Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ, ΑΚΡΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ


του Παύλου Α. Μουρουζίδη

περιοδικό «ΟΥΤΟΠΙΑ», τ. 109, Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2014

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διεθνής αναγνώριση της ταινίας «Κυνόδοντας» καθώς και η εικόνα της αξύριστης Κοντσίτα στη Γιουροβίζιον, ξανάναψαν, μάλλον πρόσκαιρα, μία συζήτηση που έδειχνε οριστικά τελειωμένη: αποτελεί η μεταμοντέρνα προσέγγιση της πραγματικότητας μία ριζοσπαστική προσέγγιση ή όχι; 
Μετά την ορμητική του εμφάνιση στο χώρο της ευρωπαϊκής διανόησης κατά τη δεκαετία του ’70 και τη φιλοσοφική σύρραξη που επακολούθησε, το «μεταμοντέρνο» φάνηκε να δικαιώνεται θριαμβευτικά με την πτώση του «Τείχους του Βερολίνου». Και ενώ φάνηκε να μονοπωλεί και να κυριαρχεί στη συζήτηση, χωρίς αντίπαλο μάλιστα, χάνεται από το προσκήνιο έξαφνα όπως εμφανίστηκε. Με τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την επανεμφάνιση του «ιμπεριαλισμού» στο προσκήνιο, μοιραία παίρνει τέλος η συζήτηση περί του «τέλους της Ιστορίας». Μαζί της ενταφιάζεται κάθε εγκυρότητα της μεταμοντέρνας σκέψης. 
Μπορεί το μεταμοντέρνο, ως ρωμαλέο και αντιφατικό ρεύμα, να ηττήθηκε από την Ιστορία, όμως κάθε άλλο παρά νεκρό είναι στις συνειδήσεις των ανθρώπων και των δρώντων υποκειμένων, των πολιτικών ή αισθητικών ρευμάτων. Το μεταμοντέρνο κατοικοεδρεύει πλέον “μέσα μας”, επιβιώνει πλέον με νέες διατυπώσεις, με νέες εκφράσεις και νέες μορφές, όπως «τα λάφυρα του ηττημένου, κοσμούν το νικητή», κατά τη ρήση του Χέγκελ, τα οποία μεταμορφώνουν, τελικά, τον ίδιο το νικητή.

Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε μία σύντομη περιήγηση της μεταμοντέρνας προβληματικής, παράλληλα με μία πρώτη κριτική προσέγγιση, ώστε να καταστεί, εί δυνατόν στο πλαίσιο μίας εργασίας, αποτελεσματικότερο «το όπλο της κριτικής» στη διάνοιξη του δρόμου της κοινωνικής χειραφέτησης.

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

Οι νέες τεχνολογίες, η πληροφορική και τα δίκτυα, η νανοτεχνολογία και η γενετική μηχανική, η «άυλη» οικονομία και τα νέα πεδία κερδοφορίας, αρχίζουν να αλλάζουν το πεδίο των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, τις κοινωνίες και τον πολιτισμό, το συνολικό τοπίο στα τέλη του ’60.

Είτε από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, είτε της πολιτικής, είτε της θεωρίας του πολιτισμού, γίνεται η διαπίστωση πως ο κόσμος αλλάζει δραστικά από τα τέλη του ’60, με ορόσημο την πετρελαϊκή κρίση του ’73. Έτσι, όροι όπως «ύστερος» ή «ολοκληρωτικός» καπιταλισμός, έρχονται να δώσουν έμφαση στην ποιοτική μετάλλαξη – στάδιο του καπιταλισμού, με όλες τις συνεπιφερόμενες αλλαγές στο επίπεδο του πολιτισμού, με την εμφάνιση της μεταμοντέρνας κουλτούρας. Όπως επισημαίνει ο Φ. Τζέιμσον αιτιολογώντας την εμφάνιση του μεταμοντέρνου, «έχουμε υποστεί έναν μετασχηματισμό του κόσμου της καθημερινής μας ζωής, μετασχηματισμό καθοριστικό, αλλά μη συγκρίσιμο με τις παλιότερες διαταραχές του εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχάνισης, μετασχηματισμό λιγότερο ορατό ή δραματικό, αλλά πιο μόνιμο, καθότι πιο ολοκληρωτικό και πληρέστερο.»[1] Η επίπτωση των τεχνολογικών μετασχηματισμών στη γνώση, στην έρευνα και τη μετάδοσή της, επισημάνθηκε εμφατικά από το μεταμοντέρνο και είναι εκείνο το πεδίο στο οποίο ρίζωσε το ίδιο. Τομείς όπως η γενετική, η κυβερνητική, η πληροφορική, η γλωσσολογία και η αρχιτεκτονική, αποτελούν τους τομείς απ’ όπου κυρίως εφορμά ο μεταμοντέρνος λόγος.

Ο ορισμός του μεταμοντέρνου, αποτελεί ζήτημα που άπτεται της περιοδολόγησης της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, από την εμφάνιση του καπιταλιστικού σχηματισμού ως σήμερα, και αποτελεί απάντηση στο ερώτημα του τί προηγείται, η μεταβολή στην οικονομία ή στην ευρύτερη κουλτούρα; Μία απόπειρα ανεύρεσης ορισμού του όρου «μεταμοντέρνο/μετανεωτερικό» προσκρούει σε διενέξεις προσεγγίσεων ευθύς εξ’ αρχής, εφόσον διαφορετικές προσεγγίσεις εφορμούν από διαφορετικές αφετηρίες: με βάση μία προσέγγιση οικονομικής/κοινωνικής περιοδολόγησης του καπιταλισμού, θα λέγαμε πως με τον όρο «μετανεωτερικότητα» εννοούμε τη μετανεωτερική χρονική περίοδο μετά τα τέλη του 1960. Με βάση μία πολιτισμική, μάλλον αταξική, προσέγγιση, το μεταμοντέρνο αφορά το γνωσιολογικό-πολιτισμικό, κυρίως, ρεύμα σκέψης, το οποίο διαδέχεται το ρεύμα του μοντερνισμού. Έχει τις αισθητικές, πολιτικές και κοινωνικές του εκφάνσεις, όπου τίθενται τα γνωστά ζητήματα σχέσεων «βάσης-εποικοδομήματος», υπαγωγής του πολιτισμού στη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας ή αυτονομίας του. [2]

Στην καθομιλουμένη πλέον, και όχι άδικα, ο όρος «μεταμοντέρνο» ταυτίζεται με ό,τι «ακολουθεί αδιάκοπα τις εκάστοτε τάσεις χωρίς αρχές και σταθερά σημεία αναφοράς» και στις κοινωνικές επιστήμες νοείται ως «ο ακραίος σχετικισμός στις αξίες και στην επιστημονική μέθοδο και η απόρριψη της αντικειμενικότητας». [3]

Στην ουσία, ένας ορισμός του μεταμοντέρνου συνίσταται σε έναν μακρύ κατάλογο αρνήσεων. Θα λέγαμε πως μπορούμε πιο εύκολα να αποφανθούμε για το τι δεν είναι το μεταμοντέρνο, παρά το πώς ορίζεται. Επιχειρώντας μία πρώτη, σύντομη καταγραφή των αφορισμών που υπερασπίζεται ο μεταμοντέρνος τρόπος σκέψης, θα αναφέραμε τη δυσπιστία απέναντι:

Α) στην αλήθεια, τη λογική και την αντικειμενικότητα.

Β) στις “μεγάλες αφηγήσεις”, στα κεντρικά ή ενιαία συστήματα δηλαδή, τα οποία, κατά το μεταμοντέρνο, οδηγούν πάντα στον ολοκληρωτισμό. Μία δυσπιστία, εν τέλει, απέναντι στους γενικούς κανόνες, τον ορθό λόγο, τη βεβαιότητα, την οργανωμένη δομή και την ταυτότητα.

Γ) στην πρόοδο, την Ιστορία και τη χειραφέτηση, (επομένως, στο πολιτικό πεδίο, αρνείται και την αναγκαιότητα συγκρότησης ή/και ύπαρξης υποκειμένου της Ιστορίας).

Αντίθετα, το μεταμοντέρνο αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ασαφή, ακαθόριστο και αντιφατικό. Κυριαρχεί η ενδεχομενικότητα, ο υποκειμενισμός, η απουσία κάθε ιεραρχίας, η πολυπλοκότητα. Στη νέα εποχή της αποκεντρωμένης πληροφορίας και της «άυλης» οικονομίας, η μεταμοντέρνα αντίληψη αναδεικνύει τη σημασία της φυλής, του φύλου και της εθνικότητας έναντι της ταξικής πολιτικής [4]. Το ατομικό και η τοπική κοινωνία πολιτών, τα σύμβολα, οι μύθοι και η τέχνη, επικρατούν έναντι της οικονομίας, της πολιτικής ή της μεγάλης “αφήγησης” [5]. Κυριαρχούν οι αντιτιθέμενες ταυτότητες αντί της διαλεκτικής· η ομοιόμορφη, χωρίς αντιφάσεις, τοπική “αφήγηση” και συνέχεια, αντί της συνοχής, με άλματα και τομές μέσα στη συνέχεια· η ετερότητα, η κατάτμηση και ο πλουραλισμός, αντί της ενιαιότητας· η εμπειρία αντί της γνώσης· το στυλ αντί του περιεχομένου· η μελαγχολική αντίληψη ενός κόσμου συνονθυλεύματος των επί μέρους.[6] Κατά τον Φ. Τζέιμσον, βασικό γνώρισμα της μετανεωτερικότητας είναι η σύμφυση πολιτικού-οικονομικού σε βαθμό «έκλειψης της διάκρισης μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος… Στο τρίτο στάδιο του καπιταλισμού, η βάση γεννά τα εποικοδομήματά της με νέα δυναμική». [7]

Παρακάτω, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τις προαναφερθείσες βασικές, κατά τη γνώμη μας, δυσπιστίες του μεταμοντέρνου.

Α. Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ 
1. Ενάντια στην επιστήμη και τη μέθοδο

Σωστά παρατηρεί ο Lyotard, βασικός θεμελιωτής του μεταμοντέρνου, πως παρά την επιστημονική-τεχνολογική έκρηξη του 20ου αιώνα, η τεχνοκρατική υπαγωγή των πάντων «είναι μία αποτυχία, το σχέδιο της χειραφέτησης δεν έχει καμία σχέση με την επιστήμη, έχουμε βυθιστεί μέσα στον θετικισμό αυτής ή εκείνης της ιδιαίτερης γνώσης… Μία επιστήμη που δε βρήκε τη νομιμότητά της δεν είναι αληθινή επιστήμη. Πέφτει στη χαμηλότερη βαθμίδα, στη βαθμίδα της ιδεολογίας ή του εργαλείου ισχύος…» [8]
Κατά τον Lyotard, το ζήτημα της νομιμοποίησης των αποδείξεων, της φερεγγυότητας μίας «μεταγλώσσας», είναι ζήτημα τεχνικών, «οι οποίες υπακούουν σε μιαν αρχή, την αρχή της μεγιστοποίησης των αποδόσεων… Συνεπώς, δεν υπάρχει απόδειξη και επαλήθευση των αποφάνσεων, ούτε και αλήθεια χωρίς χρήμα. Διαφαίνεται έτσι μία εξίσωση ανάμεσα στον πλούτο, στην αποτελεσματικότητα και στην αλήθεια.» [9]. 
Εδώ ο Lyotard σωστά επισημαίνει πως δεν υπάρχει “ουδέτερη” επιστήμη, σε έναν διαιρεμένο ταξικό κόσμο. Επισημαίνει την υπαγωγή της γνώσης στην κερδοφορία, ώστε να μετατραπεί σε παραγωγική δύναμη και να υπαχθεί τελικά στο παιχνίδι ισχύος: «δεν αγοράζει κανείς ειδήμονες, τεχνικούς και συσκευές για να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά για να αυξήσει την ισχύ.» [10] Το μηδενιστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει όμως, είναι αυθαίρετο κι επιπόλαιο· το ότι οι κανόνες της επιστημονικής γνώσης είναι ανεπαρκείς, δεν σημαίνει ότι καθίστανται αυτόματα και περιττοί, όπως αυτός αποφαίνεται.[11]

Το επιχείρημα των μεταμοντέρνων, πως εφ’ όσον η τεχνοεπιστήμη ευθύνεται για τη σημερινή παρακμή, θα πρέπει να αποδεχθούμε την ανωτερότητα αν όχι την ισοτιμία της άδηλης-μη πιστοποιημένης γνώσης, είναι έωλο. Οι μεταμοντέρνοι ισχυρίζονται πως αυτό που αποδεικνύουν οι δηλώσεις και συνεντεύξεις επιστημόνων στα ΜΜΕ, είναι η ανωτερότητα της αφηγηματικής γνώσης έναντι της τεκμηρίωσης.[12] Η “αφηγηματική γνώση” που εισηγείται το μεταμοντέρνο και τα δάνεια αυτής της γνώσης από την παράδοση ή το μυστικισμό, δεν την καθιστούν αυτόματα υπεράνω κριτικής, έξω από κάθε διαδικασία νομιμοποίησης, μόνο και μόνο επειδή η ανάλογη διαδικασία νομιμοποίησης της τεχνοεπιστήμης αποδείχτηκε «σικέ». Η υπαγωγή της επιστήμης στην υπηρεσία του κεφαλαίου, δεν ακυρώνει συλλήβδην ούτε αυτή, ούτε την συνεισφορά της στην ηρωϊκή και οδυνηρή εξέλιξη της ανθρωπότητας.

2. Λύση η έξοδος από την αιτιοκρατία;

Η έκρηξη της γνώσης κατά τον 20ο αιώνα, αφήνει άφωνο το μεμονωμένο μεταμοντέρνο ερευνητή, ο οποίος αδυνατεί να ερμηνεύσει λογικά και μεθοδικά τον ωκεανό της γνώσης, εφ’ όσον έχει απωλέσει ή παραιτηθεί από κάθε ερμηνευτική απόπειρα ή ερευνητική μέθοδο. Μοιραία εκπίπτει στην αναγόρευση της μη-μεθόδου σε μέθοδο του … απροσδιόριστου. Τα fractals, εφαρμογές της παραδοξολογίας στη μελέτη της σχιζοφρένειας κ.α., κατατείνουν στην ιδέα πως η διαυγαστική διαδικασία της γνώσης, «της διαρκώς συναγώγιμης συνάρτησης», τείνει να εξαφανιστεί, ενώ κάθε εξέλιξη είναι ασυνεχής, μεταπτωτική, ανεπανόρθωτη, παράδοξη. Το μοντέλο νομιμοποίησης, δεν είναι το μοντέλο της καλύτερης αποδοτικότητας, αλλά της διαφοράς εννοημένης ως παραλογίας. Με νομιμοποιητικές αρχές τις αρχές της αβεβαιότητας του Heisenberg και τη θεωρία των ριζικών μεταπτώσεων του Rene Thom, η επιστήμη περιγράφει μαθηματικά «πώς μπορούν να παραχθούν ασυνέχειες μέσα σε καθορισμένα φαινόμενα και να γεννήσουν απροσδόκητες μορφές». Αντίθετα το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το μεταμοντέρνο, είναι πως «υπάρχουν μόνο «νησίδες αιτιοκρατίας», ενώ ο ανταγωνισμός των ριζικών μεταπτώσεων είναι ο κανόνας. Άρα «δεν υπάρχει επιστημονική μέθοδος και ο ειδήμονας είναι πρώτα-πρώτα κάποιος που λέει ιστορίες, τις οποίες απλώς πρέπει να επαληθεύσει.»[13] (Η συγκεκριμένη γνωσιολογική πρόταση του Lyotard και του μεταμοντέρνου, ουσιαστικά έχει περιγραφεί από το Feyerabend στο “Against Method” (London, N.L.B, 1975).

Ο περιορισμός όμως αυτός θέτει απλώς υπό περιορισμό μόνο την αποτελεσματικότητα μιας καθορισμένης γνώσης και της εξουσίας που προκύπτει από αυτήν, και όχι την εγκυρότητα της επιστήμης εν γένει, ή το αίτημα της καθολικότητας της γνώσης.

3. H δυσπιστία απέναντι στην αλήθεια, τη λογική και την αντικειμενικότητα

Η μετανεωτερικότητα αυτοπροβλήθηκε ως το σχέδιο αμφισβήτησης και υπέρβασης του Διαφωτισμού (και του συνεπαγόμενου ορθολογισμού), της τεχνοκρατίας, της αδιάλειπτης προόδου και της ομογενοποίησης [14]. Αναπόφευκτα, ο χαρακτήρας της μεταμοντέρνας κουλτούρας ως αμφισβήτησης των παραπάνω αρχών, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα από μια επίθεση κατά της αιτιοκρατίας και των θεμελίων της επιστημονικής γνώσης.[15]

Το μεταμοντέρνο είναι η αμφισβήτηση της δυνατότητας να γνωρίσουμε τον κόσμο, εξ’ αιτίας της πολυσύνθετης φύσης των φαινομένων. Η ολοφοβική επίθεση του μεταμοντέρνου στον ορθολογισμό, επιχειρήθηκε μέσα από την κατάτμηση της πραγματικότητας, την ανάδειξη του επιμέρους και την άρνηση της συνέχειας. Μέσα από μια τέτοια θεώρηση, η άρνηση της συνέχειας αποκτά κεντρικό ρόλο στη μετανεωτερική σκέψη. Η ασυνέχεια, δεν είναι πλέον η ποιοτική καμπή στη συνέχεια, αλλά η έκφραση της έλλειψης αλληλοδιασυνδέσεων ανάμεσα σε υποκείμενα, ένα συνεχές κόψιμο, μια βαθιά αποσύνδεση. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τ. Ήγκλετον, «Αυτό συνεπάγεται, ακόμη, την άρνηση της διαλεκτικής του επιμέρους με το γενικό και της σχέσης του με το δρων υποκείμενο που συνδημιουργεί και συγκαθορίζει την ανάπτυξη αυτής της δομής και σχέσης.» [16]

Προφανώς, η ανάπτυξη της ιστορίας δεν αποτελείται μόνο από ρήξεις ή μόνο από γραμμική συνέχεια. Η πρόθεση της κριτικής και αμφισβήτησης της μηχανιστικής αντίληψης μέρους/όλου, της ιστορικής ανάπτυξης ή των κοινωνικών σχέσεων, δεν αρκεί για να παραχθεί μία συνεκτική κι αξιόπιστη πρόταση. Όπως «δε σημαίνει πως αυτές οι ρήξεις δεν έχουν καμία δομή οι ίδιες, και καμία σχέση με τις προηγούμενες φάσεις (γραμμικής) ανάπτυξης.» Αποτελεί, επομένως, θεμελιακό πρόβλημα του μεταμοντέρνου ο υπερτονισμός της κατάτμησης, του πλουραλισμού και της ετερότητας. [17]

Για τη μεταμοντέρνα γνωσιοθεωρία, ο κόσμος είναι ένα ακατανόητο χάος, το οποίο αντιμετωπίζεται πότε ως ομογενοποιημένος “χυλός” και πότε ως άπειρος κατακερματισμός. Πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, αλήθεια και ψέμα, καλό και κακό, συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Στη μεταμοντέρνα αφήγηση πρωταρχικό ρόλο παίζει η εμπειρία, η υποκειμενική, άρα σχετική, προσέγγιση της γνώσης. Έτσι όμως είναι αδύνατη η εισχώρηση κάτω από τα επιφαινόμενα, ώστε να προσεγγιστεί η συγκρότηση και οι ποιοτικές σχέσεις των επιμέρους που συναποτελούν την πραγματικότητα. Κυρίαρχη είναι μία αντίληψη για τον κόσμο ως ένα συνονθύλευμα σπαραγμάτων, αντιλήψεων και βιωματικών τρόπων ύπαρξης, μία αντίληψη σε στενή συγγένεια με τη νιτσεϊκή “χαρούμενη επιστήμη”. Με αφορμή τα καταστροφικά αποτελέσματα της τεχνοκρατικής-θετικιστικής επιστήμης, το μεταμοντέρνο χρεώνει συλλήβδην ως μεροληπτικούς και προειλημμένους, τους κανόνες και τις επιστημονικές μεθόδους.

Β. ΟΛΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Το μεταμοντέρνο τάσσεται απόλυτα και ανειρήνευτα απέναντι σε κάθε απόπειρα γενίκευσης και συγκρότησης συνεκτικής θεωρίας. Κάθε απόπειρα γενίκευσης, υποκρύπτει κατά το μεταμοντέρνο τη γέννηση ολοκληρωτικών αντιλήψεων και ολοκληρωτισμού. Κάθε απόπειρα συνολικής αφήγησης δεν είναι απλά λαθεμένη, αλλά ολοκληρωτική. Εφ’ όσον η θεωρία των συστημάτων δεν είναι επιστήμη, δεν μπορεί να περιγραφεί η κοινωνία με βάση αυτό το παράδειγμα. Επομένως κάθε έννοια συστήματος, συνεπιφέρει αναπόφευκτα τον ολοκληρωτισμό και την τρομοκρατία: «Δεν υπάρχει γενική μεταγλώσσα, στην οποία μπορούν να μετεγγραφούν και να αναπτυχθούν όλες οι άλλες. Αυτό ακριβώς απαγορεύει την ταύτιση με το σύστημα και, εν κατακλείδι, την τρομοκρατία.» [18]

Επιλέγεται, επομένως, ο θρυμματισμός του κόσμου μέσα από μία αφήγηση αποδομητική, που δεν επιχειρηματολογεί – εφόσον το μεταμοντέρνο αρνείται τον ορθό λόγο – αλλά αφοριστικά σχεδόν διηγείται την ιδεολογία, μία «ολοφοβική» θα λέγαμε, «ιδεολογία των θραυσμάτων». Έτσι, από την οργανική ενότητα ανθρώπου-κόσμου-φύσης στις παραδοσιακές κοινωνίες, στις οποίες το γνωστικό-ερμηνευτικό πεδίο ήταν υπόθεση μυθικών και θρησκευτικών αφηγήσεων, περνάμε στις σύγχρονες μοντέρνες κοινωνίες του ορθού λόγου και της ανθρώπινης γνώσης, κι από κει στις μεταμοντέρνες κοινωνίες, όπου κύριο χαρακτηριστικό είναι η διάσπαση και ο κατακερματισμός.

Κατά το Μαρξ, η διάσπαση αυτή εμφανίζεται με τη μορφή του ολοένα αυξανόμενου ταξικού ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα και αντανάκλαση αυτής της ταξικής διαίρεσης αποτελεί η διαφορική ένταση στην αντιληπτική διαδικασία και στην αυτοσυνείδηση του ανθρώπου. Ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο της αυτοσυνείδησης, κατά το Lyotard, συντελείται η διάσπαση του ανθρώπου, με τον αποκλεισμό μιας σειράς δημιουργικών ικανοτήτων του, όπως η φαντασία και η κριτική του ικανότητα. Η αρχή της εξουσίας – υποταγή της βούλησης, καταπίεση της ανθρώπινης φύσης κ.ά. – αναγνωρίζεται ως συστατικό στοιχείο όλων των σχέσεων που αναπτύσσει ο άνθρωπος.

Πρόθεση του μεταμοντέρνου είναι να διασώσει ό,τι έχει αποκλεισθεί από την αναπαραστατική μοντέρνα σχέση αναγνώρισης του Λόγου ως αποκλειστικής ρυθμιστικής ιδέας της ζωής του ανθρώπου. Η μεταμοντέρνα γνωστική σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, έχει την αφετηρία της ακριβώς σ’ αυτές τις εγγενείς ανεπάρκειες της μοντέρνας σχέσης. Στόχος του μεταμοντέρνου και του Lyotard στο θεμελιώδες έργο του «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», είναι η κατάργηση των συνόρων ανάμεσα στην επιστημονική-φιλοσοφική γνώση των “μεγάλων αφηγήσεων” και την πρακτική-πολιτική αφήγηση της χειραφέτησης του ανθρώπου, ώστε να αναβιώσει μία γνωστική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, η οποία θα ενσωματώνει και την αισθητική στάση. [19]

Αίρεται επομένως η πρωτοκαθεδρία του Λόγου, ενώ προκρίνεται η (δι)αισθητική πρόσληψη της πραγματικότητας. Έτσι όμως, αντί της επιστημονικής, δημιουργικής ένταξης της εμπειρίας στο Λόγο, η πρωτοκαθεδρία της άκριτης εμπειρίας ανάγεται σε αυταξία, «εκλαμβάνεται ως καταφύγιο από τον «ολοκληρωτισμό» των θεωρητικών συστηματοποιήσεων, εφόσον είναι πάντα ανοιχτή σε νέα δεδομένα, απόψεις κι επιλογές» [20]

Γ. H ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗΣ

Ολότητα, Ιστορία και υποκείμενο της Ιστορίας, έχουν αναπόφευκτα κοινή αντιμετώπιση από το μεταμοντέρνο, εφόσον η ύπαρξη της κάθε έννοιας προϋποθέτει και νοηματοδοτείται από την ύπαρξη της άλλης. «Η έννοια της ολότητας προϋποθέτει ένα υποκείμενο, για το οποίο η ολότητα θα είχε κάποια πρακτική σημασία· μόλις όμως το υποκείμενο αυτό υποχωρήσει ή ενσωματωθεί, διασκορπιστεί ή μεταμορφωθεί σε σημείο που είναι σα να μην υπάρχει, τότε και η έννοια της ολότητας θα έχει κι αυτή την ίδια τύχη.» [21] Και το αντίστροφο. Εφ’ όσον η Ιστορία δεν κινείται τελεολογικά, όπως ισχυρίζονταν οι νεωτεριστές, (κατά τη ντετερμινιστική αντίληψη που τους αποδίδουν οι μεταμοντερνιστές), δε νοείται και ενεργό υποκείμενο το οποίο θα “καθορίσει” την Ιστορία. Εντέλει, «Ο μεταμοντερνισμός είναι ενθουσιώδης με την ιστορία και σκεπτικός απέναντι στην Ιστορία. [22]

Σε πολιτικό επίπεδο επομένως, κάθε ανάλυση περί υποκειμένου ή πρωτοπορίας είναι άνευ νοήματος, με αποτέλεσμα τη θέση του διακριτού “προλεταριάτου” ως υποκείμενου της Ιστορίας, να την παίρνει η έννοια του “πλήθους”.

Για το Διαφωτισμό, η πορεία της ανθρωπότητας ήταν μία αδιάλειπτη πορεία προς την πρόοδο και την παγκόσμια ειρήνη. Το μεταμοντέρνο έθεσε ουσιαστικά το ερώτημα, κατά πόσο το ορθολογικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού χρήζει αλλαγών και βελτιώσεων, ή αλλιώς, αν «η θέση του ανθρώπου στον κόσμο» έχει αλλάξει πλέον τόσο ριζικά, ανθρωπολογικά και φιλοσοφικά δηλαδή, ώστε κάθε συζήτηση περί χειραφέτησης να είναι προβληματική από μόνη της, όπως διατείνεται ο Lyotard.[23] 
Για το μεταμοντέρνο, ο κόσμος δεν είναι παρά «ένα αδιάκοπο παιχνίδι διαφοράς και μη ταυτότητας, κι οτιδήποτε καταστέλλει άγρια όλο αυτό το παιχνίδι, είναι και το πλέον επιλήψιμο.»[24]

Πέραν όμως της αντικομφορμιστικής λογικής που υπερασπίζεται το μεταμοντέρνο με την εισήγηση της «παραλογίας», η ένδεια της προοπτικής είναι αποκαλυπτική: αρκεί ο εντυπωσιασμός των λέξεων και το λογοπαίγνιο, αφού «έτσι διαγράφεται μία πολιτική, μέσα στην οποία θα αντιμετωπίζονται με σεβασμό, η λαχτάρα για δικαιοσύνη και για το άγνωστο». Μήπως όμως τελικά, η απόρριψη της Ιστορίας στο όνομα της ιστορίας, και η απόρριψη της αλλαγής στο όνομα του πλουραλισμού και της διαφορετικότητας, είναι ένας υπόρρητος τρόπος για να επιστρέψει κανείς στην ομοιογένεια, στο αδιαφοροποίητο και στον κομφορμισμό; Ο πραγματικός στόχος του «τέλους της ιστορίας» δεν είναι γνωσιοθεωρητικός. Είναι πρακτικός και πολιτικός: είναι η αποτροπή της σκόπιμης ιστορικής δράσης. «Δεν έχει σημασία αν δεν υπάρχει διαθέσιμος πολιτικός φορέας για να μεταμορφώσει το σύνολο, εφόσον κατά βάθος, δεν υπάρχει σύνολο για να μεταμορφωθεί.» [25]

Εξ’ άλλου ο Lyotard είναι σαφής επ’ αυτού: «Η μεγάλη αφήγηση απώλεσε την αξιοπιστία της, όποιος και αν είναι ο τρόπος ενοποίησής που της αποδίδεται: θεωρητική αφήγηση, αφήγηση της χειραφέτησης… Σε αυτή την παρακμή των αφηγήσεων μπορούμε να δούμε ένα αποτέλεσμα της ανόδου των τεχνικών και των τεχνολογιών μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που έριξε το βάρος περισσότερο στα μέσα της δράσης παρά στους σκοπούς της.»[26] Όμως, «αν αποκόψουμε και τα ελάχιστα νήματα που μας συνδέουν ακόμη μ’ αυτή την ου-τοπία της καθολικής χειραφέτησης, πώς θ’ αποφύγουμε άραγε την καταβύθιση μας στο τέλμα μιας καθημερινότητας χωρίς τέλος και χωρίς αύριο;» [27]

Μια ομολογία με νόημα

Η προσπάθεια της επιστημονικής, μεθοδικής τεκμηρίωσης κατά το Lyotard, δεν είναι τίποτα περισσότερο από προσπάθεια νομιμοποίησης ισχύος. Στο έργο του «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», ο συγγραφέας, πέραν της θεμελίωσης της «μεταμοντέρνας κατάστασης» που εισηγείται, αποκαλύπτει έναν υπόρρητο ναρκισσισμό, καθώς ο μεταμοντέρνος ρήτορας ορίζεται απλώς ως “επινοητικός ομιλητής”. Πραγματικά, η ισοπεδωτική αντιστροφή που επιχειρεί ο Lyotard, εκπλήσσει με τη βαρύγδουπη ελαφρότητά της. Προτάσσεται η επινοητικότητα του ομιλητή και ο εντυπωσιασμός του ακροατηρίου, ενώ κάθε απόπειρα λογικής-θεωρητικής τεκμηρίωσης κρίνεται ως υστερόβουλη, εφόσον και αυτή γίνεται απλώς από… «ιμπεριαλιστικό» δόλο, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η ισχύουσα τάξη πραγμάτων![28] Το παράδειγμα της επιβολής της Δύσης και της υπερίσχυσης του παραδείγματός της δια της βίας έναντι του Τρίτου Κόσμου, είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό.

Κατά τον Lyotard, η κοινωνική πραγματικότητα συγκροτείται από αμέτρητες «μορφές ζωής» και απειράριθμα «γλωσσικά παιχνίδια βούλησης για δύναμη» τα οποία συγκροτούνται μέσω των συμπεριφορών κάποιων δραστήριων κι επινοητικών ομιλητών, στο πλαίσιο κανόνων που κατασκευάζονται κατά περίσταση. Εν τέλει, το ζητούμενο είναι «η επιτυχία απέναντι στον αντίπαλο – την κατεστημένη γλώσσα», με την επινόηση εκφράσεων και νοημάτων, η οποία χαρίζει «μεγάλες τέρψεις»[29]. Πρόκειται για ένα γλωσσικό παιχνίδι λεκτικής αγωνιστικής που απαρτίζεται από λεκτικές κινήσεις, σαν αγώνες ρητορικού εντυπωσιασμού, χωρίς διόλου να απασχολεί το νόημα, το περιεχόμενο ή η κριτική σκέψη.

Δ. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Η μεταμοντέρνα δεκαετία του ’70, παίρνει αποστάσεις από τις μοντέρνες καλλιτεχνικές φόρμες. Η τάση εμπορευματοποίησης της κουλτούρας εντείνεται και απολυτοποιείται. «Αντί να μας βασανίζει η δημιουργία αθάνατων έργων, μας βασανίζει η κατάρριψη παγκόσμιων ρεκόρ· κυρίως όμως ρεκόρ θεαματικότητας και πωλήσεων.» [30] Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, διευκολύνεται η απομυθοποίηση των μεγάλων δημιουργών, καθώς τα πάντα, και τα έργα τους, μεταφράζονται σε χρήμα. Στη σφαίρα της μετανεωτερικότητας λοιπόν όλα επιτρέπονται. Το δόγμα του “anything goes” είναι κυρίαρχο. Πέφτουν τα τείχη μεταξύ του παλαιού και του νέου. Ο χρόνος κατακερματίζεται ενώ παρόν, παρελθόν και μέλλον είναι πλέον έννοιες ρευστές. Έτσι ο νεωτερικός μύθος γκρεμίζεται μέσα από την σύμμειξη διαφόρων στυλ και εποχών. [31]

Την επιθυμία του δυνατού ο καλλιτέχνης οφείλει να τη μηρυκάσει σα να ήταν φιλόσοφος, «ο φιλόσοφος οφείλει να την παραστήσει σα να ήταν στη θέση του καλλιτέχνη κι ο καταναλωτής να την απωθήσει. Όλα θυμίζουν πράγματι παρωδία, κι αποκτούν έναν τελεστικό χαρακτήρα: ο επιστήμονας παριστάνει τον ερευνητή που έπαψε να είναι, ο καλλιτέχνης παριστάνει το φιλόσοφο που δεν ήταν ποτέ, ο φιλόσοφος τον καλλιτέχνη που απαρνήθηκε.» Και όλες αυτές οι διαδρομές, συνιστούν τελικά «παρακαμπτήριες για να μπουν στις μεγάλες ευθείες που οδηγούν κατευθείαν στην αγορά.» [32]

Τα κολλάζ, η τυχαία συλλογή αντικειμένων, η επαναληπτική προβολή προϊόντων εν είδει διαφημιστικής καταιγίδας σε πολύχρωμο φόντο, τίθενται εξ’ αρχής εκτός ερμηνευτικού πλαισίου. Σε αυτά δεν υπάρχει έννοια ή νόημα, καθώς το μήνυμα είναι το ίδιο το μέσο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταμοντέρνας “τέχνης” είναι τα έργα του Α. Ουόρχωλ. Τα «παπούτσια» του Βαν Γκογκ, σε αντίθεση με τα “Diamond dust shoes” του Ουόρχωλ, εντάσσονται σε πλαίσιο που ορίζει τη χρήση τους, ενώνοντας το χρόνο, παρελθόν και παρόν. «Αν δεν υπάρχουν ιδέες, όνειρα, σχέδια, βλέψεις αλλά και έργα ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης των ανθρώπων και των μεταξύ τους σχέσεων, υπάρχει ακόμη η αναζήτηση των τρόπων να παρασταθεί το εκτός σχέσεων που βιώνουν, δηλαδή το τίποτα.» [33]

Μέσα στο μηδενιστικό κλίμα και στην αδυναμία της εποχής του να δημιουργήσει ουτοπία, ο καλλιτέχνης, προκειμένου να μην παραιτηθεί, μετατρέπει τη θεωρία σε μικροαφήγηση συμβάντων, αποδομώντας δομές, έννοιες και νόημα. Στο έργο του δεν μπορεί να αποδοθεί καμία αλήθεια ή εννοιολογική αναπαράσταση, καθώς έχει μετακινηθεί από την αλήθεια, στην επινόηση και στο μανιερισμό, ενώ το ζητούμενο είναι το ύφος και το στυλ. Μάλιστα όσο αποκόβεται το περιεχόμενο από το έργο, τόσο περισσεύει η τεχνική, το ύφος και το image.[34]

Ε. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το μεταμοντέρνο ρεύμα γεννήθηκε στη βάση της απογοήτευσης που επακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – την ήττα του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα, την ανάπτυξη του φασισμού, τον εκφυλισμό των πρώιμων σοσιαλιστικών καθεστώτων, την ενσωμάτωση κάθε χειραφετικής απόπειρας στο επαναστατικό κίνημα και την τέχνη – στη βάση αυτού που θεωρήθηκε «αποτυχία του προγράμματος του Διαφωτισμού» με αποτέλεσμα το βύθισμα του ανθρώπου σε μία «νέου τύπου βαρβαρότητα». [35] Η πολιτική ήττα του εργατικού κινήματος των αρχών του ‘20ου αιώνα ολοκληρώθηκε με τη διάψευση της απελευθερωτικής αυταπάτης της δεκαετίας του ’60.

Η επιμονή του μεταμοντέρνου στην ανάγκη υπέρβασης του σύγχρονου ορθολογισμού, το οδήγησε τελικά στην αποδοχή άκρως συντηρητικών απόψεων, ενώ οι πρωταγωνιστές του μεταμοντερνισμού «φαίνεται να έχουν εξαρχής συμβιβαστεί με την πραγματικότητα του ώριμου καπιταλισμού» [36] Η άρνηση της μεγαλεπήβολης πολιτικής, της πολιτικής που διεκδικεί το “ανέφικτο” της αλλαγής του κόσμου, έχει ως ψυχολογικό της υπόβαθρο την εσωτερίκευση της ήττας, την παραδοχή πως, έτσι κι αλλιώς, η προσδοκία της ριζικής αλλαγής συνιστά παραλογισμό· η πολυπλοκότητα του κόσμου και οι πολλές «τοπικές» πραγματικότητες, διασπούν οριστικά το ενιαίο του μάταιου τούτου κόσμου, καθιστώντας την κοινωνική ολότητα, χίμαιρα. «Όταν οι ριζοσπάστες σε μία έξαρση ολοφοβίας απορρίπτουν την έννοια της ολότητας, το κάνουν εκτός από άλλους, πιο θετικούς λόγους, διότι έτσι βρίσκουν λίγη από την πολυπόθητη παρηγοριά που έχουν τόση ανάγκη. Σε μία περίοδο που η μεγαλεπήβολη πολιτική δράση δε φαίνεται πραγματικά εφικτή και η λεγόμενη μικροπολιτική είναι καθώς φαίνεται στην ημερήσια διάταξη, τους ανακουφίζει πράγματι να μετατρέπουν αυτή την ανάγκη σε αρετή.» [37] Δεν έχει κανένα νόημα επομένως, καμία απόπειρα διάγνωσης της πραγματικότητας, καμία απόπειρα ενιαιοποίησής της, προσδιορισμού της πρωτοπορίας ή του φορέα της.

Εδώ όμως απογυμνώνεται η μεροληπτική-ιδεολογική στάση του μεταμοντερνισμού, όταν εθελοτυφλεί απέναντι σε ολότητες όπως καπιταλισμός ή παραγωγικές σχέσεις, ενώ υποδέχεται υπόρρητα λιγότερο ενοχλητικές ολότητες, όπως «οι φυλακές, η πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας, το σώμα, τα απολυταρχικά πολιτικά συστήματα» κ.ά. [38] Εξάλλου το δέλεαρ της παραίτησης μπροστά στις απαιτήσεις της θεωρητικής παραγωγής για την κατανόηση της πραγματικότητας, παράλληλα με την τιτάνια προσπάθεια που απαιτεί ο πολιτικός/κοινωνικός αγώνας για την αλλαγή της, είναι σημαντικό. Από την άλλη, η αφηρημένη επίκληση “μικροαφηγήσεων” πέρα από κάθε επιστημονική επικύρωση, εφόσον η τελευταία έχει καταστεί ανυπόληπτη, δε διαφοροποιεί σε τίποτα το μεταμοντέρνο από τις καθεστωτικές πρακτικές που καταγγέλλει. Επιπλέον, η κοινωνική παρακμή που βιώνουμε, δεν μπορεί να μηδενίσει άκριτα ό,τι προηγήθηκε, κάθε κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού: Λόγο, επιστήμη, μέθοδο, διαλεκτική, Ιστορία, πρωτοπορίες ή ολότητες. «Από όπου κι αν τυχόν προέρχεται η μετανεωτερικότητα – από τη “μεταβιομηχανική” κοινωνία, την τελική αμφισβήτηση της νεωτερικότητας, την επανεμφάνιση της πρωτοπορίας, την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, την εμφάνιση νέων ζωτικών πολιτικών δυνάμεων, την κατάρρευση ορισμένων κλασσικών ιδεολογιών της κοινωνίας και του υποκειμένου – είναι ταυτόχρονα και κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας πολιτικής αποτυχίας, την οποία είτε βύθισε στη λήθη ή με την οποία δε σταμάτησε ποτέ να παλεύει.» [39]

Το σταθερότερο επίτευγμα του μεταμοντέρνου, η ανάδειξη των πολλαπλών υποκειμένων αντί της ταξικής πολιτικής, δεν έδωσε και κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα παρά το πληθωρικό του ύφος. Παράλληλα, με μία προσαρμοστικότητα ανάλογη των περισσότερων ρευμάτων κοινωνικής-πολιτικής κριτικής, το μεταμοντέρνο αποδέχτηκε ότι ο καπιταλισμός είναι πανίσχυρος, άρα κι αναμφισβήτητη η μακροβιότητά του, οπότε τοποθετήθηκε απέναντί του σαν να μην… υπάρχει! Εύστοχα τονίζει ο Ήγκλετον, «όσο για το μαρξισμό, ο Λένιν δεν ήταν παρά ένας “ελιτιστής”, η μαρξιστική θεωρία και πολιτική οργάνωση, είναι “αρσενικού γένους”, …η ιστορική πρόοδος αποτελεί “τελεολογία” και κάθε ενδιαφέρον για την υλική παραγωγή είναι “οικονομισμός”». [40]

Τα αποφθέγματα του μεταμοντέρνου εντέλει προάγουν τον πολιτικό αναλφαβητισμό και την ιστορική λήθη, ενώ τα ζητήματα που έθεσε η νέα εποχή, μάλλον απέφυγε να τα απαντήσει αν και τα εντόπισε έγκαιρα. «Η πολιτική του μεταμοντερνισμού υπήρξε επομένως στοιχείο εμπλουτισμού και ταυτόχρονα υπεκφυγής.» Επιπλέον όμως, όπως επισημαίνει ο Ήγκλετον, ο ριζοσπαστισμός του δεν έγκειται στις ρηξικέλευθες εστιάσεις που εισήγαγε, αλλά μάλλον στα κενά που άφησε πίσω της η υποχώρηση του εργατικού κινήματος: «Αν έθεσε νέα ζωτικά πολιτικά ερωτήματα, αυτό συνέβη, εν μέρει, επειδή σήμανε μία άκομψη υποχώρηση από παλαιότερα ζητήματα – όχι επειδή τα ζητήματα αυτά έπαψαν να υφίστανται ή επιλύθηκαν, αλλά επειδή προς το παρόν αποδεικνύονται δυσεπίλυτα.» [41]

Πολιτικές χωρίς πολιτική λοιπόν, υποκείμενα χωρίς Ιστορία, ριζοσπαστισμός χωρίς αλλαγή, αισθηματισμοί χωρίς συναίσθημα, κυματισμοί χωρίς μεταβολές, φύλα χωρίς τάξη, σώμα χωρίς βιολογία, αφηρημένα, πολλαπλότητα εναντίον μοναδικότητας, σε ένα εννοιολογικό εκλεκτικισμό που αντιπαρατάσσει αντιθετικά και ανειρήνευτα έννοιες με μία εμμονή, σα να επιζητά εχθρούς-φαντάσματα. «Παρά το διατυμπανισμένο άνοιγμά του προς το Έτερο, ο μεταμοντερνισμός γίνεται συχνά εξίσου εκλεκτικός και αυστηρός όσο και οι ορθόδοξες δοξασίες με τις οποίες είναι αντίθετος. Γενικά, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ανθρώπινη κουλτούρα, αλλά όχι για ανθρώπινη φύση, να μιλήσει για φύλα, αλλά όχι για κοινωνικές τάξεις, για το σώμα, αλλά όχι για τη βιολογία, για απόλαυση αλλά όχι για δικαιοσύνη, για τη μετα-αποικιοκρατική εποχή, αλλά όχι για τη μικροαστική τάξη. Πρόκειται για μια απόλυτα ορθόδοξη ετεροδοξία, η οποία, όπως κάθε φανταστική μορφή ταυτότητας, χρειάζεται τους δαίμονές της και τους πλασματικούς αντιπάλους της για να συνεχίσει να υπάρχει.»[42] Χωρίς αυτοκριτική ματιά, επαναλαμβάνοντας παραδοσιακά λάθη του κλασσικού ιδεαλισμού και του ανιστορικού μοραλισμού, η ηθική αφορά περισσότερο τη μοιχεία παρά τους εξοπλισμούς, ότι αναφέρεται «περισσότερο στις σεξουαλικές παρεκκλίσεις και λιγότερο στους λιμούς, αναρωτιέται κανείς μήπως κάποιοι μεταμοντερνιστές μετατρέπονται σιγά σιγά σε αντεστραμμένο είδωλό τους». [43]

Άθελά του ίσως, η μετανεωτερική σκέψη έθεσε εκ νέου, μέσω του εμπλουτισμού των κριτικών-παρελκυστικών του επισημάνσεων, το καθήκον της ανάπτυξης του μαρξισμού, εφ ‘όσον ο τελευταίος επιμένει να διεκδικεί με αξιώσεις, το μεθοδικό-επιστημονικό χειραφετητικό πρόταγμα: αυτό της διαρκούς αμφισβήτησης και ανάπτυξής του έως «χλευασμού των επιτευγμάτων» του, καθώς αναμετριέται με τα νέα ερωτήματα και καθήκοντα που τίθενται στην επιστήμη, την κοινωνία και στην πολιτική· συλλογικό υποκείμενο αντί το θάνατο του υποκειμένου, ενοποίηση του κόσμου αντί της πολυδιάσπασής του κλπ.

Το γεγονός της αξιοποίησης της μεταμοντέρνας σκέψης από τον Ισραηλινό στρατό, ο οποίος συστηματικά διαβάζει Deleuze και Guattarry [44], θέτει σοβαρό ζήτημα ηθικής νομιμοποίησης της μετανεωτερικής σκέψης. Βέβαια ο Ισραηλινός στρατός μπορεί να μη χρειάζεται την μεταμοντέρνα σκέψη για να “δράσει”, όμως η σιγή και ενσωμάτωση της μετανεωτερικής σκέψης μετά το τέλος του «τέλους της Ιστορίας» στην καθεστωτική θεωρία και …πράξη, την καθιστά εξόχως προβληματική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το 1999, πρώτος απ’ όλους ο Ντεριντά, έσπευσε να υπερασπιστεί τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία ως ανθρωπιστικούς και αναγκαίους!..

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Φ. Τζέιμσον, «Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού», εκδ. Νεφέλη, σελ. 30, Αθήνα 1999.
[2] Τ. Ήγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 9.
[3] Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
[4] Τ. Ήγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», ό. π., σελ. 23
[5] ό.π. σελ. 13
[6] ό.π. σελ. 16-20
[7] ό.π. σελ. 30
[8] Ζ. Φ. Λυοτάρ, «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. Γνώση, σελ. 100.
[9] ό.π. σελ. 112-113.
[10] ό.π. σελ. 115-116 
[11] ό.π. σελ. 83.
[12] ό.π. σελ. 80. 
[13] ό.π. σελ. 140-142
[14] ό.π. πρόλογος
[15] Καλοδίκη Γεωργία, «Φιλοσοφία και η εξέγερση του μεταμοντέρνου στην Τέχνη»http://www.gkalodiki.gr/postmodern_revolution_1.php?L0=greek
[16] Τ. Ήγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 16
[17] ό.π. σελ. 17
[18] Ζ. Φ. Λυοτάρ, «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», ό. π., σελ. 151-153.
[19] ό.π. σελ. 155
[20] Π. Παυλίδη, «Η εκπαίδευση στον ορίζοντα της κοινωνικής χειραφέτησης», (ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο 80, Μάιος-Ιούνιος 2008, σελ. 139-159)
[21]Τ. Ήγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», ό.π. , σελ. 38
[22] ό.π. σελ. 65
[23] ό.π. σελ. 155
[24] ό. π., σελ. 36
[25] ό. π., σελ. 36
[26] Ζ. Φ. Λυοτάρ, «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», ό. π., σελ. 99.
[27] Α. Χρύση, «Μεταμοντέρνα κατάσταση και απελευθερωτική προοπτική, Στιγμές μιας φιλοσοφικής περιπλάνησης στην Ιστορία» (ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο 22, Σεπτέμβριος –Οκτώβριος 1996, σελ.87 -99) 
[28] Ζ. Φ. Λυοτάρ, «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», ό.π., σελ. 78-79.
[29] ό.π. σελ. 45-46.
[30] Α. Δεληγιώργη, «Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία», εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 416. 
[31] Καλοδίκη Γεωργία, «Φιλοσοφία και η εξέγερση του μεταμοντέρνου στην Τέχνη»http://www.gkalodiki.gr/postmodern_revolution_1.php?L0=greek
[32] Α. Δεληγιώργη, «Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία», εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 416. 
[33] ό.π. σελ 420. 
[34] ό.π. σελ. 421-423.
[35] Ζ. Φ. Λυοτάρ, «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», ό. π. πρόλογος
[36] Ζ. Παπαδημητρίου, «Από την Οικουμενικότητα του Διαφωτισμού στα Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα: Αναζητώντας το Μίτο του Ορθού Λόγου.»
[37]Τ. Ήγκλετον, «Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας», ό. π., σελ. 36.
[38] ό.π., σελ. 39.
[39] ό.π. σελ. 51
[40] ό.π. σελ. 54
[41] ό.π. σελ. 55
[42] ό.π. σελ. 57
[43] ό.π. σελ. 108
[44] Η Τέχνη του Πολέμου, Ο ισραηλινός στρατός διαβάζει Deleuze και Guattari (και Debord)http://www.rebelnet.gr/articles/view/The-art-of-war-Deleuze-Guattari-Debord

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.