Του Μάριου Νοβακόπουλου
Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρά τις συχνές πολιτικές συγκρούσεις και πλήθος μεταρρυθμίσεων που άλλαξαν τη διοίκηση, το δίκαιο και τις σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας, η ουσία του βασιλικού θεσμού δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Αυτό δεν σήμαινε όμως ότι οι άνθρωποι της εποχής δεν φιλοσοφούσαν γύρω από τη μορφή του πολιτεύματος και τις αρετές του καλού βασιλέως, με πρότυπα την Αγία Γραφή, την ιστορία και το έργο των αρχαίων φιλοσόφων. Από τις σχετικές πραγματείες θα ξεχωρίσουμε εκείνη του Μιχαήλ του Εφεσίου, λογίου του 12ου αιώνα και σχολαστικού μελετητή του Αριστοτέλη.
Από τις πηγές συνάγεται πως ο Μιχαήλ, συμπατριώτης του Ηρακλείτου όπως χαρακτήριζε εαυτόν, εργαζόταν υπό την επιστασία της Άννας Κομνηνής, της διάσημης ιστορικού και κόρης του βασιλέα Αλεξίου Α΄. Ύστερα από την αποτυχία της να εκτοπίσει τον αδελφό της Ιωάννη Β΄ από τη διαδοχή του θρόνου (1118), η Άννα έλαβε το σχήμα και αφοσιώθηκε στα γράμματα, δημιουργώντας γύρω της έναν κύκλο σχολιαστών του Αριστοτέλη. Μαζί με τον Ευστράτιο Νικαίας, ο Μιχαήλ Εφέσιος ξεχώριζε σε αυτήν την ομάδα, παρουσιάζοντας ενδελεχή και συχνά πρωτότυπα σχόλια στα Ηθικά Νικομάχεια, τα Πολιτικά, τη Ρητορική, το Περί Ψυχής, τα Φυσικά και Μετά τα Φυσικά, καθώς και τα λογικά, ζωολογικά και μετεωρολογικά έργα του Σταγειρίτη. Το έργο του έχει μεγάλη σημασία, καθώς ήταν ο πρώτος που σχολίασε τους Σοφιστικούς Ελέγχους, ενώ ανέσυρε βιβλία που ως τότε είχαν περάσει μάλλον απαρατήρητα στο Βυζάντιο. Στον επικήδειο της Άννας Κομνηνής, ο Γεώργιος Τορνίκης επισημαίνει ότι, από την πολλή μελέτη, ο Εφέσιος έφθασε στο σημείο να χαλάσει τα μάτια του. Περισσότερα για τον βίο του δεν γνωρίζουμε – οι ιστορικοί υποθέτουν ότι ήταν μαθητής του Ιωάννη Ιταλού, του διαβόητου διαδόχου του Μιχαήλ Ψελλού που το 1082 καταδικάστηκε ως αιρετικός για τον (πέρα των επιτρεπτών ορίων) πλατωνισμό του.
Η προσφορά του έχει συγκριθεί με εκείνη του Αλεξάνδρου του Αφροδισιέως, του γραμματικού της αυτοκρατορικής εποχής που ως σήμερα λογίζεται ο σημαντικότερος αριστοτελικός σχολιαστής. Μέρος του έργου του μεταφράστηκε στα λατινικά και συνέβαλε στην εξάπλωση του αριστοτελισμού στη Δύση. Την εποχή των Παλαιολόγων αποτέλεσε πηγή για την εγκυκλοπαιδική συλλογή του Ιωσήφ Ρακενδύτη.
Τα σχόλιά του στα Πολιτικά του Αριστοτέλη έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Μιχαήλ εξέφραζε ιδέες και απόψεις για την πολιτική της εποχής του. Όπως όλοι οι σύγχρονοί του, επαινεί τη βασιλεία ως το αρτιότερο πολίτευμα και τονίζει την υπάτη σημασία της δικαιοσύνης στη διακυβέρνηση. Επιμένει στην αριστοτελική διάκριση άρχοντος και αρχομένου, με τον «βασιλικὸν νου» συγγενή και μιμητή του θείου. Ο Μιχαήλ επεξηγεί τη διάκριση μεταξύ αγαθών πολιτευμάτων (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) και των παρεκβάσεών τους (τυραννία, ολιγαρχία, δημοκρατία), με ιδιαίτερη αναφορά στο πώς πρέπει να φέρεται ένας αγαθός βασιλεύς ώστε η εξουσία του να μην είναι άνομη και τυραννική. Στις παρατηρήσεις αυτές φαίνονται και νύξεις εναντίον του καθεστώτος της εποχής του – είναι προστατευόμενος της Άννας Κομνηνής άλλωστε, άρα στην αντιπολίτευση. «Οἱ τύραννοι πολεμοῦσι τοῖς ἐπιεικέσι, τοῦτο μάλιστα νῦν, φίλτατέ μοι Ἀριστότελες – διὰ τοῦτο πένης ἐγώ», λέει με απογοήτευση στο ίνδαλμά του, σε μία ευθεία βολή κατά του βασιλέως. Η κριτική στους Κομνηνούς για τη συγκεντρωτική και οικογενειοκρατική τους διακυβέρνηση και την περιφρόνηση των αρχαίων ρωμαϊκών θεσμών απαντάται, μεταξύ άλλων, και στη χρονογραφία του Ιωάννη Ζωναρά. Και οι δύο κατέκριναν τον Ιωάννη Β’ (ο οποίος εξόρισε τον χρονογράφο από την αυλή) πως δεν περιστοιχιζόταν από ανθρώπους των γραμμάτων, όπως θα άρμοζε.
Ο Μιχαήλ Εφέσιος, ορμώμενος από την αριστοτελική σκέψη, θεωρεί ιδανικό πολίτευμα τη βασιλεία εκείνη που συνδυάζει στοιχεία από τα άλλα δύο αγαθά, «εξασφαλίζοντας έτσι την ισότητα των πολιτών, αλλά και τη λαϊκή συναίνεση για τη διατήρηση και τη φύλαξη αυτής της μορφής του πολιτεύματος» (Σ. Τριαντάρη-Μαρά). Σχολιάζοντας τη σοβαρή κρίση της εποχής, διαβεβαιώνει πως η Ρωμανία θα αποκρούσει τους Τούρκους, παρ’ ότι πολυαριθμότεροι, από την ομόφωνη βούληση των πολιτών της να συντηρήσουν το πολίτευμα: «σώζεται πολιτεία, ὅταν ἅπαντα τῆς πολιτείας μόρια βούλεται τὸ τῆς πολιτείας εἶδος σώζεσθαι».
Αντιλήψεις σαν εκείνες του Μιχαήλ δεν ήταν οικουμενικές τη βυζαντινή εποχή, καθώς άλλοι προέκριναν την εξουσία του βασιλέως ως στρατηγού και εκλεκτού του Θεού χωρίς εκτενείς αναφορές στον ρόλο της κοινωνίας. Από την άλλη δεν είναι και «αιρετικές» – η πολιτική παράδοση της αυτοκρατορίας πάντοτε αναγνώριζε το αιρετό του βασιλικού αξιώματος, τη διάκριση βασιλέως και βασιλείας, την ευθύνη και το χρέος του προς τους πολίτες, μαζί και το άγραφο δικαίωμά τους να εξεγερθούν και να καθαιρέσουν τον τύραννο. Η προσεκτική μελέτη της βυζαντινής πολιτικής φιλοσοφίας αποκαλύπτει έναν κόσμο σύνθετης πρακτικής και θεωρητικής σκέψης, δείγμα υψηλού πολιτισμού, προσαρμοστικότητας, αλλά και ανεπτυγμένης πολιτικής παιδείας.
- διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.