλους των Αρ­γο­ναυ­τών υπο­βάλ­λει την ιδέα του τα­ξι­διού που δεν τε­λεί­ω­σε και που, τε­λι­κά, δεν εί­χε κα­νέ­να νό­η­μα, για­τί τον τα­ξι­δευ­τή τον αγνο­εί ου­σια­στι­κά η Ιστο­ρία. Η ΚΓ΄, προ­τε­λευ­ταία στρο­φή στο Μυ­θι­στό­ρη­μα, ως πα­ρέκ­βα­ση αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας, το κα­θι­στά αυ­τό πιο σα­φές. Η αι­σιο­δο­ξία που προσ­δί­δει το φως του ήλιου, ακό­μα κι όταν λά­μπει πά­νω στα χα­λά­σμα­τα, με­τα­τρέ­πει ολό­κλη­ρα κομ­μά­τια της εξω­τε­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σε ψυ­χι­κά σύμ­βο­λα. Το ποί­η­μα- ει­κό­να ανα­δύ­ει το όρα­μα που το­πο­θε­τεί­ται στο μέλ­λον («θα ιδού­με»), ενώ η συ­γκί­νη­ση γί­νε­ται πα­ράγ­γελ­μα και τρα­γού­δι, που στο στό­μα δύο δια­φο­ρε­τι­κών Ελ­λή­νων συν­θε­τών θα προ­σλά­βει δύο δια­φο­ρε­τι­κές δια­στά­σεις: «Λί­γο ακό­μα, να ση­κω­θού­με λί­γο ψη­λό­τε­ρα», θα με­λο­ποι­ή­σει και ο Μαρ­κό­που­λος, τον ίδιο στί­χο θα τον με­λο­ποι­ή­σει και ο Θε­ο­δω­ρά­κης: με πό­σο δια­φο­ρε­τι­κή, όμως, χροιά, και προσ­δί­δο­ντάς του πό­σο δια­φο­ρε­τι­κό ποι­η­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο!
Στο ΚΒ΄ ο ποι­η­τής περ­νά από τη θα­λασ­σι­νή πε­ρι­πλά­νη­ση στην επί­γεια ανα­ζή­τη­ση, κι­νού­με­νος ανά­με­σα σε αρ­χαία ερεί­πια: «με­τα­κι­νώ­ντας τσα­κι­σμέ­νες πέ­τρες». Οι εκ­φρά­σεις “ψά­χνο­ντας σε οί­κο­δο­μές γκρε­μι­σμέ­νες που θα ήταν ίσως το δι­κό μας σπί­τι, / προ­σπα­θώ­ντας να θυ­μη­θού­με χρο­νο­λο­γί­ες και ηρω­ι­κές πρά­ξεις” πα­ρα­πέ­μπουν σ’έ­να μα­κρι­νό, χα­μέ­νο στις χι­λιε­τί­ες πα­ρελ­θόν που, αν θε­ω­ρη­θεί ρε­α­λι­στι­κά, αφο­ρά τη φυ­λή, όμως στον σε­φε­ρι­κό κώ­δι­κα αφο­ρά τον ίδιο τον ποι­η­τή ως υπο­κεί­με­νο: το τα­ξί­δι του συν­δέ­ε­ται συ­νειρ­μι­κά με την ανα­ζή­τη­ση μιας νοη­τής πα­τρί­δας. Κα­θώς η κα­τεύ­θυν­ση του τα­ξι­διού εί­ναι το άγνω­στο και κα­θώς αί­ρε­ται ορι­στι­κά η ενό­τη­τα χώ­ρου και χρό­νου, ενι­σχύ­ε­ται η αί­σθη­ση της απώ­λειας ταυ­τό­τη­τας και ση­μεί­ου ανα­φο­ράς: «Μα τι γυ­ρεύ­ουν οι ψυ­χές μας τα­ξι­δεύ­ο­ντας πά­νω σε κα­τα­στρώ­μα­τα κα­τε­λυ­μέ­νων κα­ρα­βιών».
Κοι­νή συν­θή­κη των ποι­η­μά­των της συλ­λο­γής εί­ναι αυ­τή της ακι­νη­σί­ας, που συ­ντί­θε­ται από δύο αντί­θε­τους όρους, την κί­νη­ση και την ακι­νη­σία, σ’ έναν αντι­φα­τι­κό συν­δυα­σμό. Νέ­ες με­τα­φο­ρές θε­σπί­ζο­νται από τη σύ­ζευ­ξη αντί­θε­των εν­νοιών, ενώ η με­τα­φυ­σι­κή διά­στα­ση ψη­λα­φεί­ται, χω­ρίς ωστό­σο πο­τέ να διαρ­ρη­γνύ­ε­ται. Τον Σε­φέ­ρη τον απα­σχο­λεί η οντο­λο­γι­κή σχέ­ση του αν­θρώ­που με το φως. Με ση­μείο ανα­φο­ράς την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, δια­τυ­πώ­νει την ιδέα μιας κο­σμι­κής ανα­λο­γί­ας εναν­θρω­πι­σμού/ενάρ­γειας/γνη­σιό­τη­τας/ιλα­ρό­τη­τας/ ευ­φο­ρί­ας, άρα και οι­κου­με­νι­κής πο­λι­τι­στι­κής λάμ­ψης, που ωστό­σο συ­σκο­τί­ζει την πραγ­μα­τι­κή ει­κό­να του κό­σμου, απο­δυ­να­μώ­νο­ντας τη βού­λη­ση για δρά­ση και δη­μιουρ­γία: οι θε­τι­κές αξί­ες λει­τουρ­γούν αντί­στρο­φα, αρ­νη­τι­κά, δη­μιουρ­γώ­ντας αγε­φύ­ρω­το χά­σμα ανά­με­σα στα με­γά­λα ορά­μα­τα και στην αδυ­να­μία για πραγ­μά­τω­σή τους: με άλ­λα λό­για, τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία.
Η πε­ρι­πλά­νη­ση, το αρ­χαίο δρά­μα, η πε­ρι­πέ­τεια του τα­ξι­διού, δια­χρο­νι­κά νο­ή­μα­τα με­τα­πλα­σμέ­να στον μο­ντέρ­νο στί­χο του μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­γω­γής Σε­φέ­ρη, προ­σλαμ­βά­νουν το πε­ριε­χό­με­νο μιας στρε­βλής από­πει­ρας του νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού να ανα­συν­θέ­σει την πο­λι­τι­σμι­κή του ταυ­τό­τη­τα μέ­σω της με­τα­κύ­λι­σης του πα­λαιό­τα­του μύ­θου. Το κε­νό του απο­χω­ρι­σμού, το πι­κρό ψω­μί της ξε­νι­τειάς, εί­ναι η κοι­νή μοί­ρα ένα­ντι της κοι­νής θλί­ψης, που επι­το­νί­ζε­ται από τον ζο­φε­ρό ου­ρα­νό και τη νε­ρο­πο­ντή. Ο τε­λι­κός ελ­λι­με­νι­σμός του ήρωα επι­τρέ­πει στον ανα­γνώ­στη να συμ­με­τά­σχει άμε­σα στην επι­τέ­λε­ση αυ­τού του πε­ριε­χο­μέ­νου, απο­τε­λώ­ντας μέ­ρος ενός ποι­η­τι­κού «εμείς», μιας ομά­δας σύγ­χρο­νων τα­ξι­δευ­τών με άμε­σους προ­γό­νους τους τα­ξι­δευ­τές του Ομή­ρου.



Το κεί­με­νο αυ­τό εί­ναι η ει­σα­γω­γι­κή μου ομι­λία στη συ­ναυ­λία του Μι­χά­λη Τρα­νου­δά­κη «Ανα­λό­γιο για το Μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη» για τα εκα­τό χρό­νια από τη μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή του Συλ­λό­γου Φω­κα­έ­ων στην Πα­λαιά Φώ­καια Ατ­τι­κής (17/9/22). ΝΞ

1. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν δημόσια και έμπρακτα υποστηρίξει τον Βενιζέλο στο πρόγραμμα του ελληνικού αλυτρωτισμού κατά την περίοδο 1919-1922 και το προσφυγικό αφήγημα θα εγγραφόταν στη διαδικασία της ενσωμάτωσής τους στον κορμό της «παλαιάς» Ελλάδας.

2. Αργυρίου, Αλέξ. (1984). Γιώργος Σεφέρης — Ποιητική Τέχνη και Ιστορία, Κύκλος Σεφέρη, 6 Νοεμβρίου 1979-21 Φεβρουαρίου 1980. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Μωραΐτη: «Ο Σεφέρης λάτρεψε πολλούς θεούς. Μέσα όμως στο μεσογειακό του αίμα, οι θεοί του έχουν μια υλική υπόσταση. Η πρώτη πραγματικότητα του ανθρώπου είναι το σώμα του που το αυλακώνουν ίμεροι ζωικοί. Το κορμί του είναι μια ανεπανάληπτη πραγματικότητα. Αλλά η ύλη ολοένα και καταστρέφεται. Φέρει μέσα της τον θάνατό της. Καταναλίσκεται μέσα στην ιερή της υπόσταση. Σ'αυτήν την αίσθηση της ματαιότητας βρίσκεται το ένα σκέλος του απελπισμού του. Αντιμεταφυσικός απο ιδιοσυγκρασία, που την έκανε με τον καιρό πεποίθηση, ο Σεφέρης θέλησε να γεμίσει το κενό και να αντικαταστήσει τον κλονισμένο θεό του. Έτσι πέρασε στην προσέγγιση ενός κόσμου παρωχημένου: της αρχαιότητας. Κι αυτήν όμως, σφραγισμένος πια απο την πείρα του, την είδε σαν ένα άθροισμα σωμάτων νεκρών, γλυπτών μαρμάρων: Ινδάλματα της φθοράς και της ακινησίας. Δυο φορές πεθαμένοι. Απο τον θάνατο και από τον χρόνο.»

3. Ο Σεφέρης έγραψε το «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» το 1931 στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο ελληνικό προξενείο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου του 1932 και περιλαμβάνεται στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940).

4. Μυθιστόρημα, ΙΘ΄, 66.4-5

5. Μυθιστόρημα, I΄, 55.17

6. Μυθιστόρημα, ΙΣΤ΄, 62.12 και 128.14

7. Μυθιστόρημα, Α’

8. Μαρωνίτης, Δ.Ν. (1992). Η αρχαιογνωσία του Γιώργου Σεφέρη, Διαλέξεις, Στιγμή.

9. Σεφέρης, 1975: 15 (Στο : Βαγενάς, Νάσος (1979). Ο ποιητής και ο χορευτής, μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Κέδρος).

10.Έκφραση του ίδιου του Σεφέρη.

11. Keeley, Edmund (2018). O Σεφέρης και η Μυθική Μέθοδος, στον συλλογικό τόμο, Δασκαλόπουλος, Δ. (επιμέλεια), Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη - Επιλογή Κριτικών Κειμένων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

12. Σπυριδούλα Τσούμπα, Η Μυθική Μέθοδος στο ̈Μυθιστόρημα ̈ του Γιώργου Σεφέρη, διπλωματική εργασία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2020.

13. Ο Τελευταίος σταθμός ανήκει στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.

14. «Ὕπνος ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων», Ιλιάδα, Ξ 224-29.

15. Mario Vitti, 1980: 195-196

16. Μαλάνος, Τίμος (1982). Ο Γιώργος Σεφέρης και η κριτική μου, εκδ. Πρόσπερος.

17. Μυθιστόρημα Γ΄.

18. Μυθιστόρημα Δ΄ -Αργοναύτες. (Βλέπε την τοποθέτηση του Αλέξανδρου Αργυρίου (1984). Γιώργος Σεφέρης- Ποιητική Τέχνη και Ιστορία, Κύκλος Σεφέρη, 6 Νοεμβρίου 1979-21 Φεβρουαρίου 1980. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Μωραΐτη).

19. Στη σπηλιά των προλογικών στίχων 1 - 5 ακούγεται ο πλατωνικός λόγος (όπως τον εκφέρει ο πλατωνικός Σωκράτης στον Αλκιβιάδη). Σύμφωνα μάλιστα με τη συνημμένη σημείωση του ποιητή ο αρχαίος λόγος φτάνει στα αυτιά τα δικά του φιλτραρισμένος μέσα από ένα ερωτικό τετράστιχο του Μποντλέρ: «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη».

20. Mario Vitti, 1989: 83-85 & 101-103. Βλέπε, επίσης, Μαρωνίτη, Δ. Ν. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και Μαθήματα, Ερμής 1984, σσ. 59, 61.

21. Οδύσσεια, λ 55

22. «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη», Δοκιμές Β΄, σσ. 38-40.

23. Καραντώνης, Ανδρέας (2000). Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Παπαδήμα


ΠΗΓΗ:https://www.hartismag.gr/hartis-49/diereynhseis/noima-morfi-kai-periekhomeno-sto-mithistorima-toi-seferi
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.