Του Αντώνη Καραμπάτσου
Περί της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ο λόγος σήμερα.
Αγαπητοί φίλοι, πριν πάρετε θέση ΥΠΕΡ ή ΚΑΤΑ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, παρακαλώ πολύ ακούστε μια αλήθεια που βιώνει η Ελλάδα, βουβά, ψιθυριστά!! Μια αλήθεια που αγνοείται από την έρευνα του P.I.S.A. (Programme for International Student Assessment). Έρευνα που γίνεται στα πλαίσια του Ο.Ο.Σ.Α. (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Εσείς θα κρίνεται αν είναι μια επαινετή αλήθεια. Εσείς θα κρίνεται αν φυσά ούριος άνεμος στην ελληνική κοινωνία !!!!
Εύχομαι με νηφάλια περίσκεψη να καταλήξετε, είτε στο ΥΠΕΡ, είτε στο ΚΑΤΑ. Ελπίζω όλοι μας και το υπουργείο, όποια απόφαση και αν πάρουμε να θυμηθούμε το κατά Ματθαίον: «ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι.»
Θα μακρηγορήσω όσο πρέπει, όσο αρκεί για την Ελλάδα!!!!!
Με τον Χασάν στη Σάμο
«Μάθε παιδί μου γράμματα»
Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στη Σάμο για διακοπές.
Μας φιλοξενούσε, την παρέα μου και εμένα, ο φίλος μας και ιδιοκτήτης του τουριστικού συγκροτήματος (Doyssa Seaside Resort) που βρίσκεται κοντά στο Πυθαγόρειο. Το συγκρότημα είχε μορφή χωριού με πλατεία, εκκλησία και κτήρια, που είναι πιστά αντίγραφα παραδοσιακών σπιτιών της Σάμου. Ήταν ένα παραδοσιακό και ταυτόχρονα τουριστικό χωριό.
Η συγκυρία το έφερε, στο χώρο αυτό να έχω την τύχη και τη χαρά να παρακολουθήσω δύο αξιόλογες εκδηλώσεις και να γνωρίσω έναν καλό φίλο. Ανέλπιστα και τα τρία αυτά και σπουδαία!
Η μια εκδήλωση έγινε για να τιμήσουν τον Ευπαλίνο, τον δημιουργό του θαυμάσιου εκείνου ορύγματος, που ύδρευε την αρχαία πόλη. Η άλλη, για να τιμήσουν τον «σχολικό πολιτισμό» των Ελλήνων και είχε ως θέμα ένα παράξενο τίτλο: «Μάθε παιδί μου γράμματα», που συνοδευόταν με έναν συναισθηματικό υπότιτλο: «μια ιερή ευχή ή μια ιερή φοβέρα». Τέλος, και η γνωριμία μου με έναν φίλο έγινε εκεί, επίσης, τυχαία.
Επειδή και τα τρία αυτά γεγονότα τα έζησα ταυτόχρονα και είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, θα τα περιγράψω όπως ακριβώς κύλισαν στον χρόνο των ολιγοήμερων διακοπών μου.
Θ’ αρχίσω από την τρίτη μέρα των διακοπών μου, γιατί οι προηγούμενες δύο ήταν οι συνηθισμένες εξορμήσεις, που κάνει κάθε επισκέπτης του νησιού πηγαίνοντας άλλοτε στο Ηραίο, τον ναό της Ήρας, άλλοτε στο Ευπαλίνειο όρυγμα, άλλοτε στο σπήλαιο του Πυθαγόρα, άλλοτε στον Μαραθόκαμπο, άλλοτε στο Κοκκάρι και άλλοτε αλλού.
Την τρίτη, λοιπόν, μέρα ξεκινήσαμε πάλι από αυτό το γραφικό τουριστικό χωριό, για να συνεχίσουμε τις εξορμήσεις μας για τα αξιοθέατα. Σε αυτή την τελευταία περιήγησή μας πήγαμε να δούμε τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το ομοίωμά του φυσικά, με ύψος … 2,70 μέτρα.
Καθώς περιεργαζόμαστε τον υπερμεγέθη ανδριάντα του Τραϊανού, άκουσα κάποιον δίπλα μου να λέει:
Ωραίο άγαλμα! και μου έδειξε τον Τραϊανό.
Ωραίο, αλλά όχι άγαλμα, αν και ο Τραϊανός θα το ήθελε πολύ φαντάζομαι, του απάντησα γελώντας του, πολύ φιλικά.
Αν όχι άγαλμα τότε τι είναι; με ρώτησε όλο απορία.
Αγάλματα θεωρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες εκείνα τα γλυπτά μνημεία που προκαλούσαν θαυμασμό, δέος και αγαλλίαση στον θεατή και τέτοια ήταν μόνο όσα αναπαριστούσαν τους θεούς τους!
Όταν παρίστανε το γλυπτό μνημείο θνητό άντρα, το ονόμαζαν ανδριάντα!
Και όταν παρίστανε γυναίκα, ρώτησε, ανδριάντα το ονόμαζαν;
Δεν το γνωρίζω, άλλωστε οι γυναίκες δεν ήταν στο πολιτικό προσκήνιο και ούτε τις θεωρούσαν τόσο ισότιμές τους, αν και οι έξι από τους δώδεκα θεούς τους ήταν γυναίκες!
Μειδίασε και έδειχνε ότι καταχάρηκε από τη σύντομη συζήτησή μας και μου συστήθηκε:
Χασάν, τουρκοκύπριος δάσκαλος.
Αντώνης, του είπα, «Καλαμαράς» και συνάδελφος.
Γέλασε για το προσωνύμιο «Καλαμαράς» με το οποίο αποκαλούν οι Κύπριοι τους «ελλαδίτες» έλληνες.
Γνωριστήκαμε και κάναμε παρέα και επειδή η Σάμος είναι γνωστή και για το σαμιώτικο κρασί της, μας δόθηκε αρκετές φορές η ευκαιρία να γίνουμε καλοί φίλοι και να μιλήσουμε πολύ για την ιστορία των ανθρώπων και κυρίως των λαών μας. Το κρασί ήταν η πρόφαση. Η αλήθεια ήταν ότι προσπαθούσαμε να δού- με τις διαφορές μας.
Είπαμε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα.
Οι συζητήσεις όλο και κατευθύνονταν σε εκπαιδευτικά θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Σε μια τέτοια συζήτηση, με απορία και ενδιαφέρον, με ρώτησε να του απαντήσω:
Γιατί τόσοι πολλοί έλληνες σπουδάζουν στο εξωτερικό και μάλιστα σε Σχολές υψηλού κύρους, όπως: Ιατρική, Πολυτεχνείο, Νομική και άλλες δημοφιλείς Σχολές; Ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη πηγαίνουν αρκετοί. Και, γιατί εσείς οι Έλληνες έχετε ογκώδη παραπαιδεία, με τόσα φροντιστήρια, και παρ’ όλ’ αυτά είστε στην κατάταξη του P.I.S.A. ουραγοί;
Σημείωση: Η έρευνα του P.I.S.A. (Programme for International Student Assessment) γίνεται στα πλαίσια του Ο.Ο.Σ.Α. (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Δεν θα σου απαντήσω τώρα, φίλε Χασάν, του είπα, αλλά με αφορμή τα ερωτήματά σου και το ενδιαφέρον σου για κάποιες αξιόπιστες απαντήσεις, σε προσκαλώ αύριο το απόγευμα να παρακολουθήσεις μια διάλεξη, που έχει μεγάλη συνάφεια με την ερώτησή σου.
Πολύ ευχαρίστως, είπε. Θα έρθω.
Πράγματι παρακολουθήσαμε το επόμενο απόγευμα τη διάλεξη, που παρουσίασε ένας έλληνας ερευνητής. Το θέμα το προσέγγισε από μια ιδιότυπη οπτική γωνία και προσπάθησε να εξηγήσει το ιδιαίτερο φαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας, που σχετίζεται με τη «μόρφωση» των παιδιών της ή καλύτερα με τον «ακαδημαϊκό προσανατολισμό» των παιδιών της ή ακόμη καλύτερα με την «επαγγελματική αποκατάσταση υψηλού κύρους» των παιδιών της.
Ο ομιλητής στη διάλεξή του, σε γενικές γραμμές, είπε τα παρακάτω:
«Αγαπητές κυρίες και αγαπητοί κύριοι, μελετώντας κανείς το διεθνές κοινωνικό περιβάλλον, διαπιστώνει ότι υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας και της μόρφωσης των παιδιών.
Αυτό είναι μια διαπιστωμένη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η φτώχεια εμποδίζει τη δυνατότητα των παιδιών για σπουδές.
Ωστόσο, όμως, στην ελληνική κοινωνία αυτό παρουσίασε μια πολύ σημαντική ιδιομορφία, που θα προσπαθήσω να τη δείξω παρακάτω.
Οι ελληνικές οικογένειες, αν και είναι οικονομικά ασθενέστερες, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες οικογένειες των πλουσιοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, κατορθώνουν, παρά τη φτώχεια τους, να κάνουν περισσότερες οικονομικές θυσίες, για να βοηθήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους, που θα τα οδηγήσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην ακαδημαϊκή τους πρόοδο γενικότερα.
Στην ελληνική κοινωνία έχει αναπτυχτεί μια “πολιτισμική” συμπεριφορά –ας την πούμε “κουλτούρα”, μια και ο όρος αυτός έγινε διεθνής–, η οποία στηρίζει με θυσίες την ευκτική-προστακτική πρόταση: “Μάθε
παιδί μου γράμματα” και έχει κάνει σημαντικές επιτυχίες. Η ευκτική παραίνεση των ελλήνων γονιών για μόρφωση των παιδιών τους, σε καμιά άλλη χώρα δεν έχει τόση ένταση. Το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη μάθηση των παιδιών τους συνοδεύεται βέβαια, πέρα από συμβουλές και νουθεσίες, και από πολλές οικονομικές θυσίες, αν και η Ελλάδα υστερεί, σε σύγκριση με τις κοινωνίες άλλων κρατών, σε πλούτο, αφού έχει χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα.»
Στο σημείο αυτό σταμάτησε λίγο και τόνισε με έμφαση ο ομιλητής:
«Οι οικονομικές θυσίες των Ελλήνων είναι αυτές, που συντηρούν τα ξενόγλωσσα ιδιωτικά φροντιστήρια σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Οι οικονομικές θυσίες των Ελλήνων είναι που συντηρούν τα εξειδικευμένα ιδιωτικά φροντιστήρια, που τα παρακολουθούν μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης –κυρίως μαθητές λυκείου– και το σημαντικότερο είναι ότι τα φροντιστήρια τα παρακολουθούν, κυρίως οι καλοί μαθητές των λυκείων. Οι οικονομικές θυσίες των Ελλήνων είναι που συντηρούν τις σπουδές στο εξωτερικό.
Αυτό το ελληνικό πολιτισμικό φαινόμενο –η κουλτούρα– δεν ερμηνεύεται σωστά, αφού πολλοί πιστεύουν ότι την παραπαιδεία στη χώρα μας τη δημιουργεί το χαμηλό τάχα επίπεδο του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όχι η υπέρμετρη φροντίδα των γονιών, που θέλουν να δώσουν περισσότερα εφόδια στα δικά τους παιδιά.
Η φροντίδα αυτή των ελλήνων γονιών πηγάζει από ηθική βάση και παρόλο που έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, την επωμίζονται, γιατί πιστεύουν ότι υπηρετούν έναν πολιτισμό που δίνει αξία στη μόρφωση και στην οικογενειακή αλληλεγγύη.
Χαμηλώνω τη φωνή μου και σας γνωρίζω με αίσθημα συγγνώμης, αγαπητοί ακροατές, ότι θα επαναλαμβάνω πολλές φορές με τις ίδιες λέξεις το ίδιο νόημα, όχι από παραδρομή, αλλά για να γίνει επιτονισμός του προβλήματος και ας εκτεθεί ο λόγος μου.
Αυτή η πολιτισμική ιδιαιτερότητα φαίνεται να συντηρεί σήμερα την ηθικά άψογη στάση των ελληνικών οικογενειών να χρησιμοποιούν σε τέτοιο υπερθετικό βαθμό τα φροντιστήρια στη διαδικασία μετάβασης από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Από μια συγκριτική μελέτη των τρόπων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αφορούσε τις χώρες: Ιαπωνία, Γαλλία, Η.Π.Α., Γερμανία, Αγγλία, Σουηδία, Κίνα και χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Συνέδριο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, τόμος Α΄, Πάτρα 2004) φαίνεται ότι φροντιστήρια δεν έχουν αναπτυχθεί παράλληλα με τα σχολεία σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου, πλην της Ιαπωνίας, που έχει μια μορφή φροντιστηρίων, τα περίφημα “Juku”.
Μόνο στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί τόσα πολλά και πολύμορφα ιδιωτικά φροντιστήρια, που διδάσκουν ξένες γλώσσες ή προετοιμάζουν τους μαθητές για εισαγωγή στα πανεπιστήμια
Τα φροντιστήρια αυτά είναι αποτελεσματικά και υπερ-εξειδικευμένα και, επιπλέον, περιορίζονται σε τμήματα των 8 ή 4 ή 2 μαθητών ή και σε κατ’ οίκον διδασκαλία.
Οι οικογένειες από άλλες χώρες φαίνεται, μάλλον, να αποδέχονται μια εθνικά κατευθυνόμενη διαδικασία διδασκαλίας και αξιολόγησης των μαθητών (των παιδιών τους) προκειμένου να εισαχθούν στα πανεπιστήμια.
Αυτή η συμπεριφορά της ελληνικής οικογένειας να κάνει χρήση φροντιστηρίου, στοχεύει στην ουσία, στο να αποκτήσει πλεονέκτημα μάθησης το δικό τους παιδί και όχι να αναπληρώσει κενά που αφήνει η επίσημη εκπαίδευση στο σχολείο (χρήση φροντιστηρίων κάνουν, είπαμε, οι καλοί κυρίως μαθητές).
Το φροντιστήριο το επιβάλλει η ελληνική οικογένεια, γιατί έχει φιλοδοξίες για τα παιδιά της και δεν αρκείται σε αυτά που δίνει η δημόσια εκπαίδευση.
Αντί αυτού, λέγεται ότι οι γονείς αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους στα φροντιστήρια, επειδή τα σχολεία μας δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Παραβλέπουν όλοι το γεγονός ότι φροντιστήρια κάνουν και οι μαθητές των πρότυπων σχολείων και οι μαθητές των καλών ιδιωτικών σχολείων και προπάντων, ότι φροντιστήρια κάνουν οι καλοί, κυρίως, μαθητές .
Αυτή η στάση, η συμπεριφορά της ελληνικής οικογένειας, δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική επειδή θέλει και επιδιώκει, σε αντίθεση με μια οικογένεια άλλης χώρας, να παρέμβει με τα φροντιστήρια στη μόρφωση του δικού της παιδιού για να του δώσει, κυρίως, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων συμμαθητών, ανταγωνιστών του, και έτσι να του εξασφαλίσουν μια καλύτερη θέση στα Α.Ε.Ι., θυσιάζοντας κόπους και χρήματα.
Τα φροντιστήρια, δηλαδή, ενδεχομένως να τα συντηρεί ένα φρόνημα, που προέρχεται από τη βαθιά χαραγμένη πίστη της ελληνικής κοινωνίας ότι “τα γράμματα” είναι ο μόνος γνωστός και ασφαλής δρόμος κοινωνικής ανέλιξης.
Αυτό φαίνεται να είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του Έλληνα σε σχέση με τον Ευρωπαίο, σχετικά με το ποσοστό των οικογενειακών κονδυλίων, που επενδύει καθένας τους για την επιτυχία του στόχου, που είναι οι σπουδές των παιδιών τους.
Αν υποθέσουμε ότι (θεωρητικά λέμε) μετασχηματίζουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε ένα ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα, που λειτουργεί αποτελεσματικά, είναι αμφίβολο αν μπορέσει να ανατρέψει τον σημερινό προσανατολισμό ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας από το να επιλέγει φροντιστήρια και ιδιαίτερους φροντιστές μαθημάτων για το σπίτι ή επίσης να αναλαμβάνει τέτοιο οικονομικό κόστος για σπουδές στο εξωτερικό.
Την επιλογή του φροντιστηρίου δεν την προκαλεί η κακή ποιότητα του εθνικού συστήματος εκπαίδευσης, αν και πολλοί μιλούν για μέτρια ποιότητα και ίσως αυτό έχει κάποια αλήθεια. Τα φροντιστήρια δεν είναι συνέπεια της αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και της φιλοδοξίας που δείχνει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας για την ακαδημαϊκή επιτυχία των παιδιών.
Αυτό το ενδιαφέρον ή η φιλοδοξία υπογραμμίζει μια πολιτισμική συμπεριφορά, –μια “κουλτούρα”– της ελληνικής οικογένειας, που ωθεί τα παιδιά στα φροντιστήρια ή για σπουδές στο εξωτερικό.
Μια πολιτισμική συμπεριφορά που για να λειτουργήσει προϋποθέτει κόπους και χρήματα, και αυτό συμβαίνει γιατί στη φιλοσοφία ζωής της ελληνικής οικογένειας οι σπουδές των παιδιών είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας.
Το πρόβλημα της παραπαιδείας, ίσως, είναι απόρροια μιας πολιτισμικής συμπεριφοράς, την οποία οφείλουμε να αξιολογήσουμε αντικειμενικά, αν είναι σωστή, υπερβολική ή ανατρεπτική.
Η συμπεριφορά αυτή φαίνεται περισσότερο να είναι αποτέλεσμα μιας θετικής στάσης της κοινωνίας μας προς την εγραμματοσύνη, αφού τη θεωρεί υποκείμενη αξία για μια κοινωνική επιτυχία των παιδιών.
Το κόστος και η αγωνία που επωμίζεται η οικογένεια δεν πηγάζει από έναν φλύαρο γονικό εγωκεντρισμό, αλλά από μια βαθιά ηθική στάση, που δηλώνει ότι η μόρφωση και οι σπουδές των παιδιών είναι πρώτο μέλημα και πρώτη αξία.
Αυτή τη συμπεριφορά, αγαπητές μου φίλες και φίλοι», είπε ο ομιλητής, «των ελληνικών οικογενειών, που υποστηρίζει τη μόρφωση και τις σπουδές των παιδιών, αν τη βλέπαμε σαν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών, θα μπορούσαμε να το αξιοποιούσαμε για ωφέλεια και τιμή της χώρας μας και με την επικουρία της πολιτείας να δημιουργήσουμε επιστημονικό δυναμικό ικανό να στελεχώσει τη χώρα μας και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σήμερα, αγαπητοί μου», είπε ο ομιλητής, «χιλιάδες φιλόδοξα Ελληνόπουλα κατέχουν θέσεις ιατρών και άλλες επιστημονικές θέσεις υψηλού κύρους μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία.
Αναρωτηθείτε, παρακαλώ, πώς τα Ελληνοπούλα, –οι ουραγοί της παιδείας κατά τις μετρήσεις του P.I.S.A.–, κατέχουν θέσεις γιατρών στην Ευρώπη. Θέσεις τις οποίες δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν οι ευρωπαίοι μαθητές που προηγούνται κατά τις συγκριτικές μετρήσεις του P.I.S.A.
Είναι κρίμα μια τέτοια προσπάθεια των ελληνικών οικογενειών να την αιτιολογούμε λανθασμένα και να μην τη συνυπολογίσουμε ως θετικό παράγοντα της ελληνικής παιδείας.
Δεν έχει εσωτερική εγκυρότητα η έρευνα P.I.S.A. σε ό,τι άφορα τους έλληνες μαθητές.
Δεν μετρά την παρωθητική δύναμη της ευκτικής ή προστακτικής “ορμήνιας”, που είναι στα χείλη κάθε έλληνα γονιού: “Μάθε παιδί μου γράμματα”. Δεν μετρά τις επώδυνες, πλην ιερές, οικονομικές θυσίες των ελληνικών οικογενειών.»
Και ο ομιλητής τελείωσε με τη σοβαρή και διασκεδαστική παρατήρηση:
«Η έρευνα του P.I.S.A. φαίνεται να ψάχνει να βρει τι ψάρια πιάνουν τα Ελληνόπουλα, παρακολουθώντας τη θάλασσά μας, ενώ εκείνα στα “ψηλά βουνά”, μάλλον πιάνουν πουλιά στον αέρα...»
Έτσι τελείωσε η διάλεξη με χειροκρότημα και απορίες.
Αυτά σε γενικές γραμμές ειπώθηκαν στη διάλεξη και ο Χασάν μού ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για να κατανοήσει τον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας των περισσοτέρων ελληνικών οικογενειών, που ασκούν τέτοια πίεση και κάνουν τόσες οικονομικές θυσίες για να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Χασάν, του είπα, δεν ξέρω πού οφείλεται αυτή η συμπεριφορά των ελληνικών οικογενειών, ωστόσο θα τολμήσω να σου δώσω τρεις πιθανές απαντήσεις:
Η πρώτη απάντησή μου θα έχει πολύ ρομαντισμό, η δεύτερη θα έχει πολύ συμβολισμό και η τρίτη θα έ- χει πολύ ρεαλισμό:
Η ρομαντική απάντηση λέει ότι όσο η Ελλάδα ήταν σκλαβωμένη από τους προγόνους σου, η ελευθέρια που, κυρίως, της έλλειψε ήταν η «ελευθερία στην εκπαίδευση» Το σχολείο που εκπέμπει το φως, τότε, κρυβόταν από το φως και λειτουργούσε στο σκοτάδι. Λιγοστά τα σχολεία που υπήρχαν στην Ελλάδα τότε, και μόνο για λίγους πλούσιους και τους «άρχοντες». Υπήρχε λένε και «κρυφό σχολείο». Ίσως γι’ αυτό αγαπήθηκε πολύ. Αυτή είναι μια ρομαντική άποψη και ο ρομαντισμός, όπως ξέρεις, είναι πληθωρικός και ακηδεμόνευτος. Όπως και να έχει, το σχολείο είχε ένα γιγάντιο συμβολισμό στο σκλαβωμένο γένος μας και ίσως, Χασάν, να μας έμεινε το … «κουσούρι της αγάπης για τα γράμματα» από τότε…!
Ο Χασάν άκουσε προσεκτικά, αλλά δεν σχολίασε καθόλου αυτά που είπα. Νόμισα ότι έπρεπε κάτι να διευκρινίσω και συνέχισα:
Χασάν, μακάρι το «κρυφό σχολείο» να ήταν κρυφό από απαγόρευση. Ήταν κρυφό από χειρότερη αιτία, από ντροπή! Ο Έλληνας ήταν ραγιάς, σκυμμένος στη γη, δεν είχε ανάκαρα να κοιτάζει τον ουρανό και να ονειρευτεί …! Τα σχολεία γεννιούνται από τα όνειρα...
Η δεύτερη απάντηση, η συμβολική, Χασάν, έχει να κάνει με το απώτερο παρελθόν των Ελλήνων. Τα αρχαία θέατρα που σήμερα είναι ανενεργά, οι κλεισμένες σχολές που λειτούργησαν εννιακόσια περίπου χρόνια στην Αθήνα της αρχαίας Ελλάδας, τα εκπάγλου κάλλους έργα τέχνης, η πολύσημη και πολυσήμαντη αρχαία ελληνική σκέψη και όλα μαζί σαν σύμβολα, ίσως υπογραμμίζουν, Χασάν, το ηθικό χρέος του Έλληνα για μια συνέχεια του λαμπρού παρελθόντος. Άλλωστε, Χασάν φίλε μου, –το είπα και αλλού αυτό– από εκείνους τους αρχαίους μας προγόνους απέχουμε πολύ λίγο χρόνο, αν τη χρονική απόσταση τη μετρήσεις με το ακόλουθο ειδικό μέτρο:
Αν φανταστείς έναν παππού εκατοντάχρονο να δίνει, σαν πεθαίνει, μια σκυτάλη σε ένα νεογέννητο απόγονό του και εκείνο πάλι με τη σειρά του, σαν γίνει εκατοντάχρονο να τη δίνει σε άλλο νεογέννητο και ούτω καθεξής, εμείς σήμερα οι Έλληνες, Χασάν, που αναστηθήκαμε λίγο μετά τον 18ο αιώνα, μας χωρίζουν μόνο 13 παππούδες (δέκα τρεις αιώνες) αν θεωρήσουμε το έτος 529 μετά Χριστό (τον 6ο αιώνα), που έκλεισαν οι χριστιανοί ρωμαίοι αυτοκράτορες τις Φιλοσοφικές Σχολές της Αθήνας, σαν έτος θανάτου του ελληνικού τρόπου σκέψης ή 14 παππούδες σαν θεωρήσουμε το έτος 393 (τον 4ο αιώνα) που έκλεισαν την Ολυμπία οι χριστιανοί ρωμαίοι αυτοκράτορες, σαν έτος θανάτου του ελληνικού τρόπου ζωής.
Φαίνεται πως νοιώθουμε κοντά μας την ανάσα των προγόνων και παρόλο που πιθηκίζουμε μιμούμενοι
«αλλότρια ιδεώδη», φαίνεται ότι κάτι μας κληροδότησαν οι θαυμάσιοι εκείνοι πρόγονοι και δεν μας αποκλήρωσαν εντελώς, ώστε να αφελληνιστούμε, παρά την ασέβειά μας προς αυτούς.
Σε τι δείξατε ασέβεια οι νεότεροι Έλληνες στους προγόνους σας; με ρώτησε ο Χασάν.
Χασάν φίλε μου, μην επιμείνεις στην ερώτησή σου και εκτρέψεις την κουβέντα μας αλλού. Άλλωστε, δεν είναι πρόθυμοι οι Έλληνες να ακούν τέτοιες συζητήσεις, ας αφήσουμε αυτό και άκου την τρίτη εκδοχή.
Σταμάτησα μια στιγμή, ρίχνοντας το βλέμμα μου αλλού, προσποιούμενος ότι κάτι κοιτάζω. Ο Χασάν κατάλαβε την αιτία της διακοπής και μου είπε χαμηλόφωνα:
Αχ βρε, νεο-Έλληνα φίλε μου, δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς, αλλά αναρωτιέμαι: δεν τα παράγραψε τα σφάλματά σας ο χρόνος; Γιατί τόση συγκίνηση;
Δεν είναι στιγμιαία σφάλματα, Χασάν, είναι διαρκή, δεν παραγράφονται…!
Αν έτσι τα βλέπεις, τέτοια θα είναι. Συνέχισε σε παρακαλώ, είπε ο Χασάν.
Η τρίτη απάντηση η ρεαλιστική και ίσως πιο πιθανή, έχει να κάνει με τη βιομηχανική υστέρηση της Ελλάδας. Στο σύνολό του, σχεδόν, ο ελληνικός πληθυσμός του νέου ελεύθερου κράτους ήταν φτωχός μεν, αλλά είχε δική του μικρή αγροτική εκμετάλλευση, που την απόκτησε σαν έδιωξε τους αγάδες και τους μπέηδες το 1821 (τσιφλικάδες και κόντηδες δεν είχε η Ελλάδα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων)..
Έχει, δηλαδή, ο ελληνικός λαός, η ελληνική οικογένεια της νεότερης Ελλάδας μικρή μεν αγροτική γη, αλλά αρκετή για να επιζήσει. Ζει φτωχικά μεν, αλλά έχει απόλυτη ελευθερία, κυριαρχία και αυτονομία στη διαχείριση της μικρής της περιουσίας. Είναι ιδιοκτήτες ακηδεμόνευτοι και απόλυτα ελεύθεροι. Τα στοιχεία αυτά φτιάχνουν την αναγκαία και ικανή συνθήκη να κτίσουν ένα υψηλό φρόνιμα –που δεν θα τους επιτρεπόταν αν δούλευαν δουλοπάροικοι σε πλούσια τσιφλίκια. Το ελεύθερο φρόνημα, η αίσθηση αυτονομίας τους ωθεί να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Το πιο ορατό, το πιο εφικτό όνειρο, που θα έβγαζε τα παιδιά τους από τη φτώχεια και θα τα ανέβαζε στην κοινωνία, ήταν να μάθουν γράμματα στο σχολείο. Έφτιαξαν σχολικά κτήρια με προσωπικές θυσίες σε κάθε χωριό, σωστά κοσμήματα αρχιτεκτονικής, που στολίζουν σήμερα τα έρημα χωριά. Αυτά τα σχολεία δεν μάθαιναν τα παιδιά γράμματα, τα έμαθαν να πετούν...
Το «μάθε παιδί μου γράμματα», το είπαν οι Έλληνες γονείς στα παιδιά τους με πολλούς τρόπους για να γίνει κατανοητό. Το είπαν και σαν ευχή και σαν παράκληση και σαν προσταγή με φοβέρα. Και ήταν διατεθειμένοι και το έκαναν πράξη, ότι για τον σκοπό αυτό, τη μόρφωση των παιδιών τους, θα πουλούσαν τα πάντα και το «παντελόνι» τους, που λέει ο λαός.
Δεν ξέρω αν μια από τις τρεις απαντήσεις ή καμία ή κάποια ή όλες αυτές μαζί ισχύουν, Χασάν. Πάντως, συμφωνώντας και με τον ομιλητή, είναι γεγονός ότι διαμορφώθηκε, καλέ μου φίλε, ένα πνεύμα στη σύγχρονη Ελλάδα που σπρώχνει τους σημερινούς γονείς να συνεχίσουν τούτη την ιερή παράδοση και να θυσιάζουν κόπους και χρήματα και από το υστέρημά τους ακόμη, για να τα δουν πρώτα φωτισμένα και μετά τακτοποιημένα στη ζωή.
Ανοίγουμε μια παρένθεση:
Μην παρασύρεσαι, αγαπητέ Χασάν, από τις στατιστικές P.I.S.A. (Programme for International Student Assessment). Έχουν εσωτερική ακυρότητα, αγνοούν ή παρεξηγούν την αιτία που διατηρείται η «παραπαιδεία» στη χώρα μας και κυρίως δεν λαμβάνουν υπόψη τον ρόλο που παίζει η «παραπαιδεία» στην ελληνική εκπαίδευση.
Τα φροντιστήρια τα επιλέγουν οι γονείς –δεν τους αναγκάζει κανείς, έκτος από την ιερή τους φιλοδοξία. Τα επιλέγουν με ηθικά κίνητρα, με στόχο να υπερπληρώσουν τη γνώση των σχολείων μας και όχι να την αναπληρώσουν απλά.
Κλείνουμε την παρένθεση.
Μέσα σε τούτο το κοινωνικό κλίμα, Χασάν, γίνεται λειτουργία με λειτουργούς καταξιωμένους και συλλειτουργούς τους γονείς που θύουν, για τις ιερές αξίες της εκπαίδευσης των παιδιών τους, κόπους και χρήματα. Οι αξίες αυτές των ελλήνων γονέων είναι ιερές και δεν μεταλλάσσονται εύκολα και ίσως πρέπει να ενισχυθούν ή πρέπει να μείνουν ανέγγιχτες, ανεπηρέαστες και ελεύθερες.
Με ρώτησες, Χασάν, γιατί η Ελλάδα στις στατιστικές P.I.S.A. (Programme for International Student Assessment) είναι ουραγός.
Σου απαντώ με ερώτηση, φίλε μου, και ανταπάντησέ μου, σε παρακαλώ:
Πώς είναι δυνατόν να είναι ουραγοί τα Ελληνόπουλα και όχι πρώτα στον κόσμο στη γνώση, «παραδείγματος χάριν» ξένων γλωσσών; Τα Ελληνόπουλα διδάσκονται τις ξένες γλώσσες, όπως περίπου τις διδάσκονται και όλοι οι άλλοι μαθητές του κόσμου στα δημόσια σχολεία, αλλά τα Ελληνόπουλα τις διδάσκοντα επιπλέον και στα ιδιωτικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, που είναι σε κάθε ελληνική γωνιά, από εξειδικευμένους καθηγητές. Αυτά τα φροντιστήρια τα διαλέγουν με αυστηρά κριτήρια οι γονείς και τα πληρώ- νουν με τα δικά τους χρήματα.
Πώς είναι δυνατόν να είναι ουραγοί τα Ελληνόπουλα που τελειώνουν το λύκειο, και όχι πρώτα στον κόσμο στις βασικές γνώσεις; Τα Ελληνόπουλα διδάσκονται με τον ίδιο, περίπου, τρόπο που διδάσκονται και όλοι οι άλλοι μαθητές απόφοιτοι λυκείου του κόσμου –τριάντα και πλέον ώρες την εβδομάδα στα δημόσια σχολεία–. Τα Ελληνόπουλα διδάσκονται επιπλέον και με επιπρόσθετες δέκα πέντε ώρες την εβδομάδα, κατ’ ελάχιστον, από υπερ-εξειδικευμένους φροντιστές καθηγητές στα ιδιωτικά φροντιστήρια, που τα διαλέγουν με αυστηρά κριτήρια οι γονείς.
Αλλά, πριν απαντήσεις Χασάν, να σε ρωτήσω και αυτά:
Δεν πιστεύω να πιστεύεις ότι οι έλληνες μαθητές είναι χαμηλής ικανότητας και παρά το ότι έχουν περισσότερες ώρες διδασκαλίας δεν αποδίδουν;
Ή μήπως πιστεύεις ότι αν τα ελληνικά σχολεία μας γίνουν άριστα και οι μαθητές μας άριστοι, τότε οι έλληνες γονείς θα εγκαταλείψουν τα φροντιστήρια;
Χασάν, Χασάν καλέ μου φίλε, μην κρίνεις αυτό που θα σου πω σαν λόγο έπαρσης. Οι έλληνες γονείς θυσιάζουν χρήματα και κόπους για να πραγματοποιηθεί η ευχή τους «τα παιδιά τους να διακριθούν και να πρωτεύσουν».
Κάνουν, και συγχώρεσέ με, φίλε μου, αν υπερβάλλω, ακριβώς, την ίδια ευχή που έκανε και για τον Γλαύκο ο πατέρας του, ο Ιππόλοχος (ραψωδία Ζ της «Ιλιάδας», στίχοι 208-209): «Εύχομαι», του είπε, «να υπερέχεις» και γι’ αυτό το «υπερέχεις» οι έλληνες γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στα φροντιστήρια…!
Η έρευνα του P.I.S.A. κάτι δεν μετρά καλά…!
Και αν τα μετρά καλά, ας μας απαντήσει η έρευνα P.I.S.A. του Ο.Ο.Σ.Α. (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης):
Πώς εξηγεί το γεγονός ότι οι μαθητές που τους κατατάσσει ουραγούς στη μάθηση (τους έλληνες μαθητές) να καταλαμβάνουν θέσεις γιατρών και μηχανικών στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως είπε ο ομιλητής προηγουμένως;
Θα δεχτούμε ότι οι ευρωπαίοι μαθητές, αν και προηγούνται στην κατάταξη της έρευνας P.I.S.A., δεν ήταν ικανοί να σπουδάσουν γιατροί και να στελεχώσουν τις θέσεις γιατρών στις χώρες τους ή θα δεχτούμε το ποιο λογικό ότι: είχαν μεν την ικανότητα να σπουδάσουν γιατροί και τα παιδιά της Ευρώπης, αλλά δεν δέχτηκαν την υψηλή παρώθηση και βοήθεια που δέχονται οι έλληνες μαθητές από τους γονείς τους με τα φροντιστήρια και την εξαντλητική οικονομική χρηματοδότηση των σπουδών τους, μακριά από τα σπίτια τους και μακριά από την πατρίδα τους!
Χασάν, καλέ μου Χασάν, φίλε μου, το «κονδύλι» του προϋπολογισμού κάθε μεσαίου ελληνικού νοικοκυριού, που προορίζεται για τις σπουδές των παιδιών είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από το αντίστοιχο «κονδύλι» των οικογενειών άλλων χωρών και ας είναι πολύ πιο πλουσιότερες χώρες από την Ελλάδα.
Αντώνη φίλε μου, είπε ο Χασάν, δεν ξέρω τι να πω, λογικά μού φαίνονται!
Μα είναι! Χασάν.
Ο Χασάν σιώπησε για λίγο και συνέχισε:
Η ομηρική κληρονομιά σας φαίνεται να καθοδηγεί ακόμη τους Έλληνες σε έργα αξιοθαύμαστα. Άλλωστε και οι μεγάλοι «αθηναίοι σοφοί μας», –λέω «σοφοί μας», φίλε μου Αντώνη, γιατί των σοφών σας το πνεύμα ανήκει, πλέον, στην Οικουμένη, δηλαδή σε όλους μας–, αναφέρουν ότι όλες οι έννοιες σηματοδοτούνται σε αντιστοιχία με πρόσωπα, με πράγματα, με κοινωνικές καταστάσεις.
Τα φροντιστήρια στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν μια ιδιώνυμη έννοια, που την καθορίζουν οι ειδικές κοινωνικές συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί από την κουλτούρα της ελληνικής οικογενείας γύρω από την εκπαίδευση.
Ευχαριστιέμαι, Χασάν, γι’ αυτό που λες και αν αυτά που άκουσες έχουν βάση, τότε να θυμάσαι ότι αυτό που είναι απόλυτα κατανοητό και λογικό σε κάποια άλλη χώρα, στην Ελλάδα φοβάμαι θα δημιουργήσει δυσκολίες.
Σαν ποιο και γιατί;
Το να αντιγράψουμε χωρίς πολύ μεγάλη περίσκεψη τις πρακτικές των άλλων χωρών, που γι’ αυτές τις χώρες είναι απόλυτα σωστές, ενώ για τη δική μας κουλτούρα θα είναι «ενδεχομένως» επιζήμιες. Θα μου επιτρέψεις, φίλε Χασάν, να μην αναφέρω τι ακριβώς εννοώ, γιατί είναι θέματα που χρειάζονται αποστασιοποίηση από πολιτικές επιρροές και επηρεασμούς. Είναι «ειδικά» ελληνικά θέματα και θέλουν ουδέτερες προσεγγίσεις με επιστημονική ακριβολογία και σεβασμό!
Δεν σε ρωτώ, είπε ο Χασάν, αν και έχω μεγάλη περιέργεια.
Νοιώθω ότι γίνομαι κρυψίνους, Χασάν, δεν το κάνω για σένα, αλλά επειδή αυτά είναι θέματα που «ταλανίζουν» την Ελλάδα και δεν θέλω να τα εκθέτω με μονολόγους και με απουσία του συν-διαλόγου.
Ο «συν-διάλογος»…; ψέλλισε χαμήλωνα ο Χασάν.
Ναι, Χασάν, ο συν-διάλογος, που κάνει τα δυο μυαλά να σκέφτονται καλύτερα από το ένα. Ο συν- διάλογος, που όταν εξασφαλίσει πραότητα, αμεροληψία, μεγάλα αυτιά και μικρή γλώσσα, βρίσκει σωστές λύσεις!
Σταμάτησα λίγο και είπα στον Χασάν, για να κλείσω το θέμα, ότι:
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και οι προσομοιώσεις της ελληνικής εκπαιδευτικής κουλτούρας με την κουλτούρα που έχουν οι πλύστες χώρες του κόσμου θα έχει σε μας παρενέργειες, αγαπητέ φίλε μου, που η χειρότερη φοβάμαι μην πλήξει τη φιλοδοξία των υψηλοφρόνων για τα «γράμματα» ελλήνων γονέων και τους κάνει να σιγάσουν και να ονειρεύονται ταπεινότερα όνειρα για τα παιδιά τους…!
Με πόνο μιλάς, αγαπητέ συνάδελφε, μου είπε ο Χασάν.
Είναι μια αλήθεια, που αν ερμηνευόταν σωστά, τότε, θα την αξιοποιούσαμε προς όφελος και δόξα του έθνους μας, εμείς οι Έλληνες, φίλε Χασάν. Αλλά τώρα πέρασε η ώρα και πρέπει να σταματήσουμε τη συζήτηση.
Σωστά λες! νύχτωσε και μας περιμένουν για το δείπνο στη γνωστή μας ταβέρνα.
Ας πηγαίνουμε, λοιπόν, είπαμε και φύγαμε.
………………………………………………………………………………
Έτσι φτάσαμε στο τέλος των ωραίων διακοπών στη Σάμο.
Το βράδυ της παραμονής της αναχώρησής μου, ήρθε ο Χασάν στην πλατεία του τουριστικού συγκροτήματος (Doyssa Seaside Resort) Δόριζα να με αποχαιρετήσει…
Η συγκίνηση ήταν ολοφάνερη!
Είχαμε αφήσει μια κρίσιμη συζήτηση για τη σημερινή πολιτική κατάσταση της Κύπρου και ο Χασάν ήταν σε περίσκεψη. Έτσι έδειχνε.
Χασάν, τόσες λίγες μέρες μαζί και αποκτήσαμε μια ωραία φιλία! Πόσο εύκολα οι άνθρωποι μαθαίνουν ο ένας τον άλλον, αν κοιταχτούν στα μάτια και μιλήσουν...
Ο Χασάν πιο συγκινημένος τώρα μου είπε:
Δεν αρκεί να κοιταχτούν και να μιλήσουν, πρέπει να ανοίξουν και τις καρδιές τους για να δουν αυτές τις άυλες εικόνες τις αξεθώριαστες του ανθρωπισμού της αρχαίας Ελλάδας.
Σταμάτησε, ενώ είχαν πλημυρίσει αυτές οι στιγμές από συγκίνηση!
Χασάν, του είπα, μου έδειξες αυτές τις μέρες ότι η μόρφωση στον άνθρωπο είναι η μόνη διακρίνουσα, που δείχνει τα όρια που χωρούν όλους τους ανθρώπους!
Και εκείνος μετά από λίγο μου απάντησε:
Αν η μόρφωση δείχνει τα όρια του ανθρωπισμού, φίλε μου Έλληνα, τότε οι ευχές σας «μάθε παιδί μου γράμματα» έχουν γεμίσει την Ελλάδα με «δένδρα αειθαλή»!
…και με καληνύχτισε, δείχνοντάς μου την εντύπωση πως πείστηκε ότι η ελληνική ΚΟΙΝΩΝΙΑ έχει υψηλές ηθικές συνισταμένες για την εκπαίδευση ... που δυστυχώς πολλοί από μας έχουμε ρίξει επιπόλαιη ή κοντόθωρη ματιά!!!!
Εσύ τι λες, αγαπητέ αναγνώστη;
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.