Το Βυζάντιο και η Ρωμιοσύνη πέρα από τα ονόματα
Στη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης, τα ονόματα έχουν πάντα μεγάλη σημασία. Γίνονται ισχυρά σύμβολα συσπείρωσης των οικείων και διάκρισης των «άλλων». Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που οι λέξεις έχουν χάσει κάθε αγκύρωση με μόνιμα νοήματα και αλλάζουν σημασία από ημέρα σε ημέρα, το όνομα αποτελεί το κόσμημα της συλλογικότητας, η οποία κάνει κάθε τι για να το κατοχυρώσει. Η ονοματολογική διαμάχη μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να μένει αμετάφραστο το όνομα Turkiye, αντί Turkey, σε διεθνή χρήση, οι αντίστοιχες σκέψεις της Ινδίας να υιοθετήσει ως διεθνή ονομασία το ιθαγενές Bharat, δείχνουν πόσο σημαντικά είναι τα ονόματα στην διεθνή πολιτική.
Μάριος Νοβακόπουλος.*
Από το περιοδικό Άρδην, τεύχος 130-131, Ιούνιος – Αύγουστος 2024, σελ. 42-46 (εμπλουτισμένο).
Από την άλλη, αυτή η ευκολία με την οποία μπορεί να αναδιαμορφωθεί το περιεχόμενό των ονομάτων, φανερώνει και τα όριά τους. Η σημερινή κατάσταση των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες έχουν ανεξαρτητοποιήσει απόλυτα τις κατηγορίες με όρους απολυτότητας του αυτοπροσδιορισμού (στο έθνος, την φυλή, το φύλο κλπ.), ευνοούν ιδιαίτερα αυτό το άδειασμα των συλλογικοτήτων από κάθε σταθερό, παρατηρήσιμο περιεχόμενο. Απομένουν μόνον οι ταυτότητες ως ρητορικές διακηρύξεις, ενώ η σύνδεσή τους με τα εσωτερικά τους στοιχεία θεωρείται πολιτικά αντιδραστική και κοινωνιολογικά ουσιοκρατική. Τούτο δημιουργεί βέβαια το πρόβλημα της μόνιμης ασάφειας και ρευστότητας, πρόσφορο σε κάθε λογής εκμετάλλευση.
Τα εθνικά ονόματα των Ελλήνων
Η μακρά και πολυκύμαντη ιστορία του ελληνικού λαού αποτυπώνεται στην φυσιογνωμία και τις ταυτότητές του με τρόπο κατ’ εξοχήν σύνθετο. Ο Ελληνισμός στην πάροδο του χρόνου άλλαξε θρησκεία, πέρασε από την τοπική στην οικουμενική κλίμακα με τον Μέγα Αλέξανδρο, δέχθηκε τον Ρωμαίο κατακτητή την στιγμή που τον «κατέκτησε» πολιτισμικά, έγινε δομικό στοιχείο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρώντας παράλληλες μορφές αντίστασης με βάση την πίστη και την βυζαντινή ανάμνηση, ενώ ανέπτυξε με τη νεότερη Ευρώπη μία βαθιά οικειότητα, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε ταύτιση. Στο περιβάλλον αυτό η εναλλαγή των εθνικών ονομάτων είναι φυσιολογική – πόσο μάλλον, αφού η ποικιλία αυτή υπήρχε και στην αρχαιότητα (Αχαιοί, Αργείοι, Δαναοί, Γραικοί, Έλληνες).Αλλά και οι συλλογικές κατηγορίες οι οποίες προσδιορίζονται από τα ονόματα, όπως το έθνος και το γένος, δεν είχαν πάντοτε την ίδια σημασία. Στην αρχαιότητα γινόταν λόγος για το ἑλληνικόν, δίχως το επίθετο να ακολουθεί κάποιο ουσιαστικό: ἔθνος λεγόταν η κάθε ομάδα, ανθρώπων, ζώων, η φυλή μίας πόλης κράτους.[1] Στο Βυζάντιο χρησιμοποιείτο άλλοτε για τους συμπατριώτες και άλλοτε ως συνώνυμο των ξένων.[2] Η λέξη γένος παραπέμπει στην γέννηση και τους κοινούς προγόνους, αργότερα όμως χρησιμοποιείτο και για να περιγράψει το σύνολο των Ορθοδόξων που περιλαμβάνονταν, επί οθωμανικής εποχής, στο Rum millet (βυζαντινό θρησκευτικό έθνος), και σε αντίθεση με την εθνοκρατική αντίληψη.
Η παγκόσμια αφύπνιση των ζητημάτων ταυτότητας μετά το 1990 αποτελεί τομή στις διεθνείς σχέσεις. Η πτώση του κομμουνισμού στην ανατολική Ευρώπη και του αραβο-σοσιαλισμού στην Μέση Ανατολή άφησε ένα μεγάλο κενό το οποίο κάλυψαν οι αποσιωπημένοι εθνισμοί και ο ισλαμισμός. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, η μαζική εισροή Βαλκανίων μεταναστών και ομογενών παλιννοστούντων προκάλεσαν βίαιη αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα με βάση την ιστορία, την γλώσσα κλπ. Δημιουργήθηκαν μαχητικά δίπολα, μεταξύ παραδοσιακών και εκσυγχρονιστών, διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών, ανατολικών και δυτικών, αρχαιολατρών και Ορθοδόξων κλπ.
Η διαδικασία αυτή ήταν γόνιμη, από την πλευρά ότι ορισμένα ζητήματα παραμερισμένα συζητήθηκαν έντονα για πρώτη φορά, ενώ δόθηκε η αφορμή για βαθύτερη έρευνα, π.χ. στην πατερική γραμματεία, τις παραδόσεις των Μικρασιατών ή το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων κλπ. Όμως η αποσπασματική χρήση ιστορικών πτυχών ως ρητορικών όπλων σε έναν αγώνα πολιτικής επικράτησης, με σοβαρές διεθνείς προεκτάσεις,[3] εν τέλει οδηγεί στον φανατισμό, με τελικό χαμένο την ιστορία. Έτσι έγιναν και τα εθνικά ονόματα, Έλλην, Γραικός, Ρωμιός, πυρομαχικά στις διαμάχες αυτές, με την μία ή την άλλη πλευρά να απορρίπτει μετά βδελυγμίας το τάδε ή το δείνα.
Το ζήτημα των ονομάτων των Ελλήνων και σχετίζεται άμεσα με το Βυζάντιο, καθώς τότε προκύπτει η χρήση στον ελληνικό κόσμο των όρων Ρωμαίος/Ρωμιός. Ανάλογα με την περίσταση, στις πηγές εμφανίζονται και τα τρία ονόματα, τα οποία λειτουργούν άλλοτε ως συνώνυμα, άλλοτε ως ταυτόσημα, ενίοτε δε ως αντίθετα. Το ζήτημα είναι σίγουρα ανοικτό για τις επιστήμες των βυζαντινών και των νεοελληνικών σπουδών, με πολλές διαφορετικές απόψεις, και εδώ δε θα γίνει παρά μία πολύ πρόχειρη προσπάθεια επισκόπησης.[4]
Βυζαντινοί: Τι λογής Ρωμαίοι, και τι λογής Έλληνες;
Οι Έλληνες πάντα ήταν κάτι παραπάνω, από ένας από τους λαούς που υποτάχθηκαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Η λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, καθώς και τμήματα της ίδιας της Ιταλίας, κατοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από ελληνικούς ή ελληνίζοντες πληθυσμούς. Η ελληνική γλώσσα, εκτός από κοινή γλώσσα της διοίκησης και του εμπορίου στην ανατολή, έγινε απαραίτητο εφόδιο της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, συνώνυμο της εκλέπτυνσης και του πολιτισμού. Ο εξελληνισμός του «αγροίκου Λατίου» υπήρξε εκτεταμένος, στον βαθμό που προκάλεσε τον φόβο μήπως αλλοτριωθούν εντελώς τα πάτρια ήθη των Ρωμαίων.[5] Η ρωμαϊκή κατάκτηση υπήρξε αρχικά σκληρή, η επικράτηση όμως της ειρήνης από τον Οκταβιανό και μετά βοήθησε στην αποδοχή του νέου καθεστώτος. Η συνείδηση όμως την πολιτισμικής διαφοροποίησης και της πνευματικής ανωτερότητας παρέμεινε πολύ ισχυρή. Οι Έλληνες συγγραφείς της εποχής, αν και πολιτικώς νομιμόφρονες, τονίζουν τα πολιτισμικά πρωτεία των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων,[6] όπως και την μυθική ελληνική καταγωγή των Λατίνων κοσμοκρατόρων (από την Τροία, την Αρκαδία κλπ).[7] Ο Γάλλος ιστορικός Paul Veyne τονίζει το γεγονός πως στον θρόνο της Ρώμης δεν κάθισε ποτέ Έλληνας, ούτε αφού η ρωμαϊκή υπηκοότητα άνοιξε για όλους τους κατοίκους (διάταγμα Καρακάλλα, 212 μ.Χ.) και αναδείχθηκαν Ισπανοί, Ιλλυριοί, Βέρβεροι κλπ.[8]Οι υποβόσκουσες αντιπαλότητες φάνηκαν μετά την διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα τον 4ο αιώνα και την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή εκείνη ο υποταγμένος ελληνικός κόσμος μένει ουσιαστικά διάδοχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της κατακλυζόμενης από τους βαρβάρους. Τούτο δεν έγινε βέβαια συνειδητά – άλλωστε ως τον 6ο αιώνα η λατινική γλώσσα συνέχισε να επικρατεί. Με την εξαίρεση το αναστηλωτικό όραμα του Ιουστινιανού, η πτώση της ρωμαϊκής Δύσης άφησε μάλλον ασυγκίνητη την ανατολή,[9] ενώ οι πικραμένοι δυτικοί κατήγγειλαν την προδοσία και τη νωθρότητά της – μοτίβο που ακολουθούσε τα παλαιά ρωμαϊκά στερεότυπα εις βάρος των Γραικύλων, και απέβη κοινός τόπος του Μεσαίωνα.[10] Έτσι, «η ανεξαρτησία που αρχίζει για τους Έλληνες τον 5ο αιώνα δεν απέρριψε την ρωμαϊκότητα προς όφελος του ελληνισμού, αλλά αντίθετα όπλισε τον ελληνισμό με τα όπλα της ρωμαϊκής εξουσίας».[11] Η κρατική αυτή «ρωμαϊκότητα» συνδέεται και με την απειλή των βαρβαρικών εισβολών του 3-5ου αιώνα, οπότε η άμυνα της αυτοκρατορίας γίνεται και υπόθεση των Ελλήνων.[12]
Την ίδια εποχή όμως που οι Έλληνες γίνονταν Ρωμαίοι, η σύγκρουση μεταξύ χριστιανισμού και αρχαίων θρησκειών οδήγησε σε μία δεύτερη αλλαγή. Ως συνώνυμο της ειδωλολατρίας, η λέξη Έλληνας πήρε μία αρνητική φόρτιση, και ως τέτοια εγκαταλείφθηκε από τους χριστιανούς.[13] Η ελληνική παιδεία, ως θεμέλιο της δημόσιας διοίκησης αλλά και της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας, διατηρήθηκε στο ακέραιο, η νέα θρησκεία όμως έφερε μία ριζικά διαφορετική κατανόηση του κόσμου και της ιστορίας, υπό το πρίσμα της θείας πρόνοιας και της εσχατολογίας, με τον χριστιανό προσανατολισμένο στην «άνωθεν πατρίδα». Από εκεί προκύπτει η μακρά παύση της χρήσης του Έλληνος ως εθνικού αυτοπροσδιορισμού, και όχι από κάποιο είδος εθνικού μίσους ενός λαού στον άλλον (οι θρησκευτικές παρατάξεις των Ελλήνων και των Χριστιανών άλλωστε αποτελούντο από εθνοτικά Έλληνες, Λατίνους, Αιγυπτίους κλπ). Και βέβαια, κατά την λεγόμενη ως βυζαντινή εποχή δεν υπήρχε κανένας ξεχωριστός Ελληνικός λαός υποταγμένος στους Βυζαντινούς Ρωμαίους, διότι δεν υπήρχε διάκριση αυτών των ομάδων σε κανένα επίπεδο, γεωγραφικό, εθνολογικό ή κοινωνικό.[14]
Η οριστική απώλεια των δυτικών επαρχιών, η κατάκτηση της ανατολής από τους Άραβες και η σλαβική εισβολή στα Βαλκάνια περιόρισε τον χώρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ελλαδική χερσόνησο και την Μικρά Ασία. Το κράτος έχασε μεγάλο μέρος του πολυπολιτισμικού του χαρακτήρα, και αναπτύχθηκε μία ταυτότητα η οποία ναι μεν διατηρούσε τα παγχριστιανικά στοιχεια της, συνδεόταν όμως άμεσα με τη συνείδηση της κοινής πατρίδας και της ελληνικής γλώσσας.[15] Η λατινική γλώσσα ξεχάστηκε, και η ιδεολογική σχέση μαζί της κυμαινόταν από μία εκ του μακρόθεν τιμή ως «πάτριο φωνή»,[16] μέχρι την απόρριψή της ως «βάρβαρη και σκυθική».[17] Ο όρος Ρωμαίος, που εννοούσε τον ελληνόφωνο κάτοικο της αυτοκρατορίας, συνυπήρχε με τον Ρωμάνο, τα λατινόφωνα δηλαδή υπολείμματα των Βαλκανίων.[18]
Παράλληλα, ενώ όπως αναφέρθηκε η λέξη Έλληνας είχε λάβει αρνητική χροιά, οι μεσοβυζαντινές πηγές χρησιμοποιούσαν τον όρο Γραικός, όταν ήθελαν να κάνουν κυρίως ειδική αναφορά στο γλωσσικό επίπεδο (ο Λέων ο Σοφός χρησιμοποιεί την μετοχή «γραικώσας», για να περιγράψει τον εξελληνισμό των Σλάβων της Πελοποννήσου από τον πατέρα του Βασίλειο Α’), ή όταν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των Ρωμαίων της ανατολής και της δύσης. Ο όρος Γραικός, αρχαίας ελληνικής προέλευσης, χρησιμοποιείται από τους αρχαίους Ρωμαίους κυρίως (Graecus) και δεν έχει εγγενή αρνητική σημασία. Στα πλαίσια βέβαια των ανταγωνισμών, πρώτα οι αρχαίοι Ρωμαίοι και έπειτα οι βάρβαροι που κατέλαβαν την δύση τον χρησιμοποίησαν υποτιμητικά (ο ψεύτης, άνανδρος, δολοπλόκος, αιρετικός Βυζαντινός και Νεοέλληνας), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό γινόταν πάντοτε έτσι αντιληπτό στην ανατολή. Το ζήτημα απέκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα όταν, πρώτα με τον Καρλομάγνο και έπειτα με τους Οθωνίδες, οι γερμανικές φυλές ισχυροποιήθηκαν και άρχισαν να διεκδικούν τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο. Η τάση αυτή συνέπεσε με την απομάκρυνση του πάπα της Ρώμης από την ανατολική επιρροή και την θεολογική διαφοροποίηση της δυτικής Εκκλησίας.[19]
Οι διαδοχικές «αναγεννήσεις» των ελληνικών γραμμάτων στο Βυζάντιο τον 9ο-12ο αιώνα, δημιουργούν ένα μεγάλο κλίμα θαυμασμού και μίμησης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τέχνης. Αυτός ο κλασσικισμός βοηθά στην αθόρυβη «απενοχοποίηση» του ελληνικού ονόματος: όπως οι λαοί του βορρά αποκαλούνται συλλήβδην Σκύθες, και οι γερμανικές φυλές της Δύσης, Κέλτες, έτσι και οι Βυζαντινοί θα αρχίσουν να αποκαλούνται Έλληνες. Πρώιμες, σποραδικές αναφορές φαίνονται στον Μιχαήλ Ψελλό,[20] την Άννα Κομνηνή, το Νικήτα Χωνιάτη, το σατιρικό έργο Τιμαρίων[21] και αλλού.[22] Θα ήταν ίσως υπερβολικό να χαρακτηριστούν ως αρχές ελληνικής εθνικής συνείδησης, είναι όμως το υπέδαφος, όπου το φαινόμενο του Νέου Ελληνισμού[23] γονιμοποιήθηκε και άρχισε να θάλλει μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την άλωση του 1204. Υπό την ασφυκτική πίεση της λατινικής Δύσης και του τουρκικού Ισλάμ, και την παλαιά υπερεθνική οικουμενικότητα περισσότερο κολοβωμένη από ποτέ, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν πιο περιορισμένο αλλά και συνεκτικό εθνισμό, με έμφαση στην ορθόδοξη πίστη και την υψηλή πολιτισμική υπερηφάνεια του ελληνικού ονόματος. Η επιστολή του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη, στον πάπα της Ρώμης, και ακόμη περισσότερο οι αντιλατινικές πραγματείες του λογίου υιού του Θεοδώρου Β’ Λάσκαρη, αποτελούν μνημεία αυτής της αρχόμενης ταυτότητας, των Ρωμαίων που υπερήφανα αποκαλούνται Έλληνες, και ονομάζουν το βασίλειό τους Ελλάς.[24]
Οι αναφορές στο ελληνικό όνομα, αλλά και ο συνειδητός πλέον προβληματισμός γύρω από την ταυτότητα και προέλευση, γνωρίζει αληθινή έκρηξη την εποχή της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Είναι εσφαλμένο να τονίζεται μόνο η στάση του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος, ο οποίος συνδύαζε την ελληνική συνείδηση με την άρνηση του Χριστιανισμού. Ούτε μόνον οι ενωτικοί και φιλοδυτικοί, επηρεασμένοι από τον Ιταλικό ανθρωπισμό και τη διάθεση αποδέσμευσης από την Ορθοδοξία, ανέπτυξαν ελληνική ταυτότητα. Το ρεύμα αυτό ήταν κοινό σε λογίους διαφορετικών ιδεολογικών αποκλίσεων, και η σύγκριση και συσχέτιση αρχαίων και νέων Ελλήνων, παλαιάς και νέας Ρώμης, ή ρωμαϊκότητας και ελληνικότητας, συναντάται στο έργο του Μετοχίτη, του Χρυσολωρά, του Πλανούδη, του Κυδώνη, του Νικολάου Καβάσιλα, ως και του Γεννάδιου Σχολάριου, γύρω από την θα κι αυτοσυνειδησία του οποίου συντηρούνται τόσες παρεξηγήσεις.[25] Αυτό δεν σήμαινε κάποια επιθυμία ή ανάγκη αποκήρυξης του ονόματος Ρωμαίος, το οποίο όχι μόνο ήταν κοινό και αγαπητό επί αιώνες, ως συνώνυμο της ελληνορθόδοξης Ανατολής,[26] αλλά τηρούσε και το συμβολικό μεγαλείο της κοσμοκρατορικής μοναρχίας, το οποίο με έναν παράδοξο τρόπο ενέπνεε σέβας σε πείσμα της βυζαντινής αθλιότητας του 14-15ου αιώνα.[27]
Τούτα βέβαια ήταν εξελίξεις στον χώρο μίας σχετικά περιορισμένης λογιοσύνης. Στο λαϊκό επίπεδο συντηρείτο η εικόνα των αρχαίων Ελλήνων ως μυθικών, υπερφυσικών γιγάντων, οι οποίοι συσχετίζονταν με τα μυστηριώδη μνημεία της αρχαιότητας.[28] Στους ποντιακούς θρήνους της Άλωσης πρωταγωνιστεί ο «Ἕλλεν» Κωνσταντίνος με το «ἑλλενικὸν κοντάριν», με τον όρο, πέρα από την εθνική σημασία, να λειτουργεί και ως συνώνυμο του γενναίου και ισχυρού.[29] Πέρα από τα ονόματα όμως, υπήρχαν άλλες μορφές της «ελληνικότητας» οι οποίες επεβίωναν στον δημώδη χώρο. Ήταν, πρώτα από όλα, αυτονόητο πως «Ρωμαίοι» ήταν οι Βυζαντινοί-Έλληνες, στην μεταβυζαντινοί μάλιστα περίοδο επεκράτησε ο όρος «Ρωμάνοι» για τους αρχαίους Ρωμαίους και τους καθολικούς της εποχής. Όταν μεταφράστηκε στην ελληνική το δημοφιλές προβηγκιανό μυθιστόρημα, Πόλεμος της Τρωάδος, πέραν της απαραίτητης επεξεργασίας ώστε να μην δοξάζεται ο Έκτωρ και οι Τρώες (πρόγονοι των Ρωμαίων και των Φράγκων), αλλά ο Αχιλλέας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Γραικοί του δυτικού κειμένου μεταφράζονται ως Ρωμαίοι – οι αρχαίοι Έλληνες δηλαδή, πρόγονοι και πρόδρομοι των Βυζαντινών Ρωμαίων, ήταν εκείνοι που νίκησαν στην Τροία, τους προγόνους των δυτικών αιρετικών και βαρβάρων.[30] Στην περίφημη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, την μυθιστορηματική βιογραφία του Μακεδόνα κατακτητή, αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος υπέταξε τους Ρωμάνους, όχι τους Ρωμαίους. Διαφοροποίηση αυτονόητη, καθώς οι Έλληνες αναγνώστες ονόμαζαν Ρωμαίους τους εαυτούς τους.[31] Το 1602, στο εγκώμιο του Μιχαήλ του Γενναίου της Βλαχίας για τις αντιτουρκικές του εκστρατείες, ο Βεστιάρης Σταυρινός εμφανίζει τους οι 300 Μακεδόνες στατιώτες των Βλάχων να δίνουν θάρρος ο ένας στον άλλον, καυχώμενοι πως «Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς ὅλην τὴν οἰκουμένη, με τοὺς Ῥωμαίους ὥρισεν γιατ’ ἤσαν ανδρειωμένοι».[32] Τούτο δείχνει ότι η λαϊκή Ρωμιοσύνη είναι κάτι πολύ πιο ελληνικό και συγκεκριμένο, από μία άεθνη χριστιανική συνείδηση, ή μία ταύτιση με το ρωμαϊκό κράτος του Αυγούστου και του Τραϊανού.[33]
Ρωμιοσύνη και Νέος Ελληνισμός
Η πορεία των Ελλήνων λογίων στην Ιταλία και την Δύση μετά την άλωση, και η καίρια συμβολή τους στην Αναγέννηση, είναι γενικώς αναγνωρισμένη. Στα καθ’ ημάς, παρά τα λεγόμενα ότι στην Τουρκοκρατία υπήρχε μία αδιαφοροποίητη μάζα χριστιανών των Βαλκανίων, με πλήρη άγνοια της εθνικότητάς τους, υπό την εθναρχία του οικουμενικού πατριαρχείου,[34] η κατάσταση ήταν πολύ πιο σύνθετη. Η εξαφάνιση βέβαια των συγκεκριμένων κρατών και η επανένωση όλης της ανατολής σε μία αυτοκρατορία βοήθησε την εκκλησιαστική ενότητα, και είναι αλήθεια ότι το γένος των Ρωμαίων περιέκλειε, πέρα από τους «καθαυτό» Ρωμαίους –μεταβυζαντινούς Έλληνες, κάθε ορθόδοξο.[35] Όμως η παράλληλη μέριμνα για την διάδοση της ελληνικής γλώσσας στους ξενόγλωσσους είχε ευρύτερες πολιτισμικές συνέπειες, εξ ου και η διογκούμενη αντίσταση Σέρβων, Βουλγάρων και Ρουμάνων, οι οποίοι από τον 18ο αιώνα (πριν δηλαδή την Γαλλική και την Ελληνική επανάσταση) πίεζαν για αποκατάσταση της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας και τη δημιουργία δικών τους σχολείων. Η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία του Παϊσίου του Χιλανδαρηνού, η οποία καταγγέλλει τον εξελληνισμό, γράφτηκε μόλις το 1742.[36]Το 1794 (άρα αργότερα, εντός του κλίματος του Διαφωτισμού) ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης συνέγραψε τετράλωσσο λεξικό (ελληνικό, βλαχικό, βουλγαρικό, αλβανικό), παροτρύνοντας τους αναγνώστες:
«Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε / κι’ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε / βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη / οπού στους απογόνους σας να φαίνωνται σαν μύθοι / Γένη σας να τιμήσετε ομού και τας πατρίδας / τας αλβανοβουλγαρικάς κάμνοντες Ελληνίδας / Δεν είναι πλέον δύσκολο να μάθετε Ρωμαίκα / και να μην βαρβαρίζετε με λέξεις πέντε δέκα… / Ξυπνήσατε από τον βαθύν ύπνον της αμαθείας / Ρωμαϊκά γλώσσα μάθετε, μητέρα της Σοφίας…».[37]
Υπήρχε όμως και η αντίθετη προσέγγιση. Απαντώντας στην κριτική του Νεοφύτου Δούκα, γιατί δε γίνεται συστηματική προσπάθεια εξελληνισμού των βαλκανικών πληθυσμών, η Απολογία Ιστορική και Κριτική υπέρ του Ιερού Κλήρου της Ανατολικής Εκκλησίας (1815), αντιτείνει:
«Οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Βλάχοι, οι Σέρβοι και οι Αλβανοί σχηματίζουσι την σήμερον Έθνη εξ ών έκαστον έχει την γλώσσαν του. Όλοι όμως ούτοι οι λαοί και όσοι άλλοι κατοικούσι την Ανατολήν, ενούμενοι διά της πίστεως και της Εκκλησίας σχηματίζουσιν έν σώμα και έθνος έν υπό το όνομα των Γραικών ή Ρωμαίων».[38]
Ο όρος Έλληνας βρισκόταν σε ευρεία χρήση από εκκλησιαστικούς παράγοντες πολύ πριν τον Διαφωτισμό, ο οποίος υποτίθεται έφερε έξωθεν και εκ του μηδενός την εθνική συνείδηση στα προνεωτερικά, αυτοκρατορικά Βαλκάνια (Ματθαίος Μυρέων,[39] Δοσίθεος Ιεροσολύμων,[40] Κύριλλος Λούκαρις,[41] Μελέτιος Πηγάς,[42] Ηλίας Μηνιάτης,[43] Ευγένιος Γιαννούλης,[44] Αναστάσιος Γόρδιος,[45] κ.ο.κ.). Ούτε είναι ορθό να λέγεται πως ο συχνός όρος Γραικοί αφορά μόνον την Γραικική Εκκλησία (δηλαδή τους ορθοδόξους αδιακρίτως),[46] ούτε πως ελληνική γλώσσα ήταν μόνον η αρχαία.[47] Στο αποκορύφωμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Ρήγας Φεραίος έκανε λόγο για Έλληνες, ο Αδαμάντιος Κοραής προτιμούσε τον όρο Γραικοί, ενώ ο δημοτικιστής Δημήτριος Καταρζτής επέμενε στην ρωμαίικη γλώσσα, όλα αυτά όμως μέσα στην προβληματική του ιδίου και ήδη υπάρχοντος λαού.[48] Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήταν διαφορετικές οι προτεραιότητες της παραδοσιακής, βυζαντινής κοπής συνείδησης του γένους, που περιελάμβανε και υπερεθνικά στοιχεία, από το σύγχρονο εθνικό κράτος, πράγματι επιρροή της Γαλλικής επανάστασης.[49] Αυτές οι υπαρκτές αντιφάσεις φάνηκαν μετά την επανάσταση του 1821, στις συγκρούσεις για το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας από την Κωνσταντινούπολη,[50] και τις αντιδράσεις των Ελλήνων στην αφύπνιση των άλλων βαλκανικών εθνικισμών.[51]
Στο νεοελληνικό κράτος, όπου επικράτησε η στάση του Κοραή και των μαθητών του,[52] είναι αλήθεια ότι η ρωμαίικη διάσταση του Ελληνισμού, παρασιωπήθηκε. Η καταστροφή δεκάδων βυζαντινών μνημείων της Αθήνας[53] για να μην «μιανθεί» ο αρχαίος χαρακτήρας της πόλης, μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Αφού η λόγια βυζαντινή παράδοση είχε προ πολλού εκλείψει, απέμενε η δημώδης μορφή της, στον πολιτισμό του απλού λαού, ο οποίος δεν είχε αλλοιωθεί από τον εξευρωπαϊσμό. Ο Ρωμιός έγινε το συνώνυμο του απλού Έλληνα και της γλώσσας του, σε αντίθεση με τον καθαρευουσιάνο. Σε αυτό το πλαίσιο συναντάμε τον Ρωμιό, την σατιρική εφημερίδα του Σουρή, την Ιστορία της Ρωμιοσύνης του Αργύρη Εφταλιώτη και την σχετική διαμάχη Κωστή Παλαμά – Νικολάου Πολίτη,[54] την Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, τον Ρωμιό που αγάπησε Ρωμιά ή έχει φιλότιμο κ.ο.κ. Ποιο διάσημος εκπρόσωπος της λέξης ήταν ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος ύμνησε την Πονεμένη Ρωμιοσύνη,[55] την σφαγμένη από τον Τούρκο και την υπνωτισμένη από τα «φώτα» της Δύσης. Στο ποίημά του για τον Νεόφυτο τον έγκλειστο της Κύπρου, ο Γιώργος Σεφέρης μίλησε για τον καημό της Ρωμιοσύνης,[56] όρο τον οποίο χρησιμοποίησε ο Κωστής Μοσκώφ για να περιγράψει την εκκρεμή προσαρμογή του Ελληνισμού στη νεοτερικότητα.[57]
Βέβαια τούτη η Ρωμιοσύνη είναι ένα είδος, μία μορφή, ένα μερικό συνώνυμο του Ελληνισμού, ειδικά στην ανατολική, ορθόδοξη και μεταβυζαντινή διάσταση του. Δεν τον αρνείται ούτε τον αντικαθιστά. Ο Καταρζτής, στο έργο του «Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα», γραμμένο το 1783, τονίζει:
«…ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορᾷ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων;»[58]
Αντίστοιχα ξεκινά την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» το 1901 ο Εφταλιώτης:
«Τόσο στενά συγγενεύουν οι αρχαίοι οι Έλληνες κ’ οι κατοπινοί, δηλαδή οι Ρωμιοί, που για να ιστορηθή η εικόνα της πολύχρονης Ρωμιοσύνης έπρεπε, θαρρώ, ναρχίσουμε από τους Αργοναύτες».[59]
Υπερβαίνοντας το ονοματολογικό
Τι προσπαθεί να δείξει η έκθεση των παραπάνω; Πως το ζήτημα των ονομάτων ήταν πάντοτε περίπλοκο, και δεν συνδέεται με μανιχαϊκά αντιτιθέμενες παρατάξεις. Την ακρίβεια και την ενότητα (όπου υπάρχει) διασώζει η διερεύνηση του περιεχομένου, πίσω και κάτω από την επιφάνεια των ονομάτων. Ακόμα και η χρήση του όρου «Βυζάντιο» για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν αποτελεί μόνον αυθαιρεσία των νεότερων σπουδών, οι οποίες ήθελαν να ξεχωρίσουν το ανατολικό κράτος από την «αληθινή», λατινική Ρώμη της αρχαιότητας.[60] Οι ίδιοι οι «Βυζαντινοί», στα πλαίσια του κλασσικισμού τους, αποκαλούσαν την Κωνσταντινούπολη με το όνομα της μεγαρικής αποικίας, Βυζάντιον, και τους κατοίκους της Βυζαντίους.[61] Παρ’ ότι στις βυζαντινές σπουδές το θέμα έχει ξανά ανοίξει και δεν είναι άνευ σημασίας,[62] γνώμη του γράφοντος είναι πως τη σημερινή εποχή οι όροι Βυζάντιο και Βυζαντινός δεν είναι πλέον υποτιμητικοί,[63] καθώς προσφέρουν την απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στην Ρώμη της αρχαιότητας (πολυθεϊστική, λατινόγλωσση, ιταλική) και τη Νέα Ρώμη των μέσων χρόνων (χριστιανική, ελληνόγλωσση, αιγαιακή), ειδικά σε κλάδους όπου η βυζαντινή γενεαλογία δεν κατευθύνεται τόσο προς το Λάτιο (νόμοι, στρατός, διοίκηση), αλλά κυρίως την Ελλάδα (παιδεία, λαογραφία, ακόμη και σε πτυχές του δικαίου και της πολιτικής ιδεολογίας) και την ανατολή (θεολογία). Ως και τον βυζαντινισμό, συνώνυμο της διαφθοράς και της άσκοπης περιπλοκότητας, ο Καβάφης τον έκανε «ένδοξο».Και σε κάθε περίπτωση, δεν αξίζει το ονοματολογικό να γίνεται έριδα, η οποία αποπροσανατολίζει από αυτό που αληθινά μετρά στην ιστορική διάσταση ενός λαού, δηλαδή την μόρφωση, την έμπνευση και τη πρωτότυπη ανασύνθεση των παραδόσεων. Υπάρχει ήδη αρκετή «ποδοσφαιρική» αντιπαλότητα στη δημόσια ιστορία και δεν χρειαζόμαστε περισσότερη.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Για αυτό ο Σαράντος Καργάκος τιτλοφορεί την δίτομη παγκόσμια ιστορία του, Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος Χώρου (εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1999). Βλ. τ. 1, σελ. 18.
[2] Θεοδώρα Παπαδοπούλου. “Οι όροι ἔθνος και λαὸς στις βυζαντινές πηγές”, Βυζάντιο: Ιστορία & Πολιτισμός, Ερευνητικά Πορίσματα, Αθήνα 2017, τ. Δ’, Βυζαντινές παράμετροι του σήμερα, σελ. 25-32.
[3] Η κατάταξη της Ελλάδας στον Ορθόδοξο και όχι τον Δυτικό πολιτισμό από τον Samuel Huntington στην διαβόητη Σύγκρουση των Πολιτισμών, η οποία συνέπεσε με τον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Βλ. Άρδην, τ. 3, Ιούλιος – Αύγουστος 1996, σελ. 35-57∙ Χρήστος Γιανναράς, Πολιτιστική Διπλωματία: Προθεωρία ελληνικού σχεδιασμού, Ίκαρος, Αθήνα 2001, σελ. 128-141.
[4] Ενδεικτικές πρόσφατες συμβολές: Έλλην Ρωμηός Γραικός: Συλλογικοί Προσδιορισμοί και Ταυτότητες, Ιστορήματα 7, Ευρασία, Αθήνα 2018∙ Anthony Kaldellis, Romanland: Ethnicity and Empire in Byzantium, Harvard University Press, 2019∙ Ιωάννης Στουραΐτης, Roman Identity in Byzantium: A critical approach, Byzantinische Zeitschrift, 107 (1), 2014, σελ. 175–220
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 15, σελ. 186-187, τ. 16, σελ. 150.∙ Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα ως την Αναγέννηση, Α’ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1997, 188-190∙ Σαράντος Καργάκος, Το Θαύμα των Ελλήνων: Η προσφορά του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, Περί Τεχνών, Αθήνα 2012, σελ. 271-275.
[6] Απόστολος Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 62-65∙ ΙΕΕ, επετειακή έκδοση 2021, τ. 15, σελ. 187, 191-192, τ. 16, σελ. 152-163, 170-171∙ Paul Veyne, Ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013, σελ. 198-199.
[7] Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Α’, Οι Έλληνες 856, Κάκτος, Αθήνα 2003∙ Ι. Σ. Ρωμανίδης, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 23-45.
[8] Veyne, Ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, σελ. 238.
[9] Ο.π., σελ. 308, 872.
[10] Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων…, σελ. 65-68∙ ΙΕΕ, επετειακή έκδοση 2021, τ. 16, σελ. 163-164.
[11] Veyne, Ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, σελ. 309.
[12] Ο.π., σελ. 207-208, 258-259.
[13] Παναγιώτης Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 74-84.
[14] Νίκος Σβορώνος, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 102-114∙ Διονύσιος Ζακυθηνός, “Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας – Δύο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία”, στο Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Δωδώνη, Αθήνα 1978, σελ. 1-22.
[15] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Ψυχογιός, Αθήνα 2015, σελ. 41-48∙ Γιάννης Ταχόπουλος, “Μερικές σκέψεις για τη Βυζαντινή Ταυτότητα”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 13, Άνοιξη 2016, σελ. 117-129.
[16] Johannes Koder, “Ῥωμαϊστί. Παρατηρήσεις για τη γλωσσική romanitas των Βυζαντινών”, στο Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 77-78.
[17] Γιώργος Κοντογιώργης, Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Γ’: Η Βυζαντινή περίοδος της οικουμένης (4ος μ.Χ. – 15ος μ.Χ. αιώνες), Η «Ρώμη» ως ελληνικό καταπίστευμα, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2020, σελ. 382-391.
[18] Koder, “Ῥωμαϊστί…”, σελ. 75, υπ. 10.
[19] Ευάγγελος Χρυσός, “Γραικοί και Ρωμαίοι στην αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης τον 9ο αιώνα”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 103-118∙ Θεοδώρα Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα και αυτογνωσία στο Βυζάντιο κατά το τέλος της μεσοβυζαντινής περιόδου, διδακτορική διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2007, σελ. 215-223∙ Θανάσης Δ. Κωτσάκης, “Δυτικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 4, Ιανουάριος-Απρίλιος 2012, σελ. 71-75.
[20] Koder, “Ῥωμαϊστί…”, σελ. 82.
[21] Παπαδοπούλου, “Τα ονόματα Ρωμαίος, Έλλην, Γραικός κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 97∙ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σελ. 114.
[22] Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα…, σελ. 205-214. 325-334.
[23] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (επ. Παύλος Καρολίδης), Ν. Δ. Νίκας, χ.χ., τ. 6, σελ. 17-24∙ Νίκος Σβορώνος, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας…, σελ. 145-162∙ Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α’: Αρχές και Διαμόρφωσή του, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 46-61∙ του ιδίου, “Byzantinism and Hellenism: Remarks on the Racial Origin and the Intellectual Continuity of the Greek Nation”, Balkan Studies, 9, 1969, σελ. 101-126∙ του ιδίου, “Views on the origins of Neo-Hellenism and related problems : (in response to Anthony Bryer)”, Balkan Studies, 14, 1, 1973, σελ. 201-207∙ Στέφανος Γ. Ξύδης, “Mediaeval origins of Modern Greek Nationalism”, Balkan Studies, τ. 9, 1, 1968, σελ. 1-20.
[24] Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α’…, σελ. 66-91∙ Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα…, σελ. 335-345∙ Dimiter Angelov, The Byzantine Hellene: The Life of Emperor Theodore laskaris of Byzantium in the Thirteenth Century, Cambridge University Press 2019, σελ. 202-216∙ Koder, “Ῥωμαϊστί…”, σελ. 83∙ Michael Angold, “Byzantine “nationalism” and the Nicaean empire”, Byzantine and Modern Greek Studies, 1, 1975, σελ. 49-70∙ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία…, Ψυχογιός, Αθήνα 2015, σελ. 125-139∙ Ιωάννης Δ. Σαρρής, Βυζάντιον: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός, Ζήτρος, Αθήνα 2022, σελ. 273-275.
[25] Γεώργιος Στείρης, “History and Religion as Sources of Hellenic Identity in Late Byzantium and the Post-Byzantine Era”, Genealogy, 4.1, 2020, σελ. 1-17∙ του ιδίου, “Byzantine Philosophers of the 15th Century on Identity and Otherness“, στο The Problem of Modern Greek Identity: from the Εcumene to the Nation-State, (επ. Γ. Στείρης, Σ. Μητραλέξης, Γ. Αραμπατζής), Cambridge Scholars Publishing, Newcastle upon Tyne 2016, σελ. 173-199∙ Σοφία Μεργιαλή-Σαχά, “Συλλογικές και εξατομικευμένες ταυτότητες βυζαντινών διανοουμένων στον απόηχο της δύσκολης επικαιρότητας του 14ου αιώνα”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 119-136∙ Γεώργιος Κεκαυμένος, “Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό Έθνος”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 11, Χειμώνας 2015, σελ. 156-175.
[26] Από την άποψη αυτή, η κρίση πως η επιμονή στο όνομα των Ρωμαίων ήταν μία «αδικαιολόγητη εμμονή» που συνέβαλε στην πτώση του Βυζαντίου, μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική. Βλέπε Καργάκος, Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου…, τ. 1, σελ. 650.
[27] Dimitri Oboleknsky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία: Η Ανατολική Ευρώπη 500-1453, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2022, σελ. 359-368.
[28] Νικόλαος Γ. Πολίτης, Οι παραδόσεις του Ελληνικού λαού, Το Βήμα, Αθήνα 2015, σελ. 83 κ.εξ.∙ Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων…, σελ. 126-128.
[29] Νικόλαος Γ. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί;, Τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1901, σελ. 15-17∙ Γιώργος Καραμπελιάς, Το Δημοτικό Τραγούδι: Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου Ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017, σελ. 53, 59-61.
[30] Γιώργος Καραμπελιάς, 1204-1922 Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού: Τόμος Α’, 1204 Η Γένεση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 242-244.
[31] Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου (επ. Αλέξανδρος Πάλλης), Βιβλιοθήκη Ελλήνων και Ξένων Συγγραφέων, Γαλαξίας, Αθήνα 1961, σελ. 86-91.
[32] Νικόλας Δημητριάδης, “Ιστορικές αφηγήσεις για τον ηγεμόνα Μιχαήλ τον Γενναίο: Τρεις Έλληνες λόγιοι των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών στις αρχές του 17ου αιώνα”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 22, Άνοιξη 2021, σελ. 169
[33] Για μία κριτική σχετικά με το «ρωμαϊκό» περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας των Βυζαντινών, βλ. Ταχόπουλος, “Μερικές σκέψεις…”, σελ. 129-148. Επίσης βλ. Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στην Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), Ηρόδοτος, Αθήνα 2008, σελ. 39.
[34] Κωνσταντίνος Σ. Σοκόλης, Αυτοκρατορία, Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Αγκύρας, Αθήνα 1916, σελ. 3-15∙ Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός Μετέωρος: Η Ρωμαίικη ιδέα και το όραμα της Ευρώπης, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σελ. 19-29. Για τις απόψεις των βυζαντινολόγων Cyril Mango και Romilly Jenkins, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, “Από τον Φαλμεράυερ στον Χομπσμπάουμ, Η γένεση της αποδομητικής ιστοριογραφίας”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 15, Καλοκαίρι 2017, σελ. 102-126.
[35] Για την διττή αυτή σημασία του Ρωμιού, ελληνική-εθνική και πανορθόδοξη-υπερεθνική, βλ. Φωκίων Π. Κοτζαγεώργης, “Αναζητώντας του Έλληνες μέσα σε οθωμανικές διοικητικές πηγές (15ος-17ος αι.)”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 188-193∙ Lidia Cotovanu, “Πολλαπλές αναπαραστάσεις των Ρωμαίων/Γραικών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες: η μαρτυρία του Ματθαίου Μυρέων (αρχές 17ου αιώνα)”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 442.
Συγκινητική επιβίωση αυτής της υπερεθνικής, πανορθόδοξης Ρωμιοσύνης είναι η περίπτωση των αραβόφωνων Rum της Εγγύς Ανατολής.
[36] Ελένη Ελ. Οικονόμου, Παϊσίου Χιλανδαρηνού Σλαβοβουλγαρική Ιστορία, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 33-35, 48-49.
[37] Δανιήλ Μοσχοπολίτης, Εισαγωγική διδασκαλία: περιέχουσα λεξικόν τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων ήτοι της απλής ρωμαϊκής, της εν Μοισία βλαχικής, της βουλγαρικής, και της αλβανιτικής, 1802, σελ. δ-ε’∙ Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Η Ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια (1750-1850): Το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη: Παράρτημα αρ. 39, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1988, σελ. 34-49.
[38] Βασίλειος Γ. Μαραγκός, Παΐσιος Χιλανδαρινός και Σοφρώνιος Βράτσης: Από την Ορθόδοξη ιδεολογία στην διάπλαση της Βουλγαρικής ταυτότητας, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2006, σελ. 8 [όπου και η παραπομπή].
[39] Δημητριάδης, “Ιστορικές αφηγήσεις για τον ηγεμόνα Μιχαήλ τον Γενναίο…”, σελ. 174∙ Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, “Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀφοῦ ἐχάσαμε τὸ βασίλειονἐχάσαμεν ὅλα. Πως αυτοπροσδιορίζονταν οι υπό ξένη κυριαρχία Έλληνες: η μαρτυρία των κειμένων”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 256.
[40] Δοσιθέου Πατριάρχου Ιεοροσολύμων Τόμος Χαράς (επ. Κωνσταντίνος Σιαμάκης), εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1985, κεφ. Διονυσίου Επιλεγόμενα, σελ. 424.
[41] Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα 2, Ερμής, Αθήνα 1989, σελ. 4∙ Γιώργος Καραμπελιάς, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2018, σελ. 92∙ Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, “Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες…”, σελ. 255.
[42] Καραμπελιάς, Εκκλησία και Γένος, σελ. 87-88.
[43] Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 2000, σελ. 143.
[44] Στυλιανή Β. Τσίγκου, Ο Ευγένιος ο Αιτωλός και η προσφορά του στην Παιδεία κατά τον 17ο αιώνα, διπλωματική εργασία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 63.
[45] Ιωάννης Γ. Νεραντζής, “Ευγένιος Γιαννούλης, Αναστάσιος Γόρδιος και το γλωσσικό ζήτημα: μία άδηλη σχέση”, στο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός και αι σχολαί των Αγράφων κατά την Τουρκοκρατίαν, Καρπενήσιον, 7-9 Οκτωβρίου 2011 Πρακτικά, Σύνδεσμος Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήνα 2014, τ. Α’, σελ. 204-205.
[46] Χαράλαμπος Μηνάογλου, “Grecian sculptοrs, Greek Emperors, Greek sailors: Τὸ τρίσημο πρὶν τὸν Κ. Παπαρρηγόπουλο”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 2, Μάιος-Αύγουστος 2011, σελ. 44-54∙ Αναστασία Παπαδία-Λάλα, “Οι Greci στον ελληνοβενετικό κόσμο (13ος-18ος αι.). Ο λόγος των πολλαπλών εξουσιών”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 168-174∙ Ιωάννης Κ. Χασιώτης, “Αναζητώντας εσωτερικές και εξωτερικές μαρτυρίες για τον εθνικό προσδιορισμό των Ελλήνων κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία”, Έλλην, Ρωμηός, Γραικός, σελ. 306-315.
[47] Περί το 1400, ο Μανουήλ Καλέκας σκεπτόταν να επισκεφθεί τον Μανουήλ Ράλλη την Κύπρο, με την παρότρυνση «τῆς ἑλληνίδος γλώττης τῶν ἐνοικούντων»∙ Correspondance de Manuel Calécas (επ. R.-J. Loenertz), Studi e Testi 152, Biblioteca Apostolica Vaticana, Βατικανό 1950, επ. 60, σελ. 252-254. Διαλέκτους της ελληνικής λογίζει τα καθομιλούμενα ιδιώματα της εποχής του ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος τον 16ο αιώνα∙ Patrologia Graeca, τ. 98, στήλη 1349. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε: «Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν και το Γένος μας είναι ελληνικόν», πάσχιζε δε να εκριζώσει τα βλάχικα και τα αρβανίτικα. Συγχρόνως χρησιμοποιούσε και την παλιά έννοια του Έλληνα ως ειδωλολάτρη∙ Φάνης Μιχαλόπουλος, Κοσμάς ο Αιτωλός, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 49-50.
[48] Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, “Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες…”, σελ. 257-263.
[49] Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός, Μετακένωσις: Ελλάδα – Ορθοδοξία – Διαφωτισμός κατά τον Κοραή και τον Οικονόμο, Ακρίτας, Αθήνα 2010, σελ. 112-128.
[50] Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σελ. 262-378, 281-302.
[51] Έλλη Σκοπετέα, Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σελ. 325 κ.εξ.
[52] Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση…, σελ. 220-227 κ.εξ.
[53] Ο.π., σελ. 258-261.
[54] Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Τυπογραφείο Εστία, Αθήνα 1901, σελ. 3-14∙ Νικόλαος Γ. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί;.
[55] Φώτης Κόντογλου, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, Άγκυρα, Αθήνα 2015, σελ. 11-16, 86-98, 111-151∙ του ιδίου, Μυστικά Άνθη, Παπαδημητρίου, Αθήνα 2016, σελ. 93-99, 126-130.
[56] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2014, σελ. 259.
[57] Κωστής Μοσκώφ, Η Εθνική και Κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909): Ιστορία του Μεταπρατικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 269-271 [από το Άρδην, τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005, σελ. 42-43].
[58] Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια (επ. Κ. Θ. Δημαράς), Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. 43-47 [από το Γιώργος Καραμπελιάς, Η αποστασία των διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012, σελ. 114].
[59] Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, σελ. 13.
[60] Georg Ostrogorsky. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, τ. Α’, σελ. 48, 84-86∙ Αλέξιος Γ. Κ. Σαβίδης, The Beginning and Foundation of Byzantine Studies: A survey with a bibliographical appendix, Ηρόδοτος, Αθήνα 2018, σελ. 64-69.
[61] Σαββίδης, Hendrickx, Εισαγωγή…, σελ. 38. Για τις συνέπειες της χρήσης του όρου Βυζάντιο για την Πόλη, και την ταύτιση Βασιλεύουσας και αυτοκρατορίας, ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία στο Κοντογιώργης, Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Γ’…, σελ. 180-196.
[62] Anthony Kaldellis, The case for East Roman studies, Arc Humanities Press 2024. Γενικά ο αγγλόφωνος χώρος ήταν πάντα πιο απρόθυμος από τον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό να αποδεχθεί την ύπαρξη ενός «Βυζαντίου» διαφορετικού από την Ρώμη (Gibbon, Bury). Βλέπε Georg Ostrogorsky. Ιστορία …, τ. Α’, σελ. 52-53, 60∙ Σαββίδης, Hendrickx, Εισαγωγή…, σελ. 38∙ Alexander Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), Πάπυρος, Αθήνα 1995, τ. 1, σελ. 21-25, 36-39.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/44485
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.