Το ζήτημα περί φανατισμού, το οποίο είναι συνδεδεμένο με την επιμονή στις ορθόδοξες διδασκαλίες, είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Η ιστορία είναι ρυθμική, τεράστιο ρόλο διαδραματίζει σε αυτή η εναλλαγή των ψυχικών αντιδράσεων. Μπαίνουμε σε ρυθμό όταν υπερέχει η τάση προς μια υποχρεωτική ενότητα, προς μια υποχρεωτική για όλους ορθοδοξία, προς μία τάξη που θα καταπιέζει την ελευθερία. Αυτή είναι μια αντίδραση απέναντι στον 19ο αιώνα, εναντίον του ανθρωπισμού και της αγάπης για την ελευθερίας. Καλλιεργείται η μαζική ψυχολογία της μη ανεκτικότητας και του φανατισμού. Ταυτόχρονα παραβιάζεται η ισορροπία και ο άνθρωπος καταλήγει να κυριαρχείται από μία μανιώδη εμμονή. Ο μεμονωμένος άνθρωπος γίνεται θύμα των συλλογικών ψυχώσεων. Λαμβάνει χώρα ένας τρομακτικός περιορισμός της συνείδησης, η καταπίεση και η εκτόπιση πολλών ουσιαστικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, με όλη την περίπλοκη συναισθηματική και διανοητική ζωή του ανθρώπου. Η ενότητα επιτυγχάνεται όχι μέσω της πληρότητας, αλλά μέσω της ολοένα και αυξανόμενης προσβολής. Η δυσανεξία έχει άμεση σχέση με τη ζήλια. Η ζήλια είναι ψύχωση, κατά την οποία χάνεται η αίσθηση της πραγματικότητας. Η ψυχική ζωή ανατρέπεται και επικεντρώνεται σε ένα σημείο, το σημείο όμως αυτό είναι εκείνο στο οποίο συμβαίνει η επικέντρωση, δεν εκλαμβάνεται καθόλου ρεαλιστικά.
Ο άνθρωπος, στον οποίο η δυσανεξία προς τον άλλον έφτασε σε σημείο πυράκτωσης του φανατισμού, όπως και εκείνος που ζηλεύει, παντού βλέπει μόνο ένα πράγμα, μόνο την προδοσία, μόνο την απιστία, μόνο την κατάλυση της πίστης προς έναν, είναι καχύποπτος και εκδικητικός, παντού ανακαλύπτει συνομωσίες κατά της αγαπημένης ιδέας, κατά του αντικειμένου της πίστης και της αγάπης του. Ο άνθρωπος που είναι φανατικά δυσανεκτικός προς τον άλλον, όπως και τον ζηλιάρη, είναι πολύ δύσκολο να τον κάνεις να δει την πραγματικότητα. Ο φανατικός, κυριευμένος από τη μανία καταδιώξεως, βλέπει γύρω του παντού το δάχτυλο του διαβόλου, αλλά πάντα εκείνος είναι αυτός που καταδιώκει, βασανίσει και εκτελεί. Ο άνθρωπος, ο οποίος είναι κυριευμένος από τη μανία καταδιώξεως, ο οποίος νιώθει πως είναι περικυκλωμένος από εχθρούς, είναι ένα επικίνδυνο πλάσμα, πάντα μετατρέπεται σε διώκτης, αυτός είναι που καταδιώκει και όχι αυτός που καταδιώκουν.
Οι φανατικοί, οι οποίοι διαπράττουν τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, βίαιες και ανελέητες πράξεις, πάντα νιώθουν πως τους περιβάλλουν κίνδυνοι, είναι πάντα τρομοκρατημένοι. Ο άνθρωπος πάντα διαπράττει βίαιες πράξεις από το φόβο του. Η επίδραση του φόβου συνδέεται βαθιά με τον φανατικό και τη δυσανεξία προς τον άλλο. Στον φανατικό ο διάβολος φαίνεται πάντα τρομακτικός και πανίσχυρος, πιστεύει σ’ αυτόν πιο πολύ απ’ ό,τι πιστεύει στο Θεό. Ο φανατισμός έχει θρησκευτικές πηγές, αλλά πολύ εύκολα μεταφέρεται στο εθνικό και το πολιτικό πεδίο. Ο εθνικός ή πολιτικός φανατικός πιστεύει κι αυτός στο διάβολο και στις ίντριγκές του, παρόλο που η θρησκευτική έννοια του διαβόλου του είναι απολύτως ξένη. Εναντίον των δυνάμεων του διαβόλου πάντα δημιουργείται η Ιερή Εξέταση ή η Επιτροπή Κοινωνικής Σωτηρίας, η πανίσχυρη μυστική αστυνομία, η ΤΣΕ.ΚΑ. Οι τρομακτικοί αυτοί θεσμοί πάντα δημιουργούνταν εξαιτίας του φόβου του διαβόλου. Ο διάβολος όμως αποδεικνύεται πως πάντα είναι ισχυρότερος, διεισδύει σε αυτούς τους θεσμούς και τους καθοδηγεί.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τον ίδιο τον τρόμο. Η πνευματική ίαση από τον τρόμο, είναι αυτό που χρειάζεται περισσότερο όλων ο άνθρωπος. Ο μισαλλόδοξος φανατικός διαπράττει βιαιότητες, εξορίζει, φυλακίζει και εκτελεί, αυτός όμως, ουσιαστικά είναι ο αδύναμος και όχι ο ισχυρός, αυτός είναι κυριευμένος από τον τρόμο και η συνείδησή του είναι περιορισμένο λόγω τρόμου, αυτός πιστεύει λιγότερο στο Θεό, από τον ανεκτικό. Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως η φανατική πίστη είναι η αδυναμία της πίστης, η απιστία. Είναι μια αρνητική πίστη. Ο αρχιμανδρίτης Φώτιος της εποχής του αυτοκράτορας Αλέξανδρου του Α’ πίστευε κατά κύριο λόγο στο διάβολο και τον αντίχριστο. Θεωρούσε τη δύναμη του Θεού μηδαμινή σε σύγκριση με τη δύναμη του διαβόλου. Η Ιερή Εξέταση πίστευε τόσο λίγο στη δύναμη της χριστιανικής αλήθειας, όσο και η ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ[1] ελάχιστα πιστεύει στη δύναμη της κομμουνιστικής αλήθεια. Η φανατική μισαλλοδοξία είναι πάντα μια βαθιά δυσπιστία προς τον άνθρωπο, στη μορφή του Θεού στον άνθρωπο, μια δυσπιστία απέναντι στη δύναμη της αλήθεια, δηλαδή, σε τελικά ανάλυση, μια δυσπιστία στο Θεό. Ο Λένιν εξίσου με τον Πομπεντονόστσεφ δεν πίστευε στον άνθρωπο και στη δύναμη της αλήθειας: είναι της ίδιας φυλής. Ο άνθρωπος που επιτρέπει στον εαυτό του να κυριευθεί από τις ιδέες του παγκόσμιου κινδύνου και της παγκόσμιας συνομωσίας των μασόνων, των Εβραίων, του Ιησουϊτών, των Μπολσεβίκων ή της μυστικιστικής σέκτας δολοφόνων, παύει να πιστεύει στη δύναμη του Θεού, στη δύναμη της αλήθειας και στηρίζεται μόνο στη δική του προσωπική βία, τη σκληρότητα και τις δολοφονίες. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ουσιαστικά, είναι αντικείμενο της ψυχοπαθολογίας και της ψυχανάλυσης.
Η μανιακή ιδέα, η οποία είναι αποτέλεσμα τρόμου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Τώρα ο φανατισμός, το πάθος, της υποχρεωτικής για όλους ορθόδοξης αλήθειας αποκαλύπτονται στον φασισμό, στον κομμουνισμό, στις ακραίες μορφές θρησκευτικού δογματισμού και εμμονής στην παράδοση. Ο φανατισμός πάντα χωρίζει τον κόσμο και την ανθρωπότητα σε δύο μέρη, σε δύο εχθρικά στρατόπεδα. Είναι ένας πολεμικός διαχωρισμός. Ο φανατισμός δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφόρων ιδεών και κοσμοθεωρήσεων. Υπάρχει μόνο ο εχθρός. Οι εχθρικές δυνάμεις ενοποιούνται, παρουσιάζονται ως ενιαίος εχθρός. Αυτό είναι ίδιο ακριβώς με εκείνη τη διαδικασία όπου ο άνθρωπος πραγματοποίησε το διαχωρισμό όχι στο Εγώ και στο πλήθος των άλλων Εγώ, αλλά στο Εγώ και στο μη Εγώ, και μάλιστα το μη Εγώ αποτελούσε μια ενιαία ύπαρξη. Αυτή η τρομακτική απλοποίηση βοηθάει στον πόλεμο.
Για τους κομμουνιστές υπάρχει τώρα μόνο ένας εχθρός στον κόσμο, ο φασισμός. Κάθε αντίπαλος του κομμουνισμού κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ήδη φασίστας. Και το αντίθετο. Για τους φασίστες κάθε αντίπαλος του φασισμού είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο κομμουνιστής. Στο μεταξύ ο αριθμός των φασιστών και των κομμουνιστών στον κόσμο αυξάνεται διαρκώς. Οι άνθρωποι λόγω της έχθρας τους προς τον κομμουνισμό περνούν στο πλευρό του φασισμού και λόγω της έχθρας τους προς το φασισμό, περνούν στο πλευρό του κομμουνισμού. Ενοποίηση συμβαίνει και αναφορικά με το διάβολο, ο οποίος είναι το άλλο μισό του κόσμου. Σας προτείνουν μια ανόητη επιλογή, ανάμεσα στο φασισμό και τον κομμουνισμό. Είναι ακατανόητο γιατί θα πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε δύο δυνάμεις, οι οποίοι ομοίως απορρίπτουν την αξία του ανθρώπινου προσώπου και την ελευθερία του πνεύματος, ομοίως χρησιμοποιούν το ψέμα και τη βία, ως μεθόδους αγώνα. Είναι ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να υποστηρίξω μια τρίτη δύναμη: αυτό κάνει στη Γαλλία το κίνημα που συνδέεται με το «Esprit» και «La Fleche», το οποίο αντιμετωπίζει εξίσου εχθρικά τον καπιταλισμό, τον φασισμό και τον κομμουνισμό. Η φανατική μισαλλοδοξία θέτει πάντα ψευδή διλήμματα και παράγει ψευδής διαχωρισμούς. Έχει όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πάθος της φανατικής μισαλλοδοξίας στην εποχή μας είναι αποτέλεσμα όχι μια παθιασμένης πίστης και πεποίθησης, αλλά μια τεχνητή διόγκωση, συχνά είναι ένα στιλιζάρισμα και απότοκος των συλλογικών εμμονών και δημοκοπιών. Φυσικά, υπάρχουν μεμονωμένοι κομμουνιστές και φασίστες, οι οποίοι πιστεύουν βαθιά σε σημείο φανατισμού, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Ρώσους κομμουνιστές και τους Γερμανούς ναζί, λιγότερο ανάμεσα στους Ιταλούς φασίστες, οι οποίοι είναι πιο σκεπτικιστές και οπαδοί μιας λελογισμένης πολιτικής. Για την κομμουνιστική και τη φασιστική μάζα όμως δεν υπάρχουν στέρεες και στοχασμένες πεποιθήσεις και δοξασίες. Η μάζα αυτή αποστειρώνεται με τον φανατισμό ως αποτέλεσμα της μίμησης και της υποβολής και, συχνά, του συμφέροντος.
Το σύγχρονο μένος της μισαλλοδοξίας διαφέρει κατά από το αντίστοιχο του Μεσαίωνα ∙ την εποχή εκείνη όντως υπήρχε βαθιά πίστη. Ο μέσος άνθρωπος της εποχής μας δεν έχει ιδεολογίες, έχει ένστικτα και αντιδράσεις. Η δυσανεξία στον άλλον έχει προκληθεί από τις συνθήκες του πολέμου και τη δίψα για τάξη. Γνωρίζω μόνο την αλήθεια που είναι ωφέλιμη για την οργάνωση. Ο διττός διαχωρισμός του κόσμου, ο οποίος προκλήθηκε από τις απαιτήσεις του πολέμου, έχει τις δικές του ανεπίστρεπτες επιπτώσεις. Η εποχή μας δεν γνωρίζει την κριτική και την ιδεολογική αντιπαράθεση, όπως δεν γνωρίζει και τον πόλεμο τω ιδεών. Γνωρίζει μόνο τις επιπλήξεις, τους εξοστρακισμούς και τις εκτελέσεις. Ο αντιφρονών αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας. Με τον εγκληματία δε συζητούν. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν πλέον ιδεολογικοί εχθροί, υπάρχουν μόνο εχθροί του πολέμου, οι οποίοι ανήκουν στα εχθρικά κράτη. Η αντιπαράθεση είναι ανεκτικότητα, ο πιο σκληρός συζητητής είναι ένας ανεκτικός άνθρωπος, δέχεται τη συνύπαρξη ιδεών διάφορων από τις δικές του, πιστεύει ότι από την επαφή των ιδεών μπορεί να αναζητηθεί και να βρεθεί η αλήθεια. Τώρα όμως στον κόσμο δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική διαπάλη, υπάρχει μόνο ο πόλεμος των συμφερόντων και των γροθιών. Οι κομμουνιστές, οι φασίστες, οι φανατικοί της «ορθόδοξης» Ορθοδοξίας, του Καθολικισμού ή του Προτεσταντισμού δεν αντιπαλεύουν καμιά ιδέα, πετούν τον αντίπαλο στο απέναντι στρατόπεδο, εναντίον του οποίου στήνουν πολυβόλα.
Το μένος του ορθόδοξου δόγματος, το οποίο είναι χρήσιμο για τον πόλεμο και τον οργανισμό, οδηγεί στην πλήρη απώλεια του ενδιαφέροντος για τη σκέψη και για τις ιδέες, για τη γνώση, για τη διανοητική κουλτούρα και η σύγκριση με τον Μεσαίωνα είναι πολύ άδικη για την εποχή μας. Δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική δημιουργία σε αυτό. Αναφορικά με αυτό η μη ανεκτική εποχή μας είναι εκπληκτικά ατάλαντη και φτωχή, πεθαίνει η δημιουργική σκέψη, τρέφεται παρασιτικά από τις προηγούμενες εποχές. Στοχαστές, που επηρεάζουν περισσότερο απ’ όλους τη σύγχρονη Ευρώπη, όπως ο Μαρξ, ο Νίτσε, ο Κίγκεγκωρ, ανήκουν στον 19ο αιώνα, εναντίον του οποίου σήμερα υπάρχει αυτή η αντίδραση. Το μοναδικό πεδίο, στο οποίο υπάρχει συναρπαστική δημιουργία, είναι το πεδίο των τεχνολογικών ανακαλύψεων. Ζούμε στην εποχή της κοινωνικότητας και σε αυτό το πεδίο συμβαίνουν πολλά θετικά, αλλά καμία κοινωνική ιδεολογία, καμιά κοινωνική θεωρία σήμερα δεν διατυπώνεται, όλες ανήκουν στον 19ου αιώνα. Το βασικό πλεονέκτημα του αιώνα μας έγκειται στο ότι είναι πιο πολύ στραμμένος προς την πραγματικότητα, εκθέτει την πραγματικότητα. Όταν εκθέτει τα παλιά είδωλα, ο νέος αιώνας δημιουργεί παράλληλα τα δικά του.
Για τον φανατικό δεν υπάρχει ο πολυμορφικός κόσμος. Αυτός ο άνθρωπος κυριαρχείται από ένα πράγμα. Έχει μια ανελέητη και σκληρή σχέση απέναντι σε όλα, εκτός από ένα. Ο ψυχολογικός φανατισμός συνδέεται με την ιδέα της σωτηρίας ή του θανάτου. Αυτή την ιδέα συγκεκριμένα είναι που φαντασιώνει η ψυχή. Υπάρχει το ενιαίο που σώσει, όλα τα άλλα τα σκοτώνει. Γι’ αυτό και θα πρέπει ολόψυχα να αφοσιωθεί σε αυτό το ένα και ανελέητα να εξοντωθούν όλα τα υπόλοιπα, ο πολυμορφικός κόσμος, είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Με το θάνατο, ο οποίος συνδέεται με τον πολυμορφικό κόσμο, συνδέεται και η επίδραση του τρόμου, η οποία είναι πάντα το υπόστρωμα του φανατισμού.
Οι ιεροεξεταστές ήταν απολύτως πεπεισμένο ότι η σκληρότητα που επιδείκνυαν, τα βασανιστήρια, οι πυρές και όλα τα άλλα είναι εκδηλώσεις της αγάπης προς τον άνθρωπο. Μάχονταν κατά του θανάτου για τη σωτηρία, προστάτευαν τις ψυχές από τον πειρασμό των αιρέσεων που απειλούσαν με θάνατο. Καλύτερα να προκαλέσει σύντομα δεινά στη γήινη ζωή, παρά το θάνατο των πολλών στην αιωνιότητα. ΟTorquemada ήταν ένας ανιδιοτελής, προβληματισμένος άνθρωπος, δεν ήθελε τίποτα για τον ίδιο, ήταν αφοσιωμένος στην ιδέα του, στην πίστη του ∙ βασανίζοντας ανθρώπους διακονούσε το Θεό του, όλα όσα έκανε ήταν προς δόξα του Θεού, ήταν μάλιστα τρυφερός, δεν ένιωθε κακία και έχθρα για κανέναν, ήταν ένας ιδιόμορφος «καλός» άνθρωπος. Πιστεύω ότι το ίδιο «καλός» άνθρωπος, βαθιά πιστός άνθρωπος, ανιδιοτελής ήταν και ο Ντζερζίνσκι, ο οποίος στα χρόνια της νιότης του ήταν πιστός καθολικός και ήθελε να γίνει μοναχός. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό πρόβλημα.
Πιστός, ανιδιοτελής, ιδεολόγος μπορεί να είναι ο φανατικός που διαπράττει τις χειρότερες βιαιότητες. Αφοσιώνεται πλήρως στο Θεό ή στην ιδεολογία, η οποία υποκαθιστά το Θεό, παρακάμπτοντας τον άνθρωπο, μετατρέποντας τον άνθρωπο σε μέσο και εργαλείο προς δόξα του Θεού ή για την υλοποίηση της ιδεολογίας σημαίνει ότι γίνεται φανατικός, μισαλλόδοξος και μάλιστα τέρας. Το Ευαγγέλιο ήταν εκείνο που αποκάλυψε στους ανθρώπους ότι δεν μπορούν να οικοδομήσουν τη σχέση τους με το Θεό χωρίς τη σχέση τους με τον άνθρωπο. Αν οι Φαρισαίοι έθεταν το Σάββατο υπεράνω του ανθρώπου και κατακρίθηκαν από το Χριστό, τότε και κάθε άνθρωπος, ο οποίος έθεσε την αφηρημένη ιδέα υπεράνω του ανθρώπου, ασπάζεται τη θρησκεία του Σαββάτο, την οποία έχει απορρίψει ο Χριστός. Ταυτόχρονα, είναι αδιάφορο αν αυτή είναι η ιδεολογία της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας, του κράτους και του εθνικισμού ή η ιδέα της επανάστασης και του σοσιαλισμού.
Ο άνθρωπος, ο οποίος ανέλαβε την αναζήτηση και καταδίκη των αιρέσεων, στο αφορισμό και την καταδίωξη των αιρετικών, είναι ένας άνθρωπος που από καιρό τον έχει στηλιτεύσει και καταδικάσει ο ίδιος ο Χριστός, παρόλο που ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό. Το παθολογικό μίσος κατά των αιρέσεων είναι η ιδεοληψία της «ιδεολογίας» η οποία έχει θέσει εαυτόν υπεράνω του ανθρώπου. Όλα όμως το ορθόδοξα δόγματα του κόσμου δεν είναι τίποτα σε σχέση με τον έσχατο των ανθρώπων και της μοίρας του. Ο άνθρωπος είναι η εικόνα και το ομοίωμα του Θεού. Οποιοδήποτε σύστημα ιδεών είναι απότοκος της ανθρώπινης σκέψης ή ανοησίας. Ο άνθρωπος δε σώζεται ούτε και πεθαίνει επειδή υιοθετεί οποιοδήποτε σύστημα ιδεών. Η μοναδική πραγματική αίρεση είναι η αίρεση της ζωής.
Οι επικριτές και οι διώκτες των αιρέσεων ήταν οι ίδιοι αιρετικοί της ζωής, αιρετικοί ως προς τη σχέση τους απέναντι στο ζώντα άνθρωπο, στην φιλανθρωπία και την αγάπη. Όλοι οι ιεροεξεταστές ήταν αιρετικοί της ζωής, ήταν προδότες του ζωοφόρου δόγματος περί ανθρώπου. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας ήταν πιο αιρετικός της ζωής, από τους αιρετικούς που στηλίτευε. Πίσω από τις επικρίσεις κατά των αιρετικών κρύβεται πάντα ο αμαρτωλός πόθος για την εξουσία, η βούληση για παντοδυναμία. Η παθολογική ιδεοληψία των ιδεών της σωτηρίας και του θανάτου, η οποία θα έπρεπε να θεραπευτεί, μπορεί να μεταφερθεί στον κοινωνικό χώρο. Τότε αυτή η πανικόβλητη ιδέα γεννάει τον επαναστατικό φανατισμό και δημιουργεί θεσμούς πολιτικής Ιερής Εξέτασης. Η μισαλλοδοξία και η Ιερή Εξέταση δικαιολογούνται με τον επικείμενο κοινωνικό θάνατο. Έτσι και οι δίκες των κομμουνιστών στη Μόσχα θυμίζουν πολλοί το κυνήγι μαγισσών. Και σε αυτές και τις άλλες, οι κατηγορούμενοι ομολογούν τις εγκληματικές τους σχέσεις με το διάβολο. Ο ανθρώπινος ψυχισμός ελάχιστα αλλάζει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φανατικός, όταν παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού, φανατικός γίνεται μόνο όταν βρίσκεται ενώπιον άλλων ανθρώπων.
Ο φανατικός χρειάζεται πάντα έναν εχθρό, θα πρέπει πάντα κάποιον να τιμωρεί. Οι ορθόδοξοι δογματικοί ορισμοί διατυπώθηκαν όχι σε σχέση με το Θεό, αλλά σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, διατυπώθηκαν γιατί είχαν εμφανιστεί οι αιρετικές απόψεις. Ο φανατισμός σημαίνει πάντα κοινωνικό καταναγκασμό. Ή μπορεί να πάρει τη μορφή της αυτοπυρπόλησης, όπως για παράδειγμα στις ακραίες μορφές του ρωσικού σχίσματος, αλλά και σε αυτή την περίπτωση αυτό σημαίνει κοινωνικός καταναγκασμός με αντίθετο πρόσημο. Ο φανατισμός της ακραίας ορθοδοξίας στη θρησκεία έχει χαρακτήρα σέκτας. Το αίσθημα της ικανοποίησης που δημιουργεί η εισδοχή στο κύκλο των εκλεκτών είναι το αίσθημα της σέκτας. Ο φανατισμός ατσαλώνει τη βούληση και οργανώνει τον αγώνα, για να προκαλέσει βάσανα και να αντέξει τα βάσανα. Στον μαλακό, μειλίχιο φανατικό, ο οποίος θεωρεί πως αγαπάει τον άνθρωπο, ο οποίος ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των ψυχών και των κοινωνιών, υπάρχει το στοιχείο του σαδισμού. Ο φανατισμός συνδέεται πάντα με το φαινόμενο του βασανισμού. Ο ιδεολογικός φανατισμός είναι πάντα μια απόκλιση από την ορθοδοξία.
Η κατηγορία της ορθοδοξίας, η οποία αντιπαρατίθεται στις αιρέσεις, σήμερα βρίσκει την εφαρμογή της στους τύπος σκέψης, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα κοινό με τη θρησκεία, - για παράδειγμα, στον μαρξισμό ∙ αυτή όμως είναι θρησκευτικής καταγωγής. Παρόλο που είναι θρησκευτικής καταγωγής, είναι πριν απ’ όλα κοινωνικό φαινόμενο και υποδηλώνει την κυριαρχία της κοινότητας επί του προσώπου. Η ορθοδοξία είναι μια διανοητική οργάνωση της κοινότητας και υποδηλώνει την αναγκαστική υπερορία της συνείδησης και της γνώσης. Η ορθοδοξία επιβεβαιώνεται σε αντίθεση με την αίρεση. Αιρετικός είναι ο άνθρωπος που σκέφτεται σε ασυμφωνία με τη διανοητική οργάνωση της κοινότητας. Οι άνθρωποι που θεωρούν εαυτούς ορθόδοξους κατά κύριο λόγο και στηλιτεύουν τους αιρετικούς, δηλαδή τους αντιφρονούντες, αρέσκονται να λένε ότι υπερασπίζονται στην αλήθεια και θέτουν την αλήθεια υπεράνω της ελευθερίας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρανόηση και έπαρση των ορθόδοξων.
Το μένος της ορθοδοξίας, το οποίο τρέφει τον φανατισμό, δεν έχει τίποτα κοινό με το πάθος της αλήθειας. Είναι το αντίθετό του ακριβώς. Η ορθοδοξία σχηματίζεται γύρω από το θέμα της σωτηρίας και του θανάτου, οι ορθόδοξοι είναι οι ίδιοι τρομοκρατημένοι και τρομοκρατούν και τους άλλους. Η αλήθεια όμως δεν γνωρίζει τον τρόμο. Οι υπερασπιστές της ορθοδοξίας συγκεκριμένα είναι εκείνοι που διαστρέβλωσαν και φοβήθηκαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την αλήθεια. Οι υπερασπιστές της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας διαστρέβλωσαν την ιστορία. Οι υπερασπιστές της μαρξιστικής ή της ρατσιστικής ορθοδοξίας διαστρεβλώνουν επίσης την ιστορία. Οι άνθρωποι αυτοί πάντα δημιουργούν μοχθηρούς θρύλους για την εχθρική προς αυτούς δύναμη. Η αλήθεια υποκαθίσταται από το όφελος, από συμφέροντα οργανωμένου τύπου.
Ο φανατισμένος με κάποια ιδέα άνθρωπος, ως ο μοναδικός φορέας σωτηρίας, δεν μπορεί να αναζητήσει την αλήθεια. Η αναζήτηση της ελευθερίας προϋποθέτει την ελευθερία. Δεν υπάρχει αλήθεια χωρίς την ελευθερία, η αλήθεια είναι δυνατή μόνο με την ελευθερία. Εκτός ελευθερίας υπάρχει μόνο το όφελος, και όχι η αλήθεια, μόνο τα συμφέροντα της εξουσίας. Ο φανατικός οποιασδήποτε ορθοδοξίας επιζητάει την εξουσία και όχι την αλήθεια. Η αλήθεια δε δίνεται έτοιμη και δεν εκλαμβάνεται παθητικά από τον άνθρωπο, είναι μια αέναη άσκηση. Η αλήθεια δεν πέφτει άνωθεν επί του ανθρώπου, σαν να είναι κάποιο υλικό πράγμα. Δεν μπορούμε να εκλάβουμε την αποκάλυψη της αλήθειας με αφελώς ρεαλιστικό τρόπο. Η αλήθεια είναι επίσης δρόμος και ζωή, η πνευματική ζωή του ανθρώπου. Η πνευματική ζωή του ανθρώπου είναι η ελευθερία και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ελευθερία.
Οι φανατικοί της ορθοδοξίας, ουσιαστικά, δεν γνωρίζουν την αλήθεια, γιατί δεν γνωρίζουν την ελευθερία, δεν γνωρίζουν την πνευματική ζωή. Οι φανατικοί της ορθοδοξίας νομίζουν πως είναι άνθρωποι ταπεινοί, γιατί είναι υπάκουοι στην εκκλησιαστική αλήθεια και κατηγορούν τους άλλους ότι είναι επηρμένοι. Αυτό όμως είναι μια τρομακτική ψευδαίσθηση και αυταπάτη. Ας υπάρχει στην Εκκλησία η πληρότητα της αλήθειας. Γιατί όμως ο ορθόδοξος φαντάζεται ότι μόνο αυτός κατέχει αυτή την αλήθεια της Εκκλησίας, ότι μόνο αυτός τη γνωρίζει; Γιατί ειδικά μόνο σε αυτόν έχει δοθεί το χάρισμα του οριστικού διαχωρισμού της εκκλησιαστικής αλήθειας από την αίρεση, γιατί ειδικά αυτός είναι ο εκλεκτός; Αυτή είναι η έπαρση και η αλαζονεία και δεν υπάρχουν πιο αλαζονικοί και επηρμένοι άνθρωποι από τους φύλακες της ορθοδοξίας. Αυτοί ταυτίζουν εαυτούς με την εκκλησιαστική αλήθεια. Υπάρχει η ορθόδοξη εκκλησιαστική αλήθεια. Μπορεί όμως να είσαι φανατικός της ορθοδοξίας, αλλά δεν τη γνωρίζεις, γνωρίζεις μόνο θραύσματα ως αποτέλεσμα της περιορισμένης σου αντίληψης, του γεγονότος ότι πέτρωσε η καρδιά σου, της αναισθησίας σου, την εμμονής σου στη φόρμα και στο γράμμα του νόμου, στην απουσία ταλέντου και ευγένειας.
Ο άνθρωπος που επέτρεψε στον εαυτό του να φτάσει στο σημείο της φανατικής εμμονής, ποτέ δεν θα δώσει στον εαυτό μου μια ευκαιρία. Φυσικά, είναι έτοιμος να θεωρήσει εαυτόν ως αμαρτωλό, αλλά ποτέ δεν θα παραδεχτεί πως βρίσκεται σε κατάσταση αυταπάτης, πως ξεγελάει μόνος του τον εαυτό του, πως έχει εφησυχάσει. Γι’ αυτό και θεωρεί δυνατό παρόλη την αμαρτία του να βασανίζει και να διώκει άλλους. Ο φανατικός θεωρεί πως είναι πιστός. Μπορεί όμως η πίστη του να μην έχει τίποτα κοινό με την αλήθεια. Η αλήθεια είναι πριν απ’ όλα υπέρβαση του εαυτού μας, ο φανατικός δεν μπορεί να υπερβεί εαυτόν. Υπερβαίνει εαυτόν μόνο στην κακία έναντι των άλλων, αυτό όμως δεν είναι υπέρβαση.
Ο φανατικός είναι εγωκεντρικός. Η πίστη του φανατικού είναι η ανιδιοτελής αφοσίωση στην ιδέα δεν τον βοηθάει όμως καθόλου να υπερβεί τον εγωκεντρισμό του. Η άσκηση του φανατικού (οι φανατικοί πολύ συχνά είναι ασκητές) δεν μπορεί να νικήσει την απορρόφησή του από τον εαυτό του, δεν τον στρέφει επ’ ουδενί προς την πραγματικότητα. Ο φανατικός οποιασδήποτε ορθοδοξίας ταυτίζει την ιδέα του, την αλήθεια με τον εαυτό του. Αυτός είναι η ιδέα, αυτός είναι η αλήθεια. Η ορθοδοξία είναι αυτός. Σε τελική ανάλυση αυτό πάντα είναι το μοναδικό κριτήριο της ορθοδοξίας.
Ο φανατικός της ορθοδοξίας μπορεί να είναι ένας ακραίος οπαδός της αρχής του αυταρχισμού. Ο ίδιος όμως πάντα αδιόρατα ταυτίζει το αρχή με τον εαυτό του και σε κανένα διαφωνούντα με αυτόν δεν υποτάσσεται. Η ροπή προς το εξουσία στην εποχή μας έχει αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα. Η αυταρχικά διακείμενη νεολαία δεν αναγνωρίζει καμία αρχή υπεράνω αυτής, θεωρεί πως είναι ο φορέας κάθε αρχής. Η νεολαία που θεωρεί πως είναι η έκφραση της ακραίας ορθοδοξίας, η οποία δεν αγαπάει την ελευθερία και η οποία διώκει τις αιρέσεις, θεωρεί πως είναι ο φορέας της Ορθοδοξίας. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πώς η ιδέα του αυταρχισμού έχει χαρακτήρα αντινομίας και είναι σαθρή. Ο αυταρχισμός πρακτικά ποτέ δεν ενοχλεί τους φανατικούς οπαδούς του, ενοχλεί τους άλλους, τους αντιπάλους του και ασκεί βία επί αυτών. Ουσιαστικά κανείς ποτέ δεν υποτάχθηκε σε κάποια αρχή, αν θεωρούσε πως δεν συμφωνεί με τη δική του αντίληψη περί αλήθειας. Η ομολογία οποιασδήποτε ακραίας ορθοδοξίας, οποιουδήποτε ολοκληρωτικού συστήματος σηματοδοτεί πάντα την επιθυμία να ανήκει κανείς στον κύκλο των εκλεκτών φορέων της αληθινής διδασκαλίας. Αυτό κολακεύει την υπερηφάνεια και την αυτοεκτίμηση των ανθρώπων. Σε σύγκριση με αυτό η αγάπη για την ελευθερία σηματοδοτεί τη σεμνότητα.
Είναι κοινός τόπος και θεωρείται τιμή να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ως τον μοναδικό γνωρίζοντα τι είναι η πραγματική Ορθοδοξία ή ο πραγματικός μαρξισμός – λενινισμός (είναι η ίδια ακριβώς ψυχολογία). Ο Ροβεσπιέρος ανιδιοτελώς αγαπούσε τη ρεπουμπλικανική αρετή, ήταν ο πιο ενάρετος άνθρωπος στην επαναστατημένη Γαλλία και μάλιστα ο μοναδικός ενάρετος. Είχε ταυτίσει τον εαυτό του με την ρεπουμπλικανική αρετή, με την ιδέα της επανάστασης. Ήταν ο ολοκληρωμένος τύπος του εγωκεντρικού. Αυτή όμως η τρέλα με την αρετή, αυτή η ταύτιση με αυτή ήταν το πιο αρνητικό σημείο του. Ο αμαρτωλός Δαντών ήταν χίλιες φορές καλύτερος και πιο ανθρώπινος.
Ο εγωκεντρισμός του φανατικού οποιασδήποτε ιδέας, οποιασδήποτε διδασκαλίας εκφράζει με το ότι δεν βλέπει την ανθρώπινη προσωπικότητα, ότι είναι απρόσεκτος ως προς το προσωπικό ανθρώπινο δρόμο, δεν μπορεί να εντοπίσει οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο των προσώπων, με τον ζωντανό, συγκεκριμένο ανθρώπινο κόσμο. Ο φανατικός γνωρίζει μόνο την ιδέα, αλλά δεν γνωρίζει τον άνθρωπο, δεν ξέρει τον άνθρωπο και τότε ακόμη που παλεύει για την ιδέα του ανθρώπου. Δεν μπορεί να αντιληφθεί και ένα κόσμο ιδεών διάφορων από τις δικές του, είναι ανίκανος να επικοινωνήσει με ιδέες. Συνήθως δεν αντιλαμβάνεται τίποτα και δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτα ∙ ο εγωκεντρισμός του είναι που του στερεί την ικανότητα κατανόησης. Δεν θέλει επ’ ουδενί να πείσει για την αλήθεια, δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Το ενδιαφέρον για την αλήθεια τον βγάζει από τον κλειστό κύκλο του εγωκεντρισμού. Ο εγωκεντρισμός κάθε άλλο παρά εγωισμός είναι. Ο εγωιστής στη συνήθη ερμηνεία αυτής της λέξης παρόλα αυτά μπορεί να υπερβεί εαυτόν, να στρέψει την προσοχή του σε άλλους ανθρώπους, να ενδιαφερθεί για τον κόσμο των ιδεών των άλλων. Ο φανατικός – εγωκεντρικός όμως, ανιδιοτελής, ασκητικός, αφοσιωμένος σε οποιαδήποτε ιδέα, - κάθε άλλο παρά μπορεί, η ιδέα τον επικεντρώνει στον μικρό του εαυτό. Για την ταραγμένη μας εποχή είναι χαρακτηριστικές όχι μόνο οι εκλάμψεις του φανατισμού αλλά και το στιλιζάρισμα του φανατισμού. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν είναι τόσο φανατικοί και δεν είναι τόσο προσκολλημένοι στις ορθόδοξες διδασκαλίες, όπως θα μπορούσε να νομίσει κανείς. Θέλουν να δείχνουν φανατικοί, μιμούνται το φανατισμό, εκφέρουν το λόγο των φανατικών, κάνουν τις βίαιες χειρονομίες των φανατικών. Αυτό όμως πολύ καθαρά το μόνο που κάνει είναι να καλύπτει το εσωτερικό κενό. Η μίμηση και το στιλιζάρισμα του φανατισμού είναι απλά ένας από τους τρόπους για να γεμίσει το κενό. Αυτό σημαίνει, επίσης, μια δημιουργική αδυναμία, μια ανικανότητα σκέψης. Οι διεκδικητές της γνώσης της ορθόδοξης αλήθειας βρίσκονται σε κατάσταση απουσίας της σκέψης. Η αγάπη για τη σκέψη, για τη γνώση, είναι, επίσης, αγάπη για την κριτική, για τη διαλογική ανάπτυξη, αγάπη για τη σκέψη του άλλου και όχι μόνο τη δική σου.
Στη φανατική αδιαλλαξία αντιπαραθέτουν την ανεκτικότητα. Η ανεκτικότητα όμως είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Η ανεκτικότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα αδιαφορίας, αδιαφορίας για την αλήθεια, αδιαφορία για το Καλό και το Κακό. Αυτή είναι η χλιαρή φιλελεύθερη ανεκτικότητα και δεν πρέπει να την αντιπαραθέτουμε στον φανατισμό. Είναι δυνατή η παθιασμένη αγάπη για την ελευθερία και για την αλήθεια, η φλεγόμενη αφοσίωση την ιδέα, αλλά με τεράστια φροντίδα για τον άνθρωπο, για τον ανθρώπινο δρόμο, για την ανθρώπινη αναζήτηση της αλήθειας. Η ελευθερία μπορεί να κατανοηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα αυτής της αλήθειας. Δεν μπορεί και δεν πρέπει ο άνθρωπος να τα υπομένει όλα. Στη σύγχρονη αδιαλλαξία, το φανατισμό, τη σύγχρονη μανία ορθοδοξίας, κάθε άλλο παρά πρέπει να φερόμαστε ανεκτικά, απεναντίας, θα πρέπει να είμαστε αδιάλλακτοι. Στους εχθρούς της ελευθερίας κάθε άλλο παρά πρέπει να παρέχουμε απεριόριστη ελευθερία. Υπό μία έννοια, μας χρειάζεται η δικτατορία της πραγματικής ελευθερίας. Οι σύγχρονες δε δικτατορίες σε όλους τους τις μορφές στηρίζονται στο ψυχολογικό θεμέλιο, το οποίο αποκαλύπτει μια βαριά ψυχολογική ασθένεια. Μας χρειάζεται μια μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή.
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С)
1] ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. = Γενική Πολιτική Διεύθυνση, η τρομερή και πανίσχυρη μυστική αστυνομία του σταλινικού καθεστώτος, διάδοχος της ΤΣΕ.ΚΑ. (Σ.τ.Μ)
ΠΗΓΗ:http://samizdatproject2.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.