Το έργο του σπουδαίου στοχαστή και καθηγητή - Γράφουν στην «Κ» οι Σταύρος Ζουμπουλάκης και Δημήτρης Αγγελής.
Νικόλας Ζώης
«Η Ελληνική Ορθοδοξία πιστεύει πως αρκείται στη γλώσσα της Παραδόσεως. Ωστόσο, έχει απομείνει χωρίς τη δυνατότητα να διαλεχθεί οικουμενικά. Στον ευρωπαϊκό χώρο ο λόγος της είναι απών. Ο Ευρωπαίος δεν ζητάει σήμερα από την Ορθοδοξία μια ξενάγηση σε ένα λαμπρό παρελθόν. Χρειάζεται απάντηση στο προσωπικό του ιστορικό πρόβλημα, στο πρόβλημα του αιώνα, που δεν είναι για τον Ευρωπαίο το πρόβλημα του Θεού, αλλά το πρόβλημα του ανθρώπου. Η σωτηρία, η κόλαση, η αμαρτία, η θέωση του ανθρώπου. Εχει λόγο σ’ αυτά η Ορθοδοξία; Λόγο, που να μπορεί να αναμετρηθή με την απελπισία και τον χλευασμό του σύγχρονου Ευρωπαίου;».
Να ένα από τα ερωτήματα που έθετε ο Χρήστος Γιανναράς σε μια παλιά του επιφυλλίδα στην «Καθημερινή». Ο τίτλος της ήταν «Λιμός επερχόμενος» και παρέπεμπε σε αυτό που περιγραφόταν ως «πείνα για ζωή και αλήθεια», η οποία απαιτούσε μια «λύση οντολογική».
Μια τέτοια λύση, έγραφε ο συντάκτης, μπορούσε να την προσφέρει η Ορθοδοξία μέσα από την αποκάλυψη του «προσώπου» του ανθρώπου, ο οποίος ολοκληρώνεται όταν βρίσκεται «σε κοινωνία αγάπης με τα υπόλοιπα πρόσωπα».
Και το αξιοσημείωτο ήταν ότι τα παραπάνω συνοδεύονταν από μια δριμεία κριτική στην τότε ελληνική Ορθοδοξία, η οποία δεν συμμετείχε στον διάλογο για τον άνθρωπο της εποχής.
Το ημερολόγιο έγραφε 25 Ιουνίου 1964 και εξήντα χρόνια αργότερα ο καθηγητής Φιλοσοφίας, στοχαστής και συγγραφέας, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο σε ηλικία 89 ετών, θα έφθανε να θεωρείται ένας ανανεωτής της εγχώριας –και όχι μόνο– θεολογίας.
«Η σπουδαιότητα και η ριζοσπαστικότητα του έργου του έγκειται στο ότι λειτούργησε στην εποχή της εμφάνισής του στην κατεύθυνση “αλλαγής παραδείγματος”. Κόμιζε μια νέα θεολογική και πολιτισμική πρόταση και αντιπροσώπευε μια θεολογία ρήξης και αμφισβήτησης, όπως αυτό φαίνεται και από τα ανθρωπολογικά ζητήματα που θέτει.
Είναι ένα έργο που θα επηρεάσει την εξέλιξη των θεολογικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων στον ελληνικό και στον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο», λέει στην «Κ» ο δρ Παντελής Καλαϊτζίδης, διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
«Οι νεότεροι θεολόγοι είμαστε παιδιά του Γιανναρά», συμπληρώνει ο κ. Καλαϊτζίδης και εξηγεί: «Στο κλίμα της δικής του θεολογικής σύνθεσης αρχίσαμε να ξεφεύγουμε από τον επαρχιωτισμό, την πνευματική και διανοητική καχεξία της νεοελληνικής θεολογικής πραγματικότητας, ανοιγόμενοι στην ευρυχωρία και οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ από τα γραπτά του μάθαμε να διαλεγόμαστε με τον σύγχρονο κόσμο».
Τα βιβλία του, όπως τα «Καταφύγιο ιδεών» και «Το Πρόσωπο και ο Ερως», επηρέασαν όχι μόνο διανοουμένους, αλλά και ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία ή την παράδοση.
Αυτόν τον κόσμο, εξάλλου, ο Γιανναράς τον είχε βέβαια γνωρίσει. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και αφού σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγε για σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και έπειτα στη Σορβόννη, ερχόμενος σε επαφή με ανανεωτικά ρεύματα της εποχής.
Στο διδακτορικό του μελέτησε τη χριστιανική έννοια του «Προσώπου» (στην οποία θα επέστρεφε συχνά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο «Το Πρόσωπο και ο Ερως», του 1976), ενώ στο πρώτο επιστημονικό του έργο επιχείρησε να βάλει σε διάλογο τη σκέψη του Μάρτιν Χάιντεγκερ με εκείνη του Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
Τον ενδιέφεραν η χριστιανική γνωσιοθεωρία, οι Ρώσοι θεολόγοι της διασποράς και οι διαφορές της δυτικοευρωπαϊκής και της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, ενώ εξέφρασε τις θεολογικές απόψεις του και ως διευθυντής του πρωτοπόρου περιοδικού «Σύνορο», το οποίο είχε κείμενα στη δημοτική και υποστήριζε τον διάλογο της θεολογίας με τις τέχνες και τα γράμματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξελέγη καθηγητής Φιλοσοφίας στην «Πάντειο Σχολή» και οι πρώτες αντιδράσεις, από όσους πίστευαν ότι ένας θεολόγος δεν μπορεί να είναι φιλόσοφος, ξέσπασαν. Αλλοι, όταν το 1987 έγραψε τη μαρτυρία «Καταφύγιο ιδεών» αποκαλύπτοντας τις πρακτικές των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, εξεπλάγησαν.
Κλειστά ακροατήρια
«Η συζήτηση για το αν ο Γιανναράς έπρεπε να εκλεγεί καθηγητής Φιλοσοφίας είχε κρατήσει σχεδόν ένα χρόνο, μέσα από εφημερίδες που φιλοξενούσαν σαλόνια ολόκληρα με το θέμα», λέει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταύρος Γιαγκάζογλου.«Κόμιζε μια νέα θεολογική και πολιτισμική πρόταση και αντιπροσώπευε μια θεολογία ρήξης και αμφισβήτησης, όπως αυτό φαίνεται και από τα ανθρωπολογικά ζητήματα που θέτει», λέει ο δρ Παντελής Καλαϊτζίδης
«Εκείνος από τη μεριά του, ίσως και εξ αφορμής της εκλογής του τότε στην “Πάντειο Σχολή”, άνοιγε τον δρόμο της επικοινωνίας ανάμεσα σε κλειστά ακροατήρια και περιβάλλοντα – αναφέρομαι στον λεγόμενο “χριστιανομαρξιστικό διάλογο” που είχε γίνει στις αρχές του ’80. Γενικά άλλαξε τη θεολογική ατζέντα στην Ελλάδα και αν υπάρχουν πια γέφυρες της θεολογίας με τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τις άλλες επιστήμες, το οφείλουμε στον Χρήστο Γιανναρά. Και μόνο να δει κανείς τις μονογραφίες του και το εύρος τους, καταλαβαίνει ότι δημιούργησε ένα έργο που συλλογικώς δεν το έχουν κάνει ομάδες ανθρώπων στα πανεπιστήμιά μας».
Πράγματι, τα βιβλία του, με τίτλους όπως «Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα», «Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων», «Αντιχάρισμα στον Νίτσε», «Ενάντια στη θρησκεία», «Το αίνιγμα του κακού» κ.ά. (τα περισσότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ικαρος και έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες), θα έφθαναν να επηρεάζουν, όπως λέει ο κ. Γιαγκάζογλου, όχι μόνο διανοουμένους, αλλά και ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, τη θεολογία ή την παράδοση.
«Ελκονταν από τις ιδέες του, αλλά και τη γλώσσα του, που ήταν υπέροχη, εκφραστική», λέει ο καθηγητής. Οπως συμπληρώνει όμως ο κ. Γιαγκάζογλου αναφορικά με τις επιφυλλίδες του Γιανναρά, «ο Χρήστος έγραφε τα πιο δυνατά του κείμενα κυρίως όταν δεν ασχολιόταν με την πολιτική. Παρασυρόταν μάλλον από την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο και ίσως γινόταν απόλυτος».
Στην τελευταία του επιφυλλίδα στην κυριακάτικη «Καθημερινή» –με την οποία διατήρησε μακρά και τακτική συνεργασία– με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 2024 και τίτλο «Μικρονοϊκή ξιπασιά», ο Χρήστος Γιανναράς έγραφε ότι «Η λέξη που συγκεφαλαιώνει την ασυναρτησία – σύγχυση – παραλυτική αδυναμία για ανθρώπινη συνεννόηση, είναι σήμερα η λέξη “δικαίωμα”». Ηταν μία από τις πολλές, σφοδρές και όχι ακριβώς συζητήσιμες κριτικές του στη σύγχρονη δυτική σκέψη.
«Είναι κρίμα διότι ο Γιανναράς ήταν αυτός που κυρίως σήκωσε το βάρος της κριτικής και της αμφισβήτησης της κατεστημένης θεολογίας, ήταν ο πρώτος που διατύπωσε στα καθ’ ημάς με ενάργεια και δυναμισμό την πρόταση για τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, ήταν αυτός ακόμη που στη δεκαετία του ’60 κατέδειξε τον επαρχιωτισμό του εθνοκεντρικού εκκλησιαστικού λόγου και την ευρυχωρία της οικουμενικής Ορθοδοξίας», λέει ο Παντελής Καλαϊτζίδης.
«Οσοι υπήρξαμε μαθητές του, όσοι τον αγαπούσαμε, νομίζω πως, ακριβώς από πιστότητα προς το δώρο της αμφισβήτησης που τόσο απλόχερα μας χάρισε με τα γραπτά του και την όλη πολιτεία του, έχουμε το χρέος της κριτικής έναντι της αντιδυτικής, ελληνοκεντρικής και πολιτισμικής κατανόησης της Ορθοδοξίας».
Η κηδεία του Χρήστου Γιανναρά θα γίνει την Πέμπτη 29 Αυγούστου από τον Ι. Ν. Αγίας Ειρήνης (Αιόλου 36) και ώρα 11 π.μ. Θα ακολουθήσει η ταφή στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Αντί στεφάνων η οικογένεια επιθυμεί τη στήριξη του Οίκου Ευγηρίας Κυθήρων «Κασιμάτειον» (Εθνική Τράπεζα – IBAN: GR9501104520000045248001922).
Πόσο φτωχότεροι θα ήμασταν
________________
* Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και ποιητής.
Πόσο φτωχότεροι θα ήμασταν
________________
Την αξία των ανθρώπων τη ζυγίζουμε με κριτήριο το κενό που αφήνει η ενδεχόμενη απουσία τους.
Του Δημήτρη Αγγελή
Τι θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχε ο Χρήστος Γιανναράς; Πόσο φτωχότεροι θα ήμασταν αν δεν εξέδιδε το πρωτοποριακό «Σύνορο», την «Ελευθερία του ήθους», το «Πρόσωπο και ο έρως» ή το «Σχόλιο στο Ασμα ασμάτων»; Για ποια συλλογική αυτοσυνειδησία θα μιλούσαμε χωρίς το «Καταφύγιο ιδεών», που μας αποκάλυψε τον περίκλειστο ναρκισσευόμενο ευσεβισμό των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων; Πόσο θα είχαν επηρεάσει, έστω και με τον ατυχή τους τίτλο, οι «νεορθόδοξοι» τη δημόσια συζήτηση, χωρίς τον δυναμισμό και την ευστοχία των δικών του διατυπώσεων; Σε μια εποχή που το εκκλησιαστικό κατεστημένο έκρινε σκόπιμο να υπηρετεί την αντικομμουνιστική ρητορική του μετεμφυλιακού κράτους ή την ηθικιστική υποκρισία της δικτατορίας, ο Γιανναράς τόλμησε ν’ ανοίξει θεματικές, να συνδυάσει προσφυώς την πατερική παράδοση με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις (αρδεύοντας κυρίως από τον Χάιντεγκερ και τον Σαρτρ, τον περσοναλισμό και τον νεοθωμισμό) και, το κυριότερο, να αρθρώσει μια νέα θεολογική γλώσσα, που αποτελεί σήμερα την επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας. Μιλώντας για τον «εκστατικό χαρακτήρα του προσώπου», για το «αληθεύειν εν σχέσει», για «ερωτική αυθυπέρβαση» και «ευχαριστιακή κοινότητα», ο Γιανναράς έφτιαξε ένα περίτεχνο θεολογικό οικοδόμημα, συνεπές προς τον εαυτό του και σε αυτό που είχε ανάγκη ο εκκλησιαστικός κόσμος. Εχει τόση σημασία αν κατανόησε λ.χ. τον Χάιντεγκερ ορθά, όπως τον επικρίνουν οι πολέμιοί του; Αν έμεινε συγχρόνως πιστός στην «ελληνοτροπία» που διακήρυττε σχεδόν εμμονικά στην επιφυλλιδογραφία του (μάλλον σε βάρος της άνευ όρων και ορίων χριστιανικής αγάπης), αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει: καθένας μας είναι δέσμιος της εποχής της διαμόρφωσής του, αλλά οι εσωτερικές μας αντιφάσεις είναι τελικά αυτές που μας κάνουν ανθρώπους.* Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και ποιητής.
Εγραψε σε γλώσσα ζωντανή
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Η θεολογική σκέψη στην Ελλάδα από το 1960 μέχρι σήμερα είναι αδιανόητη χωρίς το έργο του Χρήστου Γιανναρά. Αυτός είναι ο θεολόγος μας. Επέβαλε θέματα, ιδέες, τρόπο προσέγγισης, γλώσσα και ορολογία. Πολλοί νεότεροι θεολόγοι μιλούσαν και μιλούν με τις λέξεις του. Δύο είναι κατά τη γνώμη μου οι κύριες προσφορές του, εξαρχής, από τα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Πρώτον· έγραψε θεολογία σε γλώσσα ζωντανή, μακριά και πέρα από τη νεκρή ακαδημαϊκή γλώσσα και την ακόμη πιο νεκρή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (των δεσποτάδων και των αρχιμανδριτών). Το παράδειγμά του το ακολούθησαν και άλλοι θεολόγοι, δημιούργησε σχολή.
Δεύτερον· απενοχοποίησε τον έρωτα και τη σεξουαλική ζωή. Γι’ αυτή την πτυχή του έργου του, αληθινή συμβολή στη σκέψη και τη ζωή των χριστιανών, δέχθηκε σφοδρή και συχνά χυδαία επίθεση από την ευσεβιστική ηθικιστική θεολογία, που κυριαρχούσε εντός και εκτός των οργανώσεων. Ο Γιανναράς έβγαλε, μόνος αυτός, τη θεολογία από το γκέτο και την ανυποληψία και την έφερε στον δημόσιο χώρο της σκέψης.
Εβγαλε, μόνος αυτός, τη θεολογία από το γκέτο και την ανυποληψία και την έφερε στον δημόσιο χώρο της σκέψης.
Την έβγαλε επίσης, μαζί με τον Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος όμως έγραφε απευθείας στα αγγλικά, από τα ελληνικά σύνορα: το έργο του μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Η σκέψη του έχει πολλές συζητήσιμες πλευρές. Κάποιες έχουν συζητηθεί ήδη και άλλες θα συζητηθούν, ελπίζω νηφάλια, στο μέλλον (μία από αυτές ήταν ο ακραίος θεολογικός αντιδυτικισμός του: θεωρούσε τον Καθολικισμό και τη Μεταρρύθμιση συλλήβδην αιρετικές εκδοχές του Χριστιανισμού). Πιστεύω ότι είναι μεγάλο κρίμα για το έργο του αλλά και για τη διανοητική ζωή του τόπου εν γένει ότι επί πολλά χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες, δεν θεολογούσε αλλά κυρίως πολιτικολογούσε, καταγγέλλοντας μονότονα ό,τι εκείνος ονόμαζε απαξιωτικά Ελλαδιστάν και Ελληνώνυμοι.
* Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Κεντρική φωτογραφία: Ο Χρήστος Γιανναράς στο σπίτι του με αφορμή παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», στην οποία υπήρξε τακτικός επιφυλλιδογράφος. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]
ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr/culture/563189323/christos-giannaras-evgale-ti-theologia-apo-to-gketo/?fbclid=IwY2xjawE65bZleHRuA2FlbQIxMAABHX9YcrFF0yFgDvDfQujVuGuYMhnB3lXJ3cYlwH5TzIfvxiRwV_WUcP-QlA_aem_bbn2wghnmxmMMfNf-DbYQA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.