Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Ο στοχασμός του δὲν ἔμοιαζε μὲ τὴ βιαία πνοὴ τῆς βεβαιότητας, ἀλλὰ μὲ τὴν λεπτὴ αὔρα ἑνὸς «νομίζω».



Θυμᾶμαι τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ
στὶς ὁμιλίες του συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ
τὴ λέξη «νομίζω». 

Ἄλλοτε πάλι, 
ἐπέλεγε κάποια ἐκτενέστερη διατύπωση 
γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοῦτο τὸ νόημα· 
ἔλεγε: «δὲν μιλῶ μὲ βεβαιότητα, 
ἔχω ὄμως τὴν αίσθηση…» 
ἢ «μπορεῖ νὰ κάνω καὶ λάθος, 
μὰ ἐπιτρέψτε μου 
νὰ καταθέσω στὴν κρίση σας …».

Τὸ «νομίζω» γιὰ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ
δὲν ἦταν ἕνα τέχνασμα, ἕνα σχῆμα ρητορικό. 
Τοῦτο μποροῦσε εὔκολα 
νὰ τὸ κατανοήσει κανεῖς ἀκούγοντάς τον. 
Δὲν ὑπήρχε ἴχνος ἐπιτήδευσης στὸ λόγο του, 
μόνο ἕνας τόνος ἀγωνίας 
ποὺ ταιριάζει σὲ  ἐκεῖνον 
ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῆς διδαχῆς,
σὲ καιροὺς ἀσέληνους.  

Τὸ «νομίζω» του εἶχε μιὰ γνησιότητα, 
ἀφοῦ ἦταν γέννημα ἑνὸς φρονήματος ταπεινοῦ, 
μιᾶς φυσικῆς εὐγένειας, 
καὶ μιᾶς -ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὁ ἰσχυρισμός- 
ἔμφυτης ντροπαλοσύνης. 
Μὰ ἦταν τελικὰ και κάτι περισσότερο, 
κάτι πληρέστερο. 
Ἦταν μιὰ αυθεντικὴ μαρτυρία 
τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του.

Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δὲν πίστευε 
πὼς εἶχε κατακτήσει τὴν Ἀλήθεια. 
Ἐπεδίωξε στὸ βίο του νὰ σχετιστεῖ μὲ Αὐτὴν 
πρωτίστως διὰ τοῦ λόγου. 
Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα 
ποὺ αἰσθανόταν γιὰ τὸν Θεὸ 
ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια· 
ἡ αὐστηρότητα καὶ ἡ ἀπαιτητικότητα 
πρὸς τὸν ἑαυτό του· 
τὸ ἦθος τῆς ἐλευθερίας 
καὶ ἡ ὀρμὴ τοῦ ἔρωτα· 
οἱ σπουδές του 
καὶ οἱ πνευματικές του ἀναζητήσεις· 
ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ φιλοσοφία 
καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ θεολογία· 
ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου 
καὶ ἡ μετοχὴ στὰ κοινὰ τῆς πόλης· 
ἡ κοινωνία διὰ τῆς συγγραφῆς 
καὶ ἡ εὐθύνη τῆς διδασκαλίας 
περιγράφουν τὴ δική του σχέση 
ὡς πρόσωπο μὲ τὴν Ἀλήθεια.

Κι ὅμως αὐτὰ ποὺ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς 
εἶχε γνωρίσει, 
αὐτὰ ποὺ εἶχε κατανοήσει, 
αὐτὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ διδάξει, 
αὐτὰ ποὺ «ἀλήθευαν» τὸ δικό του βίο 
εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὰ τοποθετεῖ 
δίπλα σὲ ἕνα «νομίζω». 
Μὰ γιατί; 
Διότι ἔθετε τὴ γνῶση, 
τὴ σκέψη καὶ τὴ γνῶμη του 
στὴν κρίση τοῦ Δήμου, 
στὸ κοινὸ βίωμα τῶν πολλῶν, 
στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. 

Ὅλοι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, 
ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, 
μετείχαμε σὲ μιὰ μυσταγωγία τοῦ Λόγου 
διαβάζοντας τὰ κείμενα
καὶ ἀκούγοντας  τὰ ὁμιλήματα
τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ.
 
Ἐκεῖνος ἔψαχνε μανικῶς τὴν Ἀλήθεια 
καὶ τὴν κατέθετε σὲ μᾶς 
γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν γνησιότητά της 
καὶ συνάμα γιὰ νὰ τραφοῦμε ἀπ’ αὐτήν· 
κι ἄλλοτε -γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη-
γιὰ νὰ σταθοῦμε μὲ ἐπιφύλαξη 
σὲ ἀπόψεις του ποὺ ἴσως ἀπέκλιναν, 
ὥστε νὰ διαλεχθοῦμε μὲ αὐτὲς 
καὶ μὲ τὰ ὑπαρκτὰ ἐρωτήματα 
ποὺ τὶς γεννοῦσαν, 
προσφέροντάς μας ἔτσι 
τὸ δώρημα τῆς συνειδητότητας.
 
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς 
δὲν φοβήθηκε τὴν κρίση τῶν ἄλλων, 
οὔτε κἂν τὴν ἀπόρριψη, 
δὲν μιλοῦσε γιὰ νὰ κάνει ὀπαδοὺς ἢ σχολή, 
δὲν συνέγραφε γιὰ νὰ ὑποτάξει ἢ νὰ διχάσει.
 
Κι ἦταν τοῦτο φυσικὸ 
ἀφοῦ ὁ στοχασμός του δὲν ἔμοιαζε 
μὲ τὴ βιαία πνοὴ τῆς βεβαιότητας, 
ἀλλὰ μὲ τὴν λεπτὴ αὔρα ἑνὸς «νομίζω».

π. Μιλτιάδης Ζέρβας


Υ.Γ. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς 
ἀγαποῦσε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια 
τὰ περιοδικά. 
Εἶχε καίρια μετοχὴ στὴ «Σκαπάνη», 
ἐξέδωσε τὸ «Σύνορο» 
καὶ ἀρθογραφοῦσε σὲ πλήθος ἄλλων 
γιὰ δεκαετίες.
Πολλὰ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Συντακτικὴς Ἐπιτροπῆς 
τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας 
εἶχαμε ἐμπνευστεῖ ἀπὸ αὐτὴ 
τὴν ἀγάπη τοῦ δασκάλου 
καὶ ἔτσι ἀναλάβαμε τὸ διακόνημα 
τῆς ἐπιμέλειας ἑνὸς περιοδικοῦ. 
Πολλὲς φορὲς ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς 
μᾶς εἶχε ἐνθαρρύνει 
μιλώντας ζεστὰ γιὰ τὴν Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, 
παρακινώντας μας νὰ συνεχίσουμε 
τὴν προσπάθεια αὐτή. 
Συχνὰ κείμενά του 
κόσμησαν τὶς σελίδες τοῦ Περιοδικοῦ μας. 

Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδίας γιὰ ὅλα.
ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/pHNhz8ijW8zgPqns/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.