Ίσως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες να μην είναι εντελώς στην επίγνωση μας, αλλά η υπαρξιακή αλήθεια ορίζει ότι το άγχος του θανάτου αντιμετωπίζεται κυρίως μέσα από την ανθρώπινη επαφή. Η βαθιά υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, μόνο σχεσιακά απαντάται. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς μόνο ερωτικά υπερβαίνεται. Αιώνες τώρα αυτό λέει η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η τέχνη δηλαδή, αλλά και οι λαϊκές παραδόσεις σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι ερωτεύονται ή και δημιουργούν για να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη τους ενάντια στο υπαρξιακό τους τέλος. Αλλά ερωτεύονται ή και δημιουργούν πάει να πει, πριν απ’ όλα, πως αγγίζουν και αγγίζονται, έρχονται σε επαφή, γίνονται δηλαδή απτοί και συγκεκριμένοι. Αλλιώς πεθαίνουν αόριστοι και ανέγγιχτοι καταναλωτές των εικόνων τους και των εικόνων των άλλων. Κάτι σαν ερωτευμένοι δι’ αλληλογραφίας. Σκέτες απεικονίσεις της ύπαρξης τους, σε μια ζωή που θυμίζει περισσότερο πορνογραφία, όχι με την ηθικολογική σημασία της λέξης, αλλά ως ανικανότητα ερωτικής αυθυπέρβασης-ριψοκινδύνευσης και περιχαράκωση στην ψευδο-ασφάλεια που παρέχει η υπαρξιακή απόσταση. Ως υπαρξιακή αστοχία, δηλαδή.
Η αλήθεια είναι ότι στις δεκαετίες που προηγήθηκαν ο δυτικός άνθρωπος εξαναγκάστηκε σ’ αυτόν τον εξοβελισμό της υπαρξιακής αγωνίας κάτω από το χαλί μιας πανικόβλητης καθημερινότητας, που απαιτούσε προς τούτο μια αέναη «θετικότητα». Όλα όφειλαν να είναι τώρα θετικά. Η θετική σκέψη, η θετική ενέργεια, τα θετικά vibes, τα θετικά αποτελέσματα, ακόμη και τα likes στο Facebook, αντανακλούσαν ένα πλεόνασμα θετικότητας, ένα μπούκωμα θετικότητας, που έφτανε ως την θετικότητα των ψηφιακών φωτογραφιών, που δεν χρειάζονταν πλέον το αρνητικό-φιλμ προκειμένου να υπάρξουν. Όπως οι φωτογραφίες μπορούσαν να είναι απαλλαγμένες από το αρνητικό τους προαπαιτούμενο, όπως οι selfies επίσης μπορούσαν να είναι απαλλαγμένες από κάθε ψεγάδι, όπως δηλαδή οι εικόνες απολάμβαναν ένα πλεόνασμα θετικότητας έτσι και ο Εαυτός ή ακόμη και το ίδιο το σύμπαν (όπως έλεγε ο Κοέλιο και οι διαδικτυακοί προπαγανδιστές του) έπρεπε να «συνωμοτούν» στην εκπλήρωση των θετικών «θέλω» ενός Εαυτού που μπορούσε, επιτέλους, να είναι ο Εαυτός του-και «σκασίλα» του ο Άλλος.
Κάτω απ’ αυτή την επιταγή της με κάθε τρόπο ατομικής επίδοσης-θετικότητας οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονταν όλο και πιο ά-σχετες, όλο και λιγότερο οικείες και όλο και περισσότερο παρανοειδείς και φορτισμένες με δυσπιστία και αποφευκτικότητα. Και όλο πιο πολύ η υπαρξιακή αγωνία σπρώχνονταν κάτω από το χαλί, με μοναδικό ανακουφιστικό γλυκαντικό την εξοικείωση με την ά-σχετη πορνογραφική εκδοχή της ύπαρξης ενός ανθρώπου-καταναλωτή εικόνων.
Ώσπου ξαφνικά, ένα πρωί, ένα επιδημιολογικό ψεγάδι, ένα απειροελάχιστο ιικό «σπυράκι», αναστατώνει και αποδιοργανώνει πλήρως το δυτικό πρόσωπο την ώρα που αυτοθαυμαζόταν στον ναρκισσιστικό καθρέφτη του. Ένα απειροελάχιστο νανοσωματίδιο θέτει ένα θεμελιώδες εμπόδιο στην αδιάκοπη ροή της θετικότητας. «Μ' αυτό το «σπυράκι» καλύτερα να μείνεις μέσα», αυτοπεριορίζεται ο άνθρωπος, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέται και απορεί: "πλάκα έχει το σύμπαν να μην συνωμοτεί τελικά για να αποκτήσω αυτό που τόσο πολύ θέλω!"
Η βιωμένη εμπειρία μας επισημαίνει ότι η «βλάβη» συντελείται πάντα αιφνίδια, απροειδοποίητα, όπως το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου και ωθεί στην επανανοηματοδότηση των ουσιωδών της ζωής. Στο ατομικό επίπεδο, αρκεί ένα οξύ έμφραγμα, ένα αυτοκινητικό ατύχημα, μια σοβαρή νόσος ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και ο υπαρξιακός κλονισμός, πολύ συχνά, πυροδοτεί αναθεωρήσεις αξιών, εκ νέου ιεραρχήσεις αναγκών, αφαιρεί κοινωνικά προσωπεία και καταργεί χρόνιους ρόλους, απαλλάσσοντας την ύπαρξη από την δυναστεία της ασημαντότητας. Όπως το λέει ο Ίρβιν Γιάλομ, «ενώ ο θάνατος καθ’ εαυτός είναι καταστροφικός, η ιδέα του θανάτου μπορεί να είναι σωτήρια». Στο βαρύ πένθος που επιφέρει η «βλάβη» η υπαρξιακή αγωνία ξεπροβάλλει πάντα απειλητική. Πότε, άραγε, θα είναι η σειρά μου; Τι προλαβαίνω ως τότε; Πως μπορεί η ζωή μου να αποκτήσει νόημα; Τελικά τι έχει σημασία;
Όμως η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ατομική υπόθεση. Είναι πάντα σχεσιακή, καθώς μόνο εντός της σχέσης μπορούν να γιατροπορευτούν και κάπως να ησυχάσουν. Γιατί καθώς η «βλάβη» εμφανίζεται πάντα «απ’ το πουθενά», αναζητούμε όλοι, σχεδόν ενστικτωδώς, το δώρο της σχέσης, όπως σ’ εκείνη την πρωταρχική μας σχέση όπου η μητέρα αγκαλιάζει τρυφερά το βρέφος.
Ακριβώς εδώ έγκειται τώρα η τραγική ειρωνεία, το γνωστικό αδιέξοδο! Ότι τώρα αυτή η ανθρώπινη επαφή απαγορεύεται, προκειμένου να προστατευτούμε από την απειλή του θανάτου. Τώρα που για να ξορκίσουμε την υπαρξιακή απειλή χρειάζεται, όσο ποτέ, να ζούμε σε επαφή με τον Άλλο, τώρα αυτή επαφή είναι μια υπαρξιακή απειλή. Ότι είχαμε «κρατήσει στην άκρη» για να μας σώζει, τώρα μας απειλεί. Υπάρχει βέβαια και η λύση να "ζούμε" ως άβαταρς του Εαυτού μας μέσω της ανέπαφης ψηφιακής-διαδικτυακής μας σύνδεσης. Να "ζούμε" ως οι ανέπαφες εικόνες μας. Αλλά φτάνει; Πώς μια ξερή οθόνη να νοιαστεί στο άγχος του θανάτου! Ρωτήστε τους παππούδες, τις γιαγιάδες, που δεν μπορούν να αγγίξουν τα εγγόνια τους. Ρωτήστε και τους παράνομους εραστές. Εκείνοι ξέρουν καλά από «πεθαμένες καλησπέρες», που λέει και το τραγούδι.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.