Φωτογραφία του Βασίλη Γόνη
Καταμεσήμερο, στο κάμα του καλοκαιριού· κι άρχισαν φίλοι και γνωστοί να προσέρχονται σκυφτοί, βουβοί, στην τελευταία, αποχαιρετιστήρια, κι εκ των προτέρων οργανωμένη, συνάντηση. Όχι στη Σόλωνος μήτε στη Χαριλάου Τρικούπη, μα στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, έξω της παρεμβολής. Τοπόσημο έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν ο Τσάκαλος, όχι ο τόπος· ο Τσάκαλος ο ακίνητος ―ο Γιώργος, ο Βιβλιοπώλης― είχε προ πολλού μετασχηματίσει εαυτόν σε τόπο συνάντησης.
Και για άλλη μια φορά έβλεπε κανείς όλη αυτή την ―έξωθεν― ακατανόητη, πολυειδή, πολύμορφη και ποικιλότροπη συνοδεία («εξ ιερέων και λαϊκών […] αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα») να συνευρίσκεται επί τω αυτώ, με τη θλίψη κοινή στα πρόσωπα, κατευοδώνοντας το ξόδι πια του Γιώργου Τσάκαλου, κι όχι να λειτουργεί ως βομβούσα και μαχόμενη εκκλησία του δήμου στα στενορύμια του Ναυτίλου ή της Παρουσίας.
Διότι αυτό ακριβώς ήταν που επιτέλεσε κι επιτελούσε χρόνια τώρα ο Γιώργος Τσάκαλος (κι οι φίλοι, συνεταίροι και συνεργάτες του στα βιβλιοπωλεία), με κέντρο το βιβλίο να καταφέρει να λειτουργεί ελεύθερα κι αυτόνομα μια ιδιότυπη εκκλησία του δήμου σε έναν κατ’ εξοχήν ιδιωτικό χώρο, όπως εύστοχα επισημάνθηκε (To παράδειγμα ενός βιβλιοπώλη ή εκεί που ο ιδιωτικός χώρος γίνεται δημόσιος): «Η υπομονή να είσαι για χρόνια σχεδόν ακίνητος και να περιστρέφονται γύρω σου εκατομμύρια γνώμες και λόγια του αέρα σε κάνει “άγιο” του βιβλίου, με τη βαθύτερη σοφία της πορείας της ανθρώπινης ζωής». Γράφω ιδιότυπη, και εννοώ βαθύτατα ιδιαίτερη, γιατί οι άνθρωποι που συγκεντρωνόταν εκεί που “σχεδόν ακίνητος” πίσω από τον πάγκο του βιβλιοπώλη, ο Τσάκαλος συμβούλευε και συνομιλούσε ―πρωτίστως― για βιβλία, μα και για ιδέες, για πάθη προσωπικά και δημόσια κρίματα, για μουσικές ιδιαίτερες, για ποίηση και πολιτική, ήταν «πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί άνθρωποι, αξιόλογοι άνθρωποι αταίριαστοι με την εποχή της μπουρδολογίας. Ένα απίθανο κοκτέιλ αριστεράς, χριστιανισμού, αναρχοαυτονομίας, καλαισθησίας, συντηρητισμού και πρωτοπορίας [θα προσέθετα και του βιβλίου, της ποίησης, λογοτεχνίας, στοχασμού, φιλοσοφίας κλπ. κλπ.]. Και γνώσης, πάνω απ’ όλα γνώσης», καταπώς έγραψε με περιγραφική ακρίβεια άλλος φίλος του.
Όπως όμως όλοι μα όλοι θα συνομολογούσαν, πίσω και πέρα από την αγάπη και τη γνώση του τη βαθιά για το βιβλίο βρισκόταν μια άλλη κινητήρια δύναμη που κανοναρχούσε τη στάση και τη ζωή του: μια απλή, θα ’λεγε κανείς σκανδαλωδώς αφελής κι αθώα, φυσική, καλοσύνη. Μια άκακη, παιδική καρδιά παλλόταν πίσω από το λαμπρό, άδολο και φωτεινό του γέλιο («Μιλῶ περὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Τσακάλου, / συνεταίρου, νταντᾶς, ἀναστενάρη», θα έγραφε τρυφερότατα ο Ηλίας Λάγιος).
Σκεφτόμουν συχνά τον Τσάκαλο καθημερινά να μεταβαίνει, με ασκητική επαναληπτικότητα και λαχτάρα, σχεδόν στο μόνον της ζωής του ταξείδιον, από τα Σεπόλια στα Εξάρχεια και πάλι πίσω, για να βρεθεί στον αμετακίνητο πάγκο του βιβλιοπώλη, κι ως ήλιος ενός μυστικού κι ακατάγραφου γαλαξία να θέτει σε τροχιά διαλογική και συνυπαρκτική τους πλάνητες πλανήτες της Σόλωνος και του άστεως. Μια χορεία λοιπόν από τους τόσους και τόσους ετερόκλητους, ποικίλους, ιδιαίτερους και ξεχωριστούς ανθρώπους “έξω της παρεμβολής” (της γνώσης, του βιβλίου, της τέχνης, της θεολογίας, της λογοτεχνίας, της ποίησης, της μουσικής, της πολιτικής, του στοχασμού), που εκκλησιάστηκαν στα βιβλιοπωλεία του Τσάκαλου μαζεύτηκε προχτές για να τον προπέμψει και στο στερνό του ταξίδι. Κι ένιωσα για άλλη μια φορά, για μια ελαχιστότατη ονειρική στιγμή, αυτό που ξανάχα ζήσει στην Παρουσία ή τον Ναυτίλο, τη μεταφυσική σχεδόν εμπειρία της αρμονικής συνύπαρξης των διεστώτων, της καταλλαγής, της συνομιλίας και της συνάντησης, της ακύρωσης της βαρβαρότητας ως ανθρώπινης μοίρας, την γαλήνη, γύρω από έναν άνθρωπο που ενσάρκωνε ένα ήθος προσωπικό και δημόσιο, αλίμονο φευγάτο πια οριστικά ως πρόσωπο από την εγκόσμια ζωή μα κι ως πρότυπο βιβλιοπώλη από τον δημόσιο χώρο της πόλης.
Ήρθαν έτσι τα πράγματα που έλαχε να είμαι από τους τελευταίους που τον είδα και συνομίλησα μαζί του στον Ναυτίλο, τη Δευτέρα στις 10 Ιουνίου. Μιλήσαμε λίγο για τα προσωπικά μας παθήματα, περισσότερο για τα βιβλία, αρκετά για την πολιτική κατάσταση του κόσμου σήμερα, μα και για τον πάντα απόντα αγαπημένο Ηλία Λάγιο. Από αφορμή την τύχη της βιβλιοθήκης του, μου αφηγήθηκε τη μετακόμιση του Ηλία μετά τον χωρισμό του από το σπίτι στην Ιπποκράτους: «Έβλεπα μπροστά μου ένα φορτηγό με έναν τεράστιο όγκο από τις κούτες τα βιβλία του Ηλία κι αυτός στα χέρια του να κρατάει ένα μικρούλι βαλιτσάκι με λίγα ρούχα».
Προχτές στην κηδεία του Γιώργου, αυτή η εικόνα με στοίχειωνε. Ο Τσάκαλος, αναχωρούσε με ελάχιστη σκευή, σαν ένα μικρούλι βαλιτσάκι, την σάρκινη υλική του παρουσία επί γης, κι εμπρός μου ορθωνόταν ένας τεράστιος όγκος άϋλος, μα χειροπιαστά υπαρκτός, πλασμένος από την αγάπη και τις ευχές των ανθρώπων που τον ξεπροβόδιζαν, αντιγυρίζοντας τη δική του αφειδώλευτη προσφορά γνώσης, καλοσύνης κι αγάπης.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2024/06/24/apoxairetismos-ston-g-tsakalo/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR1bsJ31hRkfRE7jfwg91xOi8Mazb9SfH8oE-qOU51V-eC6N0FFlVeBxHNU_aem_tUNHdhfuRCJJWYagBur02g
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.