Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η ιστορική διαμόρφωση της Τουρκοκυπριακής μειονότητας




Του Σάββα Μαστραππά δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 4 τον Οκτώβριο του 1996
Η πιο διαδεδομένη ο­νομασία που διδόταν στους Κυπρίους κρυπτοχριστιανούς ήταν: «Λινοπάμπακοί». Η λέ­ξη αυτή λαμβανόταν μεταφορικά από το πα­νί που ήταν υφασμένο από λινάρι και βαμβάκι και είχε κανονική και ανάποδη πλευρά, υποδηλώνοντας έτσι τις δύο όψεις της πίστης τους: τη λινή, τη βασα­νισμένη δηλαδή τη χρι­στιανική, και την παμπακερή, την τουρκική
Η παρουσία της μουσουλμανι­κής μειονότητας στην Κύπρο -που αργότερα διαμορφώνε­ται σε τουρκική- αρχίζει από τις πρώτες ημέρες της τουρκικής εκστρατείας, παίρνει δε συστηματι­κότερη μορφή αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Οθωμα­νούς Τούρκους και την κατάργηση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας τον Αύγουστο του 1571 (κατάληψη Αμμοχώστου).
Ο αρχικός μουσουλμανικός πυρήνας
Ο αρχικός μουσουλμανικός πυρή­νας προήλθε από δύο ομάδες.
Η πρώτη ήταν ένας μικρός α­ριθμός Τούρκων στρατιωτικών, 3.666 κατά τον Αρχιμανδρίτη Κυ­πριανό ή 3779 κατά τον Τούρκο ιστορικό Cengin Orhoulu, που εγκα­τέστησε ο αρχηγός της εκστρα­τείας Λαλά Μουσταφάς για τη φύ­λαξη του νησιού.
Εκτός από τις οικογένειες τους, που ήταν φυσικό να τους ακολουθήσουν και να εγκαταστα­θούν στην Κύπρο, στον αρχικό αυτόν πυρήνα προστέθηκαν, από τις πρώτες ημέρες κατάκτησης, και οι περισσότεροι από τους Λατί­νους ηγέτες του προηγούμενου καθεστώτος που κατάφεραν να ε­πιζήσουν των αγρίων σφαγών που εξαπέλυσε ο στρατός του κατακτητή[1].
Για να σωθούν από την κοινω­νική και οικονομική καταστροφή, συνεργάσθηκαν με το νέο καθε­στώς και είτε εξισλαμίσθηκαν και κατατάχθηκαν στον τουρκικό στρατό είτε κατατάχθηκαν στην αρχή ως χριστιανοί σπαχήδες εξισλαμιζόμενοι στην συνέχεια. Με την επιλογή τους αυτή, οι παλιές ηγετικές τάξεις διατήρησαν το με­γαλύτερο μέρος των αξιωμάτων τους μεταπηδώντας στις νέες ηγε­τικές ομάδες που διαμορφώθηκαν μέσα στο νέο καθεστώς[2].
Η καθοριστική εξέλιξη που ε­πέβαλε ουσιαστικά στους Λατί­νους να ασπασθούν τον Μουσουλμανισμό δόθηκε μετά από τη δια­ταγή του Μεγάλου Βεζύρη Μεχμέτ Σολόκοβιτς Πασά, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1571 διέταξε ότι στην «Κύπρο εφεξής δεν θα μπο­ρούν να ζουν καθολικοί αλλά μόνο ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι».

Εποικισμός με εξωκυπριακούς πληθυσμούς
Σύμφωνα με την ιστορικό Κάτια Χατζηδημητρίου[3], ο πληθυσμός της Κύπρου κατά την περίοδο της Βενετσιάνικης κυριαρχίας υπολο­γίζεται γύρω στις 200.000 κατοί­κους. Το 1572 (ένα χρόνο μετά την τουρκική κατάκτηση) γίνεται απο­γραφή από τους νέους κατακτητές· σύμφωνα με αυτήν, οι άνδρες ρα­γιάδες ηλικίας από δεκατεσσάρων έως πενήντα ετών ήταν 85.000.
Η δραματική μείωση του πλη­θυσμού οφείλεται κατά πρώτον στις ανελέητες σφαγές που ακο­λούθησαν την κατάκτηση. Μετά την πτώση της Λευκωσίας, οι Τούρκοι σκότωσαν 20.000 ανθρώπους κατά την πρώτη μέρα και συνέχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες για τρεις ακόμα μέρες. Πολλαπλάσιες ήταν οι απώλειες του ντόπιου πληθυ­σμού κατά την πολιορκία και την παράδοση της Αμμοχώστου. Ο φό­βος οδήγησε ακόμα πολλούς κα­τοίκους να μπαρκάρουν κρυφά σε πλοία και να φύγουν.
«Ύστερα από την τουρκική κα­τάκτηση έγινε στο νησί μεγάλη φτώχεια», γράφει ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην «Ιστορία χρονολο­γική της νήσου Κύπρου».
«Ούσης δε μεγάλης ακρίβειας εις την νήσον δια το να μην εσπάρθη η γη της εξαιτίας των πολέμων… και μάλιστα η γη της Μεσαορίας από τους λεηλατισμούς των πολε­μίων».
Για δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάκτησή της, η Κύπρος άφηνε παθητικό στους νέους κυριάρχους 68.000 δουκάτα τον χρόνο, ενώ η Βενετία απομυζούσε από το νησί 940.000 δουκάτα.
Αυτή η εξέλιξη δεν αρέσει καθόλου στον Σουλτάνο ο οποίος «επιθυμεί πολύ να δει την Κύπρο να ευημερεί» προς όφελος του θυσαυροφυλακίου του… φυσικά.
Τα πρώτα δέκα χρόνια (1571- 1581), ο Σουλτάνος με φιρμάνια που εκδίδει επιδιώκει την υποχρε­ωτική μεταφορά στην Κύπρο πλη­θυσμών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Βασικές επιδιώ­ξεις, όπως προκύπτει από την με­λέτη των διαταγών αυτών, ήταν να καλυφθεί το δημογραφικό κενό που προέκυψε σαν αποτέλεσμα των εχθροπραξιών στον ντόπιο πληθυσμό, καθώς και η ανάκαμψη της κατεστραμμένης οικονομίας, ώστε να αποτελέσει πηγή εσόδων για το κρατικό θησαυροφυλάκιο.
Οι εξωκυπριακοί πληθυσμοί που μεταφέρθηκαν στο νησί μέχρι το 1581, οπότε έληξε και η περίο­δος των υποχρεωτικών εποικι­σμών, υπολογίζονται σε 6-8 χιλιάδες. Από αυτούς οι περισσότερο ήταν Έλληνες και Αρμένιοι χριστιανοί, Μικρασιάτες, Εβραίοι κα λίγοι Τούρκοι μουσουλμάνοι. Υπάρχουν δε αρκετά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι έποικοι μεταφέρθηκαν χωρίς εθνολογική και θρησκευτική διάκριση και ότι ο σκοπός αυτών των μετατοπίσεων δεν ήταν η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού προς όφελος των μουσουλμάνων.
Έχουμε π.χ. φιρμάνια το 1576-79 στα οποία φαίνεται καθαρά η προσπάθεια μεταφοράς Εβραίων με σαφείς οικονομικού στόχους.
Έχουμε επίσης σημαντικό ο αριθμό φιρμανιών που οι υποψήφιοι έποικοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον αποφύγουν, γι’ αυτό στη θέση τους διατάσσεται η τιμωρητική βίαιη μεταφορά πληθυσμών που είχαν «διαπράξει κάποια αδικήματα», χαρακτηριστικά χριστιανικά) και όχι μουσουλμανικών ομάδων.
Ακόμα έχουμε δύο απαλλακτικά φιρμάνια του 1573 και 1574 που ο Σουλτάνος εξέδωσε για χάρη του μεγάλου αρχιτέκτονα Μεϊμάρ Σινάν από το Αγιρνάς (Άγιοι Ανάργυροι) της Καππαδοκίας. Ο Σινάν, οποίος ήταν εξισλαμισθείς Έλληνας, παρακαλεί τον Σουλτάνο να εξαιρέσει τους χωριανούς και τους συγγενείς του από τα γύρω χωριά από τον υποχρεωτικό εποικισμό στην Κύπρο, και πράγματι το κατορθώνει. Από τη μελέτη των διαταγών αυτών προκύπτει ότι η μεταφορά αφορούσε στην συγκεκριμένη περιοχή Έλληνες ραγιάδες της Καισαρείας. Αλλά σε ευρύτερη γεωγραφική βάση «άπιστους», δηλαδή χριστιανούς[4].
Μετά το 1581 δεν βρίσκουν κανένα στοιχείο που να μιλάει για μαζική είσοδο εξωκυπριακών πληθυσμών, άρα οδηγούμαστε λογικά στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των ολιγάριθμων αρχικά Τούρκων μουσουλμάνων, στρατιωτών και πολιτών οφείλεται σε μια σειρά αφαιμακτικών για το ελληνικό στοίχε μαζικών εξισλαμισμών.
Ο ισχυρισμός μερικών Τούρ­κων και τουρκοκύπριων ιστορικών ότι «οι πρόγονοι των σημερινών τουρκοκυπρίων ήταν τουρκικοί ή μουσουλμανικοί πληθυσμοί που μεταφέρθηκαν στην Κύπρο» δεν ευσταθεί, διότι δεν μπορεί να τεκ­μηριωθεί ιστορικά. Αποτελεί απλά μια προσπάθεια συσκότισης της ιστορικής πραγματικότητας και μια άποψη που διατυπώθηκε για να στηρίξει τα επεκτατικά σχέδια και τις γεωστρατηγικές βλέψεις του σύγχρονου τουρκικού κρατι­κού μορφώματος εναντίον της Κύ­πρου και του ελληνισμού.
Αιτίες εξισλαμισμών
Η πλειονότητα του σημερινού τουρκοκυπριακού πληθυσμού είναι ελληνικής καταγωγής Μουσουλ­μάνοι, απόγονοι Ελλήνων που εξα­ναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν και στη συνέχεια να εκτουρκισθούν κατά την τραγική πορεία της κυπριακής ιστορίας.
Οι κυριότερες αιτίες που ώθη­σαν τους χριστιανούς κατοίκους του νησιού προς τον εξισλαμισμό ήταν βασικά οι ίδιες με τις αιτίες που ώθησαν προς την ίδια κατεύ­θυνση και πολλούς άλλους χρι­στιανικούς πληθυσμούς σ’ ολόκλη­ρη την τότε οθωμανική αυτοκρατο­ρία. Αναφέρουμε βασικά τρεις κυ­ρίους λόγους: εξισλαμισμοί ως επακόλουθο αποτυχημένων εξεγέρσεων, εξισλαμισμοί από παιδομάζωμα και εξισλαμισμοί που οφεί­λονταν στην προσπάθεια των κα­τοίκων να αποφύγουν βαριές φο­ρολογίες που τους επιβάλλονταν.
Τα πρώτα εκατό χρόνια (1572-1669) της οθωμανικής κατοχής γί­νονται 28 περίπου αποτυχημένες εξεγέρσεις. Μετά από την κατα­στολή κάθε εξέγερσης, οι ηττημέ­νοι στρατιωτικά πληθυσμοί, που είναι κυρίως χωρικοί με μικρή ι­διοκτησία, αναγκάζονται για να σώσουν την ζωή τους να εξισλα­μισθούν φαινομενικά. Έτσι, εξισ­λαμίζονται σιγά-σιγά τα χωριά της βόρειας οροσειράς και μερικά της νότιας παραλίας.
Το 1606 προκλήθηκε εξέγερση του μισού τουλάχιστον ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου υπό την αρχηγία του Πέτρου Αβεντανίου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3.500 Τούρκων. Ο λόγος που οδήγησε τους κατοίκους να εξεγερθούν ήταν η απόφαση για παιδομάζωμα. Μεγάλα παιδομαζώματα έγιναν τις χρονιές 1580, 1587 επί Αρχιεπισκόπου Τιμοθέου, το 1626 επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Καθοριστικό παράγοντα εξισ­λαμισμών αποτέλεσαν αρκετές φορές διάφορες θεομηνίες όπως θανατικά, ακρίδες, ανομβρίες…
Φοβερή περίοδος εξισλαμι­σμού είναι η περίοδος 1670-74. Τότε ο Δραγομάνος ήταν ο Μαρκουλλής Κρόμουλο, ιταλικής κατα­γωγής, ο οποίος επέβαλε φορολο­γίες σκληρότερες από κάθε προη­γούμενη φορά. Σύμφωνα με μια λαϊκή ποιητική πηγή που σώθηκε:
«Τότε ετούρκευαν ολόκληρα χωριά με τους παπάδες επικεφαλής, για να αποφύγουν την καταβολή φό­ρου»[5]
Νέο κύμα του φαινομένου αυ­τού σημειώνεται κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και μετέπειτα, οπότε οι διωγμοί εντεί­νονται.
Εξισλαμισμούς είχαμε επίσης, σε μικρότερη όμως κλίμακα, και κατά τη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου (1853-56). Αφορμή ήταν η απόφαση της Πύλης να στρατο­λογήσει τους χριστιανικούς πλη­θυσμούς της Αυτοκρατορίας για να αντεπεξέλθει στις «ανάγκες» του πολέμου. Προς αποφυγή της στρα­τολόγησης, ένας αριθμός χριστια­νών άλλαξαν τα ονόματά τους σε τουρκικά. Συνεπώς, σύμφωνα με την τούρκικη νοοτροπία, ετούρκεψαν. Η επιστροφή τους δε στον χριστιανισμό, όταν η απόφαση του Σουλτάνου ανεστάλη, ήταν αδύνα­τη διότι οι τούρκοι θα τους θε­ωρούσαν αποστάτες και θα τους τιμωρούσαν με θάνατο.
Το φαινόμενο των λινοπάμπακων
Οι εξισλαμισμοί επιβλήθηκαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία υπό το κράτος των τραγικών συνθηκών που ήδη περιγράψαμε. Ένας μεγά­λος αριθμός των φαινομενικά ε­ξισλαμισμένων διατήρησαν για αρ­κετά μεγάλο χρονικό διάστημα κρυφά την προηγούμενη πίστη τους και τις λατρευτικές τους συ­νήθειες. Η πιο διαδεδομένη ονο­μασία που διδόταν στους Κυπρίους κρυπτοχριστιανούς ήταν: «Λινοπάμπακοι». Η λέξη αυτή λαμβανόταν μεταφορικά από το πανί που ήταν υφασμένο από λινάρι και βαμβάκι και είχε κανονική και ανάποδη πλευρά, υποδηλώνοντας έτσι τις δύο όψεις της πίστης τους: τη λινή, τη βασανισμένη, δηλαδή τη χρι­στιανική, και την παμπακερή, την τουρκική. Είναι γεγονός ότι οι άν­θρωποι αυτοί αντιμετώπιζαν πολλαπλές δυσκολίες επιβίωσης και επικοινωνίας με το άμεσο περι­βάλλον τους. Οι μεν Χριστιανοί έδειχναν σ’ αυτούς την απέχθεια και την περιφρόνησή τους, οι δε Τούρκοι τους αντιμετώπιζαν με δυσπιστία επειδή γνώριζαν τον κρυπτοχριστιανισμό τους και τις χριστιανικές συνήθειες που διατη­ρούσαν.
Η μουσουλμανική διοίκηση υ­πέβαλε τους Λινοπάμπακους σε υπερβολικές δοκιμασίες και ελέγ­χους, προκειμένου να αποδείξουν το γνήσιο της πίστης τους στο Ισλάμ, οδηγώντας τους έτσι σε ηθική και υλική εξαθλίωση. Όμως υπάρχουν πάμπολες μαρτυρίες, που φτάνουν μέχρι τις μέρες πριν την τουρκική εισβολή του 1974, οι οποίες δείχνουν ότι παρά τις αντι­ξοότητες οι Λινοπάμπακοι διατη­ρούσαν κρυφά τα χριστιανικά ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τη νο­οτροπία και στις περισσότερες πε­ριπτώσεις χρησιμοποιούσαν ως γλώσσα επικοινωνίας τους τα ελ­ληνικά[6].
Η εκατοστιαία αναλογία Λινοπαμπάκων στο σύνολο των μου­σουλμάνων Κυπρίων κατά τον 19ο αιώνα υπολογίζεται σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες περίπου στο 45%. Το 1860, ο Έλληνας πρόξε­νος Γ. Σ. Μενάρδος, σε αναφορά του, υπολογίζει τους κρυπτοχριστιανούς σε 10-15.000 επί συνόλου 32.000 μουσουλμάνων στο νησί. Το 1879 ο επίσης Έλληνας πρόξενος Ηλίας Βασιλειάδης μάς πληροφο­ρεί ότι ο αριθμός ήταν 20.000 επί συνόλου 45.000. Στα 1902, στην έκθεση του ανταποκριτή της καθολικής «propaganda fide», αναφέρε­ται ότι: «θα πρέπει να υπάρχουν το λιγότερο 10.000 κρυπτοχριστιανοί ο όλο το νησί»[7].
Η περίοδος της αγγλοκρατίας
Αναλαμβάνοντας το 1878 οι Άγγλοι την κυριαρχία της Κύπρου, γνώρι­ζαν ήδη από τις αναφορές των προξένων τους το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού στο νησί. Η στάση που τήρησαν ήταν φαινομε­νικά ουδέτερη, όμως στην ουσία η ανθελληνική πολιτική τους ευνόη­σε μάλλον τον πλήρη εκτουρκισμό αυτών των ανθρώπων.
Με την «ελευθερία» λατρείας και θρησκείας που εισήγαγαν οι Άγγλοι, αρκετοί λινοπάμπακοι άρ­χισαν να επιστρέφουν δημόσια στον χριστιανισμό και στον ελληνισμό. Στις κυπριακές εφημερίδες, ιδίως την περίοδο μετά το 1888, έχουμε κάθε εβδομάδα αρκετές δεκάδες περιπτώσεων «παραπλα νηθέντων αδελφών ημών», όπως γράφουν, οι οποίοι «επανήλθαν τώρα εις την πατρώαν θρησκείαν και εθνικότητα». Ο αριθμός όμως όσων επανέρχονταν δεν ήταν με­γάλος. Οι περισσότεροι φοβό­ντουσαν να φανερωθούν, διότι η Αγγλία κατείχε προσωρινά την Κύ­προ και σε μια ενδεχόμενη επάνο­δο της Κύπρου υπό την Οθωμανική ομπρέλα ήταν προφανές ότι η τιμωρία που θα επιβαλλόταν στους αποστάτες του Ισλάμ θα ήταν σκληρή.
Από την άλλη, στην κυπριακή εκκλησία δεν υπήρχε σωστή εκτί­μηση της κατάστασης. Μόνο ο εκ Λαπήθου επίσκοπος Κυρηνίας Χρύσανθος Ιωαννίδης Λαδάς κινή­θηκε με ζήλο στα κρυπτοχριστιανικά χωριά της επαρχίας του ενθαρ­ρύνοντας την επιστροφή των Λινοπαμπάκων. Οι άλλοι ιεράρχες πί­στευαν ότι όσοι λινοπάμπακοι δεν τόλμησαν από την αρχή της αγγλι­κής κατοχής να δηλώσουν το αλη­θινό τους φρόνημα ήταν ανάξιοι προσοχής και φροντίδας από την εκκλησία.
Η επιστροφή των Λινοπαμπάκων στον χριστιανισμό την περίοδο αυ­τή ήταν κάτι που απασχόλησε σο­βαρά την τουρκοκυπριακή ελίτ. Η επιδίωξη των Χοτζάδων να εδραιώ­σουν τη μουσουλμανική – τουρκική συνείδηση των Λινοπαμπάκων και να εμποδίσουν τον εξελληνισμό τους βρήκε από νωρίς συμμάχους τους Άγγλους οι οποίοι επεδίωκαν τη δημιουργία μιας δυνατής αριθ­μητικά και πολιτικά τουρκικής κοινότητας που θα ισοστάθμιζε ή θα εξουδετέρωνε τα αιτήματα της ελληνικής πλειοψηφίας η οποία διεκδικούσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής της.
Εκτός από τις ποικιλόμορφες πιέσεις που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει η οποιαδήποτε εξουσια­στική δομή σε ανάλογες περιπτώ­σεις, στην συγκεκριμένη, η τουρ­κοκυπριακή ελίτ μαζί με την αγγλι­κή διοίκηση χρησιμοποιούσαν σαν αποφασιστικό μέσο το εκπαιδευτι­κό σύστημα.
Παρόλο που η Κύπρος βρισκό­ταν από το 1570/1 υπό την Οθωμα­νική κυριαρχία, τα τουρκικά σχο­λεία που υπήρχαν ήταν λίγα (40 έναντι 76 των ελληνικών)[8] Τα πιο πολλά μουσουλμανικά σχολεία ι­δρύθηκαν μετά το 1878 επί Αγγλοκρατίας, με εισήγηση της μου­σουλμανικής επιτροπής παιδείας που διόριζαν οι Άγγλοι. Με συστη­ματικότητα η επιτροπή προτείνει κάθε χρόνο ολοένα και νέα χωριά για την ίδρυση σχολείων, των ο­ποίων ο πληθυσμός ήταν κατά μέ­γιστη αναλογία Λινοβάμβακοι. Εί­ναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιδρά ο φιλότουρκος διευθυντής παιδείας Iosiah Spencer· σε μια κρίση συνειδήσεως αναφέρει:
“Τα χωριά αυτά δεν είναι μου­σουλμανικά, δεν είναι τούρκικα. Τί γυρεύουν εκεί οι Τούρκοι, οι μου­σουλμάνοι και το Αγγλικό Γραφείο Παιδείας να ιδρύουν σχολεία τουρκικά; Ας κοιτάξουν να κάμουν σχολεία τουρκικά στα πραγματικά τουρκικά χωριά. Και όχι σ’ αυτά τα οποία ξέρουν μόνο ελληνικά, ούτε λέξη τουρκικά δεν ξέρουν και μόνο έχουν τουρκικά ονόματα”. Αυτό βέβαια που δεν λέει είναι ότι όλοι αυτοί είχαν μυστικά χριστιανικά ονόματα και ήσαν κρυφά βαφτι­σμένοι[9].
Και ήταν δεκάδες τα κρυπτοχριστιανικά χωριά (τα οποία άλλω­στε φαίνονται και από τα ελληνικά τους ονόματα ή τα ονόματα Αγίων που φέρουν) στα οποία ίδρυσαν μουσουλμανικά σχολεία στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας μα και αργότερα, χωρίς την θέληση των κατοίκων[10], χωρίς «επαρκή» έλεγ­χο της αληθινής τους ταυτότητας, ή χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η ταυτότητα, ή παρά το ότι ήταν γνωστή σε όλους η ταυτότητα, ή ακριβώς γι’ αυτό, επομένως με στόχο και αποτέλεσμα να αλλοιω­θεί η ταυτότητα αυτή με τα άσχετα προς αυτήν σχολεία και τζαμιά.
Ο 20ός αιώνας
Μακροπρόθεσμα, η εκπαιδευτική πολιτική έφερε καρπούς. Στην α­πογραφή του 1921, οι Άγγλοι έ­γραψαν στους καταλόγους τους Λινοπαμπάκους σαν Μουσουλμά­νους συνεχίζοντας με συνέπεια την πολιτική τους «διαίρει και βα­σίλευε».
Οι Έλληνες της Κύπρου συνέ­χιζαν να ασχολούνται με τα ενδο­κοινοτικά τους προβλήματα και ρίχνονται στον Αγώνα για την ένω­ση, αδυνατώντας να προβλέψουν στοιχειωδώς τον μελλοντικό ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι Τούρκοι πια στην πορεία του Κυ­πριακού προβλήματος που γεννή­θηκε στην σύγχρονη εκείνη την εποχή.
Οι πράκτορες των Νεοτούρκων και τα εξτρεμιστικά στοιχεία της τουρκοκυπριακής ελίτ αφήνονται ανενόχλητοι (με το σιγοντάρισμα των Βρετανών) να δρουν μέσα στις τουρκοκυπριακές μάζες, μα προ­πάντων μέσα στα λινοπαμπάκικα χωριά, με σκοπό τον πλήρη ε­κτουρκισμό των Λινοπαμπάκων και τη μετατροπή των Τουρκοκυ­πρίων σε στρατηγική μειονότητα με πεμπτοφαλαγγιτική ιδεολογία.
Η πόλωση μεταξύ των Ελλήνων και των, εμποτισμένων με την ιδε­ολογία του Ατατούρκ, Τουρκοκυ­πρίων αρχίζει να παίρνει διαστά­σεις μετά την εξέγερση του 1931.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Κατά την διάρκεια του αγώνα του 1955-59, οι Τ/Κ τάσσονται ανοικτά με το μέρος των Άγγλων δυναστών, εξοπλίζο­νται στρατιωτικά απ’ αυτούς και σφαγιάζουν ανελέητα τους Έλληνες. Οι σχέσεις της ελληνικής πλειοψηφίας και της τουρκικής μειονότητας περνάνε ένα ισχυρό σοκ.
Από τότε ξαναγίνεται έντονη η επιθυμία του τουρκικού κράτους να επανακτήσει την Κύπρο. Οι Άγγλοι δεν αργούν να τους εμπλέ­ξουν άμεσα στο πρόβλημα καλώ­ντας τους ως «ενδιαφερόμενο μέ­ρος» στην «Τριεθνή Διάσκεψη».
Γνωρίζοντας τις συνέπειες που είχε πάνω στους Τ/Κ η ελληνική πολιτιστική και οικονομική παρου­σία, εγκαινιάζουν την «Πολιτική του Διαχωρισμού». Οι Τ/Κ και οι Λινοπάμπακοι εξαναγκάζονται από τις τρομοκρατικές οργανώσεις Volkan και Τ.Μ.Τ να συμπτυχθούν σε περιοχές απόλυτα ελεγχόμενες και με «αμιγή» πληθυσμό. Πολλοί Λινοπάμπακοι που εξαναγκάσθη­καν να προσφυγοποιηθούν δεν ή­ξεραν άλλη γλώσσα από τα ελληνι­κά.
Τα γεγονότα του 1974 και η τουρκική κατάκτηση που ακολού­θησε διαχώρισε τελείως τους δύο πληθυσμούς. Οι Λινοπάμπακοι που, τόσο κατά τον Π. Σαμαρά όσο και κατά τον Κ. Κύρρη, υπάρχουν ακό­μη στην κατεχόμενη Κύπρο είναι πολύ δύσκολο να «επιζήσουν» μέσα στο στρατοκρατούμενο περιβάλ­λον στο οποίο εξαναγκάσθηκαν να ζήσουν.
Παραπομπές – σημειώσεις 
[1] Από το συλλογικό έργο: Τουρκία και κυπριακό στρατηγικοί και τακτικοί στόχοι. Πρακτικά σε­μιναρίου, έκδοση: ΚΥΚΕΜ, Λευκω­σία 1990 (Τόμος 4)· αναφέρει ο Κώστας Π. Κύρρης στην εισήγησή του με τίτλο: «Η ιστορική εξέλιξη των Τουρκοκυπρίων».
σελ. 117: Είναι γνωστά τα ονό­ματα τέτοιων ευγενών από οθωμα­νικές, φραγκικές, ελληνικές και άλ­λες πηγές. Έχουμε δεκάδες περι­πτώσεων: ένας Λουζινιάν, ένας Συ­γκλητικός, ένας Ντενόρες, ένας Ποδοκάταρο, ένας Τζουστινιάν, έ­νας Μπραγκαντίνο (εξάδελφος του ήρωα) και αρκετοί άλλοι, Βενετι-κλημπέη ζαντέδες όπως λέγονται στις τουρκικές πηγές.
[2] Κώστας Π. Κύρρης: Κύπρος, Τουρκία και ελληνισμός, Θεσμοί, Δομές, Σχέσεις, Προβλήματα. Με­σανατολική Βιβλιοθήκη ΑΡ1. Εκδό­σεις: Λαμπούσα, Λευκωσία 1980, σελ. 111.
[3] Κάτιας Χατζηδημητρίου, Ι­στορία της Κύπρου, Λευκωσία 1979, Σελίδες 117-126.
[4] «Προς τον Ιεροδίκην του Ακ Νταγ και προς τον Huseyin cavus».
[5] Όπως παραπάνω, Κ. Κύρρη «Ή ιστορική εξέλιξη των Τ/Κ» – ΚΥΚΕΜ σελ. 120.
[6] Αναφέρει σχετικά ο Παρασκευάς Σαμαράς: σελ. 13: «Υπάρ­χουν χωριά που μόλις το 1963 και μετά από εκβιασμούς της τουρκικής τρομοκρατικής οργάνωσης Τ. Μ. Τ. έμαθαν την τουρκική γλώσσα, π.χ. το χωριό Γαληνόπορνη. σελ. 22 … (Οι Λινοπάμπακοι) συμμετείχαν ε­ξάλλου έστω και κρυφά στα μυστή­ρια της ορθόδοξης Εκκλησίας. Κρυ­φά βαφτίζονταν, κρυφά παντρεύο­νταν, κρυφά εκκλησιάζονταν και μεταλάμβαναν, κρυφά εκηδεύονταν, κι αν όλα αυτά ήταν δύσκολο να γίνουν μέσα στο χωριό τους, πήγαιναν στα μεγάλα μοναστήρια, σε ξωκκλήσια ή ακόμα στα διπλανά χωριά, αν τους δέχονταν οι χριστια­νοί…
[7] Παρασκευά Σαμαρά, σελ. 21-22.
[8] Κ. Π. Κύρρης: Η εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας, εκδ: Ρήσος σελ. 7-8.
[9] Κ. Π. Κύρρης: Η ιστορική εξέλιξη των Τ/Κ, σελ. 125.
[10] Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που αναφέρονται στην με­λέτη του Κώστα Κύρρη με τίτλο: «Τα Μουσουλμανικά σχολεία στην Κύ­προ μετά το 1878 ως παράγων εθνογενέσεως της Τουρκοκυπρια­κής κοινότητας».
Περιοδικό Εντός των τειχών, τεύχος 37, Νοέμβριος 1988 (Λευ­κωσία).
… Είναι γνωστό το ενδιαφέρον της Μουσουλμανικής Επιτροπής σχολείων για τα γνωστότατα λινοβαμβακικά χωριά της Καρπασίας όπως ο Άγιος Συμεών, η Γαληνόπορνη κλπ. και της Τηλλυρίας όπως ο Άγιος Θεόδωρος, τα Κόκκινα κλπ., τα χωριά της Πάφου και της Δυτικής Κύπρου γενικά, όπως η Μελάδια, ο Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Νικόλαος κλπ., της Κερύνιας όπως το Καζαψάνι κ.α.
… Ο Άγγλος δρβποβτ (δ/τής Παιδείας) γράφει ότι οι «Αγιοθεοδωρίτες ομιλούν Ελληνικά» και προτείνει όπως «μη ιδρυθεί εκεί καθαρό μουσουλμανικό σχολείο, αλλά σχο­λείο που να συντηρείται και διευ­θύνεται απολύτως από την κυβέρ­νηση, το μόνο που θα μπορούσε να έχει πιθανότητα επιτυχίας».
… Και πάλι για το χωριό Αγ. Θεόδωρος, ο ίδιος λέει το 1891: ο τέως δάσκαλος ήταν «άχρηστος» και δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί Χοτζάς αρκετά ελληνομαθής ώστε να διδάσκει τα παιδιά του Αγ. Θε­οδώρου και των Κόκκινων που μόνο ελληνικά γνωρίζουν.
… Τέλος η περίπτωση των κοιλανιωτών είναι χαρακτηριστική:
Οι κάτοικοι του χωριού Κοιλάνι της Λεμεσού πάνω από 20 χρόνια ανθίστανται από την αρχή της Αγγλοκρατίας ως τις αρχές του αιώνα μας: «χαλούσαν το τζαμί και έδιω­χναν τον δάσκαλο – Χότζα, αρνού­νταν να πληρώσουν σχολικούς φό­ρους». «Είναι κακοί μουσουλμάνοι», κατά τον επιθεωρητή Newham «και δεν ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την θρησκεία τους, δεν θέλουν ού­τε τζαμί ούτε σχολείο».

ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/203064
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.