Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Για τη σημασία της δικαιοσύνης στην κοινωνία ο M. J. Sandel είναι απολύτως ξεκάθαρος: «Η δικαιοσύνη δεν είναι απλώς μία σημαντική αξία μεταξύ άλλων, η οποία σταθμίζεται και εξετάζεται κατά περίπτωση, αλλά μάλλον το μέσον με το οποίο σταθμίζονται και αποτιμώνται οι αξίες. Υπό αυτή την έννοια είναι, κατά κάποιον τρόπο, “η αξία των αξιών”». (σελ. 100).
Κι όχι μόνο: «Η δικαιοσύνη είναι ο γνώμονας με τον οποίο οι αντικρουόμενες αξίες συμφιλιώνονται και οι ανταγωνιστικές αντιλήψεις περί αγαθού προσαρμόζονται, αν τελικώς δεν επιλύονται. Ως τέτοια πρέπει να έχει κάποια προτεραιότητα όσον αφορά αυτές τις αξίες και αυτά τα αγαθά». (σελ. 100).
Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι το μέσον που σταθμίζει τις αξίες ή, αλλιώς, ο γνώμονας που συμφιλιώνει τις αντικρουόμενες αξίες και τις ανταγωνιστικές αντιλήψεις περί αγαθού, είναι φανερό ότι δε θα μπορούσε να αποκοπεί από τις τρέχουσες κοινωνικές προτεραιότητες. Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καθρεφτίζει τις πολιτικές αντιλήψεις μιας κοινωνίας αναπαράγοντάς τες ως μορφή δικαίου.
Η επικράτηση της μιας ή της άλλης πολιτικής οπτικής έχει άμεση αντανάκλαση στη δικαιοσύνη, η οποία εν τέλει θα αποδώσει το δίκαιο σύμφωνα με τις τρέχουσες αξιακές επιταγές. Ο φιλελεύθερος Τζων Ρωλς, στο βιβλίο του «Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός» είναι πρόθυμος να καταδείξει ότι σε τελική ανάλυση η δικαιοσύνη είναι θέμα πολιτικό: «Λέγοντας πως μια αντίληψη της δικαιοσύνης είναι πολιτική εννοώ […] τρία πράγματα: ότι είναι πλαισιωμένη έτσι ώστε να εφαρμόζεται αποκλειστικά στη βασική δομή της κοινωνίας, στους κύριους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς της θεσμούς, σαν οι τελευταίοι να αποτελούν ένα ενοποιημένο σχήμα κοινωνικής συνεργασίας· ότι παρουσιάζεται ανεξάρτητα από οποιοδήποτε ευρύτερο θρησκευτικό ή ηθικό δόγμα· και ότι η επεξεργασία της έγινε με όρους θεμελιωδών πολιτικών ιδεών, οι οποίες θεωρούνται ως εξυπονοούμενες από τη δημόσια πολιτική κουλτούρα μιας δημοκρατικής κοινωνίας». (σελ. 269).
Επομένως, ένα φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα (όπως και κάθε άλλο), οφείλει να εκφράζεται και μέσα από τις αρχές της δικαιοσύνης: «… είναι ουσιώδες μια φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη να συμπεριλαμβάνει, πέρα από τις δικές της αρχές δικαιοσύνης, και κατευθυντήριους κανόνες της έρευνας, οι οποίοι θα προσδιορίζουν τρόπους συλλογισμού και κριτήρια για τα είδη εκείνα πληροφόρησης που είναι σχετικά με τα πολιτικά ερωτήματα. Χωρίς τέτοιους κατευθυντήριους κανόνες οι ουσιαστικές αρχές δεν μπορούν να εφαρμοστούν, και τούτο αφήνει την πολιτική αντίληψη ανολοκλήρωτη και θραυσματική». (σελ. 269).
Με άλλα λόγια, ένα πολιτικό πρόταγμα, αν θέλει να καθιερωθεί, πρέπει πρωτίστως να επικρατήσει στη μάχη των ιδεών. Πρέπει, δηλαδή, να πείσει τους πολίτες για την ιδεολογική του υπεροχή δικαιολογώντας τόσο σε επίπεδο πολιτικής, όσο και σε επίπεδο δικαιοσύνης, παιδείας, ελεγκτικών μηχανισμών και θεσμικών αρχών την ορθότητα της κατεύθυνσης που χαράζει.
Η κυριαρχία μιας πολιτικής ιδέας σε όλους τους τομείς εξασφαλίζει τη σταθερότητα του προτάγματος που πρεσβεύει. Πρόκειται για την τελική υλοποίηση αυτού που ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» αποκαλεί πρόγραμμα: «Όταν πρόκειται για πολιτική, η παράσταση του επιδιωκόμενου μετασχηματισμού, ο ορισμός των στόχων, μπορεί να πάρει – και πρέπει κατ’ ανάγκη να πάρει, υπό ορισμένες συνθήκες – τη μορφή του προγράμματος. Το πρόγραμμα είναι μια προσωρινή συγκεκριμενοποίηση των στόχων του προτάγματος σε σημεία που κρίνονται ουσιώδη στις δεδομένες περιστάσεις, στο μέτρο που η πραγματοποίησή τους θα επέφερε ή θα διευκόλυνε, από την ίδια της τη δυναμική, την πραγματοποίηση του συνόλου του προτάγματος. Το πρόγραμμα δεν είναι παρά μια αποσπασματική και προσωρινή μορφή του προτάγματος. Τα προγράμματα περνούν, το πρόταγμα παραμένει». (σελ. 118).
Εάν το πρόγραμμα δεν έχει τη δέουσα κοινωνική απήχηση ή αν εκφυλιστεί χάνοντας τη δυναμική του, τότε το πρόταγμα μένει μετέωρο. Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα (όπως και κάθε άλλο), προκειμένου να εξασφαλίσει την επικράτησή του, οφείλει να πείσει για το δίκιο των ισχυρισμών του, κατακτώντας εκ των έσω όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας. Μόνο έτσι θα γινόταν ο μετασχηματισμός της κοινωνίας σύμφωνα με τις προτεραιότητες του δικού του προτάγματος. Και η δικαιοσύνη είναι ζήτημα κεφαλαιώδες.
Ο Ρωλς δεν κρύβει τις φιλελεύθερες διαθέσεις του: «… στα ουσιώδη συνταγματικά ζητήματα και στα ζητήματα βασικής δικαιοσύνης η βασική δομή και οι δημόσιες πολιτικές της επιλογής πρέπει να μπορούν να δικαιολογούνται σε όλους τους πολίτες, όπως απαιτεί η αρχή της πολιτικής νομιμότητας. Προσθέτουμε, εδώ, ότι παρουσιάζοντας τούτες τις δικαιολογήσεις πρέπει να επικαλούμαστε μόνο τις τρεχόντως αποδεκτές γενικές πεποιθήσεις και τις μορφές συλλογιστικής που απαντώνται στον κοινό νου, καθώς και τις μεθόδους και τα πορίσματα της επιστήμης, όταν αυτά δεν είναι αμφιλεγόμενα. Η φιλελεύθερη αρχή της νομιμότητας κάνει τούτο τον τρόπο προσδιορισμού των κατευθυντήριων κανόνων της δημόσιας έρευνας να είναι ο πιο αρμόζων, αν όχι ο μοναδικός. Ποιους άλλους κατευθυντήριους κανόνες και κριτήρια διαθέτουμε για αυτήν εδώ την περίπτωση;». (σελ. 270).
Και συμπληρώνει: «Τούτο σημαίνει πως, όταν συζητούμε τα ουσιώδη συνταγματικά ζητήματα και τα ζητήματα βασικής δικαιοσύνης, δεν πρέπει να επικαλούμαστε οποιαδήποτε περιεκτικά θρησκευτικά ή φιλοσοφικά δόγματα – στα οποία εμείς ως άτομα ή ως μέλη ενώσεων μπορεί να διακρίνουμε την ακέραιη αλήθεια – ούτε περίτεχνες οικονομικές θεωρίες, όπως, ας πούμε, εκείνη της γενικής ισορροπίας, εφόσον αυτές παραμένουν υπό αίρεση. Όσο γίνεται περισσότερο οι γνώσεις και οι τρόποι συλλογιστικής, στις οποίες θεμελιώνουμε το ότι ασπαζόμαστε τις αρχές της δικαιοσύνης και την εφαρμογή τους στα ουσιώδη συνταγματικά ζητήματα και στη βασική δικαιοσύνη, θα πρέπει να στηρίζονται στις σαφείς αλήθειες που είναι σήμερα ευρέως αποδεκτές από τους πολίτες εν γένει, ή πάντως διαθέσιμες σ’ αυτούς. Ειδάλλως, η πολιτική αντίληψη δε θα παρείχε καμιά δημόσια βάση δικαιολόγησης». (σελ. 270).
Το ότι ο Ρωλς δεν αποδέχεται «θρησκευτικά ή φιλοσοφικά δόγματα» ως κατευθυντήριες γραμμές για τη χάραξη της «βασικής δικαιοσύνης» είναι σαφές. Η αναφορά του, όμως, σε «περίτεχνες οικονομικές θεωρίες» όπως «της γενικής ισορροπίας» κρίνεται μάλλον αμφιλεγόμενη, αφού τόσο το κεϊνσιανό μοντέλο, όσο και το νεοφιλελεύθερο εμπεριέχουν την ισορροπία των οικονομικών σχέσεων που θα επέλθει από την εφαρμογή τους. Η διαφορά είναι ότι το κεϊνσιανό μοντέλο την επιδιώκει με τη συμμετοχή του κράτους, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός όχι. (Ο Ρωλς φαίνεται να ξέρει να αποφεύγει τέτοιου είδους κακοτοπιές. Με τον ίδιο τρόπο απέφυγε να κατονομάσει τα «φιλοσοφικά δόγματα» που πρέπει να απορριφθούν).
Το σίγουρο είναι ότι κατά τον Ρωλς «πρέπει να επικαλούμαστε μόνο τις τρεχόντως αποδεκτές γενικές πεποιθήσεις και τις μορφές συλλογιστικής που απαντώνται στον κοινό νου». Κι εδώ βρίσκεται η έννοια της ιδεολογικής επιβολής του οποιουδήποτε συστήματος, αφού το θέμα είναι να καταφέρει να εμφανιστεί ως γενική πεποίθηση κι ως συλλογιστική του κοινού νου.
Για τον Ρωλς δε φαίνεται να έχει σημασία ότι πολλές φορές η ανθρωπότητα βρέθηκε στις μεγαλύτερες πλάνες ακριβώς γιατί πείστηκε σε συλλογιστικές που έδειχναν να αγγίζουν τον «κοινό νου» ούτε το πόσο εύπλαστος και χειραγωγήσιμος μπορεί να γίνει ο κοινός νους. Με δεδομένο ότι η επικράτηση της μιας ή της άλλης ιδέας σχετίζεται άμεσα με την ισχύ των συμφερόντων που την προωθούν το μόνο που καταδεικνύεται είναι το μεταβαλλόμενο του κοινού νου, που κατ΄επέκταση σηματοδοτεί το μεταβαλλόμενο της δικαιοσύνης.
Η ήξεις – αφήξεις στάση του Ρωλς (δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό έχει γραφεί τη δεκαετία του 1980, όταν μαινόταν η σύγκρουση των νεοφιλελευθέρων με τον κεϊνσιανισμό), του έδωσε την υπεροχή της ουδετερότητας, δηλαδή της από θέση αρχής νηφάλιας σκέψης. Είναι καλό να μη δυσαρεστείς ποτέ κανένα.
Σε αντίθεση με τον Ρωλς, ο Στίγκλιτζ δεν προτίθεται να κρυφτεί σε αοριστολογίες: «Οι οικονομολόγοι της σχολής του Σικάγου (όπως ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Τζορτζ Στίγκλερ), που πιστεύουν στις ελεύθερες και ανεξέλεγκτες αγορές, υποστήριζαν ότι οι αγορές είναι εκ φύσεως ανταγωνιστικές και ότι πρακτικές που φαινομενικά στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην πραγματικότητα ενισχύουν την αποδοτικότητα. Ξεκίνησε η υλοποίηση ενός τεράστιου προγράμματος με στόχο να “εκπαιδευτεί” ο κόσμος, και ιδίως οι δικαστές, πάνω σε αυτά τα νέα δόγματα της νομικής και οικονομικής επιστήμης, εν μέρει με τη χορηγία δεξιών ιδρυμάτων όπως το Olin Foundation, το οποίο στέφθηκε με επιτυχία. Η επιλογή της χρονικής στιγμής αποτέλεσε τραγική ειρωνεία: τα αμερικανικά δικαστήρια άρχιζαν να αποδέχονται την ιδέα ότι οι αγορές ήταν “εκ φύσεως” ανταγωνιστικές, και μετέφεραν σε μεγάλο βαθμό το βάρος της αποδείξεως σε οποιονδήποτε υποστήριζε το αντίθετο, την ίδια στιγμή που η οικονομική επιστήμη διερευνούσε θεωρίες που εξηγούν γιατί συχνά οι αγορές είναι μη ανταγωνιστικές, ακόμα και όταν υπάρχει φαινομενικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων». (Α΄ τόμος, σελ. 88).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που μια ιδεολογία γίνεται «κοινός νους» – πράγμα που προφανώς διέφυγε του Ρωλς. Όπως του διέφυγε ότι η ισχύς του χρήματος παίζει καθοριστική σημασία στην εξέλιξη οποιουδήποτε δικαστικού αγώνα, πράγμα που οι εταιρείες εκμεταλλεύονται δεόντως.
Ο Στίγκλιτζ συνεχίζει: «Η λειτουργία ενός δικαστικού συστήματος κοστίζει, και οι κανόνες του παιχνιδιού ορίζουν πόσο μεγάλο είναι το κόστος και ποιοι το επωμίζονται. Αν σχεδιαστεί ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το κόστος το επωμίζονται οι διάδικοι, τότε αυτό το σύστημα είναι άδικο, ακόμα κι αν κατ’ αρχήν δίνει την αντίθετη εντύπωση. Ένα αργό δικαστικό σύστημα μπορεί επίσης να είναι άδικο. Δεν είναι μόνο ότι η “καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης ισοδυναμεί με άρνηση απονομής δικαιοσύνης”, αλλά και ότι οι φτωχοί δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος της καθυστέρησης όπως οι πλούσιοι. Οι μεγάλες εταιρείες το ξέρουν αυτό. Μια συνήθης τακτική στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεών τους με λιγότερο εύπορους αντιδίκους είναι να κάνουν μια μικρή αρχική προσφορά και να απειλούν με μια παρατεταμένη και δαπανηρή διαδικασία με αβέβαιη έκβαση, σε περίπτωση που η προσφορά τους δε γίνει αποδεκτή». (Β΄ τόμος, σελ. 22).
Οι μηνύσεις που έκανε η MacDonald’s προς οποιονδήποτε ήθελε να του κλείσει το στόμα είναι παροιμιώδεις. Όμως, ο Στίγκλιτζ θα θέσει και το ζήτημα της καπήλευσης των πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργώντας το πλαίσιο του αθέμιτου ανταγωνισμού: «Ακόμα και η πρόσβαση στο νομικό σύστημα είναι δαπανηρή, γεγονός που δίνει πλεονέκτημα στις μεγάλες εταιρείες και στους πλούσιους. Μιλάμε για τη σημασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά έχουμε σχεδιάσει ένα δαπανηρό και άδικο καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που λειτουργεί περισσότερο υπέρ των δικηγόρων που ασχολούνται με τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας και τις μεγάλες εταιρείες, παρά υπέρ της προόδου της επιστήμης και των μικρών καινοτόμων». (Β τόμος, σελ. 22).
Κι εξηγεί: «Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να καταπατούν σχεδόν ατιμωρητί τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των μικρότερων, αφού γνωρίζουν ότι μπορούν να τις συντρίψουν στο πλαίσιο της επακόλουθης δικαστικής μάχης. Αγύρτες πατεντοκάπηλοι (νομικά γραφεία) μπορεί να αγοράσουν αδρανή διπλώματα ευρεσιτεχνίας (ευρεσιτεχνίες που δεν έχουν ακόμα χρησιμοποιηθεί για τη διάθεση προϊόντων στην αγορά) σε χαμηλή τιμή, κι όταν κάποια επιχείρηση σημειώσει επιτυχία στο ίδιο πεδίο, ισχυρίζονται ότι καταπατά το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας τους και την απειλούν με κλείσιμο, σε μια προσπάθεια να της αποσπάσουν εκβιαστικά χρήματα». (Β΄ τόμος, σελ. 22).
Κι αν κανείς χρειάζεται και παραδείγματα, για να γίνει το ζήτημα απολύτως αντιληπτό, ο Στίγκλιτζ θα παραθέσει: «Αυτό συνέβη με τη Research in Motion, την εταιρεία που παρήγαγε το δημοφιλές BlackBerry, η οποία έγινε στόχος αγωγής για παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας από την “εταιρεία κάτοχο του δικαιώματος”, την NTP, Inc. Η συγκεκριμένη εταιρεία βρίσκεται επί του παρόντος σε δικαστικές διαμάχες με τις Apple, Google, Microsoft, Verizon Wireless, AT&T, Yahoo! και T – Mobile USA. Δεν ήταν καν σαφές αν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας που δήθεν καταπατήθηκαν ήταν έγκυρα. Όμως μέχρι να εξεταστούν και να κηρυχθούν άκυρες οι διεκδικήσεις τους – κάτι που μπορεί να κρατήσει χρόνια και χρόνια – οι “ιδιοκτήτες” του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας είναι σε θέση να βάλουν λουκέτο σε κάθε επιχείρηση που μπορεί να το καταπατήσει, εκτός αν αυτή πληρώσει οποιαδήποτε προμήθεια και αποδεχτεί οποιουσδήποτε όρους της επιβληθούν, μεταξύ των οποίων και να μην αμφισβητηθεί το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η BlackBerry υπέκυψε στις απαιτήσεις και κατέβαλε στη NPT πάνω από 600 εκατομμύρια δολάρια». (Β΄ τόμος, σελ. 22 – 23).
Το δικαστικό σύστημα έχει εναρμονιστεί με την πολιτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Μετά την κρίση του 2008 η κυβέρνηση Μπους έκανε τα πάντα για να συγκαλύψει τις πραγματικές αιτίες της καταστροφής.
Ο Alain Touraine στο βιβλίο του «Μετά την Κρίση» σημειώνει: «Στην κορύφωση της κρίσης, την ώρα που η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσιζε να μην αποτρέψει την κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers, χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσουμε ότι την εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες ασκούσε ο πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους, τον οποίο συμβούλευσε στο ζήτημα αυτό ο πρόεδρος της FED Μπεν Μπερνάνκι, διάδοχος του Άλαν Γκρίνσπαν, και το Υπουργείο Οικονομικών; Μέχρι το τέλος, ο πρόεδρος Μπους ήθελε να καθησυχάσει τους Αμερικανούς υποτιμώντας τη σοβαρότητα της κρίσης και εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι θα ξεπερνιόταν γρήγορα. Στην αμερικανική, και κατά συνέπεια στην παγκόσμια, κοινή γνώμη δε δόθηκε ποτέ κάποια επίσημη ανάλυση των αιτίων της κρίσης, έτσι θεωρήθηκε από πολλούς ως μια νέα “φούσκα” που έσκασε, ύστερα από εκείνη των νέων τεχνολογιών και εκείνη των ενυπόθηκων δανείων τα οποία χορηγήθηκαν παρά τις ανεπαρκείς εγγυήσεις. Η καταστροφή, η οποία άγγιξε εκατομμύρια Αμερικανούς που έφτασαν να χάσουν τα σπίτια τους, δεν αναγνωρίστηκε από την πολιτική εξουσία ως μια εθνική κρίση, φορέας πολύ σοβαρών συνεπειών». (σελ. 96 – 97).
Η τακτική του Μπους να «να καθησυχάσει τους Αμερικανούς» δεν αφορά τόσο την αντιμετώπιση του πανικού – αντίδραση λογική ως ένα βαθμό – όσο την υποτίμηση του γεγονότος και την περαιτέρω συγκάλυψη των ποινικών ευθυνών που προέκυπταν. Αυτός είναι και ο λόγος που «δε δόθηκε ποτέ κάποια επίσημη ανάλυση των αιτίων της κρίσης». Γιατί η επίσημη ανάλυση θα επέφερε και επίσημες ευθύνες. Η προκλητική ατιμωρησία που ακολούθησε είναι προέκταση αυτής της πολιτικής στο επίπεδο της δικαιοσύνης.
Ο Marc Roche στο βιβλίο «Οι Bank$ters» είναι κατατοπιστικός: «Τέσσερις μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, ο νεκροθάφτης της, ο Ντικ Φαλντ, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παροχής συμβουλών, ειδικευμένη στις συγχωνεύσεις – εξαγορές επιχειρήσεων. Το χειρότερο; Βρήκε πελάτες! Ο Τζον Τεν, υπεύθυνος για την πανωλεθρία της Merrill Lynch, διευθύνει έναν πιστωτικό οργανισμό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο Τσαρλς Πρινς, πρώην αφεντικό της Citigroup, ανάμεσα στο 2003 και στο 2007, επιδεικνύει τις ικανότητές του σε μια ονομαστή εταιρεία παροχής συμβουλών της Ουάσινγκτον, ειδικευμένη στο μάνατζμεντ». (σελ. 94).
Κι αν δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για αποτυχημένους, που παραδόξως συνεχίζουν την καριέρα τους, ο Marc Roche συνεχίζει ακάθεκτος: «Οι πέντε επικεφαλείς της πρώην Bear Stearns, υπεύθυνοι για τα subprimes που προκάλεσαν τη χρεοκοπία της, ανακυκλώθηκαν έκτοτε… στον τομέα των στεγαστικών δανείων, στους κόλπους των πιο ονομαστών οργανισμών της Γουόλ Στριτ». (σελ. 95).
Και οι περιπτώσεις συνεχίζουν: «Στην Ευρώπη, επίσης, οι χρηματοπιστωτές της κρίσης έχουν ανακάμψει. Ο Τζόνι Κάμερον, που βύθισε τη Royal Bank of Scotland, μεταπήδησε στον τομέα των επενδυτικών κεφαλαίων. Ο Ντανιέλ Μπουτόν, επικεφαλής της Societe Generale την περίοδο του σκανδάλου με το χρηματιστή Ζερόμ Κερβιέλ, είναι τώρα σύμβουλος της Rothschild». (σελ. 95).
Τα σκάνδαλα επικρέμονται, αλλά ποτέ δεν καταλήγουν σε δικαστικές αποφάσεις. Οι πρωταγωνιστές συνεχίζουν να απασχολούνται στην ανωτάτη τραπεζική και σε επενδυτικές εταιρείες σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτε: «Μετά την αποχώρησή του, τον Ιούλιο του 2012, από τη διεύθυνση της Barclays (την επαύριο του σκανδάλου με το επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού Libor), ο Μπομπ Ντάιμοντ ίδρυσε τη δική του επενδυτική εταιρεία με επίκεντρο την Αφρική. Ο Πίτερ Γούφλι, πρώην επικεφαλής της UBS, είναι σήμερα διαχειριστής περιουσιών, ενώ ο στενότερος πρώην συνεργάτης του, ο Τζον Κόστας, ίδρυσε μια εταιρεία παροχής συμβουλών στρατηγικής. Είναι ο άνδρας που, ως υπεύθυνος της UBS στις ΗΠΑ, είχε πείσει τον πρόεδρο – γενικό διευθυντή της, Μαρσέλ Οσπέλ, να επενδύσει μαζικά στα subprimes. Αυτή η δραστηριότητα, που τους έκανε και τους δύο πολυεκατομμυριούχους, παραλίγο να προκαλέσει την κατάρρευση της εν λόγω ελβετικής τράπεζας». (σελ. 95).
Ο μόνος που την πλήρωσε ήταν ο Φαμπρίς Τουρέ, κι αυτό για να διασωθεί η Goldman Sachs, που έπρεπε να θυσιάσει κάποιον για να τη βγάλει καθαρή: «Ο Φαμπρίς Τουρέ είναι το στρατιωτάκι που πλήρωσε για τους άλλους. Ο τέλειος αποδιοπομπαίος τράγος. Η νεοϋορκέζικη επενδυτική τράπεζα είχε συνάψει τον Ιούλιο του 2011 μια συμφωνία με το χωροφύλακα των αμερικανικών χρηματαγορών, τη Securities and Exchange Commission (SEC), βάσει της οποίας η ίδια απαλλασσόταν από όλες τις κατηγορίες, με αντάλλαγμα την καταβολή προστίμου. Η εποπτική αρχή της Γουόλ Στριτ ήταν απελπισμένη καθώς, ελλείψει θηραμάτων πρώτης κατηγορίας, δεν είχε να επιδείξει παρά ασήμαντους υπαλλήλους που πλήρωσαν για τις ολοφάνερες παραβιάσεις των αφεντικών τους». (σελ. 86).
Η αδυναμία εκπλήρωσης της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ως ρεαλισμός: «Η SEC, που ξέρει με ποιους έχει να κάνει και που γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αγγίξει την Goldman, προτίμησε να βρουν από κοινού μια συμβιβαστική λύση, με βάση την οποία η τελευταία αναλάμβανε να καταβάλει ένα πρόστιμο, με αντάλλαγμα την ανάκληση όλων των διώξεων εναντίον της. Η Goldman βγήκε λάδι, λοιπόν, χωρίς να αναγνωρίσει το παραμικρό σφάλμα! Και, κάτω από τους προβολείς των μίντια, έριξε το χρηματιστή της στο λάκκο των λεόντων, εν προκειμένω των σερίφηδων της SEC». (σελ. 86).
Το ιστορικό είναι γνωστό: «Αντίθετα με τους ανωτέρους του, ο Τουρέ είχε συμβάλει ο ίδιος στην πτώση του αφήνοντας ίχνη, όπως ενοχοποιητικά μέιλ που είχε ανταλλάξει με τη γκόμενά του. “Ολόκληρο το οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή… Μοναδικός πιθανός επιζών ο ‘Φανταστικός Φαμπ’” (23 Ιανουαρίου 2007). “Η μπίζνα με τα subprimes είναι εντελώς σάπια και οι κακομοίρηδες οι μικροοφειλέτες δε θα μακροημερεύσουν!!!” (7Μαρτίου 2007). “Πούλησα πριν από λίγο τίτλους Abacus σε χήρες και ορφανά που συνάντησα στο αεροδρόμιο. Τελικά, αυτοί οι Βέλγοι λατρεύουν τα Abacus” (13 Ιουνίου 2007)». (σελ. 87).
Η Goldman είχε στο χέρι τον άνθρωπο που θα έπαιρνε επάνω του τις ευθύνες. Το θέμα ήταν απολύτως διεκπεραιωτικό: «Η Goldman Sachs είχε πληρώσει τους δικηγόρους του, συγκεκριμένα το νεοϋορκέζικο γραφείο Allen & Overy, τους οποίους είχε διαλέξει η ίδια. Το κόλπο παραήταν χοντρό, αλλά ο Τουρέ, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και για το άστρο του, είχε απορρίψει τις συμβουλές των οικείων του να πάρει δικηγόρο που θα διάλεγε και θα πλήρωνε ο ίδιος». (σελ. 87).
Το αποτέλεσμα αναμενόμενο: «Η Goldman Sachs είχε εσκεμμένα θυσιάσει αυτό το στρατιωτάκι, διανέμοντας τα μέιλ του στα μίντια, αφού φρόντισε προηγουμένως να τα μεταφράσει στα αγγλικά! Όταν ένας γερουσιαστής τον ρώτησε πού απέδιδε αυτή την προδοσία, ο Τουρέ δεν ήξερε τι να απαντήσει. Το όνομά του σύρθηκε στο βούρκο από το σύνολο του αμερικανικού Τύπου, σαν να επρόκειτο για έναν χυδαίο απατεώνα. Όχι βέβαια ότι δεν ήταν!» (σελ. 87).
Ο Roche αποκαλεί τον Τουρέ κουτορνίθι: «Κουτορνίθι σε έναν πραγματικό ζωολογικό κήπο… Τη στιγμή που ο κόσμος γνωρίζει τη σοβαρότερη χρηματοοικονομική κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, οι τραπεζίτες βγήκαν σώοι από τον κατακλυσμό και χαίρουν άκρας (ή σχεδόν άκρας) ατιμωρησίας. Η Δικαιοσύνη παρέμεινε τυφλή μπροστά στους κουρσάρους του τζογαδόρικου καπιταλισμού που έκλεβαν στη ρουλέτα, στα χαρτά και στα ζάρια». (σελ. 88).
Κι αν κάποιος ψάχνει για το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας, ο Roche θα κάνει μια απόπειρα: «Κατά τις εξεγέρσεις που συντάραξαν το Λονδίνο το καλοκαίρι του 2011, ένας φοιτητής με λευκό ποινικό μητρώο καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση επειδή είχε κλέψει ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό από ένα σούπερ μάρκετ». (σελ. 88).
Ο χρηματοοικονομικός τομέας, όμως, είναι διαφορετική υπόθεση. «…οι επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού τομέα […] ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Απέκρυψαν μια τεράστια ποσότητα τοξικών χρεογράφων και δήλωσαν ότι ο οργανισμός τους πήγαινε μια χαρά. Ανέλαβαν ρίσκα αλόγιστα που οδήγησαν στην καταστροφή. Προσέφυγαν στα χειρότερα λογιστικά κόλπα για να παραποιήσουν τον ισολογισμό τους και να κρύψουν τις μαζικές επενδύσεις τους στην κτηματαγορά. Άφησαν πίσω τους καμένη γη, υποχρεώνοντας τους διαδόχους τους να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις. Για τα θύματα ο λογαριασμός είναι ασήκωτος. Ο φορολογούμενος αναγκάστηκε να σφίξει το ζωνάρι. Τα κράτη εξαναγκάστηκαν να καταβάλουν αστρονομικά ποσά για να σώσουν… τις τράπεζες. Και ποιο είναι το ηθικό δίδαγμά; Δεν υπάρχει! Κρίμα…». (σελ. 88 – 89).
Marc Roche: «Οι Bank$ters, ταξίδι στον κόσμο των καπιταλιστών φίλων μου», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2014.
Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1978.
- M. J. Sandel: «Ο Φιλελευθερισμός και τα Όρια της Δικαιοσύνης», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα2003.
Joseph Stiglitz: «Το Τίμημα της Ανισότητας», Τόμος Α΄- Β΄, εκδόσεις «Παπαδόπουλος», για λογαριασμό της εφημερίδας «ΗΜΕΡΗΣΙΑ», Αθήνα 2014.
Alain Touraine: «Μετά την κρίση», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2010.
Τζων Ρωλς: «Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, σειρά «επιστήμες», Αθήνα 2000.
ΠΗΓΗ: http://eranistis.net/wordpress
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.