Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ένα φαγιούμ κι ακόμα ένα


Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος

Ηλίας Παπαγιαννόπουλο

Κείμενα

1.

Σε αντίθεση με την περίπτωση Καραγάτση, η επιστροφή του Χρήστου Βακαλόπουλου στην ημερήσια διάταξη φάνηκε να συνοδεύεται από έναν συντονισμό των αναγνωστικών ηθών. Οι λιγοστές επιφυλάξεις δεν επισκίασαν την περίπου ομόθυμη υποδοχή, το αντίθετο. Θα έμοιαζε με κάποια αναπάντεχη νηνεμία εν μέσω αλλεπάλληλων αναταράξεων του πολιτισμικού πεδίου. Όμως αν οι υψηλοί τόνοι των τελευταίων, εν μέσω μιας γενικευμένης πολιτικής κόπωσης, άφηναν κάποτε την εντύπωση πως ο βυθός παρέμενε ανέπαφος, με τον Βακαλόπουλο θα βρισκόταν ίσως κανείς στον ίδιο τον σιωπηλό βυθό. Κοντολογίς: αν οι αντιπαραθέσεις εκεί δεν φανέρωναν πολλά, η συναίνεση εδώ κρύβει όμως αρκετά.

Όπως πάντα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε έναν συγγραφέα έξω από τα φίλτρα των προηγούμενων αναγνώσεών του. Ωστόσο εδώ η διαμεσολάβηση διπλασιάζει κατά κάποιον τρόπο το επίδικο, διότι εμπλέκει αποφασιστικά ένα δεύτερο πρόσωπο, κρίσιμο σε μια γενικότερη ανάλυση της πολύ πρόσφατης ιστορίας των ιδεών και του ίχνους της πάνω μας. Ο Βακαλόπουλος που επιστρέφει σήμερα είναι εν πολλοίς ο Βακαλόπουλος του Κωστή Παπαγιώργη, για την ακρίβεια του Γεια σου, Ασημάκη (1994). Είναι λοιπόν εδώ που πρέπει καταρχάς να στραφεί η κριτική χειρονομία.

Εξαιρώντας το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, αφιερωμένο στη Γραμμή του ορίζοντος, το υπόλοιπο διαβάζεται πρωτίστως ως αποκωδικοποίηση της οργάνωσης μιας προσωπικότητας – το ενδιαφέρον του Παπαγιώργη δεν το κεντρίζει ένα έργο, όσο ένα πρόσωπο. Τα προηγούμενα γραπτά του Βακαλόπουλου είτε αναλύονται βιαστικά, όταν πρόκειται για τα λογοτεχνικά, είτε περίπου προσπερνώνται, όπως ο μεγάλος όγκος των κριτικών σημειωμάτων του. Ειδικά αυτά τα τελευταία, ωστόσο, που για τον Παπαγιώργη συνιστούν απλώς μαθητείες κι ασκήσεις μιας περιόδου όπου ο Βακαλόπουλος ψάχνει, σκηνοθετεί, ή απλώς αποφεύγει τον εαυτό του σε αλλότρια, δηλαδή σε εσπέρια χωρικά ύδατα, επανέρχονται μεταμφιεσμένα ακριβώς την ύστατη ώρα της Γραμμής του ορίζοντος, όταν δηλαδή ο Βακαλόπουλος βρίσκει συγγραφικά τον εαυτό του. Θα τα θεωρούσα, έτσι, ερμηνευτικώς κρίσιμα ως προς τις αναπάντεχες τροπές του έργου του και την κατάληξή τους. Πουθενά αλλού ο Βακαλόπουλος δεν εγγράφεται τόσο ριζικά στη νεωτερική χρονικότητα όσο στο τελευταίο του βιβλίο, όπου όλα του τα παλαιά διδάγματα μεταγράφονται και κορυφώνονται. Παραμένοντας, αντίθετα, στη σταθερή τροχιά ενός ψυχογραφήματος, ο Παπαγιώργης εστιάζει εντέλει σε ένα και μόνο κείμενο που θεωρεί σημαντικό, χωρίς πάντως να χάνει ούτε και τότε από τα μάτια του το βασικό για εκείνον: την παράξενη δύναμη ενός προσώπου.

Ο τόνος του Γεια σου, Ασημάκη είναι προπαντός θερμός, συχνά συγκινητικός, και θαυμαστικός. Δεν λείπουν οι αιχμηρές φωτοσκιάσεις που τον διαστίζουν εδώ κι εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές μοιάζουν περισσότερο με αντεστραμμένες όψεις ενός εγκωμίου. Δύο είναι οι στιγμές όπου ο Παπαγιώργης συσχετίζει ρητά τον δικό του πνευματικό δρόμο, αλλά και το εγχείρημα που έχει μόλις αναλάβει, με τον Βακαλόπουλο· και οι δύο έχουν ενδιαφέρον. Σε αμφότερες αντηχεί μια κουβέντα του Λορεντζάτου για τον Σεφέρη από το Χαμένο κέντρο. «Για χρόνια», γράφει ο Λορεντζάτος, «στάθηκα μουδιασμένος μπροστά του […] κάθε φορά που παραμερίζοντας, τελικά, τα παράλληλα διαβάσματα της νιότης, το μαχαίρι της φωνής έφτανε στο κόκκαλο της διατύπωσης, αντάμωνα μπροστά μου το Σεφέρη να έχει περάσει πρωτύτερα από εκεί που εγώ προχωρούσα ψηλαφητά, και συχνά να έχει περάσει μάλιστα “εν ξυφήρεις”» (Μελέτες, Ι, 392). Και ο Παπαγιώργης: «Επειδή και του λόγου μου ασκούμαι χρόνια στην τέχνη του ωρολογοποιού της καθημερινής ζωής, ομολογώ ότι σχεδόν στα πάντα, στην παραμικρή “βίδα”, τον έβρισκα υποψιασμένον και ξεσκολισμένον» (35). 

Μυστικές συνάφειες λοιπόν και σιωπηλά νεύματα – τουλάχιστον. Νωρίτερα, ωστόσο, ο Παπαγιώργης σημείωνε: «Περιεχόμενο του βιβλίου θέλω να είναι το πένθος· αλλά πιλότος το βλέμμα ενός ανθρώπου που, κι αν δεν τον αγάπησα όσο του άξιζε, παραμένει ολοζώντανος μέσα μου» (22). Από πού έρχεται άραγε το παράκαιρο αυτής της κατάφασης, η καθυστέρηση, όπως και η όψιμη δύναμή της; Στην επόμενη σελίδα, ο Παπαγιώργης θα συνεχίσει: ο θάνατος του φίλου, εκείνου που «χάριζε νόημα με κάθε του κίνηση στην ανομολόγητη συνενοχή, αποκτά ανυπολόγιστα δικαιώματα. Αιφνίδια μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό […] Ό,τι είχαμε του ανήκει, ό,τι κάνουμε το διεκδικεί. Στα πάντα σπεύδει πριν από μας, στα πάντα μας αφήνει προσωρινά ελεύθερους» (23).


Σε ό,τι ακολουθεί, ξετυλίγεται το πορτρέτο μιας προσωπικότητας γοητευτικής κι αξιαγάπητης, όπως ήδη διαβάσαμε. Αγαπήθηκε πράγματι και θαυμάστηκε πολύ εκείνο το ακτινοβόλο πρόσωπο της αθηναϊκής σκηνής του ʼ80, προσθέτει ο Παπαγιώργης αργότερα σε αυτό το βιβλίο, το Γεια σου, Ασημάκη, που ο ακαθόριστος απόηχός του φτάνει μέχρι τα ενδότερα μιας δικής μας συνθήκης. Αυτός ο απόηχος είναι που με ενδιαφέρει σήμερα όπου ξανακούγεται, καθαρός στην επιφάνειά του, αλλά όχι στο βάθος του. Ας προσέξουμε, πάντως, από τώρα πως δεν πρόκειται ακριβώς για το πορτρέτο ενός ζωντανού που έχει στο μεταξύ πεθάνει, αλλά για το πορτρέτο κάποιου που ο θάνατος τον κατέστησε πρωταρχικά αντικείμενο του βλέμματος. Εφεξής αυτός ο θάνατος περιφέρεται μέσα στο καλλιτεχνικό ή στο θεωρητικό έργο ως όρος του προσώπου, όρος του βλέμματος που το κοιτάζει και εντέλει όρος του βιβλίου που το αποτυπώνει. Πορτρέτο ενός «άφαντου θεού», το Γεια σου, Ασημάκη δεν ήταν, κατά βάθος, παρά μια νεκρική προσωπογραφία, το φαγιούμ του Βακαλόπουλου. Μολονότι ο Παπαγιώργης ακολουθεί ακούσια την εσωτερική τροχιά του Λορεντζάτου, η ελκτική δύναμη δεν είναι εδώ πια η παράδοση, ούτε η ζωντανή σχέση με ένα πρόσωπο, αλλά, απεναντίας, η απώλεια και η φασματική ανάμνησή τους.

2.

Το βιβλίο του Παπαγιώργη ξεδιπλώνεται σε μια εναλλαγή ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό, οικογενειακό χώρο. Αυτοί δε οι χώροι αντιστοιχούν σε χρόνους, ένα δρομολόγιο ανάμεσα σε μια «μαγική αχρονία» της εστίας και στον ιστορικό χρόνο ως έναν μηχανισμό ψυχικών εκτοπισμών από κάθε εστία καταγράφει τις κυμάνσεις φωτός και σκότους στο πρόσωπο που σκιαγραφείται. Οι όροι θα συγκροτούσαν δίπολα μιας σταθερής αντίθεσης, αν μια σειρά από παράδοξα δεν τους διέτρεχε στην ανάλυση του Παπαγιώργη.

Το Γεια σου, Ασημάκη ξεκινά με ένα πικρό εγκώμιο, τυπικά παπαγιωργικό, ενός χρόνου που ξηλώνει τους ψυχισμούς. Κατεξοχήν εκτεθειμένοι σε αυτό το ξήλωμα είναι όσοι καθιστούν την πόλη πεδίο της εσωτερικής ζωής τους συγκροτώντας τον εαυτό τους με τα υλικά της. Διότι οι δημόσιοι χώροι, μορφές ενός «έξω», υπονομεύουν με τον καιρό κάθε ψευδαίσθηση γύρω από τον βίο και την ταυτότητα. Μέσα στη μακαριότητα της μονιμότητας όπου οι χώροι αυτοί προσελκύουν δολίως, σωρεύεται αθόρυβα μια χασούρα που πάντα περιμένει στο βάθος των διαδρομών. Αλλά αυτή η βία, που καταρχάς διαβρώνει ένδον τα πρόσωπα, έχει ως άλλη της όψη το να φέρνει κάποιον πιο κοντά στον μύχιο εαυτό του, στο αληθινό του σχήμα (19), είναι μια βία ζωτική – κι αυτό είναι το πρώτο, διαλεκτικό παράδοξο. Η φιγούρα του Νεοέλληνα συγγραφέα θα αφορούσε, στις καλύτερες στιγμές του, μια τέτοια συνθήκη. Αυτός δεν έλκει την καταγωγή του από πανεπιστημιακά θερμοκήπια, για τα οποία ο Παπαγιώργης διατηρεί πάντα ακονισμένα τα βέλη της ειρωνείας του, αλλά από άσημες και ταλαιπωρημένες «ψυχούλες», όπως γράφει, που φιλοξενούν ξαφνικά εντός τους σπάνιες δέσμες φωτός ή σκότους φανερώνοντας ανάλογες εκφραστικές δυνάμεις. Τέτοιες δέσμες και τέτοιες δυνάμεις δεν θα ήταν παρά η άλλη όψη της εσωτερικής τους διάβρωσης.

Συμβαίνει, ωστόσο, τέτοιοι ψυχισμοί, ανέστιοι και περιπλανώμενοι, να συγκροτούν ταυτόχρονα «μια μπάντα που παίζει ανελλιπώς μέσα στην πόλη την τυφλόμυγα», να ανασυστήνουν στον δημόσιο χώρο μια ορισμένη κοινότητα. «Στην νεοελληνική συνάφεια», θα αποφανθεί χωρίς περιστροφές ο Παπαγιώργης, «όλα κρίθηκαν στις μεγάλες παρέες που σε περνούν δια πυρός και σιδήρου, όχι στα στέκια των απόμερων σπερμολόγων» (39). Ό,τι είναι να κατακτηθεί στα γράμματα, μεσολαβείται από την κοινωνική εικόνα του καθενός και τη δοκιμασία της «επιβίωσης μέσα στην κοινότητα», ως εάν η κοινότητα να μην ήταν εντέλει παρά μια μετωνυμία της διαβρωτικής πραγματικότητας. Αλλά η συγγένεια της κοινότητας με τον χρόνο είναι ασφαλώς παραπλανητική· διαφορετικής τάξης είναι η διάβρωση του ενός από κείνη της άλλης. Δεδομένου ότι τον Παπαγιώργη δεν ενδιέφερε η οργανωμένη συνοχή ενός κειμενικού όλου, όσο οι σπινθήρες μιας σειράς επιμέρους στοχασμών που εκτείνονταν ως αναπτύγματα αφορισμών, δεν είμαι σίγουρος ότι στην ταλάντωση ανάμεσα στη μοναχική απόκλιση, την παραδομένη στην εισβολή ενός «έξω», και στην, οδυνηρή έστω, συμμετοχή στη ζωή της κοινότητας που ανακυκλώνει τα πάθη του «μέσα» – δεν είμαι λοιπόν σίγουρος ότι εδώ δεν λανθάνει μια μείζων δική του ταλάντωση. Από τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη μέχρι, τηρουμένων των αναλογιών, τον Βακαλόπουλο, όπως άλλωστε και στα πρόσωπα του 1821 που τραβούν την προσοχή του, οι αποχρώσεις της στα πορτρέτα έχουν ενδιαφέρον. Και στο πορτρέτο που μας απασχολεί εδώ, είναι κρίσιμες.

Όλη η κλίμακα των εμπειριών και των συναισθημάτων στεγάζεται στην κοινότητα που τα περικλείει στη μεγάλη ενότητά της, όπως την σκιαγραφεί, με εμφανές κέφι και φυσικά εκ των ένδον, ο Παπαγιώργης στο Γεια σου, Ασημάκη. Από τα ομηρικά έπη μέχρι την επαναστατική Ελλάδα, από εκεί, δε, μέχρι τις μέρες μας, λίγα θα είχαν αλλάξει ως προς μια τέτοια θεώρηση της ψυχοκοινωνικής ζωής για εκείνον. Αυτή η υπερ-ιστορική θέωρηση αποδίδει το δεύτερο παράδοξο, αντι-διαλεκτικό τώρα, πως μια θεμελιώδης κοινοτική συνάφεια ανασυστήνεται διαρκώς κάτω από τη φαινομενική εξάρθρωσή της σε μοναχικούς βίους· πως μια κυκλική, οιονεί μυθική δομή συμπερίληψης δεν σταματά να επαναλαμβάνεται κάτω από όλους τους ιστορικούς θρυμματισμούς και όλες τις ρήξεις. Μέσα στον διαβρωτικό μηχανισμό του χρόνου ενδημεί εντέλει για τον Παπαγιώργη κάτι που μένει αλώβητο από τον χρόνο, ακέραιο και αδιαμεσολάβητο. Αν ο πρώτος βιώνεται ατομικά ενώ το δεύτερο συλλογικά, το κρίσιμο είναι πως το συλλογικό διατηρεί την τελευταία λέξη οδηγώντας κάθε διάβρωση όχι σε ένα απογυμνωμένο βλέμμα, αλλά στην οικονομία ενός κοινού κόσμου. Από μια τέτοια σκοπιά, ακόμα και οι αποκλίσεις δεν θα απέδιδαν μια ρηγμάτωση της κοινότητας, όσο ένα κρυφό βλέμμα στο κέντρο της. Ιδού ο Ντοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης ως παραλλαγές του, όσο για τον Βακαλόπουλο, «χαρακτηριστική φιγούρα των δημόσιων χώρων», καθορισμένος εσωτερικά από σύνδρομα της συντροφιάς, αυτός θα έμοιαζε με ένα ιδανικό παράδειγμα των τρόπων με τους οποίους η ιδιάζουσα ατομικότητα επιστρέφει εκ δυσμών, πάντα επιστρέφει, πάντα εκ δυσμών, στους κόλπους της κοινότητας, στο περιβόητο «καθ’ ημάς» (54), για να βρει εκεί τον βαθύτερο εαυτό της.

Όμως κάτι περιπλέκει ακόμα περισσότερο την εικόνα: το ευτυχισμένο μοναχοπαίδι που δεν γνωρίζει ματαίωση ή αποτυχία, μια ευνοημένη εξαίρεση, ειδικά σε σχέση με τον κανόνα της σύγχρονης ιστορικής μοίρας, που θα είχε εξαρχής παρακάμψει κάθε δοκιμασία. Ξεκινώντας το εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Η Αγία Οικογένεια», ο Παπαγιώργης, μοναχοπαίδι και ο ίδιος, αφού πει ότι στον Βακαλόπουλο δεν υπήρχε καθόλου Κάφκα, ούτε πατροκτονία, τονίζει έναν «γλυκό άνεμο παλιάς, γνήσιας Ελλάδας» που τον ένιωθε συχνά να πνέει στον ψυχισμό του φίλου του ήδη πριν γνωρίσει τους γονείς του (60). Στις επόμενες σελίδες θα αποδώσει με τρυφερότητα την ψυχική δομή ενός οικογενειακού «θερμού ενυδρείου» που ακυρώνει εκ προοιμίου τον χρόνο και τις μείζονες αρνήσεις που τον ακολουθούν. Μια τέτοια ατμόσφαιρα σταθερής προστασίας απολήγει σε μια «ακέραια προσωπικότητα», η χρονικότητα της οποίας θα ήταν ένας ενεστώτας ακίνητος και αυτάρκης.

Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια, μέχρι να φτάσουμε δηλαδή στο κρίσιμο ακροτελεύτιο για την Γραμμή του ορίζοντος, ένα νήμα διατρέχει όσα κοιτάζει και σχολιάζει ο Παπαγιώργης στον βίο και στην προσωπικότητα του Βακαλόπουλου. Από τότε που βγήκε στον κόσμο για να επαληθεύσει ένα θωρακισμένο Εγώ (86-87), μέχρι τον καιρό που ακολούθησε το ξέσπασμα της ασθένειας, ο Βακαλόπουλος θα αντλούσε από την ιδιωτική κρύπτη του οικογενειακού χρόνου, διαβάζουμε (109), μια εσωτερική αίσθηση αρραγούς συνέχειας των πραγμάτων – μιας διάρκειας που θα είχε εγκατασταθεί στο σιωπηλό βάθος κάθε εύθραυστου παρόντος. Μολονότι κρυμμένος μέσα στην κρυψώνα μιας ψυχρής νόησης, εκείνος θα ταξίδευε ταυτόχρονα βαθιά στα «ήθη της συνάφειας» και στις παρέες, ενώ ένας προσωπικός μύθος δεν σταμάτησε να διαμορφώνεται κοινωνικά (97, 99-100, 122).

Δεν μπορεί κανείς να μην προσέξει αυτό το τελευταίο παράδοξο. Πως, δηλαδή, ο Βακαλόπουλος του Παπαγιώργη, μέχρι το σημείο όπου βρισκόμαστε, ανατρέπει όλη εκείνη την ανάλυση που θα υπογράμμιζε τις δοκιμασίες της κοινότητας ή το αποκαλυπτικό δυναμικό του ιστορικού χρόνου. Διότι εδώ η κοινότητα δεν λειτουργεί παρά μόνο σαν το ιδανικό κάτοπτρο μιας ταυτότητας διαμορφωμένης πριν κι έξω από αυτήν, η δε ενδεής κινητικότητα της πρώτης αναγνωρίζει στην ακίνητη πληρότητα της τελευταίας την εντελέχειά της. Σήμερα, μετά τη θητεία στην καλλιτεχνική και θεωρητική αποκαθήλωση της ελληνικής οικογένειας για χρόνια, ένα τέτοιο πορτρέτο της τελευταίας θα έμοιαζε μακρινό πια. Εξίσου παράκαιρο ηχεί το εγκώμιο μιας προσωπικότητας συμπαγούς με έναν τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τη φιγούρα του Νεοέλληνα συγγραφέα, όπως την ανασυγκροτούν εγχώρια ιστορικά σχήματα, και της σχέσης του με το κοινωνικό του περιβάλλον. Έτσι, σε αμφότερα τα επίπεδα επιστρέφει αναπάντεχα σήμερα, μαζί με τον Βακαλόπουλο, κάτι που το νομίζαμε χαμένο ή ξεπερασμένο: η αξίωση ενός καταγωγικού υλικού αλώβητου από όλες τις φθορές του ιστορικού χρόνου – ένα άλλο «μυστικό της μονιμότητας» (146) που νομίζουμε πως αναπνέουμε στην αραιή νεοελληνική ατμόσφαιρα.

Το ζήτημα γίνεται ακόμα σοβαρότερο όταν παρακολουθούμε τον Παπαγιώργη να εισέρχεται πλέον στην ανάλυση της Γραμμής του ορίζοντος. Διότι αν εδώ το παρόν μιας οικογενειακής αχρονίας υποχωρεί, αν ο Βακαλόπουλος του Παπαγιώργη αναγκάζεται να εξέλθει στον χρόνο και να υποδεχτεί το παρελθόν, ό,τι θα αναδυόταν, ωστόσο, ως παρελθόν δεν θα ήταν παρά μια κοινωνική και πολιτισμική προέκταση της οικογενειακής συνθήκης. Μια υπεριστορική αίσθηση όπου το αεί είναι θρονιασμένο μέσα στο νυν (144) και κατά συνέπεια μια σταθερή ταυτότητα που ζει αδιαλείπτως τον εαυτό της εγκαταλείπουν μεν τώρα την αθηναϊκή κρύπτη του Βακαλόπουλου, μετοικώντας όμως αυτούσια σε έναν μεγάλο χρόνο και στα πρόσωπα εκείνων των άλλων που τον φέρουν. Την ώρα που η Ρέα Φραντζή, μέσα δε από αυτήν μια ολόκληρη γενιά, χάνει όλα της τα στηρίγματα στο παρόν, είναι πια έτοιμη να αντιληφθεί μια σύναξη γερόντων στο νησί, πραγματική όσο και συμβολική. Σύναξη άθικτη μέσα στην περιφρονημένη πλην αδιάκοπη ροή κληρονομιάς που περιβάλλει τα πρόσωπα σαν άλλο θερμό ενυδρείο, αυτό το υπόγειο της Ιστορίας θα βρισκόταν «πάντα εκεί». Από εκεί, λοιπόν, όπως υπογραμμίζει ο Παπαγιώργης, αυτός ο μαγικός κύκλος θα μεγάλωνε στα κρυφά τη Ρέα Φραντζή «από μακριά» (Η γραμμή του ορίζοντος, 132). Πάντα εκεί, από μακριά – ξανά το διττό σχήμα μιας σωτήριας θέρμης κάτω από την ψυχρή επιφάνεια, μιας παρουσίας κρυμμένης μέσα στις φαινομενικές απουσίες, στην εγγύτητα του απόμερου. Κρυπτοθεολογικό ή μυθικό, ένα τέτοιο σχήμα ιστορικότητας είναι εντέλει σε θέση να συστεγάσει ετερογενείς νοοτροπίες της μητρόπολης που συναντιούνται σε μια νοσταλγία της αυθεντικότητας και του κοινού νοήματος. Είναι μια τέτοια ανάγνωση του Βακαλόπουλου που ρέει σήμερα στις αρτηρίες ενός διαδεδομένου αισθήματος και που θέλει τον αναγνώστη της Γραμμής του ορίζοντος να έχει μπροστά του μια λυτρωτική διαφυγή στο πέλαγος, στο Αιγαίο φυσικά, μια όψιμη πλην καθαρκτική εμβάπτιση στο πνεύμα μιας εστίας η οποία θα τον περίμενε, μυστικά και καρτερικά, να επιστρέψει. Κάποτε θα θεωρούσε επιπλέον κανείς ότι θα πλησίαζε τώρα στο δισκοπότηρο της νεοελληνικής ιστορικής φαντασίας, δηλαδή στη σύζευξη των παραδόσεων. Τρεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία ενός βιβλίου που είχε γράψει ένα πρόσωπο που έσβηνε, βρίσκουμε εκεί το λαμπερό εικόνισμα μιας συλλογικής διαθήκης παραμένοντας παράλληλα σοσιαλμηντιακοί, σύγχρονοι, βυθισμένοι, όπως πάντα, στα παπαγιωργικά ήθη της συνάφειας.

3.

Το Γεια σου, Ασημάκη θα διέγραφε λοιπόν μια κυκλική τροχιά. Ξεκινώντας με τις φυγόκεντρες δυνάμεις της πόλης που ωθούν έναν ψυχισμό έξω από τον εαυτό του, ξεδιπλώνει στη συνέχεια έναν μηχανισμό που επανενσωματώνει κάθε απώλεια σε ένα κέντρο. Από το βιογραφικό επίπεδο στο κοινωνιολογικό κι από εκεί στο ιστορικό/πολιτισμικό, το νήμα της ανάλυσης μοιάζει να οδηγεί τον αναγνώστη στην αναγνώριση μιας ολοένα βαθύτερης μορφής του ιδίου. Κι όμως, εκείνος ο «άνθρωπος της μακρόσυρτης παροντικότητας» έμοιαζε κάθε τόσο, στα μάτια του Παπαγιώργη, να γερνάει ξαφνικά, ειδικά μέσα στις συντροφιές και τις κουβέντες τους. Μια αίσθηση ματαιότητας αναδυόταν σε αυτόν, κάποιος αόρατος ίσκιος τον πλησίαζε, διαβάζουμε, κι όταν ο ήρωας του Παπαγιώργη αναχωρούσε μόνος αργά τη νύχτα, μια βαθιά μοναχικότητα θα τον περιέβαλλε (124). Η προηγούμενη στέρεη σχέση με την πραγματικότητα θα γλιστρούσε τότε σε κάτι αβυσσαλέο. Ήδη νωρίτερα, στο Γεια σου, Ασημάκη λέγεται κάθε τόσο ότι στον Βακαλόπουλο ο Παπαγιώργης έβλεπε μια δευτερογενή προσπάθεια να αντιμετωπιστεί, να παρακαμφθεί, ή να οργανωθεί εξ αντιδράσεως «κάτι» – να μια έμμεση παραδοχή ότι ο πυρήνας δεν ήταν μια ακεραιότητα, αλλά, απεναντίας, ένα πλήγμα. Αυτό το πλήγμα έπαιρνε, κάτω από την οικογένεια και τις αθηναϊκές συντροφιές, τη μορφή μιας ξαφνικής σκιάς που δεν θα ήταν μόνο εκείνη του θανάτου. Αυτή ακριβώς η ξαφνική σκιά θα επανεμφανιστεί στις τελευταίες τέσσερις σελίδες του Γεια σου, Ασημάκη για να εγκατασταθεί πια στο κέντρο της ανάγνωσης της Γραμμής του ορίζοντος.

Αφού επαναλάβει πως ο Βακαλόπουλος εγκαταλείπει το παρελθόν του και το κρησφύγετο του οικογενειακού χρόνου, ο Παπαγιώργης γράφει πως πατάει πια πόδι σε ένα «υπονομευμένο παρόν» – πως, επομένως, κατοικεί σε έναν «νέο χρόνο» (154). Τι είδους είναι αυτός λοιπόν, που παραπέμπει ξανά σε κάποιο παρόν, ασθενές όμως τώρα; Θα έπρεπε κανείς να ξανασκεφτεί τη σχέση της Ρέας με την Έρση, για παράδειγμα, τη συγγένειά τους και το γεγονός ότι η Ρέα δεν αναγνωρίζει μόνο στη γεροντική σύναξη το ανήκειν της, αλλά επίσης και δη πρωτίστως στον κόσμο της Έρσης, τον κόσμο της ιστορικής απώλειας. Στην πραγματικότητα σε αυτόν παραμένει σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου – η Ρέα δεν έχει πουθενά να διαφύγει, πουθενά να επιστρέψει. Αν κάνει κάτι, είναι μια επιτόπια περιστροφή γύρω από τον άξονα του εαυτού της και, μαζί, του παροντικού κόσμου στον οποίο δεν μπορεί παρά, καταρχάς, να συνεχίσει να ανήκει. Να ανήκει δηλαδή μη-ανήκοντας, σαν ένα περίσσευμα εντός του: αυτή είναι η πραγματική μετατόπισή της και δεν αφορά μια μετάβαση από έναν ιστορικό και πολιτισμικό τόπο σε κάποιον άλλο, αλλά μια μετέωρη ρηγμάτωση του ίδιου τόπου η οποία διαρκεί και στη οποία εγκαθίσταται.

«Αυτή τη στιγμή λείπει, αν θέλετε της αφήνετε μήνυμα», έτσι ανοίγει το βιβλίο, «Ελληνίδα, αυτή τη στιγμή λείπει, κολυμπάει αργά προς τη γραμμή του ορίζοντος», έτσι κλείνει. Η γυναίκα αυτή, μια Ελληνίδα, έλειπε καθώς έφευγε από την Αθήνα και συνεχίζει να λείπει ενώ βρίσκεται στο νησί. Δεν λείπει μόνο από την Αθήνα, ούτε μόνο από τις τρέχουσες επικοινωνίες· λείπει επίσης από το ίδιο το νησί στο οποίο βρίσκεται και από κάθε δυνατό τόπο, λείπει, εντέλει, από κάθε συμπαγή ταυτότητα, από τον εαυτό της ως ψυχικό και ως πολιτισμικό υποκείμενο. Και αν ο Παπαγιώργης κλείνει το βιβλίο του γράφοντας πως ο Βακαλόπουλος έμεινε εντέλει είρων, κυνικός και ρεαλιστής μέχρι το τέλος, καθώς δεν ασπάστηκε πνευματικά μια θεολογική παράδοση αλλά μόνο τον τόπο όπου έζησε, αυτός ο τόπος δεν απομένει στο τέλος παρά αόριστος, ένας μη-τόπος στον οποίο ανήκουν πρόσωπα που λείπουν – και μόνο αυτά. Από μια τέτοια σκοπιά, αυτό το φασματικό πρόσωπο συνεχίζει μέχρι τέλους να βρίσκεται ουσιωδώς στην Αθήνα απουσιάζοντας την ίδια στιγμή από εκείνη. Αυτή η απουσία, μέσα στην οποία ξεδιπλώνεται όλο το βιβλίο, το ρήμα «λείπει» που το ανοίγει, το κλείνει και υποφώσκει σε όλη του τη διάρκεια, εμφανίζεται εδώ ως μια κατεξοχήν αθηναϊκή υπόθεση με έναν τρόπο που δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει χωρίς να προσπεράσει το ίδιο το βιβλίο.

Όπως ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου δεν έχει πουθενά αλλού να πάει, αφού κοιτάξει τον Ήλιο εκτός σπηλαίου, παρά μόνο να γυρίσει ξανά μέσα στο σπήλαιο και να απευθυνθεί σε όσους το μοιράζονται μαζί του, αυτό που είναι ο τόπος της ζωής του, ως εάν αυτή την επιστροφή και αυτή την απεύθυνση να υπέδειχνε ο ίδιος ο Ήλιος, έτσι και η Ρέα Φραντζή επιτελεί μια κίνηση που ορίζεται εσωτερικά από τη σπηλαιώδη Αθήνα. Όχι αυτήν των συντροφιών, ούτε βεβαίως της οικογένειας, αλλά της διάρρηξής τους από ένα νέο είδος του παπαγιωργικού «έξω», από την ίδια την Ιστορία δηλαδή. Σε αυτήν ακριβώς την οδυνηρή παραδοχή έγκειται η ευθύνη της, για την οποία κάνει λόγο ο Βακαλόπουλος σε μια συνέντευξη που μνημονεύει ο Παπαγιώργης (137). Έτσι η Πάτμος κι ο μνημονικός της ίλιγγος, όπως εύστοχα τον αποδίδει ο τελευταίος, δεν γίνεται, στη Γραμμή του ορίζοντος, παρά ένας λόγος που απευθύνεται, σιωπηλά ή μη, στα πρόσωπα με τα οποία η Ρέα Φραντζή κι ο ίδιος ο Βακαλόπουλος μοιράζονται τη ζωή τους. Απευθύνεται επομένως όχι σε μια σύναξη γερόντων, αλλά στους κατοίκους της πόλης, που και αυτοί κατά βάθος λείπουν χωρίς να το έχουν αντιληφθεί. Απευθύνεται σε ένα απωθημένο μέρος του ψυχισμού τους και στη βαθιά ιστορικότητά τους, συγκροτώντας μια κοινότητα μαζί τους, μια νέα κοινότητα, ακριβώς διαμέσου της δικής της μοναχικότητας, όπως θα πει ο Βακαλόπουλος στην ίδια συνέντευξη, της κοινής και απωθημένης μοναχικότητας. Διαμέσου, λοιπόν, της δικής της μοναχικής ευθύνης, εγκατεστημένης στο αόρατο, κοινό κέντρο του θρυμματισμού – μιας ευθύνης και ενός κέντρου που παίρνουν τώρα τη μορφή αυτού του βιβλίου. Δεν πρόκειται για ένα απωλεσθέν κέντρο που ξανακερδίζεται, αλλά για το κέντρο της απώλειας καθεαυτήν.

Τούτο το πρόσωπο που λείπει, δηλώνει το σημείο όπου άλλα πρόσωπα μπορούν για πρώτη φορά να πάψουν απλώς να λείπουν κι επιπλέον να το αγνοούν. Κατοπτριζόμενα σε κείνο, θα μπορούσαν πλέον να αναγνωρίσουν μια διαφορετική, μητροπολιτική κοινότητα μέσα στην ίδια την απώλεια κάθε ιστορικής κοινότητας – στον πραγματικό τόπο τους δηλαδή. Εφεξής, η μόνη κοινότητα είναι εκείνων που λείπουν, η κοινότητα εκείνων που δεν έχουν κοινότητα, όπως το διατυπώνει ένας αστερισμός στοχαστών στη μεταπολεμική Γαλλία μεριμνώντας να αντηχήσει μαζί με το απογυμνωμένο παρόν, ένα μακρινό, Βιβλικό παρελθόν επίσης – ιδού μια σκέψη περί μνήμης και κοινότητας ριζικά νεωτερική και ευρωπαϊκή, που ξαναβρίσκει ο Βακαλόπουλος στο τέρμα της διαδρομής του. Το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας δεν θα ήταν τότε το εγχειρίδιο μιας απόδρασης, ούτε βεβαίως η ένδον ανασύσταση μιας πολιτισμικής κρύπτης, αλλά το ίχνος μιας ρωγμής που φωτίζει τον σκοτεινό χώρο όπου βρισκόμαστε και θα παραμείνουμε. Μόνο ο λόγος απομένει ως τέτοιο ίχνος και ως μη-τόπος που στερεί από τα πρόσωπα το έδαφός τους, την αίσθηση ότι παρέμειναν παρόντα πάνω του λες και δεν είχε μεσολαβήσει μια σειρά από καθοριστικές απώλειες.

Να, λοιπόν, ο «νέος χρόνος» του Βακαλόπουλου: ένα άλλο παρόν. Είναι ερμηνευτικά σημαντικό να διακρίνει κανείς τρεις διαφορετικές εκδοχές του παρόντος που διατρέχουν τη Γραμμή του ορίζοντος. Η πρώτη αποδίδει το «νικηφόρο παρόν», αυτό που αντιστοιχεί στην Ιστορία εννοημένη ως επίκαιρο χρόνο, ιδεολογία της προόδου και της ατομικής ευζωίας, εργαλειακή σχέση με τα πράγματα, όλα τα τοτέμ συνεπώς μιας ορισμένης νεωτερικότητας. Αυτή αποτέλεσε την χαλασμένη πυξίδα όχι μόνο της ζωής της Ρέας, ούτε μόνο της γενιάς της, αλλά εντέλει του σύγχρονου κόσμου στο σύνολό του – η νεότερη Ελλάδα θα ήταν μόνο ένα από τα δικά του συμπτώματα. Μια δεύτερη εκδοχή χρονικότητας υποδεικνύεται μέσα στο σχήμα του σωτήριου παρελθόντος που ανέλυσα νωρίτερα. Από την «εθιμική αντοχή» ή τη «φυλετική βαθύτητα» (150, 155), μορφές μιας νεορομαντικής αυθεντικότητας του συλλογικού ιδίου που συνδέεται με ό,τι ορισμένοι θεωρητικοί αποκαλούν μια «αντιπαροντική ανάμνηση» (πρβλ. λ.χ. Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη, σ. 17-20), ασφαλώς η Γραμμή του ορίζοντος συνυφαίνεται μαζί τους. Η απότομη εμφάνιση του λησμονημένου από την αντίπερα όχθη του επίκαιρου νοήματος, μια επιστροφή του παραγκωνισμένου σε πολεμική ασυγχρονία με το εκάστοτε παρόν – τέτοιες φράσεις αποδίδουν, σε ένα του επίπεδο, το βιβλίο του Βακαλόπουλου και συνιστούν πράγματι μια ιστορική και πολιτισμική παρόξυνση της διαδρομής που ανέλυσε ο Παπαγιώργης. Ένα τέτοιο φυγόκεντρο, αντιπαροντικό παρόν μοιάζει να ορίζει την επάνοδο σε αυτό το κείμενο για ένα ευρύ φάσμα αναγνωστών, συνηχώντας με άλλες όψεις των γραμμάτων μας σήμερα. Από τις μυθολογίες της αθηναϊκής συντροφιάς, τις αντηχήσεις θεμελιακών μοτίβων της Γενιάς του ʼ30 λ.χ. σε εγχώρια θεωρητικά σχήματα απο-ανάπτυξης ή απο-αποικιοποίησης, ως έναν εστετισμό της συγγραφικής απόσυρσης – σε αυτό το πολλαπλό πεδίο, μια νοσταλγία της αυθεντικότητας συναντά θυμικά όψεις ενός τρέχοντος ψυχισμού μετασχηματίζοντας τη συσσωρευμένη κόπωση σε επιθυμία ή υπόσχεση ενός άλματος. Αν το άλμα δεν μπορεί να είναι πολιτικό, ας είναι έστω θεωρητικό ή εσωτερικό. Ένα είδος ρουσωισμού διακρίνει κάποτε την εγχώρια θεωρία, παραλλαγές μιας προνομιακής πρόσβασης σε κάποιο καταφύγιο του νοήματος, συλλογικό ή ιδιωτικό, σε βάρος της ιστορικής διαύγειας.

Κι όμως, ακόμα και αν αυτά όντως υφίστανται στη Γραμμή του ορίζοντος, «το συναρπαστικό», όπως σημειώνει ο Παπαγιώργης, είναι ότι το βιβλίο εντέλει τα υπονομεύει (153). Ότι, ανεξάρτητα από την πρόθεση του συγγραφέα του, από τη συνείδησή του με άλλα λόγια, το ίδιο το κείμενο απομακρύνεται εντέλει από αυτά. Είναι δυνατό να μην υπάρχει μια κιβωτός της φυλής, αναρωτιέται ο Παπαγιώργης σε μια αλληλουχία προτάσεων που αιωρούνται στην απορητικότητά τους λίγο πριν κλείσει το βιβλίο του. Ο Βακαλόπουλος θα πατούσε πια το πόδι του σε ένα υπονομευμένο παρόν, θυμίζω, θα έστρεφε το βλέμμα του στο στόμα του φιδιού, προσθέτει. Θα επέστρεφε, με άλλα λόγια, στον χρόνο του παρελθόντος μόνο και μόνο για να τον αποχαιρετίσει πια – θα έριχνε σε κείνον ένα τελευταίο βλέμμα γυρίζοντας κατόπιν ξανά στο ερειπωμένο παρόν της εποχής του και αναγνωρίζοντας ότι μόνο από εκεί μπορεί να κοιτάξει το παρελθόν, να το κοιτάξει συνεπώς όχι ως διαφυγή, αλλά ως ρωγμή. Στην πραγματικότητα, αντί να επικαιροποιήσει κάποιου είδους ελληνοκεντρισμό, νεορθοδοξία, ή οποιονδήποτε μύθο ενός εσωτερικού καταφυγίου, ο Βακαλόπουλος έστησε μια μηχανή εξάρθρωσής τους κι έφτιαξε ένα φαγιούμ του Ελληνισμού. Ένα χρονικό του συνεσταλμένου καιρού, σημειώσεις από το τέλος του κόσμου, αυτό το μικρό βιβλίο δεν ήρθε κοντά μόνο σε εκείνους της γενιάς του που καταλάβαιναν την έκταση της διάψευσης, αλλά και σε όσους ένιωθαν πως εξαρχής μέσα σε ένα τέτοιο πεδίο παιζόταν η νεοελληνική υπόθεση – πως αυτή ήταν η παράδοξη καταγωγή της που εκείνοι φοβόντουσαν και συνάμα επείγονταν να θυμηθούν.

Μια ασυνείδητη σύναψη με ώθησε το καλοκαίρι της επανόδου του Βακαλόπουλου στο προσκήνιο να διαβάσω μια από τις σκοτεινές νουβέλες του Κόνραντ, με τίτλο Η γραμμή σκιάς (1916). Στο άνοιγμά της, τυπικό μιας θαλασσινής περιπέτειας, ο νεαρός αφηγητής/ήρωας αποφασίζει να «φύγει μακριά», μακριά από μια καθημερινή «έρημο χαμένων ημερών», υπό την απειλή του κενού (54). Η τύχη, μάλιστα, τα φέρνει έτσι ώστε γρήγορα παίρνει για πρώτη φορά το χρίσμα του κυβερνήτη σε ένα πλοίο στις θάλασσες της Άπω Ανατολής. Σε μια «λυκόφωτη περιοχή μεταξύ νεότητας και ωριμότητας», θα είχε βρεθεί στο κατώφλι μιας «θαλασσινής ταυτότητας», μετωνυμίας μιας «μύχιας κοινωνίας με τον εαυτό» (59, 79, 96). Όμως τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώς. Λίγο πριν πεθάνει πάνω στο πλοίο, ο προηγούμενος κυβερνήτης, μια αινιγματική φιγούρα, είχε ευχηθεί αυτό να μην πιάσει ποτέ ξανά λιμάνι. Μια σκοτεινή διαθήκη θα ήθελε, λοιπόν, το πλοίο καταδικασμένο να περιπλανιέται αδιάκοπα. Νιώθοντας έναν σχεδόν μυστικό δεσμό με τους νεκρούς, όπως λέει, ο νεαρός κυβερνήτης αναστατώνεται στο άκουσμα της πληροφορίας καθώς αναλαμβάνει καθήκοντα και ετοιμάζεται για το πρώτο ταξίδι. Κάποιος σαν τον ίδιο, σκέφτεται, ένας όμοιός του, σύνδεσε το τέλος της ζωής του με μια προδοσία απέναντι σε μια παράδοση που του φαινόταν αδιαμφισβήτητη ως οδηγός στη γη (109). Ανησυχητική ομοιότητα, ανησυχητική διάβρωση της κληρονομικής συνέχειας. Εμπορικές επιπλοκές εμφανίζονται αμέσως μετά και το πλοίο, παγιδευμένο στο ποτάμι μιας «ανατολίτικης βρώμικης πολιτείας» (123), καθυστερεί να βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Και όταν πια βγει, θα είναι για να καθηλωθεί σε μια απόκοσμη άπνοια που, σαν να επισφράγιζε μια κατάρα, παρέλυε κάθε επιστροφή. Το πλοίο έμοιαζε, διαβάζουμε, «ασάλευτο όπως ένα ομοίωμα στημένο στις μαρμαρυγές και τους ίσκιους στιλπνού μαρμάρου. Ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις τη στεριά από το νερό» (129). Η ετεροτοπία της θάλασσας γίνεται τότε ένα ομοίωμα της κενής, ερημικής στεριάς – η στεριά καταπίνει, σε αυτή την αντεστραμμένη πλημμύρα, τη θάλασσα και ο μύχιος, θαλασσινός εαυτός μοιάζει πια με ένα άγαλμα, ίσως η θέση του είναι ήδη σε έναν μαρμάρινο τάφο. Κι έτσι την ώρα που η δοκιμασία θα έφτανε στο βάθος της, ο ήρωας είχε την αίσθηση πως είχε φτάσει η συντέλεια όλων των πραγμάτων, πως οι καρδιές όλων θα έπαυαν σύντομα να χτυπάνε σαν «ξεκουρδισμένα ρολόγια». Σε αυτήν τη διαδικασία αποσύνθεσης, το παρελθόν του ίδιου όσο και των πραγμάτων ολοένα θα έσβηνε «σαν κάτι στην άλλη μεριά μιας σκιάς» (170, 173).

Η σκιά αυτή είναι ο ορίζοντας της Ρέας Φραντζή. Η δική της θαλασσινή μυχιότητα φανερώνεται ανίατα δηλητηριασμένη από μια δυτική, βρώμικη πολιτεία. Και για μια ακόμη φορά, η ετεροτοπία μιας φυγής, πλοίο ή νησί, στον ανοίκειο ωκεανό ή στο φιλόξενο πέλαγος, όσο και το παρελθόν μιας παράδοσης που θα έβρισκε εκεί τον συμβολικό πυρήνα της, αδυνατούν να διαφύγουν τον ξεκούρδιστο, εξαρθρωμένο χρόνο της Ιστορίας. Μια αμλετική ατμόσφαιρα αδύνατης αποκατάστασης θα όριζε πράγματι τον μνημονικό ίλιγγο της Ρέας Φραντζή.

4.

Finis Graeciae, αυτή η ετυμηγορία βρισκόταν στον πυρήνα του εγχειρήματος του Χρήστου Γιανναρά. Το ίδιο διατύπωνε ο Κονδύλης με παρόμοια λόγια, οι σχετικές απόψεις, δε, του Αξελού, του Καστοριάδη και άλλων που βρίσκονται εξίσου στην απέναντι όχθη από εκείνη μιας σύγχρονης παραδοσιοκρατίας, δεν διαφέρουν στο επίμαχο ζήτημα από αυτές των αντιπάλων τους. Για τους πάντες, με άλλα λόγια, η νεότερη Ελλάδα, το υπονομευμένο παρόν, το στόμα του φιδιού, η «άσκημη φάρσα που λέγεται νεοελληνική ζωή», για να γυρίσω στον Παπαγιώργη (156), ήταν ό,τι όφειλε να εγκαταλειφθεί προκειμένου να ανθίσει ο στοχασμός και η ιστορική ύπαρξη. Οι συνέπειες μιας τόσο βαθιάς δυσφορίας με την ιδιάζουσα νεοελληνική χρονικότητα του μεσοδιαστήματος, όπως την απέδιδε λ.χ. η Έλλη Σκοπετέα την ίδια εποχή συνδέοντάς την με τα ενδότερα της μετεπαναστατικής Ελλάδας (Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, 162, 194 κ.α.), είναι, νομίζω, σοβαρές. Και υποδεικνύουν εκ του αντιθέτου ένα σημείο από όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς – από την κατάφαση, δηλαδή, ενός ορισμένου τέλους που αναγνωρίζει και συνάμα βδελύσσεται ο πυρήνας του νεοελληνικού στοχασμού πριν στοιχηθεί σε αντίπαλες θέσεις. Μια κατάφαση ταυτόσημη με ανάληψη ευθύνης, με μια έλευση στη θέση του υποκειμένου που λείπει, αυτήν της Ρεάς Φραντζή. Είναι μια θέση ριζικής ιστορικότητας που συνιστά την απωθημένη καταγωγή της νεοελληνικής σκέψης, τον ίσκιο που θα την πλησιάζε αδιόρατα κάνοντάς την να γερνάει ξαφνικά και να περιπίπτει σε σημαίνουσες σιωπές.

Φυσικά, σκέφτομαι και σημειώνω, ξανά εδώ, τέτοιες θεωρητικές υποθέσεις που έχω κι αλλού επαναλάβει αναλυτικότερα, με την εκδημία του Χρήστου Γιανναρά στον νου μου. Η συνάφεια με την περίπτωση Βακαλόπουλου, ειδικά με την Γραμμή του ορίζοντος, υφίσταται πράγματι. Αλλά θα ήθελα εδώ να προτείνω, χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, μια αναγνωστική στάση αντίστοιχη με εκείνη έναντι του Βακαλόπουλου ή του Παπαγιώργη. Μολονότι τα έργα τους δεν εξομοιώνονται σε κανένα τους επίπεδο, ωστόσο πάντα μπορεί κανείς να διακρίνει ετερογενείς δυνάμεις στο εσωτερικό τους, κάποτε, δε, στον πυρήνα τους. Στη σκληρή του επιφάνεια, το έργο του Γιανναρά παρέμεινε πολεμικό απέναντι στο πεδίο που ονόμασε «Δύση», ώστε να το διακρίνει από αυτό μιας ελληνικής «εθιμικής βαθύτητας», για να παραμείνω στις λέξεις του Παπαγιώργη. Η πολεμική και όχι μια αποδομητική στάση, που αντιδιαστέλλει δύο διαφορετικούς τόπους αντί να αναδείξει τον ένα ως μια ρωγμή του άλλου, που στοχεύει σε μια καθαρή ταυτότητα και όχι στις δυναμικές πολλαπλότητες των υβριδίων – τέτοια χαρακτηριστικά του δύσκολα επιτρέπουν να εντάξει κανείς το γιανναρικό έργο σε ένα μετααποικιακό πλαίσιο. Οι μορφές ιστορικής διαλεκτικής, τις οποίες επεξεργάζεται το πλαίσιο αυτό, απουσιάζουν από εδώ, όπως, όμως, απουσιάζουν εν γένει από τον Κανόνα των Νεοελλήνων στοχαστών όταν σκέφτονται τη νεοελληνική συνθήκη. Μάταια αναζητά κανείς σε αυτούς μια καταφατική διερεύνηση του υπονομευμένου παρόντος και ενός «νέου χρόνου» ανάμεσα στα ερείπια των παλαιών, μεγάλων νοημάτων, όσο και στον ευτελισμό των νεότερων ή την κυνική λειτουργικότητα που επιβάλλεται ως σύγχρονος ορθολογισμός. Μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, όχι σε κάποιο έξω ή αλλού, ως μια ενδεχόμενη εσωτερική απόκλισή τους, όχι ως εγκατάλειψή τους προς μια καθαρή θετικότητα, αδιάφορο τι είδους.

Κι όμως, σε συγγραφείς όπως ο Γιανναράς, ο Παπαγιώργης, ή ο Βακαλόπουλος υποφώσκει, παρά τις όποιες διαφορές ανάμεσά τους, το ιστορικό πλήγμα με μια ένταση πολύτιμη για μια σκέψη του παρόντος. Υποφώσκει μια δραματική βαρύτητα της μνήμης, ατομικής ή συλλογικής. Αν αρνηθεί, λοιπόν, κανείς τις λύσεις ή τις οδούς διαφυγής που εκείνοι χάραξαν, αν παραμείνει, μαζί τους και ταυτόχρονα εναντίον τους, στα δύσκολα ανοίγματα κάτω από αυτές, παρόντα επομένως ήδη στο εσωτερικό του έργου τους με αντιφατικούς τρόπους, αν τα παροξύνει μάλιστα, ενδέχεται να προσέξει καλύτερα εκείνες τις αδύναμες δέσμες φωτός που διατρέχουν τον σκοτεινό χώρο στον οποίο βρίσκεται και θα παραμείνει. Για να συλλάβει τότε, όπως περίπου το διαβάζουμε στις πτυχώσεις του Γεια σου, Ασημάκη, μια αντηλιά της αιωνιότητας στην ισχνή ύλη του παρόντος.

⸙⸙⸙
ΑναφορέςAssmann, Jan, Η πολιτισμική μνήμη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, μτφρ. Δ. Παναγιωτόπουλος.

•Βακαλόπουλος, Χρήστος, Η γραμμή του ορίζοντος. Αθήνα: Εστία, 1996.

Κόνραντ, Τζόζεφ, Η γραμμή σκιάς. Αθήνα: Ίνδικτος, 2000, μτφρ. Ξ. Κομνηνός.

•Λορεντζάτος, Ζήσιμος, Μελέτες, πρώτος τόμος. Αθήνα: Δόμος, 1994.
Παπαγιώργης, Κωστής, Γεια σου, Ασημάκη. Αθήνα: Καστανιώτης, 1994.

•Σκοπετέα, Έλλη, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880). Αθήνα: Πολύτυπο, 1988.
013, Ηλίας Παπαγιαννόπουλος

Πηγή:https://mag.frear.gr/ena-fagioym-ki-akoma-ena/?fbclid=IwY2xjawFttPpleHRuA2FlbQIxMQABHR6CsFk3b8CdUXNcUAGD474OgBHmFLBFoVcjtJC_uUKog4n0iCs_ewD6Qg_aem_NeeY7n48U-FEA6-EOZmYtw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.