Του Νικόλα Δημητριάδη
Αυτές τις μέρες, λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και της εκεί επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών, είχαμε την ευκαιρία να «ξαναθυμηθούμε» τους ξεχασμένους Έλληνες της Μαριούπολης. Οι Μαριουπολίτες είναι απόγονοι των Ελλήνων της Κριμαίας, που μετακινήθηκαν στα βόρεια παράλια της Αζοφικής Θάλασσας στα τέλη του 18ου αιώνα. Εκεί ιδρύσανε μία νέα πόλη, την οποία ονόμασαν «Μαριούπολη» προς τιμήν της Παναγίας, καθώς και μια εικοσάδα χωριών στα περίχωρά της, στα οποία έδωσαν ονόματα όπως «Αθήνα», «Βυζάντιο» και «Κωνσταντινούπολη». Η τοπική διάλεκτος των Μαριουπολιτών, τα «ρουμαίικα» αποτελούν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό κράμα, καθώς από τη μία έχει υποστεί πολλές αλλοιώσεις στο διάβα των αιώνων και από την άλλη διατηρεί αρκετά αρχαϊκά στoιχεία. Αντίστοιχα με τους αρχαϊσμούς που βλέπουμε και σε άλλες ακριτικές διαλέκτους του ελληνισμού, από τα ποντιακά ως τα γκρεκάνικα της Ιταλίας. Είναι μάλλον ίδιον των απομονωμένων ακριτών να συνδυάζουν την αναπόφευκτη ενσωμάτωση του αλλότριου με την επίμονη επιβίωση του αρχαίου.
Μία τέτοια κατάσταση αντιμετώπισε και ο φιλόσοφος Δίων ο Χρυσόστομος, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όταν επισκέφτηκε τους μακρυνούς προγόνους των Μαριουπολιτών στην Ποντική Ολβία. Η παλιά αυτή αποικία των Μιλησίων, γνωστή και ως Βορυσθένης, στεκόταν κοντά στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού Βορυσθένη, δηλαδή του Δνείπερου, στον ουκρανικό νότο. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα που πήγε ο Δίωνας, η πόλη ήταν περικυκλωμένη από τους Σκύθες, θύμα αλλεπάληλων επιδρομών και καταστροφών, και είχε χάσει την παλαιότερη αίγλη της, «τό μέγεθός ἐστιν οὐ πρός τήν παλαιάν δόξαν διά τάς συνεχεῖς ἁλώσεις καί τούς πολέμους». Οι Σκύθες είχαν επιτρέψει μεν την παραμονή των Ελλήνων, που τους ήταν χρήσιμοι για το εμπόριο, αλλά η πόλη είχε χάσει οριστικά το παλιό της μεγαλείο, «ὅθεν δή καί σφόδρα ταπεινά τά πράγματα κατέστη τῶν ταύτῃ Ἑλλήνων».
Στην κατάσταση αυτή, είναι προφανές ότι το πολιτιστικό επίπεδο των Βορυσθενιτών ήταν χαμηλό και τα ελληνικά τους φτωχά. Αγνοούσαν τις φιλοσοφικές αναζητήσεις που απασχολούσαν τότε τους μορφωμένους στις μεγάλες μητροπόλεις του ελληνικού κόσμου. Δεν γνώριζαν ούτε τους μεγάλους ποιητές της εποχής. Την ίδια στιγμή, όμως, ήταν άπαντες εξοικεωμένοι με τον Όμηρο — λάτρευαν τον Αχιλλέα (του είχαν φτιάξει και δύο ναούς), ενώ οι περισσότεροι μπορούσαν να απαγγείλουν Ιλιάδα από μνήμης: «οὐκέτι σαφῶς ἑλληνίζοντες διά τό ἐν μέσοις οἰκεῖν τοῖς βαρβάροις, ὅμως τήν γε Ἰλιάδα ὀλίγου πάντες ἴσασιν ἀπό στόματος»!
Τον Δίωνα εντυπωσίασε και το παρουσιαστικό τους: Από τη μία είχαν υιοθετήσει ενδυματολογικές συνήθειες των Σκυθών, μαύρα ρούχα και… —αυτό τον εξέπληξε— παντελόνια. Από την άλλη, όμως, του θύμιζαν και τους… αρχαίους Έλληνες, όπως τους περιέγραφε ο Όμηρος, με τα μακρυά τους μαλλιά και τις πυκνές γενειάδες: «ὅτι ἅπαντες ἦσαν τόν ἀρχαῖον τρόπον, ὥς φησιν Ὅμηρος τούς Ἕλληνας» (ναι, είχαν και οι αρχαίοι μας τους αρχαίους τους!). Όλον κι όλον έναν Βορυσθενίτη είδε να είναι ξυρισμένος — αυτός, όπως έμαθε, ήθελε να μοιάζει με τους Ρωμαίους για να τους είναι αρεστός και γι’ αυτό εισέπραττε τη χλεύη των συμπολιτών του.
Μόλις μαθεύτηκε ότι είχε βρεθεί στην πόλη τους ένας φιλόσοφος, οι Βορυσθενίτες έτρεξαν να τον δουν. Είχαν την ευκαρία να κάνουν και ένα διάλλειμα από τις μάχες — οι Σκύθες είχαν επιτεθεί στην πόλη μόλις την προηγουμένη μέρα. Ο Δίων, άλλωστε, δεν ήταν ένας τυχαίος επισκέπτης. Γεννημένος στην Προύσα, στωικός (και στη συνέχεια κυνικός) φιλόσοφος, πολυταξιδεμένος και με μεγάλη φήμη, ήταν γνωστός για τους ωραίους λόγους που εκφωνούσε, οι οποίοι και του χάρησαν το προσωνύμιο Χρυσόστομος. Οι Βορυσθενίτες, που δεν έβλεπαν βέβαια συχνά τόσο μορφωμένους ανθρώπους στα ταραγμένα από τους πολέμους μέρη τους, κρέμονταν από τα χείλη του.
Ο φιλόσοφος, λοιπόν, ζύγισε τα πράγματα και αποφάσισε να μιλήσει στην ακριτική και ταλαιπωρημένη αυτή πόλη για τα καλά της χρηστής διακυβέρνησης. Να τους δώσει συμβουλές για να σταθεί η πόλη στα πόδια της καλύτερα, εν μέσω της βαρβαρικής πλημμυρίδας. Τους πρότεινε να παραμερίσουν για λίγο τον Όμηρο με τις μακροσκελείς περιγραφές των μαχών και των πολέμων και να επικεντρωθούν σε πιο χρήσιμους για την περίπτωσή τους ποιητές. Ξεκίνησε να τους μιλάει για τη σημασία της ευταξίας: με σωστή διακυβέρνηση μία μικρή πόλη μπορεί να σταθεί καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσε ακόμη και η μεγαλύτερη μητρόπολη, αν δεν κυβερνάται σωστά. Μίλησε για νόμους, για σοφία, για σωφροσύνη. Απαραίτητα στοιχεία, καθώς, όπως τους είπε, δεν υπάρχει πουθενά κάποια «τέλεια πόλη», που να κατοικείται αποκλειστικά από καλούς ανθρώπους. Ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρχει, «πλήν εἰ μή θεῶν μακάρων κατ’ οὐρανῶν»: Μόνο η ουράνια πολιτεία είναι τέλεια, μόνο εκεί υπάρχει πραγματική ευδαιμονία και μόνο εκεί ζουν «μετά πάσης φιλίας ἀεί πάντων κοινῆς».
Ο φιλόσοφος συνέχισε τον λόγο του, προσπαθώντας να νουθετήσει τους Βορυσθενίτες για τα της πόλης τους. Όμως, παρ’ όλη την ευγλωττία του, η ανταπόκριση από το κοινό του δεν ήταν αυτή που περίμενε. Ένας, δε, κάτοικος, ο γηραιότερος μάλλον, πήρε το θάρρος (σχεδόν θράσσος) να τον διακόψει και με τα φτωχά ελληνικά του τού ζήτησε να αλλάξει θέμα. Καλές οι συμβουλές, αλλά ο άνθρωπος αυτός, όπως και οι άλλοι συμπολίτες του, κάτι άλλο περίμεναν να ακούσουν: «Συγχώρα μας, αλλά θα προτιμούσαμε να αφήσεις τη συζήτηση για την εγκόσμια πολιτεία και να μας μιλήσεις για εκείνη την ουράνια πολιτεία που ανέφερες προηγουμένως. Που είναι; Πώς είναι;» Έχοντας την τύχη να φιλοξενήσουν μετά από καιρό έναν σοφό άνθρωπο, οι Βορυσθενίτες δεν ήθελαν απ’ αυτόν πρακτικές συμβουλές και παραινέσεις. Ήθελαν παραμυθία και όραμα. Έτσι, οι νουθεσίες έδωσαν τη θέση τους στους μύθους και ο Δίων άρχισε να τους μιλάει για τον ουρανό και την αρμονία που έχει το σύμπαν, το «μιᾷ ψυχῇ καί δυνάμει διεπόμενον».
Ο φιλόσοφος δεν υπολόγιζε ότι θα αναγκαζόταν σε ένα τέτοιο μέρος να μιλήσει για τέτοια ζητήματα. Πως να μιλήσει αυτός, ένας θνητός, για τον θεό και το σύμπαν; Όταν επέστρεψε στην Προύσα και διηγήθηκε στους συμπολίτες του την εμπειρία του και την ομιλία που έκανε στην Ολβία (πρόκειται για τον 36ο λόγο του, τον λεγόμενο «Βορυσθενικό»), ζήτησε συγγνώμη που αναγκάστηκε να πραγματευτεί τέτοια «υψηλά» και απαιτητικά θέματα. Ήταν οι Βορυσθενίτες που τον είχαν υποχρεώσει να το κάνει.
Και σήμερα, καμιά φορά, όταν έρχεται για λίγο στην επικαιρότητα η ύπαρξη κάποιων μακρινών ελληνικών πληθυσμών, ο νους μας πάει αμέσως στη βοήθεια που μπορεί (και συνήθως ξεχνάει) να τους παράσχει το ελληνικό κράτος. Σκεπτόμαστε (συνήθως φευγαλέα) το τι θα μπορούσε να πράξει η Πολιτεία για τους βελτιώσει τη ζωή τους, να ενισχύσει την εκπαίδευση και την πολιτιστική ζωή. Ίσως, όμως, αυτά να μην είναι αρκετά, όπως δεν ήταν αρκετές και οι πολιτικές συμβουλές του Δίωνα. Αλήθεια, ποιους μύθους και ποιο όραμα έχουμε σήμερα να μεταφέρουμε στους ξεχασμένους ακρίτες μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.