του Γεώργιου Κεκαυμένου* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 11
Κοινός τόπος των σύγχρονων και των παλαιότερων ιστορικών είναι η αντίληψη πως η Εκκλησία υπήρξε απόλυτα εχθρική προς το όνομα «Έλλην» ήδη από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, αφού «στην Βυζαντινή νοηματική συνάφεια, η λέξη “Έλλην” χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον παγανιστή με την έννοια είτε του “πολυθεϊστή”, είτε του “λάτρη ενός ψεύτικου θεού”»[1]. Έτσι, «το “Είμαστε Έλληνες” σε ένα αμιγώς χριστιανικό περιβάλλον ισοδυναμούσε τουλάχιστον με αίρεση»[2]. «Ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός ήταν ο λαός των “Ρωμαίων”, διότι η λέξη “Έλληνας” συνέχιζε πάντοτε να σημαίνει τον ειδωλολάτρη»[3]. Γι’ αυτό και «η σχέση της ρωμαίικης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια “ελληνικότητας”»[4]. Έτσι, μόλις επιβλήθηκε η «παραδοσιακή, αυστηρά ορθόδοξη κοσμοθεωρία, […] η πρώτη υποδήλωση μιας νέας ελληνικής ταυτότητας, προσδιορισμένης σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, […] εξοβελίστηκ[ε]»[5]. «Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. ‘‘Αδελφοί μου, λέει ο Κοσμάς, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί’’»[6].
Μόνον για «έναν πολύ μικρό κύκλο λογίων[7] χωρίς καμία επιρροή[8] στον λαό»[9], «απομακρυσμένων από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου»[10], το όνομα «Έλληνας» δήλωνε «συνείδηση φυλετικής, εξ αίματος συγγένειας»[11], καθώς «αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν»[12]. Κοντολογίς, «από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο όρος “Έλλην” προσέλαβε ένα εθνικό νόημα στα γραπτά των διανοούμενων που ήταν συνδεδεμένοι με την ιταλική Αναγέννηση, ενώ στην κοινή γλώσσα, κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας, ο όρος αποτελούσε ένα εναλλακτικό όνομα για τους παγανιστές»[13]. «Λίγα χρόνια πριν από την άλωση, ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο “Έλληνα Βασιλέα” χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία»[14]. «Η σύγκρουση ανάμεσα στον Πλήθωνα και τον Σχολάριο έθεσε τον “Ελληνισμό” ενάντια στον “Χριστιανισμό” και ως προς την ταυτότητα αλλά και ως προς το όνομα που θα προσδιόριζε την ίδια την ελληνική συλλογικότητα»[15]. «Ονομάζοντας λοιπόν κάποιος τον εαυτό του Έλληνα, ταυτόχρονα διακήρυττε πως δεν ήταν χριστιανός»[16].
Είναι όμως όλα αυτά ακριβή; Επέδειξε πράγματι η Εκκλησία αυτήν την εχθρότητα και το μίσος προς το εθνικό όνομα Έλλην, και γενικότερα προς τον Ελληνισμό, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, εξετάζοντας την πιο γνωστή, αλλά και την πιο αμφιλεγόμενη περίπτωση εκκλησιαστικού ηγέτη κατά την τουρκοκρατία, αυτήν του Γεννάδιου Σχολάριου.
Μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει πιο καθυβρισμένο πρόσωπο σε όλη την νεώτερη ελληνική ιστορία. Χαρακτηρισμοί όπως προδότης, τουρκόφιλος, τουρκόδουλος, και πόσα ακόμη, είναι πια κοινοί τόποι. Το ίδιο σκληρά φέρθηκε απέναντι στον Σχολάριο ακόμη και η ιστορική επιστήμη. Αφορμή γι’ αυτήν την σφοδρή εναντίον του επίθεση έδωσε η πασίγνωστη φράση του:
Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι[17].
Ο Α. Βακαλόπουλος στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του παρέθεσε μερικές ενότητες από κείμενα του Σχολάριου, όπου ο πατριάρχης χρησιμοποιεί το όνομα Έλλην ως καθαρά εθνικό προσδιορισμό, πράγμα που τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως «ο κλήρος είχε αρχίσει –διστακτικά βέβαια– να δέχεται το Έλλην σαν ταυτόσημο με το Ρωμαίος»[18]. Στο δεύτερο τόμο επανέρχεται στο θέμα, οπότε και μέσα από την παράθεση περισσότερων κειμένων μιλάει πια για όψιμη ωρίμανση της εθνικής συνείδησης του Γενναδίου: «Τώρα [μετά την άλωση] η εθνική του συνείδηση, η ελληνική, ωριμάζει και γίνεται πιο ζωηρή»[19]. Στην παρούσα μελέτη μας, για να αντιληφθούμε ποια υπήρξε η πορεία της εξέλιξης στην διαμόρφωση αυτής της συνείδησης, θα παραθέσουμε και θα αξιολογήσουμε όλες τις σχετικές αναφορές από τα έργα του Σχολάριου, ώστε να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Σε επιστολή που γράφει προς τον μεγάλο δούκα, τον περίφημο Λουκά Νοταρά, άλλο ένα κατασυκοφαντημένο πρόσωπο, ο Σχολάριος του απευθύνει την εξής εντυπωσιακή προτροπή:
Ἀλλὰ σύ γε τ’ ἀληθῆ μένε φρονῶν καὶ χάριν εἰδὼς τῷ Θεῷ ἀνθ’ ὧν σε κεκόσμηκεν ὑπὲρ πάντας τοὺς νῦν ὄντας Ἕλληνας[20].
Ο Σχολάριος προτρέπει τον ομόφρονά του Νοταρά να συνεχίσει να φρονεί «τ’ ἀληθῆ» και να χρωστάει στον Θεό χάρη για όλα εκείνα με τα οποία τον είχε στολίσει πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους Έλληνες του καιρού του, ενώ λίγο παρακάτω τον προσφωνεί ως «βέλτιστο τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων». Όπως διαπιστώνουμε, ο Σχολάριος πίστευε πως τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι συμπατριώτες του ήταν Έλληνες, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, οι «νῦν ὄντες Ἕλληνες». Πράγματι, μελετώντας τα εθνικά ονόματα που χρησιμοποιούσε για να προσδιορίσει τους συγχρόνους του διαπιστώνουμε πως «στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ο Σχολάριος χρησιμοποιεί το εθνικό Έλληνες για οποιονδήποτε βυζαντινό»[21].
Σε επιστολή του σταλμένη το 1450, ο Σχολάριος διαβεβαίωνε τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ΄ ότι κοσμούσε όλο το γένος των Ελλήνων: «Κοσμεῖς δὲ ἄρα, τοιοῦτος ὤν, τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων»[22]. Το σημαντικό εδώ είναι πως έναν τέτοιο έπαινο τον αντιλαμβανόταν ως πάρα πολύ κατάλληλο και ταιριαστό για έναν χριστιανό αυτοκράτορα. Την ίδια χρονιά, στον Επιτάφιο που έγραψε για τον δεσπότη Θεόδωρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ένα από τα καλά του νεκρού που επισημαίνει είναι πως είχε ζήσει «ζημιώσας τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα»[23]. Ο δεσπότης Θεόδωρος δεν έκανε ποτέ του κακό σε κανέναν «συγγενή Έλληνα». Για τον ανθενωτικό μοναχό Γεννάδιο αυτός και όλοι οι σύγχρονοί του ήταν όχι μόνον Έλληνες, αλλά «συγγενείς Έλληνες», διότι όλοι είχαν μεταξύ τους κοινή καταγωγή και στις φλέβες τους έρεε το ίδιο ελληνικό αίμα.
Αυτήν την πίστη του στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού έρχεται να επιβεβαιώσει ο Σχολάριος και σε ένα ακόμη κείμενό του, το οποίο γράφτηκε με την μορφή των πλατωνικών διαλόγων. Εκεί παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ο Νεόφρων και ο Παλαίτιμος, να συζητάνε για τις δογματικές διαφορές των ορθοδόξων με τους καθολικούς, και για διάφορα άλλα συναφή θέματα. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, Νεόφρων είναι ο ενωτικός πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, και Παλαίτιμος ο ίδιος ο Σχολάριος. Σε ένα πολύ σημαντικό για την σημασία του χωρίο, αναφέρει τα εξής για τους κοινούς προγόνους όλων των βυζαντινών:
Παλαίτιμος: Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες, πολλῷ πλείους ἡμῶν, καὶ σοφώτεροι δὲ οὐχ ἡμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ σοῦ καὶ εἴ τις ἄλλος κοινωνεῖ σοι τῆς δόξης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης ἐκεῖνος, Πυθαγόρας, Ἀναξαγόρας, πολὺς μὲν φιλοσόφων ἐσμός, πολλὰ δὲ ῥητόρων ἔθνη[24].
[Οι πατέρες μας, διότι είμαστε παιδιά Ελλήνων, ήταν πολύ καλλίτεροί μας και σοφώτεροι, αλλά όχι μόνον από εμάς, αλλά και από εσένα και από οποιανδήποτε άλλο που έχει τις ίδιες με σένα απόψεις. Ο Πλάτωνας, εκείνος ο σπουδαίος ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας, ο Αναξαγόρας, οι αμέτρητοι φιλόσοφοι και οι ατέλειωτες ομάδες των ρητόρων].
Κοινοί πατέρες όλων των βυζαντινών ήταν, κατά τον Σχολάριο, οι αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό και οι Έλληνες ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Να σημειώσουμε πως τα παραπάνω γράφτηκαν ήδη το 1446, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Σχολάριος είχε από πολύ νωρίς διαμορφωμένη την ελληνική εθνική του συνείδηση, και έτσι δεν ήταν αναγκαίο να βιώσει πρώτα την φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας για να νιώσει επιτέλους Έλληνας, όπως πιστεύει ο Βακαλόπουλος[25].
Αυτήν την βεβαιότητά του για την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο, την εξέφραζε συχνά στα κείμενά του. Στο έργο που έγραψε για να αναιρέσει την πολεμική του Πλήθωνα ενάντια στον Αριστοτέλη, αναφέρει τα εξής:
Ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ μὲν Ἀριστοτέλους καὶ ἀληθείας αὐτῆς οὐδενὶ Ἑλλήνων, οὔτε τῶν παλαιοτέρων, οὔτε τῶν ἐπ’ ἐμοῦ, τοσαῦτά τε καὶ τοιαῦτα πεπραγματευμένῳ σύνοιδα, […] ὡς δὴ τῶν Πλήθωνος Ἀποριῶν[26].
[Γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν Έλληνα, ούτε απ’ τους παλιότερους, ούτε απ’ τους τωρινούς μου, που να έχει γράψει τόσα πολλά και τέτοια αξίας πράγματα για χάρη του Αριστοτέλη, αλλά κι αυτής της ίδιας της αλήθειας, όπως ο Πλήθωνας στις Απορίες του.]
«Είναι ξεκάθαρο: Ο Γεννάδιος αποκαλεί Έλληνες τόσο τους αρχαίους, όσο και τους βυζαντινούς, διαχωρίζοντάς τους μόνον χρονολογικά»[27], αποτελώντας έτσι και οι μεν και οι δε την συνέχεια του «γένους των Ελλήνων».
Μήπως όμως ο ανθενωτικός Σχολάριος έπεφτε τελικά θύμα του αρχαϊσμού του, και χαρακτήριζε τους συγχρόνους του ως Έλληνες με την ίδια λογική που άλλοι λόγιοι της εποχής χαρακτήριζαν τους Τούρκους ως Πέρσες ή Αχαιμενίδες[28]; Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση είναι εντελώς αρνητική, καθώς «όλες οι παραπάνω ενότητες δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία πως ο Γεννάδιος χρησιμοποιούσε τον όρο εθνικά, προκειμένου να προσδιορίσει τους συγχρόνους του»[29].
Όλες αυτές οι αναφορές έφεραν σε αμηχανία τους αναθεωρητές ιστορικούς. Γι’ αυτό και ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης υποστήριξε πως «η φράση “γένος των Ελλήνων” στην λόγια παράδοση της ελληνικής Ανατολής, από τον 15ο αιώνα και μετά, δηλώνει τους ορθόδοξους χριστιανούς»[30]. Και ότι «ο Σχολάριος χρησιμοποιεί κι αυτός τους όρους “ἅπαν τὸ γένος Ἑλλήνων” και “ἑλληνικόν γένος” ακριβώς με το ίδιο νόημα»[31]. Την άποψή του δέχονται οι A.D. Angelou[32], Ε.Α. Ζαχαριάδου[33] και Τ. Κιουσοπούλου[34].
Όμως, ένας άνθρωπος που δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει την λέξη Έλληνας για να δηλώσει τους ορθόδοξους ήταν ακριβώς ο Γεννάδιος. Γιατί υπήρξε εκείνος που είχε δηλώσει με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν ήταν Έλληνας, ακριβώς διότι ήταν χριστιανός. Και όπως είναι σε όλους γνωστό, γι’ αυτήν την δήλωσή του δέχτηκε, και δέχεται, έναν ατελείωτο ορυμαγδό από ύβρεις και αναθέματα. Και ερχόμαστε τώρα –με τα σωστά μας– να πούμε πως, όταν ο Γεννάδιος αναφέρεται σε γένος των Ελλήνων, εννοεί τους ορθόδοξους χριστιανούς;
Άλλωστε, οι αναθεωρητές ιστορικοί είναι εκείνοι που αποφαίνονται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η Εκκλησία ήταν απόλυτα εχθρική προς οποιαδήποτε έννοια «ελληνικότητας», και ειδικά προς το όνομα Έλληνας. Γι’ αυτό άλλωστε και «η ταύτιση του όρου “ορθόδοξος” με εκείνον του “Έλληνα” [θα γίνει] στη διάρκεια του 18ου αιώνα»[35]. Την καταφανή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο θέσεις τους όχι μόνον δεν προσπαθούν να την άρουν, ή να την εναρμονίσουν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ούτε καν την αντιλαμβάνονται.
Διαβάστε την συνέχεια στην ιστοσελίδα του νέου Ερμή του Λόγιου:
*συγγραφέας, από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορούν τα βιβλία του:
O Γρηγόριος Ε΄και η επανάσταση του 1821
[1] N. Siniossoglou, Radical Platonism in Byzantium, Illumination and Utopia in Gemistos Plethon, Cambridge Classical Studies, Cambridge Univ. Press, Κέιμπριτζ (κ.άλ.) 2011, σ. 13.
[2] Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης. Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σ. 13.
[3] I. Koubourlis, La Formation de L’Histoire Nationale Grecque. L’Apport de Spyridon Zambélios (1815-1881), Collection Histoire des Idées 5, ΚΝΜ/ΕΙΕ, Αθήνα 2005, σ. 54.
[4] Κ. Παλούκης, «Η επανάσταση του 1821 και το ελληνικό έθνος», εφ. Πριν, 24-3-2007.
[5] Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21999 [1978], σ. 25.
[6] Ι.Θ. Κακριδής, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σ. 13.
[7] Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45· Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία εθνική συνείδηση;», εφ. Το Βήμα, 25-3-2007.
[8] Π. Πιζάνιας, «Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση», εφ. Το Βήμα, 25-3-2000.
[9] C. Mango, «Byzantinism and Romantic Hellenism», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 28 (1965), σ. 33.
[10] Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας…», ό.π., σ. 141· Α. Πολίτης, «Ένας ελάσσων λόγιος», εφ. Η Αυγή, 25-3-2004.
[11] Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 45.
[12] Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς…», ό.π., σ. 13.
[13] A. Liakos, «Hellenism and the Making of Modern Greece: Time, Language, Space», στο K. Zacharia (εκδ.), Hellenisms: Culture, Identity, and Ethnicity from Antiquity to Modernity, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2008, σ. 221.
[14] Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», εφ. Καθημερινή, 31-3-2000.
[15] D. Livanios, «The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)», The Historical Review/La Revue Historique 3 (2003), σ. 68.
[16] T.G. Zervas, The Making of a Modern Greek Identity. Education, Nationalism, and the Teaching of a Greek National Past, East European Monographs 790, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 2012, σ. 40.
[17] Ἔλεγχος τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης, στο L. Petit, Χ. Siderides, Μ. Jugie, Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου Ἅπαντα τὰ Εὑρισκόμενα (στο εξής Σχολαρίου Άπαντα), τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 253.
[18] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 1, Θεσσαλονίκη 19742, σσ. 305-306.
[19] Α. Βακαλόπουλος, ό.π., τ. 2, σ. 183.
[20] Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3., σ. 151.
[21] S. Vryonis, «The Greek Identity in the Middle Ages», Études Balkaniques 6 (1999), σ. 35.
[22]Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, σ. 453.
[23]Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, σ. 261.
[24] Διάλογος «Νεόφρων ἢ Ἀερομυθία». Νεόφρων ἐστὶν ὁ πατριάρχης κὺρ Γρηγόριος, Παλαίτιμος δὲ ὁ ποιητὴς τοῦ διαλόγου, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, σ. 13.
[25] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, τ. 2, σσ. 183-184.
[26]Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 10.
[27] S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural Self-consciousness in the Fifteenth Century», στο S. Ćurčić, D. Mouriki (εκδ.), The Twilight of Byzantium, Department of Art and Archaeology/Princeton University, Πρίνστον 1991, σ. 10.
[28] Αυτήν την ερώτηση έθεσε ήδη ο S. Vryonis, Jr., «Byzantine…», ό.π., σ. 11.
[29] S. Vryonis, Jr., «Byzantine…», ό.π., σ. 11.
[30] Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Ορθοδοξία και Συλλογική Ταυτότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», στο Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειος (12ος-17ος αιώνες), Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου που διοργανώθηκε τον Ιανουάριο του 1994 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Το Βυζάντιο Σήμερα 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1998, σ. 135.
[31] P.M. Kitromilides, «Orthodox Identities in a World of Ottoman Power» [1998], στο P.M. Kitromilides, An Orthodox Commonwealth, Variorum 891, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2007, Ι/ΙΙΙ, σ. 9, σημ. 23.
[32] Ο Angelou θεωρεί πως «για τον Σχολάριο το “Ελληνικόν [Hellenic]” είναι ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη [oecumene]»: A.D. Angelou, «“Who am I?” Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity», στο C.N. Constantinides (κ. άλ., εκδ.), Φιλέλλην, Studies in Honour of Robert Browning, Bibliotheke 17, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών της Βενετίας, Βενετία 1996, σ. 19. Ο D. Livanios, νομίζοντας ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι προσωπική θέση του Angelou, υποστηρίζει πως η εξίσωση και ταύτιση των ονομάτων «Έλληνας» και «χριστιανός» δεν εκφράζει το consensus των ειδικών: D. Livanios, «The Quest for Hellenism…», ό.π., σ. 39, σημ. 17. Όμως, λίγες σελίδες παρακάτω, ο Livanios αποφαίνεται πως «ο Αγγέλου εύλογα συμπεραίνει ότι η χρήση του “Ελληνικός” από τον Σχολάριο ήταν απλά ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη»: σ. 49.
[33] Ε.Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), ΠΗΓΕΣ 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996, σ. 73.
[34] Τ. Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική Εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση, Πόλις, Αθήνα 2007, σσ. 220-221.
[35] Λ. Δρούλια, «Ελληνική Αυτοσυνειδησία. Μια Πορεία Γεμάτη Λέξεις και Ιστορία», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 2, Η Οθωμανική Κυριαρχία, 1770-1821, σσ. 40-41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.