«Φωνή ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα»
Ἡ δοξολογική θεολογία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Του Σταύρου Γιαγκάζογλου
Ἕναν αἰῶνα καί πλέον μετά τήν κοίμησή του ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τό ἐκπληκτικό φαινόμενο μιᾶς θαυμαστῆς ἀντοχῆς καί μιᾶς αὔξουσας βιβλιογραφίας γύρω ἀπό τό πρόσωπο καί τό ἔργο του. Μολονότι ἡ γλῶσσα του εἶναι τόσο ἀπόμακρη, μολονότι δέχθηκε οὐκ ὀλίγες ἀμφισβητήσεις ἀπό κριτικούς τῆς λογοτεχνίας καί μή, μολονότι ὁ κόσμος καί οἱ ἄξονες τοῦ ἔργου του μοιάζουν νά μήν ἀφοροῦν τά ἐνδιαφέροντα τοῦ μέσου Νεοέλληνα, ἐντούτοις τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ σπουδή τοῦ ἔργου του αὐξάνει ὁλοένα καί περισσότερο καί μάλιστα μεταφράζεται ἀπρόσμενα καί σέ πολλές ἄλλες γλῶσσες.
Ἡ ἔρευνα στρέφεται τώρα καί στίς μεταφράσεις πού ἐκπόνησε ὁ Παπαδιαμάντης, οἱ ὁποῖες φωτίζουν καί διευρύνουν τήν ἐργογραφία του. Ἐξάλλου, ἡ ἑρμηνευτική καί πλουραλιστική ἀποτίμηση τοῦ ἔργου του φαίνεται πώς ὑπερβαίνει πλέον τήν παλαιά ἀντίληψη πού τόν στένευε ἄλλοτε στόν ὁρίζοντα τῆς ποιητικῆς ἠθογραφίας καί ἄλλοτε στό πλαίσιο τῆς θρησκευτικῆς γραφικότητας τῆς ἀγροτοπαραδοσιακής κοινωνίας. Μιά σημαντική στροφή στήν εὐρύτερη μελέτη τοῦ ἔργου του ἀποκαλύπτει πλέον πολλές καί ποικίλες ἑρμηνευτικές ὄψεις τῆς λογοτεχνικῆς ἰδιοφυΐας τοῦ Σκιαθίτη.
Ὁ ἐκκλησιαστικός, δηλονότι ὁ ὅλος Παπαδιαμάντης, ὅπως ὁ ἴδιος χαράσσει τίς πνευματικές του ρίζες καί προϋποθέσεις στόν Λαμπριάτικο Ψάλτη καί οἱ ὁποῖες διαπερνοῦν ὡς φωνή ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα ὁλόκληρο τό ἔργο του, παρέμεινε ξένος ἐν πολλοῖς τόσο στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία ὅσο καί στόν θρησκευτικό ἠθικισμό. Ἀπό τόν χῶρο τῆς παλαιότερης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ὁ Δ. Σ. Μπαλάνος θεώρησε τόν Παπαδιαμάντη ἁπλῶς ἠθογράφο μέ μία φυσική γλωσσική ἀκαταστασία καί ἀκαλαισθησία. Κατά τόν Μπαλάνο ἡ ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του καί οἱ διθυραμβικές κρίσεις τῶν ὁμοτέχνων του χαρακτηρίζονται ὡς ἀκατανόητες ὑπερβολές. Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἐχθρός τοῦ παρελθόντος πού κόλλησε σάν ὄστρακο στήν παράδοση καί στό λαϊκό του σπίτι.
Ἡ κριτική τοῦ Παπαδιαμάντη στήν πεφωτισμένη ἀκαδημαϊκή θεολογία τοῦ καιροῦ του ὑπῆρξε ἄδική καί ἐξηγεῖται ἀπό τήν τυφλή συντηρητικότητά του. Ἡ θρησκευτικότητά του χαρακτηρίζεται ἀφελής καί γεμάτη ἀπό ἐσωτερικές ἀντιφάσεις. Οἱ μεταφράσεις πού ἔκανε γιά λόγους βιοπορισμοῦ δέν μαρτυροῦν καθόλου μιά βαθιά θεολογική μόρφωση. Ἡ δέ θρησκευτικότητά του ὑπῆρξε ἕνα εἶδος μυστικιστικῆς καί πανθεϊστικής τυπολατρίας, μέ ὑπερβολική στενότητα ἀντιλήψεων: «οὔτε ἀγωνιστής ἦτο, οὔτε ἀνακαινιστής, οὔτε οἰκοδόμος, οὔτε πρωτοπόρος, οὔτε βαθύς τῆς θεολογίας μύστης».
Τήν ἴδια ἀπόρριψη ἐξέφρασε ὄψιμα καί μία ἄλλη κριτική, πού ἐπικεντρώθηκε στήν προσπάθεια ἠθικῆς καί θεολογικῆς ἀποδόμησης τοῦ Παπαδιαμάντη. Πῶς εἶναι δυνατόν, ἀναρωτήθηκε, μεταξύ ἄλλων ὁ λόγιος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἡ εὐρυτάτη Ὀρθοδοξία νά κλείνεται καί νά ἐξαντλεῖται στό νησί τῆς Σκιάθου καί στούς ἥρωες τῶν διηγημάτων του, ἡ ἁγία Ἐκκλησία νά ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἁπλοϊκούς ἱερωμένους του, δίχως ἀναφορά σέ πνευματικότερα καί θεολογικότερα ἐπίπεδα;
Ἡ ἀφ’ ὑψηλοῦ αὐτή κριτική κονιορτοποιήθηκε σχεδόν σήμερα ἀπό τή λογοτεχνική καί θεολογική ἐπαναπροσέγγιση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου. Καί τοῦτο ἔγινε δυνατόν ὕστερα ἀπό τήν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς ἀνανέωσης στήν Ἑλλάδα μέ ἄξονα καί στροφή πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τήν πατερική θεολογία καί τήν ἐπανεύρεση τοῦ κοινοτικοῦ, φιλοκαλικοῦ καί εὐχαριστιακοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας, τό ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη φανερώνει μία ἐκπληκτική γονιμότητα καί δημιουργική ἀντίστιξη μεταξύ θεολογίας καί λογοτεχνίας.
Κατ’ ἀρχήν, ἡ γλῶσσα τοῦ Παπαδιαμάντη δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιά δημιουργική σύνθεση τῆς τρισχιλιετούς ἑλληνικῆς ἔκφρασης, ἀλλά συνάμα συνιστᾶ καί μία ἀνακαίνιση τῆς πεζογραφίας μέσα ἀπό τήν ἀκρίβεια τῆς Λειτουργικῆς γλώσσας καί παράδοσης. Ἀπό τή σκοπιά τῆς θεολογίας τό ἔργο του συγκροτεῖ μία συγκλονιστική ἀνατομία τοῦ ἀνθρώπου καί ταυτόχρονα ἀνάδειξη τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας ὡς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, δίχως μανιχαϊστικές ἀντιθέσεις. Περιγράφοντας πρόσωπα καί πράγματα, δοξολογῶντας τό κάλλος τῆς φύσης καί ἀνατέμνοντας τό ὑπαρξιακό βάθος τοῦ κακοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὁ Παπαδιαμάντης συνδέει τίς ἱστορίες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων μέ τήν πίστη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας στήν προοπτική τῶν ἐσχάτων τῆς Βασιλείας. Μέ τήν ἀπαράμιλλη ἀφηγηματική του τέχνη περιγράφει τήν κοινότητα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τῆς Σκιάθου ἐκκεντρισμένη στήν εὐχαριστιακή λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπό τόν ὑπαρξιακό ρεαλισμό τῶν ἁπλοϊκῶν καί βασανισμένων ἡρώων του ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται διαρκῶς ὡς μιά ἁπτή καί βιωματική πραγματικότητα καί συνάμα ὡς μία κοσμική λειτουργία πού προσλαμβάνει καί ἀναδεικνύει τό κάλλος τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ καί τή μοναδικότητα κάθε ἀνθρώπινου προσώπου.
Στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη σκιαγραφοῦνται τά κριτήρια τοῦ ἀσκητικοῦ καί φιλοκαλικοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, πέρα ἀπό τήν ἀτομική αὐτάρκεια καί ἀξιομισθία, τήν τεκμαρτή καταμέτρηση ἀρετῶν καί ἠθικῶν ἐπιτευγμάτων, τόν δικανικό αὐτοδικαιωματισμό τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά μία ἀνθρωπολογία τοῦ βάθους, ἡ ὁποία ἐκτείνεται στά πλέον μύχια βάθη τῆς ὕπαρξης. Ὁρισμένα ἀπό τά ἔργα του κάλλιστα θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἰδιότυπα μετανεωτερικά συναξάρια.
Ψηλαφῶντας τό βιβλικό ἦθος τῆς μετάνοιας στίς ζωές τῶν ταπεινῶν καί καταφρονεμένων ἡρώων του, ὁ Παπαδιαμάντης ἀφηγεῖται τήν περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνοίγεται στήν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωτηρία ἀποδεσμεύεται ἀπό τό σύνδρομο τοῦ ἠθικισμοῦ, ἡ ὑπαρξιακή ἀστοχία καί ἀνεπάρκεια διά τῆς μετάνοιας μεταποιεῖται σέ γεγονός κοινωνίας μέ τή φιλάνθρωπη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐν τέλει, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπύθμενη ἀγάπη, ὁ μανικός ἔρως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ καί ἐπανεντάσσει στό ζωηφόρο Σῶμα του ἀκόμη καί ἐκείνη τήν ὕπαρξη πού ἄγγιξε τήν ἔσχατη πτώση καί ἀλλοτρίωση.
Καλά Χριστούγεννα!
Τό προλογικό μου σημείωμα στό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία 4/2011.
Τό τεῦχος μπορεῖτε νά τό βρεῖτε ἐδῶ:
καί ἐδῶ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.