ΕΛΛΑΔΑ, βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους
Mετάφραση Μενέλαος Αστερίου, σελ. 574,εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020
Του Σπύρου Κουτρούλη
Ο Άγγλος ελληνιστής επιχειρεί να μας παρουσιάσει την ιστορία του ελληνικού κράτους. Ένα τέτοιο εγχείρημα για να χωρέσει στα πλαίσια ενός βιβλίου, αναγκαστικά θα πρέπει να παραλείψει ένα μέρος των γεγονότων, των ερμηνειών ή των πνευματικών συγκρούσεων με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει να αποσιωπήσει ,σε αρκετές περιπτώσεις, τα ουσιώδη και κρίσιμα.
Ο Roderick Beaton φαίνεται από μια πρώτη ανάγνωση να γέρνει προς την μεταμοντέρνα ερμηνεία, που στανικά προσπαθούν τις τελευταίες δεκαετίες να μας επιβάλλουν, ότι το ελληνικό κράτος δημιουργεί το ελληνικό έθνος, ενώ πριν από αυτό δεν υπήρχαν παρά ελληνόφωνοι κάτοικοι. Όμως τελικά, όπως προκύπτει από το ίδιο το έργο και την συνέντευξη που έδωσε με την ευκαιρία της έκδοσης στο περιοδικό «Φρέαρ» δεν συμμερίζεται κάτι τέτοιο.
Η προβληματική πλευρά του έργου προέρχεται από το ότι στηρίχτηκε σε ένα μέρος της ελληνικής βιβλιογραφίας και παρέλειψε ένα σημαντικό μέρος αυτής που απαρτίζεται από τον Ν. Σβορώνο, τον Ν. Πανταζόπουλο, τον Κ. Καραβίδα, τον Δ. Χατζή, Γ. Δερτιλή, τον Γ. Κοντογιώργη, τον Γ. Καραμπελιά. Αν η προσέγγιση βιβλιογραφικά ήταν πιο σύνθετη ανάλογο θα ήταν και το αποτέλεσμα που θα είχαμε.
Στην εισαγωγή του, ο R. Beaton, ξεκαθαρίζει ότι υπάρχει το σύγχρονο έθνος του Διαφωτισμού που προϋποθέτει το κράτος, τους διοικητικούς μηχανισμούς του και την κυριαρχία σε μια προσδιορισμένη εδαφικά περιοχή. Όμως εκτός από αυτή την αντίληψη υπάρχει αυτή που θεωρεί ότι οι κοινότητες με εθνικές παραμέτρους προϋπήρχαν του εθνικού κράτους. Για να συμπληρώσει: «η ελληνική γλώσσα έχει μια συνεχή καταγραμμένη ιστορία στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ελλάδας για πάνω από 3.000 χρόνια. Δεν είναι λοιπόν από κάθε άποψη και η ιστορία του ελληνικού έθνους εξίσου παλιά; Και οι δύο αντιλήψεις είναι έγκυρες. Όμως η ιστορία την οποία αφηγούμαι σε αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία της Ελλάδας ως σύγχρονου έθνους»[1].
Στην συνέντευξη του στον Κ.Λερούνη, στο περιοδικό «Φρέαρ» εξομολογείται ότι το επόμενο βιβλίο του «επιγράφεται The Greeks: A Global History και ξεκινάει από τη Γραμμική Β΄ και τους Μυκηναίους»[2] , ενώ επισημαίνει «ο Ηρόδοτος μας κληροδότησε όχι μόνο αυτό το «ομόθρησκο» και το «ομόγλωσσο» που λέτε, αλλά το Ασία και Ευρώπη και κάτι που είναι εξίσου σημαντικό, το Έλληνες και Βάρβαροι. Ο όρος «Έλληνες» ως εθνώνυμο σπανίζει στην ελληνική γλώσσα πριν τους Περσικούς Πολέμους και αυτό είναι κάτι το συναρπαστικό. Βγαίνει μέσα από την πυρά των Περσικών Πολέμων κατά τους οποίους διαμορφώνεται η συνειδητοποίηση των Ελλήνων, όλων των πόλεων-κρατών, ότι έχουν κάτι κοινό, το οποίο συνίσταται στο ότι είναι Έλληνας. Διαμορφώνεται από εκείνη την περίοδο η ελληνική ταυτότητα, το Ελληνικόν του Ηροδότου. Παραμένει ωστόσο προβληματική αυτή η σύλληψη, διότι ίσως να πρόκειται για δικό του εφεύρημα. Δεν ξέρουμε! Δεν νομίζω ότι το Ελληνικόν, ως ουσιαστικό υπάρχει πριν τον Ηρόδοτο»[3]. Με αφορμή τον Γ. Σεφέρη συμπεραίνει πως «παρά το γεγονός ότι δεν συμφωνούν πολλοί ξένοι βυζαντινολόγοι, βρίσκω απόλυτα δικαιολογημένη την αντίληψη ότι το Βυζάντιο ανήκει στο ευρύτερο φάσμα του ελληνισμού, ενώ από την άλλη ο ελληνισμός ανήκει και αυτός, με τη σειρά του, στο ευρύτερο φάσμα του Βυζαντίου, όπως τον εκλαμβάνουν οι ιστορικοί. Από τον 7ο μέχρι τον 13ο αιώνα ο ελληνισμός προσλαμβάνει τη φυσιογνωμία του Βυζαντίου και βέβαια οι Βυζαντινοί κράτησαν τις αποστάσεις τους από το όνομα Έλληνες, διότι σήμαινε τους μη-χριστιανούς. Είναι γνωστό φυσικά ότι-σχεδόν χωρίς εξαίρεση και μέχρι τον 13ο αι.- οι Βυζαντινοί χαρακτηρίζονταν ως Ρωμαίοι. Όμως επιμένω, το ζήτημα είναι σε ποια γλώσσα επιμένουν να αυτοχαρακτηρίζονται ως Ρωμαίοι. Στα Ελληνικά!»[4].
Η ελλιπής βιβλιογραφία εντοπίζεται ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Η Ανατολή συναντά την Δύση (1718-1797) όπου εξετάζεται συγκριτικά ο ελληνικός και ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός. Έτσι αν είχε μελετηθεί το έργο του Π. Κονδύλη θα είχε παραλειφθεί η σκέψη «ακόμη και σήμερα, ενώ υπάρχουν εξαιρετικές μελέτες για τον ελληνικό Διαφωτισμό και για τα έργα Δυτικοευρωπαίων περιηγητών και ιδεαλιστών της ίδια περιόδου, κανείς δεν σκέφτηκε ακόμη να μελετήσει εκ παραλλήλου αυτές τις δύο ομάδες έργων, που εξακολουθούν να θεωρούνταν θεμελιακά διαφορετικές»[5]. Όπως και οι κρίσεις που κάνει στο ίδιο κεφάλαιο για τις ελληνικές κοινότητες θα είχαν παραλείψει την λανθασμένη θεμελίωση, ή και θα ήταν άρτιες αν είχαν χρησιμοποιήσει το πραγματολογικό υλικό που είναι ιδιαίτερα πλούσιο και την θεωρητική σκέψη του Σβορώνου, του Πανταζόπουλου, του Καραβίδα.
Απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό οι περιγραφές των καταστάσεων που έζησε ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός, που συχνά κατέληγαν σε επαναστάσεις και στις απειράριθμες σφαγές του. Είναι αρκετά σπάνιο να διαβάσουμε τα γεγονότα που εκθέτουν την τουρκική βαναυσότητα. Ακόμη και οι αναφορές στον Α. Κοραή, παραλείπουν τις διαμαρτυρίες για όσα έχει υποστεί το ελληνικό έθνος κατά τα δίσεκτα χρόνια της σκλαβιάς του. Με αυτό τον τρόπο επαναλαμβάνει τα λανθασμένα συμπεράσματα κάποιων Ελλήνων ιστορικών που αποδίδουν την ελληνική επανάσταση σε λόγους όπως ότι οικογένειες και κοινότητες «οι οποίες για δυο και πάνω γενιές είχαν συνηθίσει στη συνεχώς αυξανόμενη ευμάρεια γνώρισαν ανατροπή της κατάστασης τους»[6].Η αιφνίδια λοιπόν ανατροπή της οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων τους οδήγησε να βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά!
Στα επόμενα κεφάλαια επιχειρείται να εξισορροπηθούν όσα έπραξαν οι εξεγερμένοι με όσα έπραξαν μεθοδικά και συστηματικά οι κατακτητές από την Χίο, την Ψαρά, το Μεσολόγγι ως την Πόλη. Έτσι έσφαζαν οι Τούρκοι, αλλά έσφαζαν και οι Έλληνες. Γράφει «όλες οι πλευρές (και υπήρχαν πολλές σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικούς χρόνους) προσέφευγαν στην πιο ακραία βία»[7] ή ότι οι Έλληνες διέπραξαν εθνοκάθαρση την οποία ο Ιμπραήμ με τις σφαγές του ήθελε να αναιρέσει[8].Όμως οι ωμότητες που διέπραξαν οι κατακτητές σε όλη την διάρκεια της Επανάστασης –όπως και στους προεπαναστατικούς χρόνους– δεν μπορεί να συγκριθεί με ότι έπραξε ο ανοργάνωτος και άτακτος επαναστατημένος ελληνικός λαός. Άλλωστε ήταν αυτές οι βαρβαρότητες που σε συνδυασμό με την νοσταλγία για τον αρχαϊκό ελληνισμό που τροφοδότησαν τον φιλελληνισμό.
Εντελώς λανθασμένο είναι το σχήμα εκσυγχρονιστές-παραδοσιοκράτες που άλλωστε το προμηθεύθηκε από την πιο προβληματική πλευρά της ελληνικής ιστοριογραφίας: «από τη μια πλευρά είναι οι απόγονοι των εκσυγχρονιστών της δεκαετίας του 1820: πολιτικοί , υποστηρικτές του συγκεντρωτικού κράτους, πραγματιστές και υπέρμαχοι της ενοποίησης του έθνους. Από την άλλη είναι οι παραδοσιοκράτες που νοσταλγούν την απόλυτη ελευθερία την οποία εγκωμιάζουν τα κλεφτικα τραγούδια και τις σύντομες στιγμές της ένδοξης αυτάρκειας την οποία είχαν μερικοί οπλαρχηγοί στη διάρκεια της Ελληνικές Επανάστασης»[9]. Όμως αυτούς που θεωρεί ως εκσυγχρονιστές ήταν αυτοί που πολέμησαν ανελέητα την προσπάθεια να δημιουργηθεί σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος από τον Ι. Καποδίστρια και έφτασαν να κάψουν τον ελληνικό στόλο και να συνωμοτήσουν εναντίον του μέχρι την εξόντωσή του. Ήταν δε οι ίδιοι οι «εκσυγχρονιστές» που μετέτρεψαν τον κοινοβουλευτισμό σε κανάλι διοχέτευσης των πιο φαύλων συμφερόντων αλλά και της ξένης επιρροής.
Ορθά ερμηνεύει τα κίνητρα του Φαλλμεράυερ , ενώ συμπεραίνει ότι «η άποψη του είναι αναπόδεικτη και σε κάθε περίπτωση δεν έχει καμιά σημασία, αφού σήμερα κανείς δε θεωρεί ότι η φυλή καθορίζει τον πολιτισμό»[10].
Οι επόμενες δεκαετίες που διένυσε ο ελληνισμός και το ελληνικό κράτος περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο και με αδρά χρώματα. Φυσικά λόγω του περιορισμένου μεγέθους του σε σχέση με την τεράστια ιστορική ύλη είναι εύλογο να είναι όχι μόνο συνοπτικός, αλλά συχνά και επιγραμματικός ώστε να διασώζονται τουλάχιστον τα πιο ουσιώδη. Κάποια απόσταση που έχει ούτως ή άλλως από την ελληνική κοινωνία δεν τον εμποδίζει να γράψει ορισμένα γεγονότα που η μεταπολιτευτική βιβλιογραφία συνήθως παραλείπει όπως ότι ο Μεταξάς πράγματι καθιέρωσε το οκτάωρο και ενίσχυσε την κοινωνική ασφάλιση που πριν ήταν σε εμβρυακή μορφή. Αντίθετα είναι εξαιρετικά περιορισμένη η αναφορά στα γεγονότα που συνέβησαν στο εξόριστο στη Μέση Ανατολή εκστρατευτικό σώμα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Λανθασμένη είναι η αναφορά ότι στη Ρόδο «είχε και έχει ακόμη μια σημαντική τουρκική μειονότητα»[11]. Για τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου σημειώνει, με την νοοτροπία του Άγγλου πατριώτη, «και οι δύο δικάστηκαν με την προσήκουσα διαδικασία»[12]. Βεβαίως καμία αναφορά δεν γίνεται στις σοβαρές αντιρρήσεις του Γ. Σεφέρη στη Συμφωνία της Ζυρίχης-Λονδίνου. Φτάνοντας στα πιο σύγχρονα γεγονότα γίνεται περισσότερο υποκειμενικός και λιγότερο αποστασιοποιημένος, ώστε να εξιδανικεύει την διακυβέρνηση του Κ. Σημίτη και την αποσυνδέει με ότι επακολούθησε, ενώ η θετική αξιολόγηση του σχεδίου Ανάν βέβαια δεν λαμβάνει υπόψην την κριτική που διατυπώθηκε και οδήγησε στην απόρριψη του από τον κυπριακό ελληνισμό.
Τελικά ο R.Beaton είναι ένας ικανός ελληνιστής που μας έχει δώσει ενδιαφέροντα έργα. Οι αδυναμίες της «βιογραφίας ενός σύγχρονου έθνους» προέρχονται κυρίως από την ελληνική βιβλιογραφία που στηρίχτηκε και στην παράλειψη πολλών σημαντικών έργων που θα τον οδηγούσαν, σε πολλά σημεία, σε άλλα συμπεράσματα.
[1] Roderick Beaton: ΕΛΛΑΔΑ- βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους, μετάφραση Μενέλαος Αστερίου, σελ. 574,εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ. 26.
[2] Περ. «Φρέαρ», Ιούλιος 2020, τεύχος 27-28, σελ.21.
[3] Ό.π.σελ.22.
[4] Σελ.25,26.
[5] Roderick Beaton: ΕΛΛΑΔΑ- βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους, μετάφραση Μενέλαος Αστερίου, σελ. 574,εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ. 63.
[6] Ό.π.σελ.112.
[7] Ό.π.σελ.113.
[8] Ό.π.σελ.145.
[9] Ό.π.σελ.132.
[10] Ό.π.σελ.180.
[11] Ό.π.σελ.396.
[12] Ό.π.σελ.405.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.