Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014, UNFOLLOW
Δημοσιεύουμε κατ’ αποκλειστικότητα ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του (εκδ. Ιανός). Ο τίτλος του κεφαλαίου: «ΟΕπιβάτης και το Ραντάρ».
Το 1981 κυκλοφορούν δύο κύκλοι τραγουδιών σε στίχους ενός νέου ποιητή, του Κώστα Τριπολίτη. Ο Επιβάτης με τη Μαρία Φαραντούρη τον Ιούνιο και το Ραντάρ με τον Γιώργο Νταλάρα τον Σεπτέμβριο. Και τα δύο έργα αποτελούν ιδιάζουσες περιπτώσεις. Δεν είναι από αυτά που συνήθως μνημονεύονται, οι ερμηνευτές τους έκτοτε δεν τα παρουσίασαν ποτέ ολοκληρωμένα στο κοινό κι ο ίδιος ο Θεοδωράκης προχώρησε γρήγορα σε μια νέα φάση δημιουργίας πιο εσωστρεφή και μελαγχολική.
Όμως, και ο Επιβάτης και το Ραντάρ δεν αποτελούν απλώς μια αναμενόμενη συνέχεια του πρότερου σπουδαίου έργου του. Περισσότερο μοιάζουν μετέωρες λάμψεις, αυτόφωτες, με στιγμές εκρηκτικής δύναμης. Ο ποιητής τους θα τα χαρακτηρίσει «τραγούδια πικρών διαπιστώσεων,…,πολιτικής κριτικής, μιας εποχής πλεονάζουσας πίστης αλλά ελλειπούσας κρίσης…»[1].
Με τρόπο αιχμηρό, στακάτο, φαινομενικά αντιποιητικό –για τα δεδομένα της εποχής τουλάχιστον- εισάγει στο στιχουργικό σύμπαν ένα λεξιλόγιο-φωτιά. Ο συνθέτης «συνομιλεί» με τον ποιητικό λόγο χρησιμοποιώντας λαϊκούς δρόμους –κυρίως στο Ραντάρ-, βυζαντινούς και δημοτικούς απόηχους αλλά και δυτικότροπους ρυθμούς (βαλς, καντάδες) –περισσότερο στον πιο λόγιο Επιβάτη- επιτυγχάνοντας ένα αποτέλεσμα πολυεπίπεδο.
Αναδεικνύει μουσικά την αμεσότητα των στίχων, οικοδομώντας στέρεες, σφιχτοδεμένες μελωδίες, και λειτουργεί πότε συναινετικά και πότε αντιστικτικά ώστε να αποδοθεί σε όλο της το εύρος η αμφισημία των συναισθημάτων, από τη μελαγχολία ως την εξέγερση και να ενεργοποιηθούν έτσι οι μνημονικοί μηχανισμοί του ενεργού ακροατή. Ο επιβάτης είναι ένας σύγχρονος πλάνητας στην Αθήνα, που καλείται να ενεργοποιήσει τα ραντάρ του, να αποστασιοποιηθεί από τους ρυθμούς της μεγαλούπολης και τον καταιγισμό των εικόνων της, να θυμηθεί κόντρα στα μηνύματα των καιρών, ν’ αγαπήσει βαθιά και ν’ αγαπηθεί, να ξαναβρεί τους συντρόφους του.
Είναι η υπαρξιακή κραυγή του εξεγερμένου ανθρώπου που βιώνει την αλλοτρίωση, την αποξένωση, την κυριαρχία και την εκμετάλλευση και αναζητά τρόπους να τις αντιπαλέψει χωρίς βερμπαλισμούς και στερεότυπα. Μια κραυγή που ζητά ν’ ακουστεί στη βουή των λεωφόρων και να ραγίσει τη σιωπή των ακαλύπτων. Ο Επιβάτης και το Ραντάρ είναι γεννήματα της εποχής τους κι όμως αυτή τους γύρισε βιαστικά την πλάτη. Η συνάντηση του μελωδικού, εγερτικού, Θεοδωράκη με τον οργισμένο, μελαγχολικό, ερμητικό Τριπολίτη σηματοδοτεί ένα μεταίχμιο.
Πρόκειται για τη συνάντηση δύο ριζοσπαστικών κόσμων. Ο ένας προερχόμενος από τη γενιά της Αντίστασης, κληρονόμος μιας μακράς πορείας αγώνων απελευθέρωσης που βαπτίστηκαν στα νάματα και τους μύθους της λαϊκής ελληνικότητας κι ενός ανέφελου κι αμετάκλητα λυτρωτικού διεθνισμού. Ο άλλος, νεότερος, είναι απότοκος ρήξης με το παρελθόν κι έχει τις αναφορές του στο παγκόσμιο αντιπολεμικό, στο αντιδικτατορικό και το μεταπολιτευτικό φοιτητικό κίνημα με ισχυρό τον απόηχο του Μάη του ’68. Η συνάντηση αποκτά συμβολικό περιεχόμενο. Ψηλαφώντας τις προηγηθείσες ήττες απαντά αναστοχαστικά στον κυρίαρχο βερμπαλισμό. Ακολουθώντας την «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων» επισημαίνει μελλοντικούς κινδύνους. Ταυτόχρονα υποδείχνει, σταθερά κι επίμονα, μια οδό διαφυγής που, κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, προκαλεί αμηχανία κι απομένει μετέωρη. Παρότι καταγράφηκε ως ίχνος σε δίσκους βινυλίου και κασέτες και τραγουδήθηκε με φθίνοντα ρυθμό και αποσπασματικά στα ελληνικά ραδιόφωνα, διαφύλαξε τη μακρινή αύρα μιας αδιόρατης μεσσιανικής δύναμης που προσπάθησε να λειτουργήσει ως μικρός οδοδείκτης μιας άλλης εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Επιβάτης περπατά στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ανεβαίνει σε λεωφορεία δίχως τελικό προορισμό, παρατηρεί «αόρατος» τους ανθρώπους, χαρτογραφεί με πολύ προσωπικά υλικά τις ζωές τους κι ύστερα, το σούρουπο, θεάται την πόλη από ψηλά ακτινογραφώντας τις «υπόγειες διαδρομές» της. Στην ερμηνεία των τραγουδιών ανασαίνει η αδιόρατη θλίψη και ειρωνεία που περικλείει η δύναμη της μουσικής ώστε να αναδειχθεί ο πικρός σαρκασμός και η αφυπνιστική πρόθεση των στίχων.
Τα τραγούδια του Ραντάρ θαρρείς πως ακούγονται καθαρά μέσα στο κυριακάτικο μουρμουρητό των ακαλύπτων, ενώνοντας προσωρινά τους θρυμματισμένους μικρόκοσμούς τους. Κι ύστερα, σαν να ολοκληρώνεται ένα μυστικό ανακάλεσμα, βγαίνουν στις φωτιές της λεωφόρου σε μια χωροχρονική συνάντηση εξεγερσιακή. Η λόγια λαϊκότητα και η στιβαρότητα της ερμηνείας συμμετέχουν ενεργά στην απόδοση της αίσθησης διεξόδου –δύσκολης μα από τα πράγματα επιβεβλημένης-.
Μελετάω τα δύο έργα μαζί γιατί αποτελούν ένα, κατά τη γνώμη μου, αδιαίρετο σύνολο. Η αφύπνιση της συλλογικής μνήμης –κόντρα στην πραγμοποίηση των συνειδήσεων και τη δικτατορία των αστικών εικόνων- ή για να είμαι ακριβέστερος του «ασυνείδητου της συλλογικότητας»[2], που ανασύρει από τα βαθύτερα στρώματα απωθήσεων της επιβεβλημένης συλλογικής λήθης φευγαλέες αλλά απαστράπτουσες μνημονικές εικόνες αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μετουσιωθεί η τυφλή οργή σε εξεγερσιακό πνεύμα. Ο Επιβάτης αποκαλύπτει και ανασκευάζει τους μύθους στήριξης της συστημικής κανονικότητας. «Πειθαρχεί τον εαυτό του, ώστε ο πόνος του να παύσει να γίνεται κατηφορικός δρόμος της θλίψης, αλλά ανηφορικό μονοπάτι της εξέγερσης»[3].
Επιβάτης στην υποψία αυτή του πλήθους/ που ζωές υποστηρίζει/ ανατρέποντας τους μύθους./ Επιβάτης στη γεωγραφία αυτού του τόπου/ που νεκρούς υπερασπίζει/ στις φωτιές της λεωφόρου./ ‘Εβγαλα εισιτήριο/ στο γήπεδο και στο νοσοκομείο/ έβγαλα εισιτήριο στο κρατητήριο/ σαν επιβάτης…
Με φτηνό ποδόσφαιρο οι Κυριακές/ και κασέτες…/ σαν επίδεσμος επάνω σε πληγές/ …ξέχασέ τες.
Το τραγούδι μου σε κάνει να θυμάσαι/ χίλια πράγματα/ ανακρίσεις, χειρουργεία κι οδοφράγματα./ Το τραγούδι μου γυρεύει εσένα/ για να ειπωθεί/ ζητάει νεύρα και καρδιά για να σωθεί.
Ο Επιβάτης επικαλείται το υποψιασμένο πλήθος για την ανατροπή των μύθων και την υπεράσπιση των νεκρών του –άλλωστε αυτό το πλήθος πρώτα και κύρια, καλείται να λυτρώσει το παρελθόν- και στέκεται απέναντι στους «λιποτάχτες».
Με καινούριο τώρα επίθετο/ κι άλλη ενδυμασία/ πήρες ένα δρόμο αντίθετο/ και είσαι εξουσία…
Το ίδιο επανέρχεται ως νέο –η «αιώνια επιστροφή» των εμπορευμάτων ως αποθεοποιημένη θρησκεία- κι η μικροαστική συνείδηση κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των ταγών της, αυτοπροσδιορίζεται ως συλλέκτης με ότι κατέχει. «Στις ονειροπολήσεις του ο παθητικός εργάτης μετατρέπεται σε ενεργό καταναλωτή»[4]. Ο εικονικός κόσμος της διαφήμισης ερμηνεύει τον πραγματικό, αφομοιώνει ακόμη κι επαναστατικά σκιρτήματα, καταπίνει την τέχνη και υποδεικνύει μια πραγματικότητα, παγωμένη στο χρόνο, στερούμενη γεγονότων εκτός της ευτυχίας της κατανάλωσης.
Σα να μην έζησα ποτέ/ σαν έμβρυο μέσα στη φιάλη/ με τη ζωή μου στη μασχάλη/ θα τριγυρνάω στα στενά/ Σα να μην έζησα ποτέ/ Dunhill και Ronson και Cartier/ δε βρίσκω θέση να χωρέσω/ Mobil, Jaguar και Esso/ Σα να μην έζησα ποτέ/ σα ν’ αποκλείστηκα στη νύχτα/ φθαρμένα όνειρα για λύτρα/ θα κουβαλάω στα στενά…
…Με βιτρίνες και μ’ επιγραφές/ η νύχτα μου ζυγώνει/ η ζωή μου γίνεται χαφιές/ και με καρφώνει.
Ο μύθος της διαρκούς μονόδρομης προόδου, γνώρισμα της κατεστημένης θετικιστικής νοοτροπίας στην καπιταλιστική Δύση -στηριγμένος στην εκμετάλλευση στο εσωτερικό της και στην απομύζηση του Τρίτου Κόσμου- αλλά και διακηρυγμένη βεβαιότητα-φενάκη στις χώρες του υπαρκτού, συγκαλύπτει και στα καθ’ ημάς τα διαφαινόμενα αδιέξοδα. Δυστυχώς ο μεταπολεμικός κόσμος αποδείχτηκε εκ των υστέρων ένας κόσμος συμβιβασμών, εύθραυστων ισορροπιών, ατελέσφορης αναζωπύρωσης ελπίδων και τραγικών διαψεύσεων.
Μια ανάπηρη εξουσία/ τουφεκίζει τις βδομάδες/ σε αργή αυτοκτονία να τραβάει τις Ελλάδες/ του θανάτου η συντεχνία/ λίγο πριν το δυο χιλιάδες/ …τα χαντάκια τώρα τα “δες.
Οι σχέσεις εξουσίας απλώνονται ως λεπτοφυές πλέγμα και διατέμνουν όλο το φάσμα της κοινωνικής και ατομικής ζωής. Τα σώματα υπόκεινται σε μια σειρά από μηχανισμούς εθισμών, ρυθμών, συνηθειών και αξιών που τα διαπλάθουν. Έτσι αποτελεί πλάνη η πεποίθηση ότι «το σώμα δεν έχει άλλους νόμους από αυτούς που του επιβάλλει η φυσιολογία του και πως διαφεύγει της ιστορίας»[5]. Οι βιοπολιτικοί ρυθμοί κανονικοποιούν ατομικές συμπεριφορές και συλλογικά πρότυπα, μεταλλάσσουν αδιόρατα τις κυρίαρχες νοοτροπίες, επιβάλλουν τελικά το καθεστώς αλήθειας τους. Κι όμως, η αλλοτριωτική αποξένωση από το προϊόν της εργασίας και η φενάκη της φαντασιακής ευδαιμονίας που υπόσχεται η μεγαλούπολη, συνειδητοποιούμενες, επιτείνουν την υπαρξιακή αγωνία και ρηγματώνουν τις νόρμες. Το σώμα και το μυαλό εξεγείρεται, αλλά η διαδρομή από το ατομικό στο συλλογικό διαμεσολαβείται από πολλές ατραπούς και κανένας εύκολος φραστικός μανιχαϊσμός δεν δίνει από μόνος του λύσεις.
Κι αν απόψε της καρδιάς σου δε νοιαστείς/ ν’ αναλύσεις την κρυμμένη σημασία/ θα ’σαι αύριο φτηνός διαχειριστής/ σε μια ξένη εξουσία/ Κι αν αυτό το παραμύθι που ακούς/ δεν τ’ αφήνεις μιαν αλήθεια να γυρέψει/ θα ‘χεις κάνει έναν κόσμο σαν κι αυτούς/ κι όλα θα τα έχεις καταστρέψει.
…Ξένος μέσα στα ρούχα μου/ μες στο κορμί μου ξένος/ στον κόσμο τούτο δανεικός/ και μεταχειρισμένος…
…Τίποτα δεν έχω ξεχάσει/ μόνο τη ζωή μου έχω χάσει…
…Η ζωή μου/ μια κακή πλαστογραφία υπογραμμένη/ σε σταθμούς, αφετηρίες και γραφεία δηλωμένη…
…Δε θέλω πια να χρωματίζω στον καιρό μου/ αυτό που δεν αναγνωρίζω για δικό μου/ δε θέλω πια…
Ο έρωτας δέσμιος των υλικών συνθηκών και των κοινωνικών προσλαμβανουσών της εποχής του μετεωρίζεται ανάμεσα στην απελευθερωτική του δύναμη και την ενδοσκοπική καθήλωση, ενσωματώνει τις χαρές, τις πικρίες, τις αυταπάτες και τα πρότυπα του καιρού του, αναζητά χώρο και χρόνο να καρποφορήσει, γίνεται πηγή φαντασιακής απόδρασης κι αυτογνωσίας. Τα σπίτια κι οι ακάλυπτοι στεγάζουν τους αναστεναγμούς του και κρατάνε ίχνη από τις προσωπικές μνήμες.
Αγάπη του ψωμιού και της βροχής/ αγάπη στα μπαλκόνια/ στην άσφαλτο τα αίματα θα δεις/ και πλαστικά μπιτόνια/ Πού να σε ταξιδέψω;/ γυαλιά και λαμαρίνες/ γεμίσανε τα χρόνια/ με εκτελεσμένους μήνες…
…Ο κόσμος ξημερώνει/ με τα φιλιά που κάρφωσα εδώ βαθιά σου/ βιάσου…
…Μέσα σου βλέπω χάσματα/ κανείς δεν σε γνωρίζει/ γυρεύω αποσπάσματα/ κι αυτό που τραυματίζει…
…Γίνεται η αγάπη σου επέμβαση χειρουργική/ ανάγκη απόλυτη/ διαδήλωση ορμητική, οργή ξυπόλητη./ Γίνεται η αγάπη σου ανατροπή…
Στην πόλη η αντίφαση ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνατό βαθαίνει. Οι δυστοπίες δεν κρύβονται, ίσα ίσα είναι εδώ για να οριοθετούν και να ενδυναμώνουν την κυριαρχία. Ένα πέπλο λήθης προσπαθεί να καλύψει τα πάντα.
Τα σύνορα εδώ/ είναι μονάχα οι φυλακές και τα ψυχιατρεία/ Τα σύνορα εδώ/ είναι μονάχα οι εκκλησιές και τα στενά σχολεία/ Τα σύνορα εδώ/ είναι μονάχα τα γιαπιά κι οι θάλαμοι του ΙΚΑ/ Τα σύνορα εδώ/ είναι αυτά που μου ζητάς και που ποτέ δε βρήκα…
Λέγε την άσφαλτο γυαλί/ που χαρακώνονται οι πολλοί/ λέγε τα σπίτια φυλακές/ και τις ζωές μας πλαστικές/ λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους/ και διαπίστωνε αργούς θανάτους…
…Βιτρίνες, σύρματα και φλας/ σου απαγορεύουν να γελάς/ εδώ που σκάλωσες για πάντα/ αχ, μάνα μου, στης πολιτείας τον ιμάντα.
Ο επιβάτης συνειδητοποιεί την αντίφαση,
…Κι αρρωσταίνω από την ίδια συνταγή/ που δε βρίσκει αυτός ο κόσμος στη ζωή μου/ εφαρμογή…
Ζητά εγρήγορση κι ετοιμότητα,
…Τα βράδια να παρατηρείς/ με φλέβα οπλισμένη/ να δεις τι γίνεται εδώ/ και τι σε περιμένει…
Αναζητά τον έρωτα, συντρόφους, διέξοδο, προοπτική.
…Της μοναξιάς μου το ραντάρ που ανιχνεύει/ τα ίχνη σου αναζητά και σε γυρεύει…
Ο Επιβάτης και το Ραντάρ είναι έργα που έχουν πρώτη τους ύλη το σώμα, την ψυχή και τη μνήμη της πόλης και αίτημά τους τη χειραφέτηση, την υπέρβαση και την ανατροπή.
Η μελαγχολία του Τριπολίτη, δεν είναι μελαγχολία ήττας, είναι εξεγερσιακή μελαγχολία επίγνωσης των δυσκολιών. Ο Θεοδωράκης κατανοεί απόλυτα αυτή την εσωτερική πηγή δύναμης του στίχου κι ολοκληρώνει τη συνάντησή τους με την εκπληκτική Σύνοψη στην ερμηνεία της οποίας συμμετέχει κι ο ίδιος. Όλη η μετεμφυλιακή ιστορία του τόπου πυκνώνει τους όρους της σ’ αυτό το τραγούδι. Ενεργοποιείται έτσι ο μνημονικός μηχανισμός που ανακαλεί σε ανατρεπτική χωροχρονική συνάντηση στην άσφαλτο της πόλης, διατρέχοντας υπαινικτικά σταθμούς και νοοτροπίες που ψαλίδισαν και ακύρωσαν τον απελευθερωτικό και οραματικό ορίζοντα στις μεταπολεμικές γενιές. Η πόλη γίνεται ο προνομιακός τόπος της εξέγερσης.
Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες/ από το σαράντα εννέα κι ως εδώ/ λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες/ και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό.
Ο τιμάριθμος, η μοναξιά κι η βία/ με της φτώχειας σου τη διαλεχτική/ ανατρέπουν τη λεπτή σου ισορροπία/ και γυρεύουνε μια λύση εκρηκτική.
Ξαναπαίζεται στο νου σου η ταινία/ συρματόπλεγμα, άλφα δύο, υπογραφή/ η προσέγγιση μια κούφια ειρωνεία/ κι ένας χρόνος που δεν κάνει επαφή.
Τα υπάρχοντά σου εδώ κατασχεμένα/ το δυάρι, το παλιό σου γιωταχί/ είναι σήματα σαν κρυπτογραφημένα/ που σε μπάζουν σε μια αλλιώτικη εποχή.
Κι όμως ξέρω ότι είσαι σαν και μένα/ σε συνάντησα στην άσφαλτο θαρρώ/ περιμένοντας μαζί καινούρια γέννα/ με σημαίες κι ενδοφλέβιο ορό.
Με σημαίες και φτηνές βιοτεχνίες/ από το σαράντα εννέα κι ως εδώ/ δίχως μελανά σημεία κι απορίες/ ψάχνεις σπίρτο κι υλικό για εμπρησμό.
Σύνοψη (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη). Πρώτη σελίδα της χειρόγραφης παρτιτούρας του τραγουδιού.
Επάνω εικόνα: Ανδρέα Μαράτου, Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης, κάρβουνο και παστέλ σε χαρτί, 30x50cm
[1] Κ. Τριπολίτης στο: Συλλογικό, Μίκης Θεοδωράκης, Περιοδικό Κ/τχ.401/06-02-2011/Καθημερινή, Αθήνα, σελ.48.
[2] Βλ. Σταυρίδης Σταύρος, Μνήμη και εμπειρία της μεγαλούπολης (Μια διαδρομή στην προβληματική του Β. Μπένγιαμιν) σελ.121, στο Περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, Αφιέρωμα στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τεύχος 48, Ιαν.-Φεβ. 2002, Αθήνα.
[3] Βλ. Susan Buck-Morss, Η διαλεκτική του βλέπειν/ Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και το σχέδιο Εργασίας περί Στοών, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, (μετ. Μανόλης Αθανασάκης, επιστ. επιμέλεια-πρόλογος Αριστείδης Μπαλτάς), σελ.28.
[4] Βλ. Τζον Μπέργκερ, Η εικόνα και το βλέμμα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, (μετ. Ειρήνη Σταματοπούλου), σελ.164.
[5] Michel Foucault, Τρία κείμενα για τον Νίτσε, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2003, σελ.68.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.