Του Σωτήρη Σόρογκα* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 18
Αρχίζοντας να γράφω, με συγκίνηση και αμηχανία, αυτά τα λόγια για τον κεκοιμημένο γλυκό μου φίλο και μεγάλο ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά,
σκέφτηκα την απροσδόκητη μοίρα, που καθορίζει τη ζωή μας, τα χρόνια που
χάθηκαν τόσο γρήγορα, καθώς και την αθέατη οδύνη που μας συντροφεύει
σιωπηλά.
Αμήχανος και μη γνωρίζοντας από πού να αρχίσω πρώτα τα εγκώμια, θυμήθηκα τα λόγια της κόρης μου, η οποία, όπως όλα τα παιδιά, διαισθάνονται καλύτερα τον χαρακτήρα των ανθρώπων:
Μπαμπά, όσο θυμάμαι το σπίτι μας στον Κουβαρά, ο Μυταράς ήταν ο καλύτερος άνθρωπος από όλους τους φίλους σου που έρχονταν εκεί. Μιλούσε μαζί μου με αληθινό ενδιαφέρον και πάντοτε μου έφερνε ξύλινα χρωματιστά παιχνίδια, σβούρες και σπιτάκια, εξηγώντας μου με υπομονή πώς να τα παίζω.
Έχει πάντοτε στο δωμάτιό της κι ένα τρυφερό έργο του με χρώματα παστέλ, που της χάρισε στα βαφτίσια της.
Όλοι τον αγαπούσαμε στη Σχολή και πρώτος ο δάσκαλός μας Γιάννης Μόραλης, ο οποίος τον είχε βοηθό ήδη από τα σπουδαστικά χρόνια. Αντιλήφθηκε αμέσως την ξεχωριστή προσωπικότητά του, τη δημιουργική του φύση, τις μεγάλες του εικαστικές ικανότητες, το υψηλό του ήθος, το οποίο υπήρχε πάντοτε σε κάθε έκφανση της ζωής του. Οι στενοί του φίλοι Γιώργος Καρτάλος και Φάνης Σιαντής, που είχαν την τύχη να τον βλέπουν αργότερα και όταν ζωγράφιζε, μου μιλούσαν για τον ακραίο θαυμασμό τους μπροστά στις απίστευτες ικανότητές του να δημιουργεί τους πίνακές του. Ο τρόπος που ζωγράφιζε θύμιζε και σ’ εμένα όσα γνώριζα για τον Πικασό, με τη βεβαιότητα στην κίνηση γραφής και οδηγό το ένστικτο, που γνώριζε μόνο του τί έπρεπε να κάνει.
Μεγάλος θαυμαστής του –πέραν του πλήθους των συλλεκτών– υπήρξε κι ο Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος τον θαύμαζε επιπροσθέτως, όπως κι εγώ, για τα έξοχα κείμενά του, όπου, προλογίζοντας ενθέρμως εκθέσεις και βιβλία του, γράφει:
Αλήθεια, ζήλεψα την ηθική άνεση της παρρησίας με την οποία ο Μυταράς διατυπώνει απλά το καίριο.
Το ενδιαφέρον ερώτημα της συναντήσεώς μας, αν δηλαδή έχει το παρελθόν μέλλον, παρά το χαώδες του φάσματός του και την πολυσημία των εκδοχών του, παραμένει ένα ερώτημα με κρυφή και παιγνιώδη αναφορά. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αναφέρεται και στον φυσικό αναπαλλοτρίωτο νόμο της συνεχούς επαναλήψεως.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω μορφές παρελθόντος που διεισδύουν ως συνέχεια μιας πνευματικής παραδόσεως με ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως τα καταγράφει ο Δημήτρης Μυταράς, τόσο στα εξαιρετικώς ενδιαφέροντα κείμενά του, όσο και με την ίδια τη ζωγραφική του. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι διακατείχετο κι αυτός απ’ τον «καημό της ρωμιοσύνης», όταν λέει με θλίψη:
Η βαυαρική σχολή με τον Όθωνα στοίχισε στους Έλληνες έναν αιώνα παραπλανημένης ζωγραφικής, η οποία ισοπέδωσε και εξαφάνισε τεράστια ταλέντα.
Αμήχανος και μη γνωρίζοντας από πού να αρχίσω πρώτα τα εγκώμια, θυμήθηκα τα λόγια της κόρης μου, η οποία, όπως όλα τα παιδιά, διαισθάνονται καλύτερα τον χαρακτήρα των ανθρώπων:
Μπαμπά, όσο θυμάμαι το σπίτι μας στον Κουβαρά, ο Μυταράς ήταν ο καλύτερος άνθρωπος από όλους τους φίλους σου που έρχονταν εκεί. Μιλούσε μαζί μου με αληθινό ενδιαφέρον και πάντοτε μου έφερνε ξύλινα χρωματιστά παιχνίδια, σβούρες και σπιτάκια, εξηγώντας μου με υπομονή πώς να τα παίζω.
Έχει πάντοτε στο δωμάτιό της κι ένα τρυφερό έργο του με χρώματα παστέλ, που της χάρισε στα βαφτίσια της.
Όλοι τον αγαπούσαμε στη Σχολή και πρώτος ο δάσκαλός μας Γιάννης Μόραλης, ο οποίος τον είχε βοηθό ήδη από τα σπουδαστικά χρόνια. Αντιλήφθηκε αμέσως την ξεχωριστή προσωπικότητά του, τη δημιουργική του φύση, τις μεγάλες του εικαστικές ικανότητες, το υψηλό του ήθος, το οποίο υπήρχε πάντοτε σε κάθε έκφανση της ζωής του. Οι στενοί του φίλοι Γιώργος Καρτάλος και Φάνης Σιαντής, που είχαν την τύχη να τον βλέπουν αργότερα και όταν ζωγράφιζε, μου μιλούσαν για τον ακραίο θαυμασμό τους μπροστά στις απίστευτες ικανότητές του να δημιουργεί τους πίνακές του. Ο τρόπος που ζωγράφιζε θύμιζε και σ’ εμένα όσα γνώριζα για τον Πικασό, με τη βεβαιότητα στην κίνηση γραφής και οδηγό το ένστικτο, που γνώριζε μόνο του τί έπρεπε να κάνει.
Μεγάλος θαυμαστής του –πέραν του πλήθους των συλλεκτών– υπήρξε κι ο Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος τον θαύμαζε επιπροσθέτως, όπως κι εγώ, για τα έξοχα κείμενά του, όπου, προλογίζοντας ενθέρμως εκθέσεις και βιβλία του, γράφει:
Αλήθεια, ζήλεψα την ηθική άνεση της παρρησίας με την οποία ο Μυταράς διατυπώνει απλά το καίριο.
Το ενδιαφέρον ερώτημα της συναντήσεώς μας, αν δηλαδή έχει το παρελθόν μέλλον, παρά το χαώδες του φάσματός του και την πολυσημία των εκδοχών του, παραμένει ένα ερώτημα με κρυφή και παιγνιώδη αναφορά. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αναφέρεται και στον φυσικό αναπαλλοτρίωτο νόμο της συνεχούς επαναλήψεως.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω μορφές παρελθόντος που διεισδύουν ως συνέχεια μιας πνευματικής παραδόσεως με ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως τα καταγράφει ο Δημήτρης Μυταράς, τόσο στα εξαιρετικώς ενδιαφέροντα κείμενά του, όσο και με την ίδια τη ζωγραφική του. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι διακατείχετο κι αυτός απ’ τον «καημό της ρωμιοσύνης», όταν λέει με θλίψη:
Η βαυαρική σχολή με τον Όθωνα στοίχισε στους Έλληνες έναν αιώνα παραπλανημένης ζωγραφικής, η οποία ισοπέδωσε και εξαφάνισε τεράστια ταλέντα.
Έκλειψη ηλίου σε ελληνικό τοπίο, 1975
Κι αλλού:
Κάποια στιγμή η ελληνική τέχνη πρέπει να πατήσει με δικά της πόδια.
Στην ερημία των ημερών μας, η αναφορά στον Μυταρά καθίσταται παρηγοριά κι ελπίδα. Στα υπέροχα αυτά κείμενά του, ο καθένας θα διαπιστώσει την έγνοια του για τον τόπο. Όπως ο Σεφέρης στις δύσκολες ώρες του γένους ανέτρεξε στον Μακρυγιάννη, δηλαδή στη λαϊκή ψυχή ως κιβωτό της ελληνικής παραδόσεως, έτσι κι ο Μυταράς ανατρέχει στους επώνυμους και ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους και καταγράφει με τρυφερή και διεισδυτική ματιά λεπτομέρειες των απλών νεοκλασικών σπιτιών της Χαλκίδας των παιδικών του χρόνων.
Παρατηρεί τη συνέχεια μιας γνώσεως ή μιας ιδιαίτερης οπτικής του κόσμου η οποία μεταφέρθηκε μυστηριωδώς και μορφοποιήθηκε από απλούς τεχνίτες ή και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Χαλεπάς, ο οποίος ξανασυνδέει, μέσα από αιώνες σιωπής και εν απουσία γλυπτικών αναφορών, αυτήν τη συνέχεια.
Στο κείμενο «Ο Στρατηγός κι ο ζωγράφος», κείμενο πυκνό από έξοχες παρατηρήσεις για την ποίηση των εικόνων και τη χαρά της ζωής, που αναδύεται υπερβαίνοντας τον εξαναγκασμό της περιγραφής των μαχών, γράφει:
Στην ιστορία του ελληνικού έθνους είναι μοιραίο να δίδεται η εικαστική ταυτότητα μέσα απ’ τους απαίδευτους ζωγράφους, οι οποίοι φέρνουν εντός τους την πνευματική παράδοση και ανεπηρέαστο το εικαστικό όραμα του ελληνικού χώρου.
Για τα σκηνικά του Καραγκιόζη λέει:
Αυτή η απλή τέχνη […] προσδιόριζε, με αλάνθαστη ακρίβεια κάθε φορά, την ταυτότητά μας, επαληθεύοντας τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη μορφή και το περιεχόμενο αυτού που θα λέγαμε ελληνική τέχνη […].
Αγαπώ κι εκτιμώ βαθύτατα την προσήλωσή του σε μια πνευματική αποστολή, το ζωγραφικό, το εκπαιδευτικό και το συγγραφικό του έργο, την αγάπη του, τέλος, στην πνευματική μας παράδοση, που τον συνιστούσε. Γι’ αυτό κι ο Μυταράς ποτέ δεν τρομοκρατήθηκε απ’ τους δήθεν προοδευτικούς εθνομηδενιστές ή τους μεταπράτες μιας καθ’ υπαγόρευση ξένης μοντερνικότητας εκποιώντας την ψυχή του και την τέχνη του για δάφνες ενός δήθεν «διεθνούς καλλιτέχνη». Γιατί η γενιά η δικιά μας βρέθηκε στη δίνη των ψυχολογικών εξαναγκασμών που ασκούσαν –και ασκούν ακόμα– μεθόδους διακίνησης των ιδεών ως πρότυπα μιας δήθεν διεθνούς κουλτούρας. Η προβολή ονομάτων και τεχνοτροπιών έγιναν οχήματα διαπορθμεύσεων ολόκληρου του εξουσιαστικού και επεκτατικού τους συστήματος· συστήματος που τείνει να ομοιογενοποιεί τους εθνικούς πολιτισμούς και να ισοπεδώνει τις εθνικές ιδιαιτερότητες, όπως και τα ίδια τα άτομα.
Πιστεύω ότι τα ξένα πρότυπα, τελικά, έχουν πετύχει μέσα από κρυφή ή φανερή ιδεολογική τρομοκρατία να μας μεταγγίσουν τη δική τους αλήθεια για το τί είναι σπουδαία τέχνη, με αποτέλεσμα να προσχωρούν, ιδίως οι νεώτεροι, άνευ αντιστάσεως στην εξομοίωση. Το να ζωγραφίζεις, για παράδειγμα, παραστατικά στη δεκαετία του ’60 εθεωρείτο επαρχιωτισμός. Ο Μυταράς το επισημαίνει λέγοντας: «Στην περίοδο 1955-1965 ήταν ντροπή να ζωγραφίζεις πορτραίτα». Θα ’θελα να αναφέρω, στο σημείο αυτό, τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του Μόραλη, καθώς και τη γοητεία της, η οποία στάθηκε σωτήρια για πολλούς. Ο Μόραλης μας μετάγγιζε ένα αίσθημα ιερότητος, το οποίο συνιστούσε την τέχνη μας και ως ηθικό πρόταγμα. Μας θύμιζε την ανάγκη ασκήσεως και τη δυσκολία στην προσέγγισή της. Μας μάθαινε πώς να αποκρυπτογραφούμε αυτό που πραγματώνει την εσωτερική συνοχή της σύνθεσης, τους κρυμμένους ρυθμούς των σχημάτων, την αλχημιστική μίξη των χρωμάτων σε κλίμακες ενοτήτων θερμοκρασιών και εκτάσεων.
Η ζωγραφική ήταν, για τον Μόραλη και για εμάς τότε, υπόθεση ταυτισμένη με τη ζωή μας. Πώς, λοιπόν, ήταν δυνατόν να εγκαταλείψουμε τη ζωγραφική επειδή οι ντανταϊστές διακήρυξαν ότι «η τέχνη είναι φαρμακευτικό προϊόν για ηλίθιους»; Παρ’ όλα αυτά, γίναμε περιθωριακοί, γιατί η κυριαρχία των πάσης φύσεως επινοήσεων κατασκευών και περφόρμανς είχε γίνει καθεστώς. Ο ιστορικός τέχνης και μέγας γνώστης του εικαστικού χώρου Ζαν Κλαιρ, στο τελευταίο βιβλίο του Χειμώνας στον Πολιτισμό, καταγγέλλει τα μεγάλα μουσεία –Λούβρο, Βερσαλλίες– ότι έγιναν αίθουσες τέχνης που δείχνουν τη «ζωντανή» δημιουργία, επιβάλλοντας, ενάντια σε κάθε κοινή λογική, την ιδέα ότι τα πιο ιταμά, τα πιο σκανδαλώδη, τα πιο χυδαία, συχνά τα πιο ηλίθια έργα της σημερινής τέχνης εγγράφονται, υπό το διακριτικό σήμα «Σύγχρονη Τέχνη», στην ιστορία των αριστουργημάτων του παρελθόντος.
Ο Μυταράς αντιστάθηκε στο κυρίαρχο αυτό πνεύμα μειονεξίας και μιμητισμού, με τη ζωγραφική και τον γραπτό του λόγο. Δεν τρόμαξε και δεν μιμήθηκε τίποτα, γιατί γνώριζε ότι στα έργα που μιμούνται απουσιάζει αναγκαστικά η δημιουργός μνήμη μιας καταγωγής και μιας συνέχειας, η απουσία της οποίας τα καθιστά τυπικό μόρφωμα μιας έρημης, άνυδρης και ακατοίκητης ενδοχώρας. Και στο σημείο αυτό, θα ’θελα να σταθώ δηλώνοντας την ευγνωμοσύνη μου για τη στάση του Μυταρά ως «συντρόφου εν πολέμω» απέναντι στη δίνη μιας επαίσχυντης αλλοτριώσεως, που κατέστησε αφερέγγυο ακόμα και τον προσδιορισμό μας ως ζωγράφων, αφού στην περίφημη σύγχρονη τέχνη δεν περιλαμβάνεται η ζωγραφική. Άλλες μορφές εκφράσεως την αντικατέστησαν εδώ κι έναν αιώνα. Τώρα η τέχνη συνίσταται στο γέμισμα τσουβαλιών με κάρβουνα στην πιο ήπια εκδοχή της.
Ο Μυταράς ήταν ο άνθρωπος ο απολύτως ταυτισμένος με την τέχνη της ζωγραφικής. Ανιδιοτελής και ιδεολόγος. Όταν του ζήτησα να έρθει ως επισκέπτης καθηγητής στους δικούς μου αρχιτέκτονες σπουδαστές, δέχτηκε ευχαρίστως και προσήλθε πανέτοιμος με προτζέκτορες και διαφάνειες. Χάρηκα τη μεθοδική και εναργή διδασκαλία του, σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του δάσκαλού μας.
Τον τελευταίο καιρό, με τη βοήθεια μιας γραμματέως, ο Μυταράς υπαγόρευε τα τελευταία του λόγια για το χρώμα. Το πάθος του να δημιουργεί δεν σταμάτησε ποτέ. Η επιθυμία του να μου διαβάζει η κοπέλα αποσπάσματα με συνέθλιβε. Ένας ζωγράφος να μη βλέπει! Σκεφτόμουν και τη γλυκιά μας Χαρίκλεια. Πάντα δίπλα του.
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Ούτε η ποίηση μας παρηγορεί.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την ταπεινή μου ομιλία, με συγκίνηση, θαυμασμό και αγάπη, στον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.
Κάποια στιγμή η ελληνική τέχνη πρέπει να πατήσει με δικά της πόδια.
Στην ερημία των ημερών μας, η αναφορά στον Μυταρά καθίσταται παρηγοριά κι ελπίδα. Στα υπέροχα αυτά κείμενά του, ο καθένας θα διαπιστώσει την έγνοια του για τον τόπο. Όπως ο Σεφέρης στις δύσκολες ώρες του γένους ανέτρεξε στον Μακρυγιάννη, δηλαδή στη λαϊκή ψυχή ως κιβωτό της ελληνικής παραδόσεως, έτσι κι ο Μυταράς ανατρέχει στους επώνυμους και ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους και καταγράφει με τρυφερή και διεισδυτική ματιά λεπτομέρειες των απλών νεοκλασικών σπιτιών της Χαλκίδας των παιδικών του χρόνων.
Παρατηρεί τη συνέχεια μιας γνώσεως ή μιας ιδιαίτερης οπτικής του κόσμου η οποία μεταφέρθηκε μυστηριωδώς και μορφοποιήθηκε από απλούς τεχνίτες ή και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Χαλεπάς, ο οποίος ξανασυνδέει, μέσα από αιώνες σιωπής και εν απουσία γλυπτικών αναφορών, αυτήν τη συνέχεια.
Στο κείμενο «Ο Στρατηγός κι ο ζωγράφος», κείμενο πυκνό από έξοχες παρατηρήσεις για την ποίηση των εικόνων και τη χαρά της ζωής, που αναδύεται υπερβαίνοντας τον εξαναγκασμό της περιγραφής των μαχών, γράφει:
Στην ιστορία του ελληνικού έθνους είναι μοιραίο να δίδεται η εικαστική ταυτότητα μέσα απ’ τους απαίδευτους ζωγράφους, οι οποίοι φέρνουν εντός τους την πνευματική παράδοση και ανεπηρέαστο το εικαστικό όραμα του ελληνικού χώρου.
Για τα σκηνικά του Καραγκιόζη λέει:
Αυτή η απλή τέχνη […] προσδιόριζε, με αλάνθαστη ακρίβεια κάθε φορά, την ταυτότητά μας, επαληθεύοντας τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη μορφή και το περιεχόμενο αυτού που θα λέγαμε ελληνική τέχνη […].
Αγαπώ κι εκτιμώ βαθύτατα την προσήλωσή του σε μια πνευματική αποστολή, το ζωγραφικό, το εκπαιδευτικό και το συγγραφικό του έργο, την αγάπη του, τέλος, στην πνευματική μας παράδοση, που τον συνιστούσε. Γι’ αυτό κι ο Μυταράς ποτέ δεν τρομοκρατήθηκε απ’ τους δήθεν προοδευτικούς εθνομηδενιστές ή τους μεταπράτες μιας καθ’ υπαγόρευση ξένης μοντερνικότητας εκποιώντας την ψυχή του και την τέχνη του για δάφνες ενός δήθεν «διεθνούς καλλιτέχνη». Γιατί η γενιά η δικιά μας βρέθηκε στη δίνη των ψυχολογικών εξαναγκασμών που ασκούσαν –και ασκούν ακόμα– μεθόδους διακίνησης των ιδεών ως πρότυπα μιας δήθεν διεθνούς κουλτούρας. Η προβολή ονομάτων και τεχνοτροπιών έγιναν οχήματα διαπορθμεύσεων ολόκληρου του εξουσιαστικού και επεκτατικού τους συστήματος· συστήματος που τείνει να ομοιογενοποιεί τους εθνικούς πολιτισμούς και να ισοπεδώνει τις εθνικές ιδιαιτερότητες, όπως και τα ίδια τα άτομα.
Πιστεύω ότι τα ξένα πρότυπα, τελικά, έχουν πετύχει μέσα από κρυφή ή φανερή ιδεολογική τρομοκρατία να μας μεταγγίσουν τη δική τους αλήθεια για το τί είναι σπουδαία τέχνη, με αποτέλεσμα να προσχωρούν, ιδίως οι νεώτεροι, άνευ αντιστάσεως στην εξομοίωση. Το να ζωγραφίζεις, για παράδειγμα, παραστατικά στη δεκαετία του ’60 εθεωρείτο επαρχιωτισμός. Ο Μυταράς το επισημαίνει λέγοντας: «Στην περίοδο 1955-1965 ήταν ντροπή να ζωγραφίζεις πορτραίτα». Θα ’θελα να αναφέρω, στο σημείο αυτό, τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του Μόραλη, καθώς και τη γοητεία της, η οποία στάθηκε σωτήρια για πολλούς. Ο Μόραλης μας μετάγγιζε ένα αίσθημα ιερότητος, το οποίο συνιστούσε την τέχνη μας και ως ηθικό πρόταγμα. Μας θύμιζε την ανάγκη ασκήσεως και τη δυσκολία στην προσέγγισή της. Μας μάθαινε πώς να αποκρυπτογραφούμε αυτό που πραγματώνει την εσωτερική συνοχή της σύνθεσης, τους κρυμμένους ρυθμούς των σχημάτων, την αλχημιστική μίξη των χρωμάτων σε κλίμακες ενοτήτων θερμοκρασιών και εκτάσεων.
Η ζωγραφική ήταν, για τον Μόραλη και για εμάς τότε, υπόθεση ταυτισμένη με τη ζωή μας. Πώς, λοιπόν, ήταν δυνατόν να εγκαταλείψουμε τη ζωγραφική επειδή οι ντανταϊστές διακήρυξαν ότι «η τέχνη είναι φαρμακευτικό προϊόν για ηλίθιους»; Παρ’ όλα αυτά, γίναμε περιθωριακοί, γιατί η κυριαρχία των πάσης φύσεως επινοήσεων κατασκευών και περφόρμανς είχε γίνει καθεστώς. Ο ιστορικός τέχνης και μέγας γνώστης του εικαστικού χώρου Ζαν Κλαιρ, στο τελευταίο βιβλίο του Χειμώνας στον Πολιτισμό, καταγγέλλει τα μεγάλα μουσεία –Λούβρο, Βερσαλλίες– ότι έγιναν αίθουσες τέχνης που δείχνουν τη «ζωντανή» δημιουργία, επιβάλλοντας, ενάντια σε κάθε κοινή λογική, την ιδέα ότι τα πιο ιταμά, τα πιο σκανδαλώδη, τα πιο χυδαία, συχνά τα πιο ηλίθια έργα της σημερινής τέχνης εγγράφονται, υπό το διακριτικό σήμα «Σύγχρονη Τέχνη», στην ιστορία των αριστουργημάτων του παρελθόντος.
Ο Μυταράς αντιστάθηκε στο κυρίαρχο αυτό πνεύμα μειονεξίας και μιμητισμού, με τη ζωγραφική και τον γραπτό του λόγο. Δεν τρόμαξε και δεν μιμήθηκε τίποτα, γιατί γνώριζε ότι στα έργα που μιμούνται απουσιάζει αναγκαστικά η δημιουργός μνήμη μιας καταγωγής και μιας συνέχειας, η απουσία της οποίας τα καθιστά τυπικό μόρφωμα μιας έρημης, άνυδρης και ακατοίκητης ενδοχώρας. Και στο σημείο αυτό, θα ’θελα να σταθώ δηλώνοντας την ευγνωμοσύνη μου για τη στάση του Μυταρά ως «συντρόφου εν πολέμω» απέναντι στη δίνη μιας επαίσχυντης αλλοτριώσεως, που κατέστησε αφερέγγυο ακόμα και τον προσδιορισμό μας ως ζωγράφων, αφού στην περίφημη σύγχρονη τέχνη δεν περιλαμβάνεται η ζωγραφική. Άλλες μορφές εκφράσεως την αντικατέστησαν εδώ κι έναν αιώνα. Τώρα η τέχνη συνίσταται στο γέμισμα τσουβαλιών με κάρβουνα στην πιο ήπια εκδοχή της.
Ο Μυταράς ήταν ο άνθρωπος ο απολύτως ταυτισμένος με την τέχνη της ζωγραφικής. Ανιδιοτελής και ιδεολόγος. Όταν του ζήτησα να έρθει ως επισκέπτης καθηγητής στους δικούς μου αρχιτέκτονες σπουδαστές, δέχτηκε ευχαρίστως και προσήλθε πανέτοιμος με προτζέκτορες και διαφάνειες. Χάρηκα τη μεθοδική και εναργή διδασκαλία του, σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του δάσκαλού μας.
Τον τελευταίο καιρό, με τη βοήθεια μιας γραμματέως, ο Μυταράς υπαγόρευε τα τελευταία του λόγια για το χρώμα. Το πάθος του να δημιουργεί δεν σταμάτησε ποτέ. Η επιθυμία του να μου διαβάζει η κοπέλα αποσπάσματα με συνέθλιβε. Ένας ζωγράφος να μη βλέπει! Σκεφτόμουν και τη γλυκιά μας Χαρίκλεια. Πάντα δίπλα του.
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Ούτε η ποίηση μας παρηγορεί.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την ταπεινή μου ομιλία, με συγκίνηση, θαυμασμό και αγάπη, στον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.
*ζωγράφος
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/214715?fbclid=IwAR24DB5W-AiyzNcQDk4Mk0s141OwI4vs_7VprqdjJdulN3qy5E9rzvM5qr4
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.