Οι πολύ χαμηλές κατά κεφαλήν τουριστικές δαπάνες της Ελλάδας οφείλονται κυρίως στο ότι, οι τουρίστες μένουν όλο και λιγότερο χρόνο, ενώ οι τουριστικές αφίξεις είναι επικεντρωμένες σε ποσοστό 77% στο τετράμηνο Ιουνίου/Σεπτεμβρίου – επί πλέον στο ότι, οι τουριστικές κλίνες που διαθέτουμε (προσφορά) είναι περισσότερες από τη ζήτηση ακόμη και στους μήνες αιχμής, με αποτέλεσμα να πιέζονται οι τιμές, καθώς επίσης στην αύξηση του οδικού και όχι μόνο τουρισμού, από τις φτωχότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όλα τα παραπάνω είναι το αποτέλεσμα των αρνητικών συνεπειών των τουριστικών υπερεπενδύσεων ολόκληρης της τελευταίας 12ετίας – των εναρμονισμένων πρακτικών νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού στην ελληνική τουριστική αγορά, τους οποίους επέβαλε η δόλια και προμελετημένη υπερμόχλευση των τουριστικών επενδύσεων.
.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, μας έκανε εντύπωση η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, με τον τίτλο: «Χαμένα στις στατιστικές έξτρα τουριστικά έσοδα 1 δις € (πηγή)» – αφού θα περιμέναμε περισσότερο επαγγελματισμό από ένα τέτοιο κορυφαίο ίδρυμα της χώρας μας, με κριτήριο το ότι απασχολεί αρκετούς οικονομολόγους.
Ειδικότερα, το δημοσίευμα και η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, αναζητά την μη αποτύπωση κάποιων υπαρκτών και μη καταγεγραμμένων τουριστικών εσόδων, της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ ή ενός δις € – από την μη αξιόπιστη καταγραφή τους, εκ μέρους του συστήματος τουριστικής καταγραφής συνόρων. Σταγόνα στον ωκεανό δηλαδή, αλλά εν προκειμένω τα εξής:
(1) Οι λόγοι που επικαλείται η Εθνική, είναι από πρόχειρα εκτιμητικοί, έως και αόριστοι. Σε κάθε περίπτωση, εάν είχαν βάση, δεν θα αφορούσαν μόνο την τρέχουσα περίοδο, όπου τα τουριστικά έσοδα, σε μέση τουριστική κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΤΔ), υστερούν ονομαστικά (=με τον πληθωρισμό), από τα προηγούμενα έτη – θα αφορούσαν επίσης τα προηγούμενα έτη.
(2) Ενώ αναζητείται το 1 δις € τουριστικών εσόδων, δεν συνεκτιμώνται οι απώλειες των πραγματικών εσόδων – του 26% που προκύπτει από το 20% του πληθωρισμού από το 2020 έως σήμερα (=τιμές καταναλωτή Αύγουστος 2020 στο 97,99 και Ιούνιος 2024 στο 118,24), συν το 6% της ονομαστικής μείωσης της ΜΤΔ.
Εδώ πρόκειται για μία πραγματική απώλεια τουριστικών εσόδων της τάξης των 5,33 δις € (20,5 δις Χ 26%) – ενώ δεν αναζητείται το σημαντικότερο: η διαφυγή τουριστικών μας εσόδων, από τη διαφορά της ΜΤΔ της Ελλάδας (629 € το 2023, κάτω από 580 € το 2024) και της Πορτογαλίας (1.374 €, πηγή).
Εν προκειμένω, εάν με τις δικές μας τουριστικές αφίξεις (32.728.000) είχαμε τη ΜΤΔ της Πορτογαλίας, τότε τα έσοδα μας θα έπρεπε να είναι σχεδόν 45 δις € – οπότε τα διαφυγόντα έσοδα είναι της τάξης των 24,5 δις € (45-20,5).
(3) Εκτός τώρα από τους μέσους όρους της ΜΤΔ στη χώρα, η οποία σημείωσε ονομαστική πτώση το 2024 (πολύ μεγαλύτερη εάν συμπεριλάβουμε τον πληθωρισμό), η μείωση οφείλεται στα εξής:
α. Στο ότι, ενώ σημειώνουμε παγκόσμιο αρνητικό ρεκόρ, με το 60% των εισπράξεων, να γίνονται στο 3ο τρίμηνο κάθε έτους, έναντι 42%, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ή στο 77% στο τετράμηνο Ιουνίου/ Σεπτεμβρίου, έχουμε σε όλους αυτούς τους μήνες αιχμής πλεόνασμα κλινών – με πληρότητες που δεν υπερβαίνουν το 85-90%. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως υπάρχει περιθώριο πιέσεων στα τουριστικά πακέτα, εκ μέρους των ξένων tour operators – με αποτέλεσμα να μειώνονται οι ονομαστικές τιμές.
β. Στο ότι συγκυριακά εφέτος, αυξήθηκαν οι οδικές αφίξεις που αφορούν κυρίως τουρίστες της Ανατολικής Ευρώπης – με λιγότερες ημέρες διανυκτέρευσης και με χαμηλότερη ΜΤΔ, από τους τουρίστες άλλων κρατών, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί πτωτικά η ΜΤΔ.
(4). Το γεγονός της υστέρησης των τουριστικών μας εσόδων, γίνεται ακόμη πιο ζοφερό στην οικονομική του αποτίμηση – εάν συνειδητοποιήσουμε ότι, τα έσοδα αυτά δεν είναι κέρδη, αλλά τζίρος. Δηλαδή, όγκος συναλλαγής και κύκλος εργασιών που μπορεί να υστερεί ακόμη και από το «κόστος παραγωγής» του τουριστικού μας προϊόντος – να είναι δηλαδή χαμηλότερες οι τιμές από το κόστος, οπότε ζημιογόνες, ειδικά με τις συγκριτικές εκτιμήσεις στη ΜΤΔ με άλλες χώρες.