«Όλα είναι στο μυαλό μας, φίλε!»
Η κουλτούρα μας στο κόσκινο της πανδημίας
Έτσι ανάποδα λυγάω το βράδυ αυτό
του νου τη βέργα…
Λες και βγήκε τ′ ασανσέρ σ′ ένα κελί
που ένας τόβλεπε το φως γι′ ανατολή
κι άλλος για δύση.
(Λίνα Νικολακοπούλου, Ανθρώπων έργα)
Σε πρόσφατο άρθρο του1 ο καρδιολόγος Θανάσης Δρίτσας είλκυσε την προσοχή μας σε ένα ζήτημα καίριας σημασίας για την αντιμετώπιση έντονων και μαζικών κρίσεων, όπως η παρούσα πανδημία. Ψυχοκοινωνικές παράμετροι όπως η ατομική ευθύνη, η αίσθηση ομάδας, η εμπιστοσύνη, η στάση έναντι της εξουσίας, η αλληλεγγύη των γενεών κ.ά. διαφέρουν από χώρα σε χώρα, δημιουργώντας πολύ διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο – και αυτό μάς ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ - μεταφράζεται σε περισσότερους ή λιγότερους νεκρούς. Στο συγκεκριμένο κείμενο ο συγγραφέας αναφέρεται σε λαούς της Άπω Ανατολής, που δέχθηκαν πρόθυμα περιορισμούς οι οποίοι αποδείχθηκαν σωτήριοι.
Ιστορικής βαρύτητας γεγονότα, και μάλιστα παρατεταμένης διάρκειας (με τις πανδημίες να αποτελούν το ιδανικό παράδειγμα), διαθέτουν την δύναμη να φιλτράρουν τις αξίες και τις στάσεις ενός λαού, μετατρέποντάς τες (κυριολεκτικά!) σε ζήτημα ζωής ή θανάτου. Με έκπληξη ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι τα μέχρι τότε αυτονόητά του ενδέχεται να κρίνουν αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει!
Λέγεται πως οι σεισμοί συνιστούν φυσικό φαινόμενο, αλλά οι νεκροί από τους σεισμούς πολιτικό μέγεθος. Πολύ ορθά, αφού κρίσιμοι παράγοντες είναι η ποιότητα των κατασκευών, η χωροταξία, η αυθαίρετη δόμηση, η εκπαίδευση για την αντιμετώπιση κ.ά. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, μια πανδημία αποτελεί βιολογικό γεγονός, αλλά οι νεκροί της απαρτίζουν παράμετρο ψυχοκοινωνικής τάξης. Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι παρεμβαίνουν παράγοντες όπως η εμπιστοσύνη ενός λαού προς την πολιτική εξουσία, ο βαθμός λαϊκισμού μιας κυβέρνησης, τυχόν παράδοση αλληλεγγύης και θεσμοθετημένες μορφές της, στάση των εντόπιων θρησκειών, συγγένεια της κουλτούρας με τη Νεωτερικότητα, ψυχολογικές σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα κ.π.ά.
Αλλά όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί αφορούν σε διεργασίες μεσοπρόθεσμες. Στην περίπτωσή μας θα επηρεάσουν τις αποφάσεις αλλά και τις αντιδράσεις σχετικά με την υποχρεωτικότητα ή όχι του εμβολιασμού, θα παρακινήσουν την άσκηση πολιτικής αλλά και τις θρησκείες προς καλλιέργεια πνεύματος αλληλεγγύης, θα τροφοδοτήσουν προβληματισμούς της παιδείας σχετικά με τον αναστοχασμό επί των αξιών τις οποίες μεταδίδει. Εν τω μεταξύ, όμως, ο χρόνος συμπυκνώνεται πιεστικά, πιέζοντας τόσο για αποφάσεις όσο και για αυτοκριτική. Σε επίπεδο κοινωνικής ψυχολογίας πράξαμε και πράττουμε άραγε το καλύτερο;
*
Διστάζω μήπως θεωρηθεί θράσος ο εντοπισμός ατελειών στην συντονισμένη και εντατική δράση ενάντια στην πανδημία τόσων πολιτικών και επιστημόνων, χάρη στην οποία πολλοί από εμάς είμαστε τώρα ζωντανοί. Παρ’ όλα αυτά τόν επιχειρώ με την αίσθηση ότι συμβάλλω στον σκοπό τους.
Αν και σε γενικές γραμμές η διαχείριση της κρίσης υπήρξε επιτυχής, προσωπική μου εντύπωση είναι ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη ο ψυχολογικός παράγοντας κατά την εφαρμογή των διαφόρων μέτρων. Το πιθανότερο είναι πως η σύνθεση της επιτροπής ειδικών ήταν άριστη από ιατρικής πλευράς, αλλά από τις προθέσεις μέχρι το αποτέλεσμα μεσολαβούν πολλά, τα οποία ενδέχεται να εξηγούν την καταστροφική εικόνα του ‘δεύτερου κύματος’ το οποίο τώρα ζούμε.
-Οι ανακοινώσεις κατά το ‘πρώτο κύμα’ είχαν τεχνοκρατική φυσιογνωμία, με αποκορύφωμα την καθημερινή αναφορά αριθμών (νέων κρουσμάτων, διασωληνώσεων, νεκρών κτλ), ως εάν να επρόκειτο για ενημέρωση σε συγκέντρωση ειδικών. Αλλά ποιος συγκρατεί αριθμούς προφορικά; Αυτό που έσωσε την κατάσταση σε εκείνη τη φάση ήταν η προσωπικότητα του κ. Τσιόδρα. Χωρίς ίχνος υπερβολής, μεγάλος αριθμός πολιτών συμμορφώθηκε τότε, όχι εξαιτίας των δεδομένων τα οποία αυτός ανακοίνωνε, αλλά επειδή εμπνεύσθηκε από τον υπέροχο χαρακτήρα του. Αλλά αυτό φυσικά δεν αποτελούσε μέρος της στρατηγικής, απλώς έτυχε!
-Δεν χρησιμοποιήθηκαν (στην ευρεία εκλαϊκευμένη κλίμακα εννοώ) σχεδόν καθόλου διαγράμματα και απεικονίσεις, τα οποία διαθέτουν την δύναμη να απλοποιούν με παραστατικότητα τους ψυχρούς αριθμούς. Μπροστά σε μια συμφορά τέτοιας έκτασης και βαρύτητας, ήταν απόλυτη ανάγκη ο κόσμος να κατανοήσει και οπτικά τι σημαίνει εκθετική αύξηση, της οποίας η καμπύλη αφήνει ανεξάλειπτη εντύπωση στον μη ειδικό. Αν είχαν καταστεί εποπτικά αντιληπτοί οι αλγόριθμοι διάδοσης των μολύνσεων, θεωρώ ότι θα βοηθούσε αφάνταστα ώστε να κατανοήσει ο απλός πολίτης τις επιπτώσεις των συμπεριφορών του, ή της απλής καθυστέρησης των ενδεδειγμένων ενεργειών.
Μια τέτοια πρωτοβουλία θα μείωνε δραστικά τα ποσοστά ενστικτώδους δυσπιστίας και αντίδρασης προς την εξουσία, με τα οποία βαρύνεται η Ελληνική κοινωνία σε εκπλήσσουσα και απαράδεκτη έκταση. Και τούτο διότι οι συστάσεις και οι απαγορεύσεις θα έπαυαν να εισπράττονται ως ‘ιδιοκτησία’ των πολιτικών και θα περιέρχονταν στην δικαιοδοσία των (αποστομωτικών) φυσικών νόμων. Τελικά, έλειψε μια μικρή (και ελκυστική, τό επαναλαμβάνω) εκπαίδευση των πολιτών πάνω στις βασικές έννοιες, η οποία όφειλε να αποτελέσει κατακτημένη συλλογική μάθηση τη στιγμή κατά την οποία τελείωσε το ‘πρώτο κύμα’ και ήρθησαν τα μέτρα, ως εφόδιο για την επόμενη φάση. Συνέπεια του ελλείμματος υπήρξε εύλογα η ανευθυνότητα κατά το ‘δεύτερο κύμα’.
-Δεν φαίνεται να χαράχθηκε στρατηγική προσέγγισης των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού. Άλλα εντελώς είναι τα αντανακλαστικά των κατοίκων του χωριού, των εφήβων και νέων, των μειωμένης εκπαίδευσης πολιτών, της μουσουλμανικής μειονότητας κ.ο.κ. (Υποθέτω ότι θα έχουν ήδη εξαχθεί συμπεράσματα για μελλοντική αξιοποίηση, όπως π.χ. ότι η πλέον συνεργάσιμη ομάδα υπήρξε η λεγόμενη ‘γενιά της μεταπολίτευσης’). Κάποιοι επεσήμαναν την έλλειψη προτείνοντας, για παράδειγμα, να μεταδοθούν μηνύματα μέσω διασημοτήτων δημοφιλών στη νέα γενιά. Διαφωνώ, αυτή είναι λογική μάρκετινγκ, και μάλιστα λαϊκιστική, διότι δεν βλέπει τους νέους ως υπεύθυνους πολίτες. Μια χώρα αυτοϋπονομεύεται αν βασίζει την συνεργασιμότητα των πολιτών της στην εμπιστοσύνη προς τους celebrities…
-Θα αφιερώσω λίγο περισσότερο χώρο σε ένα θέμα το οποίο γνωρίζω καλύτερα. Υποτιμήθηκε η τεράστια σημασία την οποία κατέχει για πολλούς στη χώρα μας η θρησκευτική πίστη. Λέγοντας αυτό δεν αγνοώ την άγνοια ή την έλλειψη συνέπειας πολλών αυτοχαρακτηριζόμενων ως Χριστιανών, ούτε το φαινόμενο της ’πολιτισμικής Ορθοδοξίας’ (για το οποίο, μάλιστα, έχω γράψει σε αυτήν εδώ τη στήλη2). Φοβάμαι ότι δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί η θύελλα που μαίνεται στο εσωτερικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά της κυβέρνησης και όσων κληρικών εκλαμβάνονται ως δειλοί και συμβιβασμένοι: επειδή για πολλούς η θρησκευτικότητα αποτελεί πρωτίστως θεμελιώδες στοιχείο ταυτότητας, γι’ αυτό και η αντίδραση στα μέτρα που περιόριζαν την δημόσια άσκησή της υπήρξε ισχυρότατη. Εδώ ούτε η συνειδητή Χριστιανική ιδιότητα του κ. Τσιόδρα κατάφερε να σώσει την κατάσταση, τόση ήταν η αίσθηση απειλής και διωγμού για ορισμένους…
Άραγε, υπήρχαν περιθώρια ενδιάμεσων λύσεων που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία; Πιστεύω, ναι. Το υποχρεωτικό κλείσιμο στα σπίτια για Πάσχα και Χριστούγεννα συνιστά βαρύτατο συναισθηματικό φορτίο για κάθε πιστό. Κάποιοι είναι σε θέση να τό αντέξουν, πολλοί όχι. Πιο ευάλωτοι είναι όσοι έχουν δεχθεί στο παρελθόν ανασφαλή ή καχύποπτη θρησκευτική αγωγή, καθώς και όσοι δίνουν πελώρια έμφαση στα συμβολικά σημαίνοντα. Όπως ακριβώς μια νέα μουσουλμάνα στην Ευρώπη επιμένει μαχητικά να φορά μαντήλα χωρίς να θρησκεύει ενεργά, αλλά ως σημάδι αυτοκαθορισμού, έτσι και όποιος Χριστιανός δίνει μάχη κυρίως περί των συμβόλων αισθάνεται να αμφισβητείται η ύπαρξή του όταν αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη. Ζούμε ουσιαστικά τις απώτερες συνέπειες του Μακεδονικού, αλλά δυστυχώς ούτε οι κληρικοί μας έχουν αντιληφθεί τη σύνδεση…
Ποια μορφή θα μπορούσαν να έχουν οι πιθανές λύσεις; Οπωσδήποτε θα έπρεπε να επιτρέπεται με ειδικό κωδικό η επίσκεψη στο ναό για ατομική προσευχή. Η πρόβλεψη αυτή θα εκτόνωνε το παράπονο και τον θυμό. Ως προς τις ακολουθίες, σίγουρα θα άξιζε να είχαν ακουστεί διάφορες προτάσεις. Η δική μου εμπεριέχει τα ακόλουθα στάδια. Αρχικά τα αρμόδια κρατικά όργανα καθορίζουν τον μέγιστο επιτρεπτό αριθμό εκκλησιαζομένων, ανάλογα με το εμβαδόν του ναού. Στη συνέχεια αναλαμβάνει δράση η ενορία: όσοι ενδιαφέρονται τό δηλώνουν. Κατόπιν, με κλήρωση αναδεικνύονται οι ενορίτες που θα εκκλησιασθούν κάθε φορά, εκ περιτροπής και χωρίς να ξαναμπαίνουν στην κλήρωση όσοι εκκλησιάσθηκαν ήδη. Στο δίμηνο του ‘πρώτου κύματος’ θα εκκλησιαζόταν έτσι σημαντικός αριθμός, αν λάβουμε υπόψη και τις Λειτουργίες που γίνονται τις καθημερινές, όπως και τις βραδινές. Αν, για παράδειγμα, ένας ναός επιτρεπόταν να δεχθεί 10 άτομα σε κάθε ακολουθία, κατά την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, με το πλήθος των ακολουθιών των ημερών εκείνων, θα είχε φιλοξενήσει συνολικά περί τους 100 ενορίτες. Το σύστημα αυτό, εξ άλλου, ίσως και να ενίσχυε περαιτέρω την αδελφωσύνη και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των πιστών.
*
Ίσως κάποιοι να μού αντιτάξουν πως οι προσδοκίες μου και οι υποδείξεις μου είναι ‘ψιλά γράμματα’ μπροστά στο μέγεθος της πρόκλησης την οποία αντιμετωπίζουμε και στην τεταμένη προσοχή την οποία καλούμαστε συνεχώς να έχουμε. Αυτό δεν ισχύει. Πρώτον, διότι δεν ζητούμε από τους ίδιους τους επιστήμονες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, και εξ αυτού δεν έχουν χρόνο ούτε να κοιμηθούν επαρκώς ή να δουν τις οικογένειές τους, να σκεφθούν τα ζητήματα κοινωνικής ψυχολογίας. Άλλα πρόσωπα πρέπει να τούς πλαισιώσουν.
Δεύτερο, και σημαντικότερο, υποστηρίζουμε (και σωστά) ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο. Αλλά ένας πόλεμος δεν απαιτεί καταμερισμό ευθυνών και συντονισμένη δράση; Στο τρίμηνο που μεσολάβησε από την εισβολή της Ιταλίας έως την εισβολή της Γερμανίας (1940-41), ενόσω δηλαδή ο στρατός μας πολεμούσε στα χιονισμένα βουνά, στήθηκαν στα μετόπισθεν συσσίτια για τους φτωχούς αμάχους, οργανώθηκε η περίφημη ‘φανέλα του στρατιώτου’ που κινητοποίησε γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, μέχρι και το υψηλότερο επίπεδο, έγιναν κατάλληλες ομιλίες σε ναούς και σχετικές εκπομπές στο ραδιόφωνο, μέχρι και τραγούδια με τη Σοφία Βέμπο επιστρατεύθηκαν για να διατηρήσουν ακμαίο το ηθικό των στρατιωτών και του λαού! Επρόκειτο, εν ολίγοις, για πραγματικό πόλεμο, ο οποίος δεν αγνόησε καθόλου τον ψυχολογικό παράγοντα. Πρωτοπορειακό μάλλον για τα δεδομένα της εποχής!
Η συλλογική ψυχολογία μας πηγάζει πάντοτε από την κουλτούρα μας. Ερευνητέο, επομένως, ποια κουλτούρα έκανε τότε τους επίστρατους να φεύγουν για το Αλβανικό μέτωπο τραγουδώντας, αλλά και ποια κουλτούρα σήμερα εμποδίζει ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων να συστρατευθούν στον τωρινό πόλεμο – ή ακόμη και να αρνούνται ότι πρόκειται καν για πόλεμο. Σίγουρα και επειδή εκείνος ο εχθρός ήταν ορατός, άρα ικανός να ενώσει. Αλλά μήπως (διερωτώμαι απλώς) κάπως υπεισέρχεται και εκείνη η στάση ζωής που μάς κάνει να δυστυχούμε όταν χαλάσει για μια μέρα η σύνδεση Ίντερνετ, ή μάς κακοκεφιάζει για λίγη ώρα αν ο καφές που ήπιαμε δεν ήταν τελικά όπως τόν είχαμε παραγγείλει;
1 https://www.athensvoice.gr/politics/689844_i-koinoniki-koyltoyra-os-kleidi-stin-antimetopisi-tis-covid-19.
2 https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-destechia-toe-na-eisai-politismika-orthodoxos_gr_5b544bb9e4b0fd5c73c629cb .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.