Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Η Γενιά του ’30 και το νόημα της σήμερα (Β΄ μέρος)




του Γιώργου Καραμπελιά


Η νεοελληνική Αναγέννηση (1700-1922) έθετε ως αίτημά της την ανασύσταση, στην Ευρώπη, ενός κράτους συνέχειας του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι») – ένα κράτος αρκετά ισχυρό ώστε να σταθεί αυτεξούσιο πολιτισμικά και πολιτικά στον ιστορικό χώρο δράσης του ελληνισμού. Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του εγχειρήματος, ο νεώτερος ελληνισμός θα μπορούσε να ξαναστείλει «στην Κόκκινη Μηλιά» τους παρείσακτους Οθωμανούς και να συνεχίσει από εκεί που είχε μείνει η ελληνική ιστορία το 1204.

Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέλος σε μια τέτοια αξίωση και οι ιστορικές περιπέτειες που ακολούθησαν, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η αποτυχία της Ένωσης με την Κύπρο, επιδείνωσαν αυτή τη γεωπολιτική αδυναμία καθώς ο ελληνισμός, χωρίς ουσιαστικά νέο όραμα, θα περιπέσει σε μια ατελείωτη διελκυστίνδα εσωτερικών διενέξεων και εμφυλίων διαμαχών.

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814-1815, ο Καποδίστριας, αφού απέτυχε να πείσει τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο για την ανάγκη δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, θα προσανατολιστεί σε μια πολιτισμική διαφωτιστική δραστηριότητα, που θα εκφραστεί μάλιστα με τη δημιουργία της Φιλομούσου Εταιρείας:

Ἡ Ἑλλὰς πρέπει κατὰ τὸν Καποδίστριαν νὰ κηρυχθῇ ὁμοφώνως ὑφ’ ὅλων τῶν Δυνάμεων χώρα ἀφιερωμένη ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὰς ἐπιστήμας καὶ τὴν διαφώτισιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ ἔδαφός της νὰ κηρυχθῇ ἐκ τῶν ἔξω ἀπρόσβλητον, ἐσωτερικῶς δὲ νὰ κρατηθῇ μακρὰν πάσης ξένης ἀναμίξεως. Κειμένη μεταξὺ Ἀσίας καὶ Εὐρώπης εὐκόλως θὰ κατανοῇ ἡ Ἑλλὰς τὸ νόημα τῆς μυστικοπαθοῦς ζωῆς τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν θὰ δέχεται τὸ ἐκλεπτυσμένον πνεῦμα τῶν Εὐρωπαίων, δημιουργοῦσα κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μίαν δι’ ὁλόκληρον την ἀνθρωπότητα σωτήριον ἰσορροπίαν[1].

Η γενιά του 1930 και ο Βενιζέλος στη μεγάλη του ειρηνική τετραετία –1928-1932– θα επιχειρήσουν να υλοποιήσουν εν μέρει το πρόταγμα του Καποδίστρια. Το κουτσουρεμένο ελληνικό κράτος να ενσωματώσει στα περιορισμένα όριά του τον πληθυσμιακό πλούτο και την ιστορική και πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού ως αξιόπιστη και αυτόνομη συνιστώσα της Ευρώπης.

Εν τούτοις, ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν μετέθεσαν το επίκεντρο στην επιλογή στρατοπέδου (αμερικανική Δύση ή σοβιετική Ανατολή) και στην εσωτερική παραταξιακή και ταξική αντιπαράθεση. Άλλωστε, κατεστράφη ό,τι είχε απομείνει από την παλιά αστική τάξη, και κυριάρχησε μια δωσιλογική ή μαυραγορίτικη τάξη ενώ, στην άλλη πλευρά, η Αριστερά, και λόγω των διώξεων που υπέστη, συνέτριψε κάθε κριτικό λόγο. Και η μόνη αναλαμπή υπήρξε η δεκαετία του 1960, η «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα.


Τελικώς, μετά τη νέα Καταστροφή, εκείνη της Κύπρου, συνέχεια και συνέπεια του ʼ22, για πενήντα πέντε χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του 2020, θα πάψει να υπάρχει οποιοδήποτε συνεκτικό και καθολικό όραμα για τον ελληνικό λαό και, αντιθέτως, θα κυριαρχούν αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα «παραταξιακά». Ακόμα και το «ευρωπαϊκό όραμα» θα αντιμετωπίζεται με εισπρακτικό/παρασιτικό τρόπο –αποσύνθεσης της ελληνικής συνιστώσας μέσα σε μια φαντασιακή ευρωπαϊκή χοάνη–, αρδεύοντας την εθνομηδενιστική aberration. Εξ ου και η γενίκευση της απογοήτευσης, η εθνική κατάθλιψη και, ως μόνο αντίβαρο, η φυγή στον ανορθολογισμό.

Καθώς όμως οι Έλληνες κινδυνεύουν να απολέσουν τη δυνατότητα συγκρότησης ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου κρατικού πολιτικού υποκειμένου, τίθεται, επιτακτικά, και ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός καθολικού οράματος, ικανού να τους επανενώσει.

Μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να περιοριστεί στη μεταβολή της Ελλάδας σε τεράστιο μουσείο. Ο «ελληνικός δρόμος», από τον Αριστοτέλη έως τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, ανάμεσα στη φύση και τον πολίτη («ζῶον πολιτικόν», «πρόσωπον»), μπορεί να συμβάλει στην άρση των αδιεξόδων του σημερινού κόσμου. Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατ’ εξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο και ως Ακρίτας – σε ολοένα και στενότερη σχέση με μια εξίσου απειλούμενη Ευρώπη, η οποία είναι και αυτή υποχρεωμένη να ανατρέξει στην παράδοσή της για να επιβιώσει.

Και μια τέτοια πρόταση απαιτεί απλώς (sic!) έναν καθολικό αναπροσανατολισμό του φαντασιακού των Ελλήνων. Απαιτεί δηλαδή μια πολιτισμική επανάσταση μεγάλης κλίμακας που θα στραφεί πριν απ’ όλα ενάντια στο εμφυλιοπολεμικό υπόστρωμα του νέου ελληνισμού, που καθίσταται κυρίαρχο μετά το 1915 και ακυρώνει κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια.

Οι «καινούργιοι Έλληνες» μπορούν να ακολουθήσουν δύο οδούς: Η πρώτη, σύμφωνη με την αντίληψη του «Ἄμμες δὲ γ’ ἐσόμεθα πολλῶ κάρρονες…», σε μια προσθετικού χαρακτήρα άμιλλα με τις παλαιότερες μορφές της ελληνικής διαχρονίας – αρχαία Ελλάδα, χριστιανισμός-ορθοδοξία, Βυζάντιο, νεότερος ελληνισμός. Η δεύτερη, ακολουθώντας μια ηροστράτεια λογική, θα εκφράζεται ως θέληση καταστροφής αυτής της διαχρονίας, όπως επιχειρούν, κατά κόρον, τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική Αριστερά και η παγκοσμιοποιητική Δεξιά: «Σκοτώνοντας» τους αρχαίους και τους Βυζαντινούς Έλληνες, αρνούμενοι τη γενετική σχέση του νεότερου ελληνισμού με την ορθοδοξία, να μεταβάλουν τους νεότερους Έλληνες, μετά τη Καταστροφή, σε ένα εθνίδιο, χωρίς πατέρες και παππούδες. Να τους προετοιμάσει, συναφώς, για την ιστορική τους εξαφάνιση, που πλησιάζει αδήριτη, τέτοια που την περιγράφει ο Δημήτρης Δημητριάδης στο Πεθαίνω σα χώρα.

Γι’ αυτό και η μάχη της «συνέχειας» απέναντι στον σύγχρονο μικροελλαδισμό κατέστη τόσο σημαντική για την επιβίωση του ελληνισμού· μπορούμε να επιβιώσουμε μόνον εάν, απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, αντιτάξουμε όχι μόνο τις σημερινές υλικές μας δυνάμεις αλλά τον ιστορικό και πολιτισμικό όγκο που συγκροτεί ο ελληνισμός στη διαχρονία του. Δηλαδή, αν μεταβάλουμε το σημερινό μικρό έθνος μας και πάλι σε ένα «μεγάλο έθνος», αφετηρία και πατρίδα του σύγχρονου πολιτισμού, κατ’ εξοχήν του ευρωπαϊκού. Το γεγονός εξάλλου ότι, αυθόρμητα, τις τελευταίες δεκαετίες, οι Έλληνες, ακαθοδήγητοι, στράφηκαν ενστικτωδώς προς την αρχαία Ελλάδα, έστω και ως αρχαιολατρία, προς την ορθοδοξία και τη λαϊκή και δημοτική παράδοση, δεν είναι τυχαίο. Ούτε είναι τυχαία και η εμμονή του λαϊκού σώματος στο όνομα της Μακεδονίας.

Άλλωστε, σήμερα, έχουμε ίσως τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε την ιστορική μας μειονεξία μπροστά στη βιομηχανική επανάσταση που χάσαμε. Η πληροφορική και η νανοτεχνολογία, η ανάγκη διατήρησης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ισορροπιών, η μείωση της ανταλλαγής υλικών προϊόντων προς όφελος της ανταλλαγής πληροφοριών, οδηγούν ήδη στην ανατροπή του υπερσυγκεντρωτικού και ομοιογενοποιητικού βιομηχανιστικού μοντέλου που κατέστρεψε έναν πολιτισμό της επικοινωνίας όπως ο ελληνικός. Σήμερα όμως, ο ελληνισμός, με τα μικρά του μεγέθη, ιδανικά για μια παραγωγή «μεταμοντέρνα» και οικολογική, μπορεί να αποκτήσει νέες δυνατότητες στην εποχή της πληροφορικής. Ας δούμε έθνη όπως το φινλανδικό, τα σκανδιναβικά ή το Ισραήλ. Το ζήτημα όμως και το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα επιβιώσουμε μέχρι τη στιγμή που θα έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση σε αυτό το νέο εναλλακτικό μοντέλο της παγκόσμιας κοινότητας.

Τίθεται λοιπόν επιτακτικά, και ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός οράματος ικανού να επανενώσει τους Έλληνες και να τους οδηγήσει πέρα από τον 21ο αιώνα.

[1] Βλ. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Εστία, Αθήνα 1965, σσ. 196-197· Γ. Καραμπελιάς, 1821 Η παλιγγενεσία, ό.π., σσ. 282-283.

ΠΗΓΗ:https://ardin-rixi.gr/archives/255587
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.