Πριν από χρόνια, νεαρός διάκονος βρέθηκα στη πόλη της Θεσσαλονίκης, με επιθυμία μεγάλη να περπατήσω τους δρόμους της και να προσκυνήσω τις εκκλησιές της. Διάβαινα σε κεντρικές οδούς και σε στενάκια άγνωστα, προσπαθώντας να ανακαλύψω που βρίσκονται όλοι εκείνοι οι ναοί που είχα διαβάσει στα βιβλία, ο Άγιος Δημήτριος, η Ροτόντα του Αϊ Γιώργη, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, ο Όσιος Δαυΐδ…
Περπατώντας έφτασα και στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Βρισκόμενος στο απέναντι πεζοδρόμιο έγινα μάρτυρας ενός περιστατικού που μου προκάλεσε θλίψη. Δύο νέα παιδιά μάλωναν βρίζοντας ο ένας τον άλλον με ένταση και θυμό. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς από κινήσεις και λόγια, πως βρίσκονταν υπό την επήρεια ουσιών. Συνέχισα να περπατώ, επιταχύνοντας άθελά μου το βήμα (από αμηχανία, ανημποριά, φόβο, ποιος ξέρει). Όμως ο ένας από τους δύο πλαγίως με εντόπισε. Είδε τη μαύρη φιγούρα που περνούσε λίγα μέτρα μακριά του. Χωρίς να απευθυνθεί σε μένα γύρισε προς το συνομιλητή του λέγοντας με έναν άλλο τόνο και μια άλλη φωνή: «Άντε ρε, με κάνεις και βρίζω έξω από την εκκλησία».
Οι λίγες αυτές νηφάλιες λέξεις που βγήκαν από το στόμα εκείνου του ταλαίπωρου παιδιού, μου φάνηκαν αποκαλυπτικές. Ομολογούσαν κάτι καίριο, κάτι ουσιαστικό. Όχι, δεν ήταν η δική μου βιαστική παρουσία που τον έλεγξε, που τον έκανε να αναζητήσει τον αληθινό του εαυτό, αλλά ήταν οι παραστάσεις της πόλης του, οι όψεις των Ναών, οι μορφές των Αγίων, τα χρώματα και τα σχήματα των Εικόνων, με τα οποία ως Θεσσαλονικιός είχε συναντηθεί και διαλεχθεί μαζί τους. Και παρότι οι προσωπικές του επιλογές τον είχαν οδηγήσει σε ένα βίο αβίωτο, υπήρχαν εντός του όλες αυτές οι δυνάμεις που καθιστούσαν πιθανή την μετάνοια.
Γιατί είναι αλήθεια πως στην παράδοσή μας, μέσα στα όρια του δικού μας πολιτισμού, οι Ναοί φτιάχνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να ομιλούν ή ακριβέστερα να θεολογούν.
Βλέπεις έναν απλό τοίχο μιας εκκλησιάς να αποτελείται από ένα πλήθος λίθων, μοναδικών στο σχήμα, την υφή, τους χρωματισμούς, οι οποίοι χτίζονται και αρμολογούνται για να δώσουν μια σταθερή και συμπαγή επιφάνεια, και κατανοείς τι σημαίνει κοινωνία προσώπων.
Βλέπεις θραύσματα αρχαίων ειδωλολατρικών ναών ενσωματωμένα στην τοιχοποιία μιας εκκλησίας, και κατανοείς πως η κτίση ολάκερη καλείται να μεταμορφωθεί κι όχι να αφανιστεί.
Βλέπεις πορφυρά βυζαντινά κεραμίδια, να κρατιούνται το ένα με το άλλο σαν σε χορό, καλύπτοντας στέγες και τρούλους, και κατανοείς την σημασία της συνέργειας και της ενότητας.
Βλέπεις μια κόγχη στο οικοδόμημα του ναού, που οδηγεί τη ματιά σου προς τα πάνω, και κατανοείς πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να αρκεστεί στην οριζόντια διάσταση της ζωής, στις μέριμνες μόνο τις βιοτικές, αλλά πως είναι φτιαγμένος για να θρώσκει προς τα υψηλά.
Βλέπεις ένα τρούλο να επικάθεται σε ένα τετράγωνο κτίσμα, και κατανοείς πως ο ουρανός αγκαλιάζει τη γη προστατευτικά, πως ο Θεός δεν απειλεί αλλά σκέπει.
Η τέχνη του οικοδομείν, τελικά επέχει θέση κηρύγματος μέσα σε μια πόλη. Ένα κτίσμα κάτι έχει να πει, κάτι μαρτυρά. Κι αν ένας άνθρωπος δεν πάρει την απόφαση να διαβεί την πύλη μιας εκκλησίας, ο ναός δεν τον εγκαταλείπει μα στέκει και τον παρηγορεί, στέκει και τον συμβουλεύει, στέκει και τον αναμένει.
Θυμάμαι με συγκίνηση πάντα τα δύο παιδιά από τη Θεσσαλονίκη, εκείνα τα εγκλωβισμένα στα πάθη και τα παθήματά τους, και τα μνημονεύω συχνά σε συζητήσεις με φίλους, όταν ισχυρίζονται πως δεν τους ενδιαφέρει ένας «πολιτιστικός χριστιανισμός», αλλά μόνο μια εν επιγνώσει κατάφαση στο εκκλησιαστικό γεγονός. Κι όμως εκείνα τα παιδιά άκουγαν τους ψιθυρισμούς των εκκλησιών της συμβασιλεύουσας, κι ίσως αυτή η μυστική σχέση τους κρατούσε, ώστε να μην βυθιστούν οριστικά στον Άδη. Κοινωνούσαν το θείο μέσα από την πολιτιστική τους παράδοση και ίσως σήμερα κοινωνούν μυστηριακά το σώμα και το αίμα του Χριστού, ανταποκρινόμενοι σε εκείνο το πρώτο κάλεσμα του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας. Πως μπορούμε εμείς οι σύγχρονοι θεολόγοι να στερήσουμε από τους ανθρώπους μιας τέτοιας παρηγοριάς και μιας τέτοιας προσκλήσεως; Πως μπορούμε εντέλει, να αναγκάσουμε τους αρχαίους ναούς να σωπάσουν;
* Από αφιέρωμα «Εκκλησία και Πολιτισμός», του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, τεύχος 310, Ιανουάριος 2019.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Βυζαντινή Θεσσαλονίκη”) είναι έργο του Θανάση Μπακογιώργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.