Μενέλαου Χαραλαμπίδη, Οι δωσίλογοι
Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2023
του Γιάννη Ξένου από το Άρδην τ. 132 που κυκλοφορεί
Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, Οι δωσίλογοι (Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής) είναι η εκδοτική επιτυχία της χρονιάς. Ξεκίνησε το εκδοτικό του ταξίδι τον προηγούμενο Δεκέμβριο και μέχρι τον Σεπτέμβριο έφτασε την έκτη έκδοση και τα 27.000 αντίτυπα! (σ.Ά. πια στην έβδομη και στις 36.000 αντίτυπα). Το γεγονός ότι είναι ιστορικό βιβλίο και μάλιστα για ένα θέμα που, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία, κάνει ακόμα πιο μεγάλο το εκδοτικό του επίτευγμα.
Τι είναι αυτό που συγκίνησε και οδήγησε στα βιβλιοπωλεία δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες να το προμηθευτούν; Τα ιστορικά αναγνώσματα συνήθως δεν ξεπερνούν τις μερικές χιλιάδες πωλήσεις και συχνότερα ούτε που φτάνουν τα χίλια αντίτυπα. Ούτε εξηγείται η εκδοτική επιτυχία από το γεγονός ότι ο συγγραφέας του έγινε ευρύτερα γνωστός τα προηγούμενα χρόνια από τους ιστορικούς περιπάτους που διοργανώνει στην Αττική ή από το ότι ήταν ο εμπνευστής και επιστημονικός υπεύθυνος των δράσεων με τίτλο «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα Ελεύθερη», οι οποίες υλοποιήθηκαν το διάστημα 2015 ως το 2019.
Το κλειδί της ερμηνείας πιστεύουμε βρίσκεται στην εισαγωγή του βιβλίου, που ο συγγραφέας περιγράφει τι θέλει να αποδείξει η μελέτη του. Δηλώνει από τις πρώτες σελίδες ότι το επίσημο αφήγημα της Αντίστασης στην Κατοχή, «το οποίο κάνει λόγο για μια μικρή μειοψηφία Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» [σ. 16]. Ο Χαραλαμπίδης αναποδογυρίζει αυτό το σχήμα και πάει στο άλλο άκρο ισχυριζόμενος ότι «μέχρι τα μέσα του 1943, αυτοί που εμπλέκονταν στα δίκτυα συνεργασίας με τον κατακτητή ήταν περισσότεροι από όσες και όσους είχαν ενταχθεί στο ελληνικό αντιστασιακό κίνημα» [σ. 18]. Αυτά που ξέραμε και περηφανευόμαστε, εν πολλοίς η εαμική αφήγηση, ότι στην Ελλάδα αναπτύχθηκε το δεύτερο ισχυρότερο αντιστασιακό κίνημα της Ευρώπης, δεν ισχύουν κατά τον Χαραλαμπίδη, είναι ένας ακόμα «μύθος», γιατί τα δίκτυα της συνεργασίας με τον κατακτητή ήταν μεγαλύτερα, αλλά η λήθη που επέβαλε το μετεμφυλιακό κράτος το απέκρυψαν. Έτσι, το αφήγημα των περασμένων χρόνων ότι ο εμφύλιος ξεκίνησε ήδη από το 1943 και συνεχίστηκε μέχρι το 1949, o Χαραλαμπίδης το πάει ένα βήμα παραπέρα: η Αντίσταση συρρικνώνεται έτι περαιτέρω όχι μόνο χρονικά, αλλά και ποσοτικά, αφού, κατά τον συγγραφέα, οι δωσίλογοι ήταν περισσότεροι από τους αντιστασιακούς.
Στην αφήγηση του Χαραλαμπίδη, οι Γερμανοί περνάνε σε δεύτερο πλάνο, οι συνεργάτες τους δεν εξαναγκάστηκαν να πάρουν αυτό τον δρόμο, αλλά τον επέλεξαν [σ. 21], γιατί σκοπός τους ήταν η «εξόντωση του εσωτερικού πολιτικού αντιπάλου με την κάλυψη που προσέφερε η παρουσία του ξένου στρατιωτικού κατακτητή» [σ. 19] και, όπως σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου, τα ανελεύθερα χρόνια που έζησε η Ελλάδα από το 1944 έως και το 1974 είχαν τις ρίζες τους στον νέο διχασμό που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής… που είχε ως αφετηρία το εκτεταμένο φαινόμενο της συνεργασίας με τον κατακτητή…» [σ. 403].
Αυτό εν πολλοίς είναι το σχήμα που προσπαθεί να αποδείξει ο Χαραλαμπίδης και στην ουσία είναι το τράβηγμα στα άκρα της αναθεωρητικής ιστορικής άποψης που υπερτονίζει την εμφύλια πλευρά της δεκαετίας του ’40 και ελαχιστοποιεί τις φάσεις ενότητας: Της αντίστασης στην απόκρουση των Ιταλών το 1940-41 και στην αντίσταση στην τριπλή Κατοχή (Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι) του 1941-1944. Για να υπηρετήσει το σχήμα του, ο συγγραφέας υπερτονίζει τα σημεία που το εξυπηρετούν με βασικά σημεία: α) τον αθηνοκεντρισμό – στην ουσία έχει γράψει μια ιστορία της συνεργασίας με τον κατακτητή στην Αττική· β) την έλλειψη κριτικής για τα λάθη και τις αβλεψίες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ· και γ) τον τονισμό των πτυχών της συνεργασίας – π.χ. η εξιστόρηση για τη Χωροφυλακή που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς καταλαμβάνει 58 σελίδες, ενώ για την Αστυνομία Πόλεων, που αρνήθηκε τη συνεργασία και διατηρούσε στις τάξεις μεγάλο αριθμό αστυνομικών ενταγμένων στο ΕΑΜ, το βιβλίο αφιερώνει μόλις τρεις σελίδες. Και το κυριότερο είναι ότι θέτει ως σημείο εκκίνησης του διχασμού την Κατοχή, όταν από το 1915, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, η ελληνική κοινωνία βιώνει έναν μόνιμο διχασμό, μια φάση του οποίου ήταν και ο διχασμός της Κατοχής.
Το κεφάλαιο για την οικονομική συνεργασία, που εξ αντικειμένου είναι αυτό που εν δυνάμει θα τεκμηρίωνε την ισχυρή βάση του φαινομένου της συνεργασίας, είναι μάλλον το πιο αδύναμο. Βεβαίως και συνεργάστηκαν (άλλοι με τη θέλησή τους και πλούτισαν και άλλοι εξαναγκάστηκαν) βιομήχανοι, εργολάβοι, έμποροι κ.ά. με τις δυνάμεις Κατοχής, αλλά, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, το φαινόμενο κορυφώθηκε μέχρι τα μέσα του 1943· έκτοτε, όπως αναφέρει σε έκθεση του ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής, οι «συνεργάσιμοι» μειώνονται διαρκώς [σ. 109]. Ο λιμός που έπληξε την Αθήνα τον χειμώνα του 1941-42 και ο επακόλουθος μαυραγοριτισμός που άνθισε είχε ως συνέπεια τον εύκολο πλουτισμό διαφόρων τυχοδιωκτών και απατεώνων που αγόρασαν εκείνον τον χειμώνα δεκάδες χιλιάδες ακίνητα, σε Αθήνα και Πειραιά, έναντι ενός πολύ μικρού ποσοστού της αξίας των ακινήτων. Ο συγγραφέας όμως δεν εστιάζει στην οικονομική πορεία όσων πλούτισαν την περίοδο της Κατοχής και αν στο μετεμφυλιακό κράτος δημιουργήθηκαν νέα οικονομικά τζάκια από τους μαυραγορίτες ή τους οικονομικούς συνεργάτες των Γερμανών. Από τα ονόματα που καταγράφονται, αυτό του αδελφού του Ευάγγελου Αβέρωφ, Μιχαήλ, που είχε αναλάβει για λογαριασμό των Γερμανών έργα οδοποιίας, είναι το μοναδικό μεγάλο όνομα, από σημαντική οικογένεια, αλλά δεν αναφέρεται η μετέπειτα πορεία του, αν είχε ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας ή παραγκωνίστηκε από την οικογένειά του. Τέλος, ακόμα και η λίστα των 126 εμπόρων και βιομηχάνων που, σύμφωνα με την έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, συνεργάστηκαν με τον εχθρό [σ. 155] και παραδόθηκε στη δικαιοσύνη δεν δημοσιεύεται στο βιβλίο. Για ερευνητικούς λόγους και λόγους ελάχιστης απόδοσης δικαιοσύνης μετά από 80 χρόνια, έστω και με αυτό τον τρόπο, θα άξιζε να αναληφθεί το ρίσκο και να γνωστοποιηθεί στο κοινό και ας δυσαρεστούνταν κάποιοι απόγονοι.
Παρότι πριν τον Β΄ ΠΠ τα δίκτυα, κυρίως οικονομικά, της Γερμανίας στην Ελλάδα ήταν ισχυρά, τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, η ένοπλη ή ιδεολογική συνεργασία, όπως διαπιστώνει και ο συγγραφέας, ήταν περιορισμένη. Πέρα από προσωπικότητες όπως η Σίτσα Καραϊσκάκη και κάποιοι ακόμα που πριν τον πόλεμο είχαν ασπαστεί τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες, ελάχιστοι άλλοι εντάχθηκαν στους μηχανισμούς των Γερμανών, ίσως γιατί οι Γερμανοί δεν εμπιστεύονταν το εγχώριο δυναμικό. Αυτό άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και οι Γερμανοί έχασαν τα 2/3 (128.790 στρατιώτες, 250.000 κατά τον Φλάισερ) του στρατού Κατοχής [σ. 124]. Έκτοτε, οι Έλληνες που ήταν ευεπίφοροι σε συνεργασία έγιναν απαραίτητοι για τον έλεγχο της χώρας. Οι παρεμβάσεις των Βρετανών, η βιασύνη των αντιστασιακών οργανώσεων να πάρουν καλύτερη θέση για την κατάληψη της μεταπολεμικής εξουσίας, χωρίς οι Γερμανοί να έχουν φύγει ή να είναι ορατή, στον άμεσο ορίζοντα, η φυγή τους, η ανάγκη των συνεργατών τους να γλυτώσουν το τομάρι τους, πουλώντας πια εκδούλευση στον επόμενο πολιτικό κυρίαρχο (Παλάτι-Βρετανούς) δημιούργησε μέχρι την απελευθέρωση, 1,5 χρόνο μετά, ένα εκρηκτικό κλίμα.
Στη νέα φάση που εισέρχεται η Κατοχή μετά το 1943, για τον συγγραφέα, υπάρχει μόνο ένας ενεργός δρων, οι δωσίλογοι, που οργανώνονται πια και εξοπλίζονται από τις γερμανικές Αρχές. Απαριθμεί και περιγράφει λεπτομερειακώς (και ορθώς) τις θηριωδίες της Χωροφυλακής, αλλά, προς το τέλος του σχετικού κεφαλαίου και σχολιάζοντας άλλο θέμα, μας ενημερώνει ότι στον αιματηρό ανταγωνισμό μεταξύ Χωροφυλακής και ΟΠΛΑ, η Χωροφυλακή είχε το ελαφρύ προβάδισμα (είχε δολοφονήσει 265 μέλη του ΕΑΜ έναντι 258 μελών της Χωροφυλακής που είχε δολοφονήσει η ΟΠΛΑ), που ισοφαρίζεται αν προστεθούν και οι πολύ λιγότεροι δολοφονηθέντες της Αστυνομίας Πόλεων.
Το βιβλίο του Χαραλαμπίδη, ενώ φέρνει στην επιφάνεια πολλά νέα στοιχεία από τη μελέτη δεκάδων τόμων πρακτικών, αποφάσεων και ανακριτικού υλικού των Ειδικών Δικαστηρίων Αθηνών και Πειραιά, χάνει από τη μονομέρεια και την προσπάθειά του να στριμώξει το ερευνητικό του υλικό σε ένα προκατασκευασμένο καλούπι. Αυτό όμως φαίνεται να είναι και η αιτία που έγινε μπεστ σέλερ. Στο βασανιστικό ερώτημα που κατατρώγει την Αριστερά εδώ και 80 χρόνια, γιατί έχασε το ΕΑΜ, ο Χαραλαμπίδης προσφέρει μια βολική εξήγηση: όλοι οι εχθροί του ΕΑΜ, λιγότερο ή περισσότερο, συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και το έκαναν αυτό για να μην παραδώσουν την εξουσία στο ΕΑΜ και ιδιαιτέρως την κομμουνιστική Αριστερά. Με αυτή τη λογική τα λάθη του ΚΚΕ περνούν σε δεύτερο πλάνο και, μπροστά στο κεντρικό ζήτημα, που είναι η προδοσία των πολιτικών του αντιπάλων, γίνονται ανάξια λόγου.
Αυτή η ερμηνεία σε έναν αναγνώστη που θέλει να αντιμετωπίζει την ιστορία όσο γίνεται πιο αντικειμενικά δεν προσφέρει τίποτα, αλλά στους οπαδούς, π.χ., του ΣΥΡΙΖΑ, που δυσκολεύονται να καταλάβουν πώς το κόμμα τους, από κυβέρνηση και πανίσχυρο κόμμα, έχασε τα δύο τρίτα του εκλογικού ποσοστού και βιώνει κρίση επιβίωσης, η ανάγνωση του βιβλίου λειτουργεί ως παυσίπονο και παραμυθία: Όπως χάσαμε τότε από τους δωσίλογους, έτσι και τώρα μας κέρδισαν οι απόγονοί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.