Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Η Μέση Ανατολή άρχισε να παίρνει τη σύγχρονη μορφή της, όταν ο Μωχάμεντ Άλι της Αιγύπτου, καίτοι υποτελής στην Υψηλή Πύλη, πήρε τα όπλα εναντίον των Οθωμανών και προήλασε μέχρι τη Συρία, εγκαινιάζοντας την εποχή της αραβικής χειραφέτησης. Η ιστορία, η δημογραφία και η γεωπολιτική καθιστούν την Αίγυπτο και την Τουρκία τις σημαντικότερες (μαζί με το Ιράν) χώρες της περιοχής – σε σχέση κατ’ ανάγκην ανταγωνιστική.
Όταν οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί έστρωναν το έδαφος για την επέμβαση εναντίον του Ιράκ, φρόντιζαν να τονίζουν (όπως το έπραξε ο Laurent Murawiec της Rand Corporation στην περίφημη παρουσίασή του τον Ιούλιο του 2002 ενώπιον του Defense Policy Board) ότι η χώρα του Σαντάμ Χουσεϊν δεν είναι παρά “τακτικός στόχος”, ενώ η “Σαουδική Αραβία” θα αποτελούσε τον “στρατηγικό στόχο” και η Αίγυπτος το “έπαθλο”.
Αλλά και για περιφερειακούς παίκτες, οι οποίοι φιλοδοξούν να αναδειχθούν σε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή, το “έπαθλο” δεν είναι διαφορετικό.
Τα νεο-οθωμανικά όνειρα που τρέφει ο Ταγίπ Ερντογάν υποχρεωτικά περνούν από την προσπάθεια να “τεθεί σε τουρκική τροχιά” η Αίγυπτος, ως παραδοσιακή ηγέτιδα του αραβικού κόσμου και ως χώρα-κλειδί για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας. Άλλωστε, ο στόχος αυτός λίγο έλειψε να εκπληρωθεί με τη βραχύβια προεδρία του Μοχάμαντ Μόρσι, ηγέτη του (μητρικού) αιγυπτιακού κλάδου της υπό την προστασία Τουρκίας και Κατάρ τελούσας Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η τουρκική πίεση προς το καθεστώς του Καΐρου δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά και εσωτερική.
Είναι, από αυτή την έννοια, εξαιρετικά κρίσιμο το ερώτημα, κατά πόσον Αίγυπτος και Τουρκία προορίζονται να αντιπαρατεθούν ένοπλα, με αφορμή την εξουσιοδότηση του αιγυπτιακού κοινοβουλίου για την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων στο έδαφος της γειτονικής Λιβύης, ενάντια στις δυνάμεις της κυβέρνησης Σάρατζ, η οποία με τουρκική ενίσχυση έχει ανατρέψει τον συσχετισμό στο πεδίο των μαχών.
Μακροσκοπικά, η Αίγυπτος θα είχε το πλεονέκτημα σε μια τέτοια αντιπαράθεση, καθώς οι τουρκικές δυνάμεις επιχειρούν μακριά από τη βάση τους και θα πρέπει να εξασφαλίσουν τον έλεγχο ευάλωτων γραμμών εφοδιασμού στη Μεσόγειο.
Ωστόσο, στο Κάιρο δεν περισσεύει ο ενθουσιασμός για την προσφυγή στα όπλα.
Η αποτυχημένη επέμβαση του Νάσερ τη δεκαετία του ’60 στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, που ονομάστηκε και “Αιγυπτιακό Βιετνάμ” αποτελεί ανεπούλωτο εθνικό τραύμα, περιορίζοντας την προθυμία για εμπλοκή σε ενδο-αραβικές διενέξεις εκτός συνόρων. Και βέβαια, ο αιγυπτιακός στρατός δεν έχει δοκιμαστεί σε μεγάλες επιχειρήσεις μετά την ήττα του 1967 και την ισοπαλία του 1973, με αντίπαλο το Ισραήλ. Όσο για τις επιχειρήσεις χαμηλής έντασης, η αδυναμία του να καταστείλει το ισλαμιστικό αντάρτικο των τελευταίων ετών στη Χερσόνησο του Σινά λέει πολλά.
Την κατάσταση περιπλέκει εις βάρος του Καΐρου η μεγάλη αντιπαράθεση με την Αιθιοπία για το Μεγάλο Φράγμα της Αναγέννησης που κατασκευάζεται στον Μπλε Νείλο και απειλεί να μειώσει κατά 20% τη ροή του ζωοδότη ποταμού της Αιγύπτου. Στα δυτικά σύνορα, την ηρεμία που επικρατεί κινδυνεύει να διαταράξει ενδεχόμενη ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση των αραβικών πληθυσμών, λόγω της εξαγγελθείσας προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη στο Ισραήλ, ενώ ο συνδυασμός πανδημίας και οικονομικής κρίσης έχει φέρει σε δεινή θέση την Αίγυπτο που συντηρεί τον πληθυσμό της μόνο χάρη στην τουριστική πρόσοδο και τη σαουδαραβική “γαλαντομία” (έναντι πολιτικών ανταλλαγμάτων).
Με άλλα λόγια, ο στρατάρχης Σίσι κινδυνεύει να “κερδίσει” την ανατολική Λιβύη, “χάνοντας” την ίδια την Αίγυπτο, όπου η προοπτική μιας νέας “έγχρωμης επανάστασης” σε συνθήκες πολύπλευρης εθνικής κρίσης, με πρωταγωνιστή τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αν υπάρχει κάτι που κυρίως να ανησυχεί σε επιχειρησιακό επίπεδο την τουρκική πλευρά, αυτό είναι ο έλεγχος του αέρα – και από αυτή την άποψη η πρόσφατη “ορφανή” αεροπορική επιδρομή εναντίον της βάσης Ουατίγια στη δυτική Λιβύη (με πιθανότερο δράστη τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σύμμαχο του Καΐρου) ήταν διδακτική. Αλλά και αυτό το μειονέκτημα θα μπορούσε να υπερκαλυφθεί με την εγκατάσταση τουρκικών μαχητικών σε κάποια φιλική γειτονική χώρα – λ.χ. την Τυνησία.
Το ότι η Τουρκία μόλις συνυπέγραψε συμφωνία με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, άλλοτε γαλλική αποικία που βρίσκεται νοτίως της Λιβύης και παράγει ουράνιο, αποτελεί πρώτης τάξεως δείγμα της τουρκικής φιλοδοξίας και ευελιξίας – και εξηγεί βαθύτερα και το αντιτουρκικό μένος του Εμανουέλ Μακρόν.
Το αν τα πράγματα πρόκειται να οδηγηθούν σε πόλεμο Τουρκίας-Αιγύπτου εξαρτάται αποκλειστικά από τι πρόκειται να συμβεί στον άξονα Σύρτης-Τζούφρα, που ελέγχει την “πετρελαϊκή ημισέληνο” της Λιβύης. Η τουρκική πλευρά ενθαρρύνει την κυβέρνηση Σάρατζ να μην προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προτού επιτύχει τους στόχους της σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο, ενώ αντιθέτως το Κάιρο διαμηνύει ότι τυχόν παραβίαση της “κόκκινης γραμμής” Σύρτης-Τζούφρα, θα σημάνει αιγυπτιακή στρατιωτική επέμβαση.
Είναι αυτόν τον γόρδιο δεσμό που μοιάζει αποφασισμένη να επιλύσει η Ρωσία, αφενός ενισχύοντας διακριτικά την άμυνα της Σύρτης, αφετέρου ρυμουλκώντας διπλωματικά τόσο την Αίγυπτο όσο και την Τουρκία σε μία διαδικασία διαλόγου, που θα απαλλάσσει και τις δύο χώρες από τα δύσκολα διλήμματα μιας στρατιωτικής κλιμάκωσης και θα αποβλέπει σε μια “ομοσπονδιοποίηση” της Λιβύης, με διατήρηση των εκατέρωθεν σφαιρών επιρροής.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.