Θεόδωρος Παντούλας
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.01.2025
Επ’ εσχάτοις οι μισοί Ελληνες πίνουν νερό στο όνομα του «Στέλιου» και οι άλλοι μισοί παθαίνουν αναφυλαξία με οτιδήποτε υπερβαίνει την επιτρεπόμενη δόση μπασκλασαρίας. Ομολογώ ότι με ξαφνιάζει η ευρηματικότητα με την οποία ανακαλύπτουμε λόγους (και μάλιστα ξεθυμασμένους) για να τσακωθούμε, αλλά νομίζω ότι όλος αυτός ο καβγάς δεν έχει και πολύ νόημα.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης μάς άφησε χρόνους και μαζί του μας άφησε και η εποχή του. Ορφανεμένος από μικρός ο ίδιος βγήκε νωρίς στο μεροκάματο, χωρίς να προλάβει να τελειώσει ούτε το Δημοτικό! Είχε πανωπροίκι το χάρισμα, αλλά δεν ήταν τόσο οι πρωτάκουστες φωνητικές δεξιότητες που τον καθιέρωσαν όσο το ειλικρινές ερμηνευτικό πάθος. Δεν μπήκε απλώς με τα μπούνια στη δισκογραφία, μπήκε στις ψυχές των βασανισμένων ακροατών του. Και στην Ελλάδα του ’50 και του ’60 έγινε η στεντόρεια φωνή όλων των αδικημένων. Αδικημένος κι αυτός, αλλά όχι λυγισμένος. Ολοφύρονταν αλλά δεν κλαιγόταν. Το παράπονό του δεν ξέπεφτε σε κλάψα. Είχε μια περηφάνια ο τρόπος του. Οι χαρακιές του ήσαν παράσημα μιας ζωής στηριγμένης στο «φιλότιμο» κι όχι στις «ξένες πλάτες». Και τα φωνήεντα που τελειωμό δεν είχαν ήσαν βάλσαμο και λεπίδι δίκοπο για τους πονεμένους που αναπαύονταν σιγοντάροντας τον κοινό τους σπαραγμό. Μαστοράτζες και καλφάδια, μικρονοικοκύρηδες και μικροκακομοίρηδες οι περισσότεροι δεν ψώνισαν (ούτε ψωνίστηκαν) από τα καθρεφτάκια της κοινωνικής κινητικότητας. Το όμορφο προσφυγόπουλο δεν ήταν μονάχα ο δικός τους άνθρωπος, ήταν αυτός που δεν το έβαζε κάτω. «Το μίσος και το ψέμα» δεν τα έκανε ζάφτι. Προσδοκούσε μια «καινούργια κοινωνία άλληνε». Και τα έβαζε στα ίσα με το κακό και το άδικο, με τον υπόκοσμο της νύχτας και της μέρας. Κι ήθελε, στ’ αλήθεια, τσαγανό στα 35 σου, όταν μάλιστα μεσουρανείς, να γυρνάς την πλάτη στα λεφτά και στη δημοσιότητα για να πας με τα φιλαράκια σου για ψάρεμα.
Εκτοτε ο ανυπόταγος αλιέας, και επί χούντας και επί Μεταπολίτευσης, τελούσε υπό ραδιοτηλεοπτικό αποκλεισμό. Και, όπως λένε οι θυμόσοφοι, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Δεν αναφέρομαι στους ξεριζωμούς που έπαψαν να πληγώνουν. Αναφέρομαι στο κοινό, που όσο ο «Στελάρας» ψαρολογούσε, αυτό καβαλούσε τον κάλαμο και μεγαλοπιανόταν. Διότι, τι να την κάνει την «έντιμο πενία» όταν γύρω του σφύριζαν μαυλιστικά το χρήμα και οι χρηματισμένοι; Αφού δεν χώραγε πλέον στη ζωή του την έβαλε στο ράφι της σιντιέρας και ξεμπέρδεψε.
Κι όμως, «έρχονται χρόνια δύσκολα» μας προειδοποίησε στα τελευταία του ο Καζαντζίδης, όσο εμείς καμαρώναμε τις υπερκοστολογήσεις των ολυμπιακών έργων. Και ήταν καταφανώς αυτός, ο θεράποντας της ορθοφωνίας, ο παράφωνος της νεοελληνικής ευωχίας!
Αλλά δεν είναι η «παραφωνία» ο λόγος που κάποιοι αποστρέφονται τον Καζαντζίδη (και τον κόσμο του). Λέγεται –όρκο δεν παίρνω– ότι βρομάει λιγότερο το χνώτο όσων μετοικούν από τα προσφυγικά στα βόρεια προάστια. Δεν ήταν, λένε πάλι, καλόβολος ο μακαρίτης αλλά δύστροπος. Δεν ομολογούν, δηλαδή, με παρρησία την απαρέσκειά τους αλλά με δήθεν αδιάφορες ερωτήσεις περί της… αγιότητας του εκλιπόντος, υπονομεύουν την υστεροφημία του. Εις επίρρωση της παλιανθρωπιάς που επιχειρούν επισημαίνουν, δήθεν αδιάφορα πάντα, ατυχείς στιγμές του τραγουδιστή απαιτώντας από εκείνον μια συνέπεια που οι ίδιοι δεν διαθέτουν. (Και ορισμένοι το πάνε λίγο παραπέρα, εκτιμώντας ότι ο Καζαντζίδης ήταν τρε μιζεράμπλ και τρε αντρουά για τα εξευγενισμένα γούστα τους, αλλά αυτοί δεν νομίζω ότι αξίζουν οποιασδήποτε απάντησης.)
Ασφαιρα λοιπόν τα καψούλια και των υπέρμαχων και των αρνητών σε αυτόν τον αχρείαστο σαματά, όχι γιατί προ πολλού περάσαμε από το λαϊκό στο ελαφρολαϊκό, αλλά γιατί το φολκλόρ συνιστά από μόνο του μια εξουδετέρωση που δεν χρήζει υπεράσπισης. Η Ελλάδα του Καζαντζίδη δεν υπάρχει. Υπάρχουν ωστόσο ακόμη αυτοί που τη νοσταλγούν. Και τους νοσταλγούς δεν ξέρουν τι να τους κάνουν ούτε αυτοί που υπεραμύνονται του Καζαντζίδη ούτε αυτοί που τον απεχθάνονται. Ο χρόνος θα λύσει το πρόβλημα προσπερνώντας αμφοτέρους. Εκτός κι αν, έστω με αυτή την ξώπετση αφορμή, αξιωθούμε την επανοικείωση του πρότερου εαυτού μας και σταματήσουμε να μπερδεύουμε την αυθεντικότητα της λαϊκότητας με τη δηθενιά του λαϊκισμού.
ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr/opinion/563423971/aytos-me-tin-axia-toy-ki-emeis-me-xenes-plates/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.