Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Η ΒΑΘΙΑ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ 18-19 ΜΑΪΟΥ 2024

ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ - ΑΘΗΝΑ


Το κείμενο που ακολουθεί είναι η παρέμβαση του Γιώργου Τασιόπουλου στο διήμερο συνέδριο που θα γίνει στο ΕΙΕ για 
"Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα" στη θεματική ενότητα "Το κοινωνικό δικαίωμα στην Υγεία και την Εκπαίδευση: Από τη διάλυση στη διατεταγμένη υπηρεσία"



Η ΒΑΘΙΑ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ


15 Μαΐου 2024

του Γιώργου Τασιόπουλου *


ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 

Του Γιώργου Σαραντάρη

(…)
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σαν δέντρα
Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
Πουλιά που κρυώνουμε
Και δεν νοιαζόμαστε να στήσουμε
Σε πιο πράσινο χώρο
Τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβάσουμε
Στην τύχη μας μια ώρα που δε σβήνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας
Μια φούχτα δύναμη και θάρρος
Που τηνέ χρειάζεται και χαιρετάει
Ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούργιο δρόμο
Για τις ανθρώπινες ψυχές;
(Μάρτης του ΄36)

Και ο πιο ανυποψίαστος παρατηρητής των πολιτικών που εφαρμόζονται στη δημόσια εκπαίδευση θα συμφωνούσε σε τρεις βασικές κατευθύνσεις της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.

Πρώτον, στο ριζικό μετασχηματισμό του αξιακού, παραδοσιακού και ιδεολογικού προσανατολισμού του δημόσιου σχολείου.

Δεύτερον, στην αμφισβήτηση του δημόσιου σχολείου ως αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα των πολιτών.

Τρίτον, στην είσοδο του ψηφιακού κόσμου και της Τεχνικής η οποία επιβάλλει μια νέα αξιολογική κατεύθυνση στη διαμόρφωση του ανθρώπου και μεταβάλλει το πνευματικό περιεχόμενό του.

Παρά τις εξαγγελλόμενες «εκσυγχρονιστικές» κυβερνητικές προθέσεις η πραγματική στόχευση στο σημερινό σχολείο αναπαράγει όλα τα συμπτώματα της παρακμιακής κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας. Αν σε επίπεδο κοινωνίας βιώνουμε την πτώση των δεικτών του εθνικού μας πολιτισμού, την επιβολή, μέσω της ορμητικής διείσδυσης, του αγγλοσαξονικού τρόπου ζωής και σε επίπεδο διανόησης την άκριτη μετακένωση της δυτικής σκέψης, τότε το σχολείο είναι το πιο χαρακτηριστικό της δείγμα.
Το σχολείο, όπως πάντα, είναι με την κοινωνία, τον πολιτισμό του τόπου, συγκοινωνούντα δοχεία, αλληλεπιδρούν και η κοινωνικοπολιτική ακμή ή παρακμή συμβαδίζει σχεδόν πάντοτε με την πολιτισμική ακμή ή παρακμή αμφοτέρων.
Και ο πιο αδαής στην πολιτική ζωή του τόπου αντιλαμβάνεται την ταύτιση του πολιτικού προσωπικού της χώρας με τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης. Όπως τα δυτικά προτάγματα της νεοφιλελεύθερης σκέψης και κουλτούρας ακολουθούνται άκριτα, έτσι και το ελληνικό σχολείο την τελευταία εικοσαετία παρακολουθεί ασμένως και υιοθετεί, ως μνημόνια υποταγής, εισαγόμενα αναλυτικά εκπαιδευτικά προγράμματα, μοντέλα διδασκαλίας και αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια. Ήδη μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, από το 2000, η στρατηγική της Λισαβόνας1, η διαδικασία της Μπολόνια και η διαδικασία της Κοπεγχάγης συγκροτούν ένα συμφωνημένο «χάρτη αναφοράς» και ένα νέο κοινό πλαίσιο πολιτικής.

Κι όπως στη χώρα διαπιστώνεται η κοινωνική και πολιτισμική παρακμή, η παραγωγική της αποδυνάμωση, η οικονομική της πτώχευση, η κοινωνική ανασφάλεια, στο σχολείο αποτυπώνεται ανάλογη παρακμή που η υπεύθυνη πολιτεία, η εκπαιδευτική κοινότητα, η κοινωνία παθητικά και αμήχανα παρακολουθεί να γιγαντώνεται.

Η κρίση της παιδείας είναι βασική πτυχή της γενικότερης κρίσης του σύγχρονου πολιτισμού. Είναι κρίση δομική γιατί η εστία της βρίσκεται στην αποσύνθεση του Ατόμου, του ανθρωπολογικού υποκειμένου της νεωτερικότητας. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην ενδοσχολική κοινότητα η ενδοσχολική βία, η γλωσσική πτώχευση, η αδυναμία παροχής και κατάκτησης στοιχειωδών γνώσεων, η απεμπόληση της ευθύνης του σχολείου για σύνδεση των μαθητών με το ιστορικό – εθνικό τους παρελθόν, η σύνδεση με τη συλλογική μνήμη της πατρίδας τους, η καλλιέργεια των απαραίτητων αξιακών προτύπων, η δόμηση των απαραίτητων στοιχείων για τη μελλοντική συγκρότηση κοινωνικής συνοχής.
Έτσι, κατασκευάζεται μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα ο αυριανός ιδιώτης, το απομονωμένο άτομο, αμύητο στο παρελθόν των παππούδων του, αγκιστρωμένος στο παρόν, χωρίς μνήμη, αδιαφορώντας για το παρελθόν και σε αδυναμία οράματος προσωπικού και συλλογικού μέλλοντος.
Μας θυμίζει το ελληνικό σχολείο όσα δυσοίωνα περιγράφει ο Μίλαν Κούντερα, «Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία … Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ «ΑΓΟΡΑΣ»


Ο σύγχρονος άνθρωπος, μέσα σε ένα γενικευμένο πεδίο αντιφάσεων και διακινδύνευσης, αδυνατεί να ανατρέξει σε αξιακά θεμέλια και σταθερές, έχει απολέσει τις ορθολογικές-αναστοχαστικές λειτουργίες της αφαίρεσης και της γενίκευσης. Οι νόμοι της «αγοράς» επιθυμούν τον πολίτη ως ιδιώτη καταναλωτή και όχι κοινωνικό πρόσωπο.

Ο T. Parsons υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση λειτουργεί ως κοινωνικοποιητικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι μαθητές εσωτερικεύουν το κανονιστικό αξιακό σύστημα της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ο μηχανισμός αυτός συμβάλλει στη διαμόρφωση των κοινωνικών ρόλων. Η εκπαίδευση παρεμβαίνει και κοινωνικοποιεί τους μαθητές με συστηματικό τρόπο, ώστε αυτοί να εσωτερικεύουν το πολιτικό υποσύστημα της κοινωνίας με στόχο να συμβάλουν στη διατήρηση της τάξης και της σταθερότητας των κοινωνικών δομών και λειτουργιών. Η θεωρία του επιβεβαιώνεται πλήρως στο σημερινό σχολείο όπου η κοινωνία υποκαθίσταται από τη νεοφιλελεύθερη «αγορά».

Στο σχολείο, κατά παράδοξο αλλά έξυπνο τρόπο, εισέρχονται ενεργητικές μορφές μάθησης, μια ολόκληρη βιομηχανία παιδαγωγικής «καινοτομίας» όπου ευρωπαϊκά προγράμματα, θεματικές εβδομάδες, ιδιωτικές πρωτοβουλίες εισάγουν φαινομενικά έναν «νέο» κόσμο δεξιοτήτων στη θέση του παραδοσιακού. Παραδόξως θραύσματα της παιδαγωγικής του Ντιούι, του Βιγκότσκι, του Φρενέ και του Φρέιρε συναντιούνται με τον «νεανθρωπισμό» της Ε.Ε., του ΟΟΣΑ, των στρατηγικών επιλογών των ισχυρών της Δύσης. Τα αναλυτικά προγράμματα ξεγελώντας προωθούν βιωματικές μορφές μάθησης, όχι για να συνδεθούν με τα ενδιαφέροντα του παραδοσιακού φιλελεύθερου προοδευτισμού, αλλά με την ανάγκη της «αγοράς» να διαμορφώσει ένα ευέλικτο εργαζόμενο, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη ρευστότητα του κόσμου της εργασίας. Έτσι, η εκπαίδευση κατευθύνεται από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις της «αγοράς» και είναι εκείνη που καθορίζει σε θεωρητικό επίπεδο ποια γνώση και σε ποιες συνθήκες είναι αξιόλογη. Ο μελλοντικός άνθρωπος θα είναι «καταναλωτής» και «κοσμοπολίτης», ανάλογο θα είναι και το ευέλικτο εκπαιδευτικό περιβάλλον μέσα από τις σύγχρονες αντιλήψεις της παιδαγωγικής ψυχολογίας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα οι εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές επηρεάζονταν από τη μελέτη των ξένων εκπαιδευτικών συστημάτων. Σήμερα δεν ομιλούμε απλώς για σύγκλιση των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών, αλλά για διαμόρφωση του «ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου» μέσα από τη σύγκλιση των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων και τον έλεγχο σχεδιασμού των εθνικών πολιτικών των κρατών μελών της Ε.Ε. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τον με παρεμβατικό τρόπο ρόλο των διεθνών οργανισμών με άμεσο και έμμεσο τρόπο στο σχεδιασμό των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών. Ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες ο εκπαιδευτικό «λόγος» των διεθνών οργανισμών συνδέεται άμεσα με την εγκαθίδρυση «καθεστώτων αλήθειας», την προβολή «συστημάτων γνώσης» και την προώθηση «πολιτικών ρύθμισης», που συνδέονται άμεσα με τη μετάβαση προς τις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, στις μεταβιομηχανικές οικονομίες της γνώσης και τις κοινωνίες της πληροφορίας, της πολυπολιτισμικότητας και της διακινδύνευσης (Τσαούσης 2007:24). Πρόκειται γι’ αυτό που έλεγε ο Ulrich Beck «αυταρχισμό της αποτελεσματικότητας». Αντίθετες απόψεις μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως μη ενημερωμένες, μη ειδικές ή μη σχετικές – διότι οι ειδικοί γνωρίζουν καλύτερα – και έτσι πολιτικές προτεραιότητες και στόχοι καλύπτονται πίσω από επιστημονικά δεδομένα.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια διαδικασία αποδόμησης του εκπαιδευτικού τόπου της νεωτερικότητας και του διαφωτιστικού επιχειρήματος με βασικό χαρακτηριστικό την κριτική, την αμφισβήτηση και την αποσταθεροποίηση των βεβαιοτήτων του νεωτερικού παραδείγματος από αξιακές ή σχεσιακές θεμελιωτικές αρχές (λόγος, εργασία, ιστορία, πολίτης, εθνική ταυτότητα, κράτος πρόνοιας) και την αντικατάστασή τους από τις σημειολογικές αναπαραστάσεις της παγκοσμιοποίησης κατασκευάζοντας το νέο φαντασιακό, όπου το κοινωνικό υποχωρεί στο καταναλωτικό – επικοινωνιακό πρότυπο και στις αξίες της οικονομίας της «αγοράς» και της «κοινωνίας της γνώσης». Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο ιδεολογικά φορτισμένες κοινωνικο-οικονομικές έννοιες όπως παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, πειθαρχία εισάγονται ως αξιακό – λειτουργικό πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στο δυτικό κόσμο (Γκίβαλος, 2007:24-25)

Τα μέχρι σήμερα εθνικά προσανατολισμένα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα καλούνται να δώσουν περιεχόμενο και υπόσταση στον Ευρωπαίο πολίτη. Καλούνται να αμβλύνουν ιστορικές αντιπαραθέσεις, να σεβαστούν αλλά και να περιορίσουν στο απολύτως αναγκαίο επίπεδο τις εθνικές ιδιαιτερότητες, και αν χρειαστεί να επινοήσουν την κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά (Ματθαίου 2007:64). Ταυτόχρονα, το εθνικό αλλά και το ευρωπαϊκό συμφέρον υποστηρίζεται, υπηρετείται πλέον καλύτερα από μια εκπαίδευση στενότερα συνδεδεμένη με την οικονομία, τον κόσμο των επιχειρήσεων και την αγορά εργασίας, από μιαν εκπαίδευση απαλλαγμένη από το σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους και από τα βαρίδια της παράδοσης, ευέλικτη και ανοιχτή στην αλλαγή και την καινοτομία. Στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν τη συναίνεση των λαών, πολιτικοί και τεχνοκράτες, καταφεύγουν στην επινόηση εκπαιδευτικών τάσεων στο διεθνή και ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι μεταμορφώνουν και αναδεικνύουν τις προτεινόμενες πολιτικές τους, σε εκπαιδευτικές τάσεις ενδεδυμένες με τον αδιαμφισβήτητο μανδύα της επιστημονικής εγκυρότητας (Ματθαίου 2007:65)

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εισήχθη ο ιδεότυπος της «κοινωνίας της γνώσης» και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από ΟΟΣΑ και Ε.Ε. Η γνώση θεωρείται ότι βρίσκεται στον πυρήνα της παγκόσμιας κοινωνικο-οικονομικής αναδιάρθρωσης, της παγκοσμιοποίησης, η οποία στηρίζεται στην παραγωγή και τη χρήση της γνώσης και της πληροφορίας, είτε ως συντελεστή κεφαλαίου και εμπορεύματος, είτε ως παραγωγικού συντελεστή εργασίας, είτε με τη μορφή συμβολικών σημαινόντων (ιδεολογικών, πολιτιστικών και κοινωνικών). Συνδέεται άμεσα με τους μετασχηματισμούς στη δομή, τη σύνθεση, τον ρόλο και τη θέση του εθνικού κράτους καθώς και με την παράλληλη ενίσχυση του ρόλου των Διεθνών Οργανισμών, που «τείνουν να προσλάβουν τη μορφή συλλογικών οργάνων αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων και επιδίωξης κοινών μέσων επίλυσής τους» (Τσαούσης, 2007:39).

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗΝ «ΑΓΟΡΑ»


Η συνέχεια της ανάρτησης ΕΔΩ...


ΠΗΓΗ:https://yparxiakoellada.gr/i-vathia-krisi-tou-ellinikou-dimosiou-scholeiou/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR0TqPOiFId66DaZUITt5zpUnSvnylWpbCLLNThFcL3qCaGqsZSjno0gjQA_aem_AQ0OeuUbg7q-O2rSnXygD1KaitG7RF0ppnEU2LmHbjlZMa9H2IEoFTqGZk2JQcJzTB3o1f95r_j--b3fvZeJfwJ_
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.