Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Εικονική τάξη, εικονικός δάσκαλος

του Θανάση Τζιούμπα


Όνομα: Βλάσσης Παπαδόπουλος Ηλικία: 34 Διάγνωση: Μη-Hodgkin λέμφωμα (ICD 3/16, C83)
Ημερομηνία κρυογονικής: 31/03/1996
Μονάδα: Κέντρο Κρυογονικής Ιατρικού Διαβαλκανικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία επαναφοράς: 16/06/2016
Κατάσταση σωματικής υγείας μετά την χορηγηθείσα θεραπεία: Καλή
Εκτίμηση Μονάδας Χρονοκοινωνικής Επανένταξης: Αντίδραση στο σοβαρό στρες και διαταραχές προσαρμοστικότητας (ICD 3/16, F43)

0 λυγμός έμοιαζε σαν μεγάλη φυσαλίδα στο στέρνο του Βλάσση Παπαδόπουλου, επίκουρου Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο ΤΕΙ Σερρών. Ανέβηκε προς τα πάνω και πλημμύρισε κάθε σύναψη, κάθε νευρώνα στο κεφάλι του. Ένα κύμα απόγνωσης που ράγισε τη φωνή του και αυλάκωσε το πρόσωπό του με μικρά αλμυρά ρυάκια δακρύων.
«Περιγράψτε μου την εικόνα», ακούστηκε η ανελέητη φωνή του Ψυχοθεραπευτή.
Ο Βλάσσης Παπαδόπουλος σταμάτησε μεμιάς. Ο χρόνος της συνεδρίας είναι πάντα πολύτιμος κι ακριβοπληρωμένος. Άδειασε με θόρυβο τη μύτη του σε ένα χαρτομάντιλο που βρέθηκε ως διά μαγείας μπροστά του, πήρε βαθιά ανάσα κι έκανε μια απόπειρα να συνεχίσει.


«Είμαι γόνος δασκάλων. Όσο πίσω κι αν θυμηθώ, σε όλο το οικογενειακό δέντρο συναντάω δασκάλους, παιδαγωγούς. Άλλοι διάσημοι, με σημαντικό συγγραφικό έργο, άλλοι ταπεινοί εργάτες στην καθημερινότητα κάποιας τάξης. Μεγάλωσα με τις αυστηρές αξίες του ανθρώπου που το παράδειγμά του, η αγάπη του για τη μαγική εμπειρία της μάθησης και της διδασκαλίας υπήρχε στον αέρα που ανέπνεε στο σπίτι. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να μαζεύω τα μικρότερα παιδιά και να τους κάνω μάθημα. Έτσι αισθανόμουν σημαντικός, σαν μαέστρος μιας ορχήστρας που μ’ όλα τα φάλτσα έφτανε κάποια στιγμή να βγάζει συγχορδίες θεϊκές. Ήμουν οπαδός της νεωτερικότητας, ό,τι κι αν λένε τώρα. Ξόδεψα νύχτες και νύχτες ταξιδεύοντας στην ηλιόλουστη σκέψη του Γκίντενς, σε μια εποχή που κρατούσε ακόμη η μακριά νύχτα του αναχρονισμού του Βέμπερ. Αυτό σπούδασα, αυτό ήταν το όνειρό μου, τα μάτια των νέων καρφωμένα πάνω μου κι εγώ εκεί γι’ αυτούς, με τις γνώσεις, τον τόνο και το χρώμα της φωνής μου, τα χέρια και το σώμα μου… αυστηρός και διαθέσιμος… πάντα έτοιμος να κατανοήσω… να συμβουλέψω…. τα παιδιά θα ήταν ο σκοπός μου… η ζωή μου…» Η φωνή του άρχισε και πάλι να ραγίζει. «Ήμουνα κάποιος σε έναν κόσμο που καταλάβαινα… που με καταλάβαινε… η διάγνωση ήρθε σαν κεραυνός… κακοήθες λέμφωμα… συγκατάβαση και οίκτος… μελλοθάνατος… όλα τα όνειρα κι οι σπουδές κι η θέση του επίκουρου καθηγητή στο ΑΠΘ… γαντζώθηκα από εκείνη τη διαφήμιση στα Ιατρικά Χρονικά… είκοσι χρόνια σε ύπνο δίχως όνειρα… ξύπνημα μέσα σε έναν εφιάλτη… ο κόσμος μου αλλιώτικος… ευτυχώς που σε έναν κόσμο που όλα αλλάζουν, η μονιμότητα του Δημοσίου σε ακολουθεί… όχι μόνο ως τον θάνατο, αλλά και μετά από αυτόν… μα δεν υπήρχαν πια φίλοι… γονείς… το σπίτι… έπρεπε να φύγω… καινούργια αρχή…»
«Και μετά;» ακούστηκε η φωνή του Ψυχοθεραπευτή, προλαβαίνοντας το νέο ξέσπασμα.

«Ξέρετε πώς είναι στις μέρες που ζείτε… ήμουν επίκουρος καθηγητής… έπρεπε να βρεθεί μια θέση πανεπιστημιακή… παντού ζήταγαν γνώσεις πληροφορικής, εκπαίδευση από απόσταση όπως το λεν εδώ και καιρό, ο δάσκαλος μπροστά σε μια κάμερα web και τα σκατόπαιδα σπίτι τους, βυσματωμένα στον υπολογιστή τους, να σηκώνουν το χέρι τους κάνοντας κλικ στο εικονίδιο που εικονίζει ένα σηκωμένο χέρι. Paperless σχολικό περιβάλλον, λες και έφταιγαν τα βιβλία μου που η θάλασσα σκέπασε τον Λευκό Πύργο… Σε τόσα εκλεκτορικά έδωσα συνέντευξη υπερασπίζοντας την Παιδαγωγική. Δεν είναι που έτρωγα πόρτα, ήταν εκείνα τα βλέμματα γεμάτα επικριτική απορία, λες και έβλεπαν κλώνο βροντόσαυρου. Εικονική τάξη, εικονική παιδεία, ήταν που ήταν στραβό το σύστημα… Όταν με κάλεσαν σ’ αυτό το περιθωριακό ΤΕΙ, στην πόλη αυτή που λες και ζει μια δεκαετία πίσω, μου είπαν πως δεν έχουν ακόμη εικονική τάξη, ένιωσα πως είναι η δική μου ώρα, πως η μικρή μου επανάσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από δω, να απλωθεί σαν πυρκαγιά μεταφέροντας παντού το μήνυμα της ανθρώπινης σχέσης ως βάσης της γνωστικής διεργασίας…»

«Ας μείνουμε στην εμπειρία που σας τάραξε», επέμενε η φωνή, πιο απρόσωπη από ποτέ.
«Έφτασα εδώ με μια βαλίτσα όνειρα… πρώτη μου μέρα στην τάξη…». Εδώ ο Βλάσσης Παπαδόπουλος άρχισε πάλι να κομπιάζει, καθώς μια νέα φυσαλίδα άρχισε να σχηματίζεται χαμηλά, κάπου στο στομάχι. «Μου φάνηκε μικρή, μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας, απόρησα… περίμενα με αγωνία προβάροντας την αυτοπαρουσίαση μου… η ώρα πλησίασε… είχα τρακ κι ήθελα να το βάλω στα πόδια… η φωνή του παππού στο μυαλό μου… μια κοπέλα μπήκε στην τάξη… στάθηκε μπροστά μου με ένα βιαστικό καλημέρα… άρχισε να βγάζει από μια τσάντα δεκάδες μαγνητοφωνάκια… αστραφτερά… ψηφιακά… διαβολικά… έφυγε… με άφησε μόνο μου με όλα αυτά τα σύμβολα της απουσίας… διαβολικά μηχανάκια… η τάξη μου… τα παιδιά μου… γυαλιστερά κουτάκια καταγραφής των ήχων μου… της ύπαρξής μου κατακερματισμένης σε ψηφιοποιημένες πληροφορίες…» Ο Βλάσσης Παπαδόπουλος σπάραζε τώρα με βιαιότητα, «την πρόλαβα στον διάδρομο… είχε το βλέμμα των εκλεκτόρων… τεχνοφοβικός…»


Ο Ψυχοθεραπευτής κατέγραφε τις ψυχοσυναισθηματικές κυματομορφές ταξινομώντας τα peacks, πιο πολύ για να επιβεβαιώσει μια ήδη δυσοίωνη διάγνωση. Ο Βλάσσης Παπαδόπουλος σπάραζε ακόμη όταν ακούστηκε ένας οξύς ήχος.
«Ο χρόνος μας τελείωσε», τον προσγείωσε ανώμαλα η ψυχρή φωνή. «Οι μονάδες της Bank of Antigua Smart Card δεν επαρκούν ή έχουν ανακληθεί. Παρακαλώ να εξέλθετε του θαλάμου».
Το φως έσβησε κι ο θάλαμος έγινε πάλι διαφανής, συγκεντρώνοντας τα κλεφτά βλέμματα των περιπατητών της οδού Μεραρχίας, σε μια πόλη που η καινοτομία αργούσε πάντα και το παλιομοδίτικο στιλ ήταν ακόμη διάχυτο.
«Περίμενε…» Ο Βλάσσης Παπαδόπουλος έψαχνε με μανία τις τσέπες του. Έβγαλε μια χούφτα κέρματα και πασπάτεψε τον Ψυχοθεραπευτή, αναζητώντας τη σχισμή που θα έκανε τη συνεδρία να τελειώσει με κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας. Καθώς δεν φαινόταν τίποτε, άρχισε να τον τραβολογάει. Ένα κομμάτι τού έμεινε στα χέρια.
«Τι κοιτάς, μωρή κωλόγρια!» Η θεία Κικίτσα, παρά τη δυσκινησία των αρθριτικών της, παραμέρισε την τελευταία στιγμή για να αποφύγει την κάμερα του Ψυχοθεραπευτή, που εκσφενδόνισε εναντίον της ο εκτός ελέγχου πια επίκουρος. Σταυροκοπήθηκε. «Το ’ξερα εγώ, μου το’λεγε κι η συγχωρεμένη η μάνα μου, όποιος μιλάει με το διαβόλο, χάνει όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το μυαλό του», μουρμούρισε με συγκατάβαση.

Ο Βλάσσης Παπαδόπουλος συνέχισε με αλάνθαστη μεθοδικότητα να χτυπάει τον Ψυχοθεραπευτή Νο C4I 2315 της εταιρείας Siemens-Intramed, να τραβάει τα καλώδια, να ξηλώνει το μηχάνημα ουρλιάζοντας σαν πληγωμένο ζώο, καθώς από το βάθος της οδού Μεραρχίας, προς την πλατεία, ακουγόταν ήδη η σειρήνα του περιπολικού.



Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.