Ως κόστος χρήστη ο Κέινς ονομάζει τα έξοδα που πρέπει να κάνει ένας βιομήχανος (επιχειρηματίας) προκειμένου να βάλει σε λειτουργία τη μονάδα παραγωγής που κατέχει. Θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη του κεφαλαιουχικού του εξοπλισμού – αν δεν έχει κεφαλαιουχικό εξοπλισμό (χώρο, μηχανήματα κλπ) δεν είναι επιχειρηματίας – αυτό που μένει είναι η αγορά αγαθών από άλλους επιχειρηματίες (κυρίως πρώτες ύλες), που είναι απαραίτητα για τη συντέλεση της παραγωγικής διαδικασίας. Όμως, μέσα στο κόστος χρήστη πρέπει να συνυπολογιστεί και η φθορά των μηχανημάτων. Στο τέλος μιας χρονιάς η αξία του κεφαλαιουχικού του εξοπλισμού βρίσκεται μειωμένη, από τη χρήση. Αν ο βιομήχανος δεν είχε θέσει σε λειτουργία τον εξοπλισμό του και δαπανούσε κάποιο ποσό για τη συντήρησή του, ασφαλώς η αξία του θα ήταν μεγαλύτερη. Το ότι (αν το έκανε αυτό) θα είχε στερηθεί τα κέρδη της τρέχουσας παραγωγής δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνυπολογίσει τη ζημιά στην οποία – μοιραία – υπόκειται το κεφάλαιο του.
Με άλλα λόγια βρίσκεται μπροστά σε δύο τιμές του κεφαλαιουχικού του εξοπλισμού· αυτή που πραγματικά έχει κι αυτή που θα είχε αν προέβαινε στη συντήρησή του απέχοντας από τη φθορά της παραγωγής. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τιμές δείχνουν το μέγεθος της φθοράς. Αν από το υποτιθέμενο κεφάλαιο που θα εξασφάλιζε η αποχή από την παραγωγή και η συντήρηση αφαιρέσουμε τα έξοδα της συντήρησης αυτής, ώστε να βελτιωθεί, θα βρούμε την καθαρή αξία του υποτιθέμενου κεφαλαίου που θα μπορούσε να έχει δυνητικά, αλλά θυσίασε στο βωμό της παραγωγής. Στο ποσό αυτό προσθέτουμε και τα ποσά που δαπανήθηκαν για την αγορά προϊόντων από άλλους επιχειρηματίες κυρίως για πρώτες ύλες, αλλά όχι μόνο. Το άθροισμα αυτό είναι το σύνολο των εξόδων του επιχειρηματία (χωρίς να υπολογίσουμε μισθούς εργαζομένων).
Το μόνο που μένει είναι να αφαιρέσουμε από αυτό το άθροισμα την τιμή του πραγματικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που κατέχει (μετά τη φθορά από τη διαρκή παραγωγή), για να βρούμε το κόστος του χρήστη: «Το κόστος του χρήστη ενός επιχειρηματία εξ’ ορισμού ισούται προς Α1 + (G΄- Β΄) – G, όπου Α1 είναι η ποσότητα των αγορών του επιχειρηματία μας από άλλους επιχειρηματίες, G η πραγματική αξία του κεφαλαιουχικού του εξοπλισμού στο τέλος της περιόδου και G΄ η αξία που θα μπορούσε να είχε στο τέλος της περιόδου, αν είχε απόσχει από τη χρησιμοποίησή του και είχε δαπανήσει το άριστο ποσό Β΄ για συντήρηση και βελτίωσή του». (σελ. 111).
Είναι προφανές ότι ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός που προκύπτει μετά το κόστος συντήρησης είναι σαφώς βελτιωμένος σε σχέση με τον αρχικό, αφού μπορεί να έχει μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες. Βρισκόμαστε δηλαδή, μπροστά σε μια αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, που υπόσχεται περισσότερα μελλοντικά κέρδη. Μετά την αφαίρεση του υποτιθέμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού από το κόστος συντήρησης (στη σχέση G΄- Β΄), αν αφαιρέσουμε τον πραγματικό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό που υπάρχει [στη σχέση G – (G΄ – Β΄)] βρίσκουμε την τιμή της αύξησης στην αξία του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κατά την τρέχουσα περίοδο: «Τώρα, G – (G΄ – Β΄), δηλαδή η αύξηση της αξίας του εξοπλισμού του επιχειρηματία πέρα από την καθαρή αξία που είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη περίοδο, αντιπροσωπεύει την τρέχουσα επένδυση του επιχειρηματία σε εξοπλισμό και μπορεί να γραφεί ως I. Έτσι το U, το κόστος χρήστη για τον κύκλο εργασιών των πωλήσεων Α, ισούται προς Α1 – I, όπου Α1 είναι ό,τι αγόρασε από άλλους επιχειρηματίες και Ι είναι ό,τι έχει επενδύσει πρόσφατα στο δικό του κεφαλαιουχικό εξοπλισμό». (σελ. 111).
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι «αν η δραστηριότητα είναι πλήρως ολοκληρωμένη ή αν ο επιχειρηματίας δεν έχει φέρει τίποτε απ’ έξω, ώστε Α1 = 0, το κόστος χρήστη είναι απλώς το ισοδύναμο της τρέχουσας μείωσης της επένδυσης λόγω χρήσης του εξοπλισμού». (σελ. 112). Το κόστος της χρήσης του εξοπλισμού είναι αδύνατο να παραβλεφθεί, κι αν κάποιος δεν του δώσει την πρέπουσα σημασία είναι βέβαιο ότι δε θα κάνει σωστά τους υπολογισμούς του: «Ακόμη κι αν ολόκληρη η παραγωγή εκτελείται από μια απολύτως ολοκληρωμένη επιχείρηση, ακόμη και τότε, είναι αθέμιτο να υπολογίσουμε ότι το οριακό κόστος χρήστη είναι μηδέν, δηλαδή, ότι η οριακή αποεπένδυση του εξοπλισμού λόγω της παραγωγής του οριακού προϊόντος μπορεί, γενικά, να παραμεληθεί». (σελ. 113). Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, ο Κέινς θα συνεχίσει: «Με άλλα λόγια, το μακροχρόνιο κόστος της παραγωγής είναι ίσο με το άθροισμα του βασικού κόστους και του συμπληρωματικού κόστους». (σελ. 113).
Όμως, όταν υπολογίζει κανείς το μακροχρόνιο κόστος μιας επιχείρησης, οφείλει να λάβει υπόψη του και τις τιμές των επιτοκίων: «… για να έχουμε ένα κανονικό κέρδος, η μακροχρόνια τιμή προσφοράς πρέπει να υπερβαίνει το μακροχρόνιο κόστος, που υπολογίζεται με ένα ποσό που προσδιορίζεται από το τρέχον επιτόκιο δανείων ανάλογων κινδύνων λήξης, υπολογιζόμενο ως ποσοστό του κόστους εξοπλισμού. Ή, αν προτιμούμε να πάρουμε ένα τυπικό “καθαρό” επιτόκιο, πρέπει να συμπεριλάβουμε στο μακροχρόνιο κόστος έναν τρίτο όρο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κόστος κινδύνου για να καλύψουμε τις άγνωστες πιθανότητες η πραγματική απόδοση να διαφέρει από την προσδοκώμενη απόδοση. Έτσι, η μακροχρόνια τιμή προσφοράς ισούται προς το άθροισμα του βασικού κόστους, του συμπληρωματικού κόστους, του κόστους κινδύνου και του κόστους τόκου – συστατικά στα οποία μπορεί να αναλυθεί». (σελ. 113).
Όμως, αυτό που ονομάζεται «τιμή προσφοράς» είναι η τελική τιμή του προϊόντος που θα φτάσει στα χέρια του καταναλωτή. Ο επιχειρηματίας πρέπει να λάβει σοβαρά όλες αυτές τις παραμέτρους προκειμένου να αποφασίσει αν θα προχωρήσει ή όχι στην παραγωγή κι αναλόγως να υπολογίσει και την τιμή με την οποία θα πουλά τα προϊόντα του: «Ο επιχειρηματίας πρέπει, επομένως, όταν αγοράζει ή κατασκευάζει τον κεφαλαιουχικό του εξοπλισμό, να προσδοκά ότι θα καλύψει το συμπληρωματικό του κόστος, το κόστος κινδύνου και το κόστος τόκου από το πλεονάζον της οριακής αξίας του βασικού κόστους πάνω από τη μέση αξία». (σελ. 113).
Σε τελική ανάλυση, το κόστος χρήστη είναι εκείνο που διαμορφώνει και τις προσδοκίες σε σχέση με την κερδοφορία της παραγωγής: «Το κόστος χρήστη συνιστά έναν από τους κρίκους μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος. Ένας επιχειρηματίας, όταν αποφασίζει την κλίμακα παραγωγής του, οφείλει να κάνει μια επιλογή ανάμεσα στο να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμό του τώρα ή να τον διατηρήσει για μελλοντική χρήση. Η προσδοκώμενη θυσία μελλοντικών κερδών που συνεπάγεται η τωρινή χρήση προσδιορίζει το μέγεθος του κόστους χρήστη, ενώ η οριακή ποσότητα της θυσίας αυτής, μαζί με το οριακό κόστος συντελεστή και την προσδοκία των οριακών εσόδων, προσδιορίζει την κλίμακα της παραγωγής του». (σελ. 115). Και δε χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις για να καταστεί σαφές ότι η κλίμακα της παραγωγής επηρεάζει άμεσα και το μέγεθος της απασχόλησης.
Από τη στιγμή που το κόστος του χρήστη επηρεάζει τόσο την απασχόληση, όσο και τις τιμές των προϊόντων, αυτό που μένει είναι να δούμε τον τρόπο που διαμορφώνεται η αξία, ώστε να γίνει απολύτως κατανοητός ο κυκεώνας των αλληλεπιδράσεων όλων των παραγόντων, που καθορίζουν τη λειτουργία της οικονομίας: «Όσο οι οικονομολόγοι ασχολούνται με αυτό που αποκαλείται η θεωρία της αξίας, έχουν συνηθίσει να διδάσκουν ότι οι τιμές προσδιορίζονται από τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης». (σελ. 317).
Η σχέση προσφορά – ζήτηση είναι καθοριστική στη διαμόρφωση των τιμών. Το ζήτημα είναι ο καθορισμός της χρηματικής απόδοσης της αξίας, που σηματοδοτεί όλες τις συναλλαγές: «Όταν όμως περνούν στη θεωρία του χρήματος και των τιμών, δεν ακούμε τίποτε περισσότερο γι’ αυτές τις οικείες αλλά και ευνόητες έννοιες, και κινούνται σε έναν κόσμο όπου οι τιμές ρυθμίζονται από την ποσότητα του χρήματος, από την εισοδηματική του ταχύτητα, από την ταχύτητα κυκλοφορίας σε σχέση προς τον όγκο των συναλλαγών, από την αποθησαύριση, την αναγκαστική αποταμίευση, τον πληθωρισμό και τον αντιπληθωρισμό». (σελ. 317).
Τελικά, αυτό που μένει είναι η σύγχυση, καθώς όλα περιπλέκονται δημιουργώντας ασαφείς και, ως ένα βαθμό, ασυνάρτητες ερμηνείες: «Αν σκεφτούμε τι διδασκόμαστε και προσπαθήσουμε να το εκλογικεύσουμε, στις απλούστερες αναλύσεις φαίνεται ότι η ελαστικότητα της προσφοράς πρέπει να έχει μηδενιστεί και της ζήτησης να είναι ανάλογη με την ποσότητα του χρήματος, ενώ σε πιο προχωρημένες συζητήσεις χανόμαστε στην ομίχλη, όπου τίποτε δεν είναι σαφές και όλα είναι δυνατά. Όλοι μας έχουμε, κάποτε, βρεθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά, δίχως να γνωρίζουμε τις διαδρομές που τις συνδέουν, όπως προφανώς, συμβαίνει με τις φάσεις της ζωής μας σε κατάσταση εγρήγορσης και σε κατάσταση ονείρου». (σελ. 317).
Ο Κέινς θα υποδείξει το δρόμο, που ο ίδιος θεωρεί σωστό, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα: «Η διαίρεση των οικονομικών μεταξύ της θεωρίας της αξίας και της διανομής από τη μια πλευρά και της θεωρίας του χρήματος από την άλλη είναι, πιστεύω, μια διαίρεση εσφαλμένη». (σελ. 317 – 318). Με δυο λόγια, η θεωρία της αξίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως κάτι ξέχωρο από τη θεωρία του χρήματος. Το χρήμα, ως μονάδα μέτρησης της αξίας, είναι συνυφασμένο μαζί της, αφού ο τρόπος που καθορίζεται η καταναλωτική δύναμη που εκπροσωπείται από το χρήμα αντανακλάται ευθέως πάνω στην αξία που δημιουργείται από την παραγωγή. Επί της ουσίας μιλάμε για τη σχέση ενός μεγέθους (αξία) με τη μονάδα μέτρησής του (χρήμα). Αυτός είναι και ο λόγος που χρειαζόμαστε μια πλήρη θεωρία για τη χρηματική οικονομία.
Ο Κέινς θα προτείνει μια άλλη διχοτόμηση, προκειμένου να μπουν τα πράγματα στη θέση τους: «Η ορθή διχοτόμηση είναι, νομίζω, μεταξύ της θεωρίας της χωριστής επιχείρησης ή του χωριστού κλάδου και των αμοιβών και της διανομής μεταξύ διαφορετικών χρήσεων δεδομένης ποσότητας πόρων αφενός, και της θεωρίας της παραγωγής και της απασχόλησης ως συνόλου αφετέρου». (σελ. 318). Η μεταφορά του ζητήματος από τη μία ξεχωριστή επιχείρηση στο σύνολο του παραγόμενου πλούτου όλων των επιχειρήσεων είναι η εξασφάλιση ότι θα αναζητηθούν τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του χρήματος: «Στο βαθμό που περιοριζόμαστε στη μελέτη του χωριστού κλάδου ή της χωριστής επιχείρησης, με την υπόθεση ότι η συνολική ποσότητα των απασχολούμενων πόρων είναι σταθερή και, προσωρινά, ότι οι συνθήκες των άλλων κλάδων ή επιχειρήσεων είναι αμετάβλητες, είναι αλήθεια ότι δεν ενδιαφερόμαστε για τα σημαντικά χαρακτηριστικά του χρήματος. Αλλά μόλις περνάμε στο πρόβλημα του προσδιορισμού του προϊόντος και της απασχόλησης συνολικά, χρειαζόμαστε την πλήρη θεωρία μιας χρηματικής οικονομίας». (σελ. 318).
Κι αναφερόμενος στο χρήμα ο Κέινς εξηγεί: «Η σημασία του χρήματος ουσιαστικά πηγάζει από το ότι αποτελεί κρίκο μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος» (σελ. 318), φράση που είχε διατυπώσει σχεδόν επακριβώς, όταν εξηγούσε τη σημασία που είχε το κόστος χρήστη. Αν υποτεθεί ότι όλα στην οικονομία είναι σταθερά (από την παραγωγή και την απασχόληση, μέχρι το κόστος του χρήστη και την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί) τότε ο προσδιορισμός της χρηματικής αξίας είναι σχετικά εύκολος, καθώς επίσης δε θα υπόκειται σε μεταβολές. Το ζήτημα είναι ότι οι πραγματικές συνθήκες της οικονομίας δεν αφορούν τη σταθερότητα, αλλά το ευμετάβλητο και πάνω σ’ αυτό το δεδομένο πρέπει να αποδοθεί η χρηματική αξία, που διαρκώς θα μεταβάλλεται διαμορφώνοντας ανάλογα και τις τιμές.
Όμως, για να γίνουν κατανοητές οι επιδράσεις των αλλαγών πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου: «… ας θεωρήσουμε ότι (1) όλοι οι απασχολούμενοι πόροι είναι ομοιογενείς και ανταλλάξιμοι, ως προς την ικανότητά τους να παράγουν ό,τι χρειάζεται, και (2) οι συντελεστές της παραγωγής που εισέρχονται στο οριακό κόστος είναι ικανοποιημένοι με τον ίδιο ονομαστικό μισθό, εφόσον υπάρχουν σχετικά αχρησιμοποίητα πλεονάσματα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε σταθερές αποδόσεις και μια αμετάβλητη μονάδα μισθού, εφόσον υπάρχει ανεργία». (σελ. 319 – 320).
Η ανεργία δε θα επηρεάσει τους μισθούς (υποθέτουμε ότι η τιμή της είναι σταθερή, γιατί αν αυξομειώνεται η τιμή της εργασίας θα επηρεαστεί), αφού η προσφορά εργατικού δυναμικού θα ανταποκρίνεται στη ζήτηση με τον ίδιο τρόπο, οπότε, κατ’ επέκταση, θα μείνουν αμετάβλητες και οι τιμές των προϊόντων (αν δεν αλλάξουν άλλοι παράγοντες): «Έπεται ότι μια αύξηση της ποσότητας του χρήματος δε θα έχει οποιαδήποτε επίπτωση στις τιμές, εφόσον υπάρχει ανεργία, και ότι η απασχόληση θα αυξηθεί στην ίδια ακριβώς αναλογία με κάθε αύξηση της ενεργού ζήτησης που προέκυψε από την αύξηση της ποσότητας του χρήματος, ενώ, στο βαθμό που επιτυγχάνεται πλήρης απασχόληση, από τότε και ύστερα, η μονάδα μισθού και οι τιμές θα είναι εκείνες που θα αυξάνονται στην ίδια ακριβώς αναλογία με την αύξηση της ενεργού ζήτησης». (σελ. 320).
Αυτό που μένει είναι η διατύπωση της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος: «… αν υπάρχει πλήρως ανελαστική προσφορά, εφόσον επιτυγχάνεται πλήρης απασχόληση, και αν η ενεργός ζήτηση μεταβάλλεται κατά την ίδια αναλογία με την ποσότητα του χρήματος, η ποσοτική θεωρία του χρήματος μπορεί να διατυπωθεί ως ακολούθως: “Εφόσον υπάρχει ανεργία, η απασχόληση θα μεταβληθεί στην ίδια αναλογία με την ποσότητα του χρήματος, και όταν υπάρχει πλήρης απασχόληση, οι τιμές θα μεταβληθούν στην ίδια αναλογία με την ποσότητα του χρήματος”». (σελ. 320).
Φυσικά, τίποτε δεν μπορεί να τεθεί με απόλυτη ακρίβεια. Ο Κέινς θα καταθέσει πέντε παράγοντες που θα περιπλέξουν την κατάσταση: «(1) Η ενεργός ζήτηση δε θα μεταβληθεί σε ακριβή αναλογία προς την ποσότητα του χρήματος. (2) Εφόσον οι πόροι δεν είναι ομοιογενείς, θα έχουμε φθίνουσες κι όχι σταθερές αποδόσεις, καθώς αυξάνεται σταδιακά η απασχόληση. (3) Αφού οι πόροι δεν είναι ανταλλάξιμοι, ορισμένα εμπορεύματα θα έχουν ανελαστική προσφορά, ενώ υπάρχουν ακόμη αδρανείς πόροι διαθέσιμοι για την παραγωγή άλλων εμπορευμάτων. (4) Η μονάδα μισθού θα τείνει να αυξάνεται, προτού επιτευχθεί πλήρης απασχόληση. (5) Οι αμοιβές των συντελεστών που εισέρχονται στο οριακό κόστος δε θα μεταβληθούν αναλογικά το ίδιο». (σελ. 320).
Οι παραπάνω παράγοντες, όσο κι αν περιπλέκουν την κατάσταση, δεν αλλάζουν την ουσία, αφού η αύξηση της ενεργού ζήτησης θα επιφέρει αύξηση στην απασχόληση και η αύξηση στην απασχόληση, όσο περιορίζεται η ανεργία, θα επιφέρει άνοδο των μισθών: «Αφού κάθε ομάδα εργαζομένων θα κερδίσει […] από μια αύξηση των μισθών της, είναι φυσικό να υπάρχει μια πίεση προς την κατεύθυνση αυτή για όλες τις ομάδες, την οποία οι επιχειρηματίες θα είναι πιο πρόθυμοι να αποδεχτούν όταν οι δουλειές τους πάνε καλύτερα. Για το λόγο αυτό, μέρος κάθε αύξησης της ενεργού ζήτησης είναι πιθανόν να απορροφηθεί για την ικανοποίηση της ανοδικής τάσης της μονάδας μισθού». (σελ. 324).
Το βέβαιο είναι ότι η αύξηση των μισθών θα επηρεάσει και τις τιμές των προϊόντων κι αυτό θα γίνεται σταδιακά, πριν φτάσουμε στη συνθήκη της πλήρους απασχόλησης: «… εκτός από το τελικό κρίσιμο σημείο της πλήρους απασχόλησης στο οποίο θα αυξηθούν οι ονομαστικοί μισθοί, λόγω αύξησης, σε χρηματικούς όρους, της ενεργού ζήτησης, σε πλήρη αντιστοιχία προς την άνοδο των τιμών των αγαθών που αγοράζουν οι μισθωτοί, έχουμε μια διαδοχή προγενέστερων ημι-κρίσιμων σημείων, όπου η αυξανόμενη ενεργός ζήτηση τείνει να αυξάνει τους ονομαστικούς μισθούς, αν και όχι απολύτως ανάλογα προς την αύξηση των τιμών των προαναφερθέντων αγαθών επίσης, το ίδιο θα συμβεί σε περίπτωση μείωσης της ενεργού ζήτησης. Στην πραγματικότητα, η μονάδα μισθού δε μεταβάλλεται συνεχώς σε όρους χρήματος, αποκρινόμενη σε κάθε μικρή μεταβολή της ενεργού ζήτησης, αλλά ασυνεχώς. Τα σημεία αυτά της ασυνέχειας προσδιορίζονται από την ψυχολογία των εργαζομένων και από τις πολιτικές των εργοδοτών και των εργατικών ενώσεων». (σελ. 324).
Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μπροστά στο απρόβλεπτο και το εύθραυστο των παραγόντων που διαμορφώνουν την οικονομία. Όταν η ενεργός ζήτηση αυξάνεται σε βαθμό να προκαλεί μεγάλη αύξηση της απασχόλησης, ώστε να προκαλείται ασυνεχής άνοδος των μισθών σε σχέση με τις πραγματικές της ανάγκες μπορούμε να φτάσουμε σε κατάσταση λανθάνοντος πληθωρισμού: «Τα σημεία αυτά, όπου μια περαιτέρω αύξηση της ενεργού ζήτησης σε όρους χρήματος μπορεί να προκαλεί ασυνεχή αύξηση της μονάδας μισθού, μπορεί να θεωρηθούν, από ορισμένη άποψη, ως θέσεις ημι-πληθωρισμού, με κάποια αναλογία (αν και ιδιαίτερα ατελή) προς τον απόλυτο πληθωρισμό […] που ακολουθεί την αύξηση της ενεργού ζήτησης σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης». (σελ. 325).
Σε τελική ανάλυση ερχόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με τους κύκλους της οικονομίας. Η αύξηση της ποσότητας του χρήματος θα επιφέρει την άνοδο της ενεργού ζήτησης που με τη σειρά της θα αυξήσει τους μισθούς δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την άνοδο των τιμών, αφού θα αυξάνεται το κόστος χρήστη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά «καθώς θα αυξάνεται το προϊόν, θα παρουσιάζονται διαδοχικές “στενώσεις”, όπου η προσφορά συγκεκριμένων εμπορευμάτων δεν είναι πλέον ελαστική και οι τιμές τους πρέπει να φτάσουν σε όποιο επίπεδο είναι απαραίτητο για να διοχετευτεί η ζήτηση αλλού». (σελ. 323).
Και για να γίνει πιο κατανοητός ο Κέινς συμπληρώνει: «Πιθανώς, το γενικό επίπεδο τιμών να μην αυξηθεί πάρα πολύ, καθώς αυξάνεται η παραγωγή, στο βαθμό που υπάρχουν διαθέσιμοι, μη απασχολούμενοι πόροι, κάθε τύπου». (σελ. 324). Όσο, λοιπόν, υπάρχει απόθεμα πόρων για να διοχετευτεί στην αγορά, απορροφούνται οι κραδασμοί της αυξημένης παραγωγής, με τον ίδιο τρόπο που η ανεργία, ως απόθεμα εργατικών χεριών, κρατά τους μισθούς και τις τιμές σε σταθερά επίπεδα, παρά την αύξηση της παραγωγής: «Εφόσον, όμως, η παραγωγή έχει αυξηθεί επαρκώς ώστε να προσεγγίζει τις “στενώσεις”, είναι πιθανόν να υπάρξει απότομη άνοδος των τιμών ορισμένων εμπορευμάτων». (σελ. 324). Η εξάντληση των αποθεμάτων που «στενώνουν» την παραγωγή δε θα μπορούσε παρά να εκφραστεί στις τιμές που θα ανεβούν λόγω της αυξημένης ζήτησης και της αδυναμίας κάλυψής της.
Ξεκαθαρίζοντας ότι «Πλήρη απασχόληση έχουμε όταν η παραγωγή έχει φτάσει σε επίπεδο στο οποίο η οριακή απόδοση από μια αντιπροσωπευτική μονάδα των συντελεστών της παραγωγής έχει πέσει στο κατώτατο σημείο όπου είναι διαθέσιμη ποσότητα συντελεστών επαρκής για να παράγει την ποσότητα αυτή» (σελ. 325), είμαστε σε θέση να δώσουμε έναν επαρκή ορισμό για την έννοια του πληθωρισμού: «Όταν μια περαιτέρω αύξηση στην ποσότητα της ενεργού ζήτησης δε συνεπάγεται περαιτέρω αύξηση της παραγωγής» (όταν δηλαδή τα μέσα παραγωγής δεν επαρκούν να καλύψουν τη ζήτηση) «αλλά αναλώνεται ολοσχερώς σε αύξηση της μονάδας κόστους απολύτως ανάλογα προς την αύξηση της ενεργού ζήτησης, τότε, έχουμε φτάσει σε κατάσταση η οποία θα μπορούσε, ορθώς, να θεωρηθεί αληθινός πληθωρισμός». (σελ. 326).
Ο ακατάσχετος πληθωρισμός, ως ανεξέλεγκτη άνοδος των τιμών που τείνει να απαξιώσει το χρήμα, είναι η μεγαλύτερη πληγή της οικονομίας. Συνήθως αυτό έχει να κάνει με καταστάσεις που διαλύουν την παραγωγή, όπως ο πόλεμος ή μια φυσική καταστροφή, χωρίς να μειώνεται το καταναλωτικό ενδιαφέρον για την απόκτηση των βασικών αγαθών. Όπως και να χει όμως, θα έλεγε κανείς, ότι η ενεργός ζήτηση, που πυροδοτεί την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση την απασχόληση, πρέπει κι αυτή να κινείται μέσα σε όρια, τα οποία δεν πρέπει να ξεπεράσει. Αν τα υπερβεί θα αρχίσουν τα παρατράγουδα…
Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», εκδόσεις Παπαζήση, για λογαριασμό της εφημερίδας «Το Βήμα», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α. Ε., Αθήνα 2010.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.