Του Σπύρου Κουτρούλη
Από τις επιστολές του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στη Χαρά Λιουδάκη, στην Ελένη Λιουδάκη και στον πατέρα του (Athens Review of books,12/2017, τ.90). Ο φλογερός και άδολος πατριωτισμός ενός νεώτερου μάρτυρα.
Στη Χαρά Λιουδάκη
29.10.1940
…Με αίτησή μας που την υπογράψανε δύο εκπρόσωποί μας, ζητήσαμε σήμερα από το Μεταξά να πάρουμε τη θέση μας κάτω από τις διαταγές του στην πρώτη γραμμή της φωτιάς για την υπεράσπιση της γλυκιάς πατρίδας, στην περίπτωση βέβαια που η κυβέρνηση του θα κάνει ό,τι επιβάλει το υπέρτατο συμφέρον της πατρίδας μας. Το βασικό να ζητήσει την ενίσχυση και την προστασία της μόνης δυνατής χώρας, που μπορεί σήμερα να μας δώσει. Γιατί όσο ηρωική κι αν είναι η αντίστασή μας, δεν θα μπορέσουμε μόνοι ν’ αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά έναν εχθρό τόσο πιο ισχυρό από μας. Όλοι, μα όλοι μας, ψυχούλα, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για την τιμή και για την ελευθερία της γλυκιάς πατρίδας! Θα’ ρθεις, αγαπούλα, και συ μαζί μου; Θα παλέψεις και συ για τα ιδανικά εκείνα που χωρίζουν τον άνθρωπο από το κτήνος; Τι θα μπορέσεις να προσφέρεις και συ στον υπέρ όλων αγώνα;
9.12.1940
Χαρμόσυνα, ψυχούλα, χτυπούσαν ψες αργά οι καμπάνες τ’ Αναπλιού. Δε μάθαμε ακόμα τίποτε, πιστεύουμε όμως να‘ πεσε το Αργυρόκαστρο - ένα ακόμα κάστρο του φασισμού. Γιορτάζουμε μ’ όλη μας την ψυχή τις νίκες του στρατού μας και λυπούμαστε μ’ όλη μας την καρδιά που δε βρισκόμαστε και μεις εκεί ψηλά με το τουφέκι στο χέρι μαζί με τ’ άλλα παλικάρια μας.
16.1.1941
…Και γω, πες τους, κι οι φίλοι μου όλοι λυπούμαστε κατάκαρδα που δε μας άφησαν να βρεθούμε και μεις πλάι τους με το τουφέκι στο χέρι, που δε μας άφησαν και μας να πάρουμε μέρος στον ιερό αυτό πόλεμο, τον πόλεμο που διεξάγει ο λαός μας για την ελευθερία του, για την τιμή του.
Στην Ελένη Λιουδάκη
4.3.1941
…Για να δούμε τώρα που καινούργιοι κίνδυνοι παρουσιάζονται για την ελευθερία μας και την εθνική μας ανεξαρτησία, κίνδυνοι που πρέπει να βρουν ενωμένους όλους τους Έλληνες, με παραμέριση και της παραμικρότερης διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους. Τίποτα, μ’ απολύτως τίποτα δεν πρέπει και δε μπορεί να χωρίζει σήμερα τους Έλληνες μεταξύ τους. Μα δυστυχώς υπάρχουν άνθρωποι που λέγονται Έλληνες και που αντιδρούν σ’ αυτή την ενότητα…Τι προσφέρεις εσύ, αδελφούλα, για την πατρίδα μας; Τι κάνεις αυτού; Πλέκετε’ Γράφετε στα παλικάρια που πολεμάνε; Είδα και τον ήρωα τον Καμαράτο που τίμησε τη Νεάπολη. Σκοτώθηκαν κι άλλα λεβεντόπαιδα; Να μου πείς. Ακούς; Δόξα και τιμή στα σπιτικά τους και στους δικούς τους!
Προς τον πατέρα του
25.3.1941
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Μαζί με τους πανέλληνες, πατερούλη, γιορτάζουμε κι εμείς τη μεγάλη σημερινή μέρα με την ακλόνητη πίστη στην καρδιά πως ένας λαός που έχει τέτοιες μέρες στην Ιστορία του δε μπορεί να πεθάνει. Μόνο που θα θέλαμε κι εμείς, όλοι εμείς που είμαστε κλεισμένοι εδώ μέσα, να βρισκόμασταν μαζί με τα ηρωϊκά μας εκείνα παλικάρια που με το ντουφέκι στο χέρι γράφουν με το αίμα τους την καινούργια ένδοξη εποποιΐα του ελληνικού λαού. Και ζητήσαμε και ξαναζητήσαμε από τους αρμόδιους και τους υπεύθυνους να σταλούμε στην πρώτη γραμμή της φωτιάς.
Προς την Χαρά
25.3.1941
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή»
Γιορτάζουμε, αγαπούλα, κι εμείς σήμερα εδώ τη μεγάλη μέρα με την πίστη πως ένας λαός που έχει τέτοιες μέρες στην Ιστορία του δε μπορεί να πεθάνει. Κι εσύ, αγαπούλα, δεν πιστεύεις απόλυτα σ’ αυτό το πράμα; Δεν πιστεύεις κι εσύ, αγαπούλα, πως δεν μπορούνε να πάνε χαμένα τόσοι και τόσοι αγώνες του ελληνικού λαού, τόσες και τόσες θυσίες του, μαζί κι οι εκατόμβες που προσφέρει σήμερα στο βωμό της ελευθερίας; Δεν πιστεύεις κι εσύ, αγαπούλα, πως πάντα περήφανοι για το πως είμαστε Έλληνες, θα βρεθούμε σύντομα κι εμείς λεύτεροι κι ευτυχισμένοι στο ειρηνικό και τίμιο σπιτικό μας μαζί-μαζί με τους αγαπημένους δικούς μας; Μόνο που τώρα, αγαπούλα, δεν ήθελα, δεν έπρεπε να’ μαι δω. Ήθελα κι έπρεπε να’ μαι κι εγώ μαζί με το Γιαννιό μας, μαζί μ’ όλα τα ηρωικά μας παλικαρόπουλα που με το αίμα τους βάφουν τις χιονισμένες βουνοκορφές της Αλβανίας, γράφοντας έτσι τόσο λαμπρά, τόσο ένδοξα την καινούργια εποποιία του Ελληνικού λαού. Κι αυτό το ζητήσαμε και το ζητάμε όλα μα όλα τα παιδιά που βρισκόμαστε δω, το ζητήσαμε και τα ξαναζητήσαμε και το ξαναζητάμε.
6.4.1941
Αγαπούλα,
Ζήτω ο στρατός μας! Ζήτω ο λαός μας! Ζήτω η Ελλάδα μας! Κάτι μάθαμε, αγαπούλα, για τον καινούργιο εχτρό που απειλεί την πατρίδα μας, την ελευθερία μας. Πιστεύουμε απόλυτα στη νίκη μας, γιατί ο στρατός μας, γιατί ο λαός μας θα πολεμήσει μ’ όλη του την ψυχή, μ’ όλη του την ορμή. Ζητήσαμε αμέσως να’ ρθούμε σ’ επαφή με την Κυβέρνηση, αυτό όμως δεν έγινε δεχτό. Ωστόσο όμως εμείς μέσω του Διοικητού του Στρατοπέδου μηνύσαμε και πάλι στους κυβερνώντες πως είμαστε έτοιμοι να τραβήξουμε για την πρώτη γραμμή της φωτιάς για να προτάξουμε κι εμείς τα στήθια μας στους εχτρούς της πατρίδας. Α, να ιδούμε. Εσύ, αγαπούλα, κοίταξε να κάνεις ό,τι μπορείς για την πατρίδα , για την Ελλάδα μας.
…
Κι αν όμως, μωρό, μάθουμε τελικά πως είναι οριστικό γεγονός ο ηρωικός χαμός του Γιαννιού μας και πάλι θα στενοχωρεθούμε τρομερά και πάλι θα τον κλάψουμε θερμά, ας μην ξεχνούμε όμως, γυναικούλα, αυτό που σου ‘γραφα και προχτές, ας μην ξεχνούμε για ποιον μεγάλο και ιερό σκοπό έδωσε θυσία τη ζωή του ο αγαπημένος μας Γιάννης, ας μην ξεχνούμε για ποια ιδανικά πολεμώντας ηρωικά σκοτώθηκε το παλικάρι μας, ας μην ξεχνάμε την τιμή και την περηφάνια που μπορεί και που πρέπει να νιώθει το σπιτικό μας γι’ αυτή του την προσφορά στον υπέρ όλων αγώνα που διεξάγει η λατρευτή μας πατρίδα. Κι η σκέψη αυτή ας καταπραΰνει κι ας γλυκαίνει το μεγάλο μας πόνο.
Ρέκβιεμ για έναν ήρωα
Σε μιαν εποχή αντιηρωική, όπως η δική μας, έχουν θέση οι ήρωες; Βλέποντας τις σημερινές μας εκδηλώσεις ηρωισμού θα πρέπει να γελάμε ή να κλαίμε; Η στολή εκστρατείας με την οποία κυκλοφορεί ο υπουργός της Εθνικής μας Αμυνας είναι αληθινή ή αποκριάτικη; Αυτά συλλογίζεται κανείς διαβάζοντας αφιέρωμα της Athens Review of Books στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, με αφορμή την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Το τελευταίο σημείωμα, η οποία αφηγείται την εκτέλεση, την Πρωτομαγιά του 1944, των «200 της Καισαριανής».
Τα άγνωστα κείμενα που εμφανίζονται στο αφιέρωμα της ARB (οι επιστολές του Σουκατζίδη προς τη μνηστή του Χαρά Λιουδάκη και την αδελφή της, λαογράφο Μαρία Λιουδάκη, και η αφήγηση του πατέρα για τον γιο), πλαισιούμενα από το εισαγωγικό κείμενο του Μανώλη Βασιλάκη και το γλωσσοπολιτισμικό του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, σε συνδυασμό με την ταινία, ελπίζει κανείς ότι θα αποτελέσουν το έναυσμα για τη συγγραφή μιας βιογραφίας αυτού του ευαίσθητου, καλλιεργημένου και μεγαλόφρονος ανθρώπου. Τον οποίον ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν, κι ας ήταν ο ηρωισμός του μεγαλύτερος από εκείνον του Μανώλη Γλέζου, που, αν δεν ήταν πολιτικά μαχόμενος έως σήμερα, θα ήταν βαθιά θαμμένος στη μνήμη μας όπως ο Λάκης Σάντας. Και καθώς τα μόνα έντυπα που, ενίοτε, τον θυμούνται - όχι όμως για ανιδιοτελείς λόγους - είναι ο Ριζοσπάστης και η Αυγή, σκέφτομαι ότι η περίπτωση Σουκατζίδη προσφέρεται για να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε τη βαθύτερη έννοια του ηρωισμού. Διότι η απόφαση που σφράγισε το πεπρωμένο αυτού του ανθρώπου οδήγησε αυτή την έννοια στον υψηλότερο βαθμό της, αν σκεφτούμε ότι αποτελεί το αποκορύφωμα μιας αλυσίδας αποφάσεων που θα καθιστούσαν οποιονδήποτε άλλον έρμαιο της μοίρας.
Ο πρώτος κρίκος αυτής της αλυσίδας ήταν η απόφαση του ΕΛΑΣ να σκοτώσει, με ενέδρα, ενώ ήταν πια φανερή η ήττα του ναζισμού, έναν γερμανό στρατηγό στην Πελοπόννησο΄ θάνατος που είχε ως αντίποινα την εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κρατουμένων του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. 160 από αυτούς, ανάμεσά τους και ο Σουκατζίδης, που είχαν μεταφερθεί εκεί από το «Στρατόπεδο Συγκεντρώσεων Κομμουνιστών» της Ακροναυπλίας, είχαν ζητήσει στις 29 Οκτωβρίου 1940 να σταλούν στο αλβανικό μέτωπο για να πολεμήσουν «στην πρώτη γραμμή της φωτιάς». Αίτηση που απορρίφθηκε, ενώ η κυβέρνηση που διαδέχτηκε εκείνη του Μεταξά έκρινε σκόπιμο να τους παραδώσει στους Γερμανούς.
Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου ήταν ο τελευταίος σταθμός της μακρόχρονης «περιπλάνησης» (1936-1944) του τριανταπεντάχρονου διανοούμενου και συνδικαλιστή Σουκατζίδη σε διάφορους τόπους πολιτικού εγκλεισμού (Αη Στράτης, Ακροναυπλία, Λάρισα, Τρίκαλα). Στο Χαϊδάρι, καθώς ήταν γλωσσομαθής και γνώριζε άπταιστα τα γερμανικά, εκτελούσε χρέη διερμηνέα μεταξύ των Γερμανών και των εγκλείστων. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Λεών Κοέν που, στο βιβλίο του Από την Ελλάδα στο Μπίρκεναου, συνθέτει έναν ύμνο για τον Σουκατζίδη («Μέσα στην κόλαση που ονομαζόταν Χαϊδάρι, όπου όλοι σκέφτονταν μόνο τον εαυτούλη τους, υπήρχε μια ψυχή που νοιαζόταν για όλους, ένας άνθρωπος που το μαρτύριό του δεν είχε αναπαμό. Η ευγενική αυτή ψυχή υπέφερε περισσότερο για τους Εβραίους, διότι ήξερε τι τους περίμενε»).
Το όνομα του Σουκατζίδη ήταν στον κατάλογο των διακοσίων που επρόκειτο να εκτελεστούν. Ο γερμανός διοικητής αποφάσισε να τον εξαιρέσει από την εκτέλεση και να τον αντικαταστήσει με κάποιον άλλο. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να εξαιρεθεί. Δεν δέχτηκε ούτε όταν ο διοικητής, ναζιστικά σκεπτόμενος, του πρότεινε να τον αντικαταστήσει με έναν Εβραίο ή έναν ανάπηρο.
Ο Σουκατζίδης είναι μια ιδιάζουσα μορφή τραγικού ήρωα. Δεν υπήρξε άθυρμα ανώτερων δυνάμεων, όπως οι τυπικοί τραγικοί ήρωες, γιατί, διαφορετικά από τους άλλους 199, μπορούσε να σώσει τη ζωή του. Με την απόφασή του να τη θυσιάσει στον βωμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποδείχτηκε νικητής στον αγώνα του με τη μοίρα. Με τον θάνατό του οδήγησε την έννοια του σιλερικού ύψους (του μεγαλόπνοου αισθήματος που γεννά η νίκη του ηθικού νόμου επί του φυσικού) στην υψηλότερη μορφή του.
Δύο πράγματα θα πρέπει να υπογραμμιστούν στην ιστορία του Σουκατζίδη και των 160 της Ακροναυπλίας: πρώτον, ότι οι βασικοί υπεύθυνοι για τον θάνατό τους ήταν οι Ελληνες που τους παρέδωσαν στον εχθρό. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος που οι κυβερνήσεις της Δεξιάς δεν απέδωσαν στον Σουκατζίδη και τους 200 τις τιμές που τους έπρεπαν - σαν να ήθελαν να ξεχαστεί το «περιστατικό». Και δεύτερον, ότι για την Αριστερά ο Σουκατζίδης και η Καισαριανή υπήρξαν αποκλειστικά δικό της σύμβολο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι η πρώτη πράξη του σημερινού Πρωθυπουργού, μετά την άνοδό του στην εξουσία, ήταν να καταθέσει τριαντάφυλλα (κόκκινα) όχι στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη αλλά στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Το αφιέρωμα της ARB και η ταινία του Βούλγαρη θα μπορούσαν να γίνουν η αφορμή ώστε ο Σουκατζίδης, που «ανήκει στο κόμμα της ανθρωπότητας», όπως παρατηρεί το περιοδικό, να περιληφθεί, επιτέλους, στο εθνικό μαρτυρολόγιο.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ. Χρησιμοποιώ τη φράση «εθνικό μαρτυρολόγιο» κυριολεκτικά, όχι με τον χλευαστικό τόνο με τον οποίο την αναφέρουν οι ιστορικοί της μεταμοντέρνας Αριστεράς.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.