Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Εκκλησία στη Δύση και ο Παπισμός

Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Η ιστορία του Καρόλου και του πατρός αυτού Πιπίνου μαρτυρεί οπόσην δύναμιν ηθικήν είχε προσλάβει κατά τους χρόνους, ών αφηγούμεθα την ιστορίαν, η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπος αυτής ή, ως ελέγετο κοινώς, ο Πάπας. Και εν αρχαιοτέροις χρόνοις, από του Β’ και Γ’ αιώνος μ. Χ., οι επίσκοποι Ρώμης ως αρχιερείς της κοσμοκρατείρας πόλεως και ως διάδοχοι του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, χρηματίσαντος, κατά τινα παράδοσιν, πρώτου επισκόπου Ρώμης, ηξίουν υπέρ εαυτών πρωτείον τι και ενίοτε υπερτάτην εν τη όλη Εκκλησία αρχήν. Αλλ’ αι Εκκλησίαι της Ελληνικής Ανατολής, εν η υπήρχον Εκκλησίαι υπό Αποστόλων ιδρυμέναι και άλλως περιφανείς γενόμεναι ένεκα των διαλαμψάντων εν αυταίς πατέρων, ουδεμίαν ουδέποτε άλλην ανεγνώριζον τω επισκόπω Ρώμης υπεροχήν ή απλούν τι πρεσβείον τιμής ως επισκόπω της πρωτευούσης εν τω κράτει πόλεως και διαδόχω του Πέτρου, και τούτου μόνον κατά το πρεσβείον της τιμής διακρινομένου από των άλλων Αποστόλων. Εθεώρουν δε τον Επίσκοπον Ρώμης πρώτον εν ίσοις (primus inter pares) και κατεπολέμουν ανέκαθεν πάσαν αξίωσιν του επισκόπου τούτου περί οιασδήποτε άλλης υπεροχής και κυριαρχίας εν τη Εκκλησία. Αλλ’ εν τη Δύσει, ένθα ουδεμία μεν, πλην της Ρώμης, υπήρχεν εκκλησία Αποστολική, ολίγιστα δε, εκτός της Ρώμης, κέντρα εκκλησιαστικά περίλαμπρα, η Εκκλησία της Ρώμης ήδη κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους μεγάλης απέλαυε τιμής, ο δ’ επίσκοπος αυτής εθεωρείτο αρχηγός της Εκκλησίας. Μόνον αι εκκλησίαι της Αφρικής, ιδίως της Καρχηδόνος και της Ιππώνος(ής επίσκοπος ην ο Άγιος Αυγουστίνος κατά τον 5 αιώνα) αι αναδείξασαι επιφανεστάτους πατέρας της Εκκλησίας, ήσαν εν τη Δύσει αντίρροποι της δυνάμεως της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αλλά και αύται κατά την επιδρομήν των Βανδήλων υπετάγησαν εις την Εκκλησίαν της Ρώμης διά του πάπα Λέοντος Α’.
Ο Άγιος Βονιφάτιος (Saint Boniface, 675 – 5 Ιουνίου 754) ήταν Αγγλοσάξονας ιεραπόστολος, ηγετική προσωπικότητα της αγγλοσαξονικής αποστολής στα γερμανικά τμήματα της Φραγκικής αυτοκρατορίας κατά τον 8ο αιώνα. Εγκαθίδρυσε τις πρώτες οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες σε πολλά μέρη της Γερμανίας. Είναι ο άγιος προστάτης της Γερμανίας και αποκαλείται "Απόστολος των Γερμανών".
Ο Άγιος Βονιφάτιος (Saint Boniface, 675 – 5 Ιουνίου 754) ήταν Αγγλοσάξονας ιεραπόστολος, ηγετική προσωπικότητα της αγγλοσαξονικής αποστολής στα γερμανικά τμήματα της Φραγκικής αυτοκρατορίας κατά τον 8ο αιώνα. Εγκαθίδρυσε τις πρώτες οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες σε πολλά μέρη της Γερμανίας. Είναι ο άγιος προστάτης της Γερμανίας και αποκαλείται «Απόστολος των Γερμανών».
Αφού δε από του Ε’ αιώνος η Δύσις κατελήφθη το πλείστον υπό βαρβάρων λαών, ών τινές μεν ήσαν χριστιανοί αιρετικοί, τινές δε εθνικοί η Ρωμαϊκή Εκκλησία μεγάλους κατέβαλεν αγώνας, ίνα τους μεν αιρετικούς προσαγάγη εις την καθολικήν και ορθόδοξον Εκκλησίαν, τους δε εθνικούς, εις τον Χριστιανισμόν. Και οι μεν Αρειανοί Βησιγότθοι, Βουργούνδιοι, Λαγγοβάρδοι προσήλθον κατά μικρόν εις την Ορθοδοξίαν και αφωσιώθησαν εις την Εκκλησίαν της Ρώμης. Αλλά και οι μη χριστιανοί Γερμανικοί λαοί προσήλθον εις τον Χριστιανισμόν ενεργείαις του Πάπα. Εις τους Φράγκους δεν έστειλεν ιεραποστόλους ο Πάπας, αλλ’ η Καθολική Εκκλησία η εν Γαλατία, δι’ ής προσήλθον οι Φράγκοι εις τον Χριστιανισμόν, και ο καθολικός κλήρος ήσαν σφόδρα αφωσιωμένοι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν.
Αλλ’ εις τα άλλα έθνη τα Γερμανικά, τα μη Χριστιανικά κατά τον 5 αιώνα, έπεμψεν αυτός ο Πάπας ιεραποστόλους, δι’ ών προσήγαγεν αυτούς εις την Χριστιανικήν εκκλησίαν. Περί τα τέλη του 6 μ. Χ. αιώνος ο πάπας Γρηγόριος Α’ ο Μέγας έπεμψεν εις την Αγγλίαν τον ηγούμενον της εν Ρώμη μονής του Αγίου Ανδρέου Αυγουστίνον, όστις προσήγαγε τους Άγγλους εις τον Χριστιανισμόν. Κατά δε τον 7 μ. Χ. αιώνα ο πάπας Βιταλιανός έπεμψεν εις Αγγλίαν τον εκ Ταρσού της Μικράς Ασίας μοναχόν Θεόδωρον ως αρχιεπίσκοπον Κανταουρίας και πρωθιεράρχην της Αγγλίας. Ο Θεόδωρος διωργάνωσε την Εκκλησίαν της Αγγλίας ιεραρχικώς. Οι δ’ Άγγλοι γενόμενοι χριστιανοί διά του Πάπα κατέστησαν θερμότατοι ζηλωταί της τε χριστιανικής Εκκλησίας και της παπικής εξουσίας. Και νυν πεπαιδευμένοι Άγγλοι μοναχοί ως ιεραπόστολοι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας διέδιδον την χριστιανικήν πίστιν εν τοις κυρίως Γερμανικοίς λαοίς. Περί τα τέλη του 7 αιώνος (696) μοναχός Αγγλοσάξων, Ουιλλίβροδος (Willibrod) καλούμενος, διέδωκε την χριστιανικήν πίστιν μεταξύ των Φρεισίων εν τη νυν Ολλανδία και ίδρυσε την περίφημον επισκοπήν της Ουτρέχτης. Αλλά περιφημότερος ιεραπόστολος εν Γερμανία υπήρξεν ο του Ουιλλιβρόδου σύντροφος, και αυτός Αγγλοσάξων μοναχός, Ουιμφρείδος (Wynfrith), ο γνωστότερος υπό το λατινιστί μεταφρασθέν όνομα αυτού Βονιφάτιος, ο κατ’ εξοχήν απόστολος των Γερμανών, ο προσαγαγών εις τον Χριστιανισμόν τα Γερμανικά έθνη των Θουριγγίων και των Εσσίων και άλλων Γερμανικών λαών και διορισθείς έπειτα επίσκοπος της τότε εν Γερμανία ιδρυθείσης επισκοπής της Μογουντίας.
Αλλά πλην των Αγγλοσαξόνων και Ιρλανδοί κληρικοί ως ιεραπόστολοι της Ρώμης διέδιδον την Χριστιανικήν θρησκείαν μεταξύ των Γερμανών. Οι Ιρλανδοί είχον παραλάβει τον Χριστιανισμόν πολλώ πρότερον των Αγγλοσαξόνων και δη κατ’ αξιοσημείωτον τρόπον παρά των χριστιανών Βρεττανών, των εξολοθρευθέντων είτα κατά μέγιστον μέρος υπό των εθνικών Άγγλων. Εξ Ιρλανδίας δε από του τέλους του 6 μ. Χ. ορμώμενοι πολλοί ιεραπόστολοι μοναχοί, ών ονομαστότατοι είναι ο Πατρίκιος, Βρίγιττος, Κολούμβας, Κολουμβανός, διέδοσαν τον Χριστιανισμόν εν τοις Γερμανικοίς λαοίς. Πάντες ούτοι οι ιεραπόστολοι, οι πεμπόμενοι από Ρώμης, διδάσκοντες την χριστιανικήν πίστιν τους Γερμανικούς λαούς, εδίδασκον συγχρόνως και την εις τον επίσκοπον της Ρώμης, ως υπέρτατον αρχηγόν της Εκκλησίας, και εις την Εκκλησίαν της Ρώμης, ως έδραν του Αποστόλου Πέτρου, ως Πέτραν της πίστεως, υπακοήν και σεβασμόν. {148} Το ούτω παρά τοις λαοίς της Ευρώπης αυξηθέν κατά μικρόν και μεγαλυνθέν αξίωμα του επισκόπου Ρώμης, συνδυαζόμενον και μετά της ηθικής αίγλης, ήν πάντοτε η Ρώμη και μετά την πολιτικήν πτώσιν αυτής περιεβάλλετο απέναντι των βαρβάρων ως μεγίστη πόλις του κόσμου και κέντρον του πολιτισμού, έτι μείζονα προσελάμβανε δύναμιν ηθικήν και αντικαθίστα ηθικώς και θρησκευτικώς την πολιτικώς εκλιπούσαν κοσμοκρατορίαν της Ρώμης. Οι δε Φράγκοι ηγεμόνες Πιπίνος ο Βραχύς και Κάρολος ο Μέγας, επωφελούμενοι αυτοί υπέρ εαυτών το ηθικόν αξίωμα και κύρος της παπικής αρχής, έτι μείζονα λεληθότως περιήψαν δύναμιν πραγματικήν αύτη, αναγνωρίσαντες εις αυτήν το δικαίωμα του καθαιρείν και αναγορεύειν βασιλείς και απονέμειν (άρα και αφαιρείν) αυτοκρατορικόν αξίωμα. Η τοιαύτη δε εξ ιστορικών καθαρώς αιτίων προελθούσα και ευλόγως ένεκα των υπό της Ρωμαϊκής Εκκλησίας προς τον Χριστιανισμόν παρασχεθεισών μεγάλων υπηρεσιών αυξηθείσα δύναμις του Παπισμού παρεστάθη υπό της παπικής Εκκλησίας ως θεόθεν τεταγμένη εις τον κόσμον αρχή και εξουσία. Και ο επίσκοπος Ρώμης εθεωρήθη ως διάδοχος του Πέτρου, όν κατέστησε δήθεν ο Χριστός εν τω κόσμω ποιμένα των λογικών προβάτων αυτού, επίτροπος και τοποτηρητής αυτού του Χριστού έχων πάσαν εξουσίαν εν τω κόσμω, υπέρτατος ηγεμών και κριτής πάντων των ηγεμόνων.
Τα εν τη Δύσει αποτελέσματα της τοιαύτης επιδόσεως της παπικής εξουσίας θέλομεν ιδεί εν τη ιστορία των μετά τον Κάρολον χρόνων. Αλλ’ εν Ανατολή, αντιθέτως προς τα εν τη Δύσει γινόμενα και κατ’ αντίστροφον τούτοις αναλογίαν, εμειούτο διαρκώς το κύρος του επισκόπου Ρώμης. Διότι ούτος, μη προσέχων τον νουν εις την μεγάλην διαφοράν την υφισταμένην μεταξύ της Ελληνικής Ανατολής και της βαρβάρου Δύσεως και μη θέλων να εννοή τους πραγματικούς λόγους της εν τη Δύσει δυνάμεως αυτού, ήθελε να επιβάλη το μέγα εκείνο κράτος αυτού και εις την Ανατολήν. Αλλ’ η Ανατολή ουδέν άλλο ήθελε να βλέπη εν τω Πάπα ή εκείνο, όπερ έβλεπε και ήτο το μόνον αληθές, επίσκοπον της πρεσβυτέρας Ρώμης, πρώτον εν ίσοις, ένα (και πρώτον εν τη σειρά) των πέντε πατριαρχών (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), υπήκοον του αυτοκράτορος γενόμενον νυν αποστάτην, αναγορεύοντα αυθαιρέτως, καθ’ υπέρβασιν των δικαιωμάτων αυτού, αυτοκράτορας εν τη Δύσει και σφετεριζόμενον ούτω δικαίωμα ανήκον εις τον μόνον νόμιμον κληρονόμον της αρχής του παγκοσμίου Ρωμαϊκού κράτους, τον εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορα. Η τοιαύτη τοσούτο διάφορος εν τη Ανατολή και εν τη Δύσει αντίληψις της εννοίας της παπικής αρχής συνδυαζομένη μετά της γενικής εξ ιστορικών αιτίων προερχομένης μεταξύ της Ελληνικής ή Ρωμαϊκής Ανατολής και της Λατινικής Δύσεως διαφοράς, και η ανίδρυσις δυτικής αυτοκρατορίας λεγομένης μεν Ρωμαϊκής, ούσης δ’ αληθώς βαρβαρικής Φραγκικής, ηύρυνον διηνεκώς το μεταξύ Ανατολής και Δύσεως χάσμα, όπερ συνδυαζόμενον και μετά θρησκευτικών διαφορών και ερίδων συνεπλήρωσε το προ πολλού παρασκευαζόμενον μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας Σχίσμα.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:


ΠΗΓΗ: 
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.