Δημήτρης Γ. Ιωάννου

Είναι γνωστή η επιστημονική θεωρία και διδασκαλία του Μητρ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, κορυφαίου θεολόγου της εποχής μας, για το ότι ο  Επίσκοπος αποτελεί το ορατό σύμβολο ενότητας της εκκλησίας, όντας «εις τύπον και τόπον Χριστού». Κατά τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη, το εξαιρετικό χάρισμα του Επισκόπου στην Εκκλησία, είναι ακριβώς ότι «εικονίζει» τον Χριστό. Ερμηνεύοντας μερικοί αυτήν την διδασκαλία,  θεωρούν ότι η θεία Λειτουργία είναι «επισκοποκεντρική» (αντίθετα από άλλους που εκλαμβάνουν αυτό ως μια υπερβολή και μιλούν για «χριστοκεντρισμό»). Μάλιστα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι κορυφαίοι επίσης θεολόγοι και πνευματικοί πατέρες της εποχής μας διαφοροποιούνται ως προς αυτό έναντι του Μητροπολίτη. Έχω υπόψη μου εδώ τα παραδείγματα του μακαριστού πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη, καθώς και του αγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, που αναπτύσσουν μια άλλη θεωρία περί του επισκόπου. Οι δύο τελευταίοι θεολόγοι μιλούν περισσότερο για το «διοικητικό» έργο του Αρχιερέως, ενώ δίνεται περισσότερη έμφαση και στο ζήτημα της προσωπικής αρετής που πρέπει να διαθέτει αυτός, ώστε να επιτελείται αξίως το έργο του.

Το ζήτημα αυτό είναι καθαρά θεολογικό, και θα επιλυθεί ασφαλώς από τους θεολόγους. Ωστόσο, όπως θεωρώ, έχει ένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον, και η φιλοσοφία μάλιστα θα μπορούσε να συμβάλει ώστε η φαινόμενη, ή πιθανόν και φαινομενική διαφορά, να μπορέσει να αμβλυνθεί, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου. Και αυτό γιατί στο όλο ζήτημα εμπλέκεται  η έννοια του «εικονισμού», καθώς ο Επίσκοπος νοείται, στο έργο του Μητρ. Περγάμου, αλλά ασφαλώς και στους άλλους, ως «εικόνα» Χριστού. Τι μπορεί να σημαίνει εδώ ο όρος «εικόνα»; Πριν επιχειρήσουμε μια κάποια διερεύνησή του, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ερμηνεία εκείνη κατά την οποία «εικόνα» Χριστού, σημαίνει ότι ο εκάστοτε Επίσκοπος είναι ο «αντιπρόσωπος» του Θεού στη γη, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος ο Χριστός «απουσιάζει» στον ουρανό, και θα πρέπει κάποιος να τον αναπληρώνει. Η έννοια αυτή της «εκπροσώπησης» έχει αναπτυχτεί κυρίως, ως γνωστόν, στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο, όπου ο Επίσκοπος Ρώμης διαθέτει την λειτουργική και νομοκανονική «εξουσία» να τελεί τα μυστήρια και να διοικεί την  Εκκλησία, επιβάλλοντας μια αυστηρή και άκαμπτη ιεραρχία παντού. Απόντος του Χριστού, είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, και δι’ αυτού όλοι οι άλλοι Επίσκοποι, που τελούν τις ιερουργίες. Περαιτέρω, ο Επίσκοπος είναι ο οικονόμος και του μυστηρίου της άφεσης των αμαρτιών, με το ρητό δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες –δυτικότροπες μάλιστα ορθόδοξες ευχές του μυστηρίου της Εξομολόγησης ακολουθούν μια παρόμοια φρασεολογία. Είναι όμως αυτή η έννοια της «αντιπροσώπευσης» στον ορθόδοξο χώρο;
Όλα αυτά όμως είναι , όπως είπαμε, θεολογικά ζητήματα, οπότε είναι καιρός να περάσουμε στην φιλοσοφία. Η έννοια του «εικονισμού», λοιπόν, απασχόλησε τα μέγιστα την βυζαντινή σκέψη, πρωτίστως στην περίοδο της εικονομαχίας, και έλαβε μάλιστα συστηματοποίηση κατά την εποχή του αγίου Θεόδωρου Στουδίτη (και λίγο πριν με τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό), ο οποίος και αναπτύσσει μια ολόκληρη «εικονολογία». Ας προστρέξουμε λοιπόν εκεί, καθότι πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική και από πλευράς ιστορικής εξέλιξης σημαντική πατερική «εικονολογία», μολονότι υπάρχουν και άλλες το ίδιο σπουδαίες από θεωρητική άποψη (πχ του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη). Πώς έχουν λοιπόν τα πράγματα; «Ο Στουδίτης υποστηρίζει ότι η εικόνα αποτελεί τον …πόλο μιας αμφίδρομης σχέσης: η εικόνα αναφέρεται στο αρχέτυπο, αλλά και η χάρη του πρωτοτύπου κατεβαίνει στην εικόνα», παρατηρεί ένας ειδικός στον Στουδίτη μελετητής [1]. «Οι εικόνες αποτελούν αποτυπώσεις προσαρμοσμένες στις αντιληπτικές κατηγορίες της ανθρώπινης διάνοιας, ώστε να λειτουργήσουν αναγωγικά και να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη θεωρία της εν πνεύματι λατρείας », γράφει ο ίδιος  περαιτέρω [2]. Και μάλιστα, το πιο σημαντικό (κάτι που δεν λαμβάνουν υπόψη ορισμένοι μελετητές των αναφερθέντων θεολόγων), η εικόνα λειτουργεί δια μέσου της «φαντασίας» [3]: βλέποντας δηλαδή τον Επίσκοπο, ο πιστός δεν καθηλώνεται στην εικόνα του ορατού εκπροσώπου, αλλά φαντάζεται ακριβώς τον Χριστό. Το κτιστό πρόσωπο εικονίζει το άκτιστο – όπως και η κτιστή ύλη της αγιογραφίας λειτουργεί αναγωγικά προς το αρχέτυπο. Και μάλιστα, τελείως αντίθετα από το ρωμαιοκαθολικό παράδειγμα (όπου η ιεραρχία διατηρεί το δικαίωμα της «αυθεντίας» και της εξουσιαστικής επιβολής ), δεν παύει καθόλου, κατά την στιγμή της θέας της ορατής εικόνας, να λειτουργεί η προσωπική κρίση και η διανοητική λειτουργία του πιστού, αλλά αυτή οξύνεται και εντείνεται. «Στη βυζαντινή γνωσιολογία, που φαίνεται να ακολουθεί εδώ ο Θεόδωρος Στουδίτης, υπάρχει μία ολόκληρη ψυχολογική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία τα αισθητά γνωρίζονται διά των αισθητηρίων οργάνων και τα αισθητά προκαλούν στην ψυχή το πάθος της φαντασίας. Ό,τι έχει αντιληφθεί (η ψυχή), (δηλαδή) η δόξα, παραδίδεται στο διανοητικό, και απ’ εκεί παραλαμβάνεται από τον ενδιάθετο λόγο, ο οποίος κρίνει και αξιολογεί τη δόξα. Στη συνέχεια το κριθέν ως αληθές, που αποκαλείται νους (νοητική παράσταση), παραπέμπεται στο μνημονευτικό, μία αποθήκη της μνήμης, της φαντασίας, που άφησε κάποια αίσθηση. Τέλος, η μνήμη διασώζει τους τύπους που αντελήφθη η ψυχή» [4]. Η εικόνα είναι λοιπόν ένα «μέσο», που κινητοποιεί όλο το ψυχοδυναμικό πεδίο του πιστού. Κατά συνέπεια, ο Επίσκοπος, εικονίζοντας τον Χριστό, ανάγει απλά προς το πρωτότυπο, βοηθώντας το ποίμνιό του να γίνει σώμα Χριστού. Δηλαδή, όσο πιο πολύ παρατηρεί κανείς τον Επίσκοπο, στην ορθόδοξη λειτουργία, τόσο πιο πολύ ο νους του «διανοίγεται» προς τον Θεάνθρωπο. Η τιμή της εικόνας, πληροφορούμαστε, κάτι βέβαια που είναι πασίγνωστο, αναβαίνει προς το αρχέτυπο.
                                 **************
Όλα αυτά μπορεί να τα ανεύρει κανείς, και κάνει αυτό ισχυρή εντύπωση, στον σύγχρονο γάλλο φαινομενολόγο φιλόσοφο, Ζαν-Λυκ Μαριόν, ο οποίος αντιδιαστέλλει ρητά την εικόνα από το «είδωλο». «Το είδωλο», γράφει, «γοητεύει και αιχμαλωτίζει το βλέμμα, ακριβώς επειδή πάνω του δεν υπάρχει τίποτε που να μην πρέπει να εκτεθεί στο βλέμμα, και να το έλξει, να το πληρώσει (=γεμίσει), να το συγκρατήσει» [5]. Αυτό που εννοεί εδώ ο Μαριόν είναι ότι τα ξόανα και τα ειδωλολατρικά αγάλματα εν γένει «αιχμαλωτίζουν», παγώνουν το βλέμμα, το καθηλώνουν, απομαγεύοντάς το, σε ένα και μοναδικό χωρικό σημείο, που ωστόσο υποδουλώνει. Και ο θεατής βέβαια που το ατενίζει ως είδωλο, περιμένει εξαρχής την απολιθωματοποίηση του βλέμματός του, γιατί το μόνο που αποζητά είναι να υποταχθεί στο άγαλμα της θεότητας. «Αυτό που κάνει το είδωλο είδωλο οφείλεται στο βλέμμα. Η ορατότητά του είναι θαμβωτική (=εκ-θαμβώνει, καθηλώνει) στο μέτρο μόνο που το βλέμμα το βλέπει με σεβασμό. Δεν τραβά το βλέμμα παρά μόνο αν το βλέμμα το έχει τραβήξει ολόκληρο μέσα στο βλεπτό, και εκεί το εκθέτει και το εξαντλεί. Το βλέμμα και μόνο, αυτό κάνει το είδωλο, ως έσχατη συνάρτηση του βλεπτού» [6]. «Η … προθετικότητα», προσθέτει ο Μαριόν, «αποβλέπει (=στοχεύει) στο θείο, και το βλέμμα εντείνεται για να δει το θείο, να το δει παίρνοντάς το λοιπόν μέσα στο πεδίο του βλεπτού». Το είδωλο, εννοεί εδώ ο συγγραφέας, στην ουσία προσπαθεί να «αδράξει» και να κυριεύσει, να παγώσει το θείο, να το μεταβάλλει σε κάτι απτό, περατό, όπως είπαμε, να το αιχμαλωτίσει. Του επιβάλλει όρια, πέραν των οποίων δεν μπορεί να διανοιχτεί. Το βλέμμα σταματά μπροστά στο άγαλμα, και δεν επιτρέπεται να δει κανείς τίποτε παραπέρα. Το άγαλμα απλώς εκ-στασιάζει τον θεατή, τον γοητεύει-«γητεύει» με το οπτικό του θάμβος, τόσο που είναι έτοιμος ο ειδωλολάτρης να προσκυνήσει την θεότητα και να πέσει κάτω, συγκλονισμένος από το τρομερό βίωμα. Βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου της ειδωλο-«λατρείας», όπου αιχμαλωτίζεται κανείς στην  λάμψη του λατρευόμενου γλύπτου.
Αντιθέτως, η εικόνα, όπως ισχυρίζεται ο  γάλλος φαινομενολόγος, «δεν προκύπτει από μια θέαση, προκαλεί μια θέαση» [7]. Ποτέ η μορφή μιας εικόνας (και ως τέτοια θεωρεί ο Μαριόν πχ το πρόσωπο του άλλου) δεν «παγώνει» την ετερότητα σε κάτι στατικό, αλλά παραπέμπει πάντα στο αόρατο. «Αντί να προχωρεί το ορατό προς την κατάκτηση του αοράτου…, θα λέγαμε μάλλον ότι το αόρατο φτάνει μέχρι μέσα στο ορατό, ακριβώς επειδή το ορατό προκύπτει από το αόρατο» [8]. Βρισκόμαστε στην καρδιά του φαινομένου της «εικόνας», που είναι πάντα να παραπέμπει αλλού, και ως εκ τούτου να διανοίγει την «κοινωνία». «…Ακόμα και όταν το παρουσιάζει η εικόνα, το αόρατο παραμένει αόρατο».  
Το ζήτημα είναι ασφαλώς το αόρατο να γίνει μορφή πάντα μένοντας αόρατο. Η εικόνα λοιπόν δεν γίνεται ποτέ να εξαντικειμενίσει τον άλλο, που θα παραμένει για μας, πάντα εν κοινωνία, έτερος. Χάρη σ’ αυτήν, το βλέμμα δεν σταματά ποτέ σε κάτι ορατό, αλλά διερευνά τα ανεξερεύνητα οντολογικά βάθη του υπαρκτού, που θαυμαστά μπορεί ωστόσο να γίνεται μορφή: το αόρατο καθοράται. Ο Επίσκοπος λοιπόν δεν λειτουργεί ως ειδωλικό άγαλμα, αλλά παραπέμπει στο αρχέτυπο: τον μέγα Αρχιερέα. 
Τελειώνοντας, ειρήσθω εν παρόδω ότι ο εικονισμός στην Δύση έχει περιορισμένη σημασία, καθώς εκεί ποτέ δεν κατανοήθηκαν επαρκώς οι δογματικές αποφάσεις της Ζ Οικουμενικής Συνόδου. Τα αγάλματα, που έχουν ως γνωστόν πολύ περιορισμένη αναγωγική δυνατότητα, και παράλληλα αδυνατούν να φέρουν εσχατολογικό περιεχόμενο, έχουν δυστυχώς αντικαταστήσει τις εικόνες. 
                                 --------
Κατόπιν όλων αυτών, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η διδασκαλία του Σεβ. Πέργαμου πως ο Επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», δεν σημαίνει παρά ότι αυτός διανοίγει για τους πιστούς, ως αληθής εικόνα, τον «φαινομενολογικό», δηλαδή  οντολογικό εκείνον ορίζοντα, που λέγεται «Χριστός». Η θεία Λειτουργία είναι λοιπόν όντως χριστοκεντρική. Τώρα, η διδασκαλία αυτή μπορεί να συμβιβαστεί, πιστεύω, με την άποψη των πατέρων Ρωμανίδη και Σωφρονίου, ότι σπουδαιότατο είναι για την Εκκλησία το διοικητικό έργο του Επισκόπου, καθότι ο Επίσκοπος, όντας εικόνα Χριστού, πράττει και λέγει ό,τι και ο Χριστός. Δηλαδή, το διοικητικό έργο του Επισκόπου είναι μάλλον προέκταση του καθαρά λειτουργικού. Τέλος, η έμφαση που δίνουν και οι δύο στην προσωπική αρετή του  Επισκόπου, σχετίζεται με το ότι ο Αρχιερεύς  πρέπει και να έχει, κατά το δυνατόν, ήθος Χριστού. Τέλος, αν σκεφτούμε αυτό που λέγει ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ότι δηλαδή στην εικόνα εικονίζεται το δοξασμένο, και όχι προαναστάσιμο, σώμα του Χριστού, καταλαβαίνει κανείς γιατί ο εικονισμός του Χριστού από τον Επίσκοπο στην Θεία Λειτουργία είναι πράγματι εσχατολογικός , και όντως υπερβαίνει τόσο το καθαρά διοικητικό, όσο και το ζήτημα της προσωπικής αρετής του εκάστοτε Επισκόπου, που τελεί το μυστήριο. Αυτό ως γνωστόν είναι έγκυρο, άσχετα από το πόσο άγιος είναι αυτός που το επιτελεί.

[1] Γ. Τσιγαρά, Η εικονολογία του Θεοδώρου Στουδίτη, Π. Ι. Π. Μελετών, Θεσ/κη 2011, σελ. 163
[2]ό.π. σελ. 164
[3]αυτόθι
[4]ό.π. σελ.164-5
[5]J-L Marion, Ο Θεός χωρίς το Είναι, Πόλις, Αθήνα 2012, σελ. 21
[6]ό.π. σελ. 22
[7]ό.π. σελ. 33
[8]ό.π. σελ. 34

Εικόνα: Ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς
πηγή κειμένου: Aντίφωνο