Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Ευ. Κοροβίνης: Χριστιανισμός και αναρχισμός. Μια τεταμένη σχέση;

Ευάγγελος Κοροβίνης

 
Α. Η αποεκκοσμίκευση, η υπερφαλάγγιση του μαρξισμού 
από τον Αναρχισμό και ένα υβρίδιο

Ήδη από το τέλος του 20ου αιώνα παρατηρείται μια δραστική αλλαγή στο παγκόσμιο σκηνικό των θρησκειών. Οι θρησκείες, που στα πλαίσια της εκκοσμίκευσης, μιας γενικής τάσης περιορισμού της κοινωνικής επιρροής τους, είχαν καταστεί ιδιωτική υπόθεση, αναδεικνύονται σε μια ολοένα και περισσότερο ορατή πλευρά της δημόσιας ζωής. Η τάση αυτή, η λεγόμενη αποεκκοσμίσκευση, μέσω της οποίας η θρησκεία επανεπιβεβαιώνει την ακτινοβολία της στην κοινωνία, επιστρέφοντας στη δημόσια σφαίρα, γίνεται αισθητή κατ’ αρχάς με την αναγέννηση του ισλαμισμού σ’ όλο τον κόσμο, την διάδοση  των πεντηκοστιανών και ευαγγελικών εκκλησιών στην Αφρική και αλλού και την αναβίωση της Ορθοδοξίας στη Ρωσία, όπως και του κομφουκιανισμού στην Κίνα. Στην ίδια τη Δύση τώρα και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, με την αυξανόμενη παρουσία μουσουλμάνων μεταναστών, αναπτύσσεται υπογείως και λανθανόντως, μια κάποια μειοψηφική αναγέννηση του Χριστιανισμού. Αυτό που κυριαρχεί πάντως στην σκηνή των δυτικών χωρών, είναι η ενίσχυση των άκρων του πολιτικού φάσματος, της Ακροδεξιάς, κυρίως και δευτερευόντως, και του Αναρχισμού, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες υπερφαλαγγίζει τον Μαρξισμό στα πλαίσια των κοινωνικών κινημάτων.

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι δύο κρατικιστικές εκδοχές του σοσιαλισμού, που προώθησαν την κοινωνική αλλαγή με μοχλό το κράτος, η σοσιαλδημοκρατία και ο μαρξισμός – λενινισμός, κατόρθωσαν, μεταξύ των άλλων, να περιθωριοποιήσουν σχεδόν πλήρως τον ισχυρό μέχρι τότε ανταγωνιστή τους, τον Αναρχισμό. Σήμερα που η εποχή του κρατικιστικού οπτιμισμού έχει παρέλθει, η αριστερά στην Ευρώπη και στην Αμερική, αναγεννημένη σ’ ένα βαθμό από την τρέχουσα κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ψάχνει να βρει στον Αναρχισμό εναλλακτική διέξοδο, πιο ταιριαστή με την ατομικιστική και μεταμοντέρνα εποχή που διανύουμε. Αν οι λόγοι της διείσδυσης των αναρχικών ιδεών στα κοινωνικά, καθώς και στα πολιτικά κινήματα, είναι προφανείς, τα αίτια της αποεκκοσμίκευσης, της  «επιστροφής του Θεού», είναι λιγότερο φανερά. Σχετίζονται με την παρακμή της Νεωτερικότητας, όχι μόνο με την έννοια της αποδυνάμωσης, έως εκλείψεως, της κύριας οραματικής διεξόδου της, της μαρξιστικής αριστεράς, αλλά κυρίως με την μορφή της ανάπτυξης καταστροφικών και μηδενιστικών τάσεων χωρίς όρια, που οδηγούν στην αποσύνθεση των ατομικών και των συλλογικών υποκειμένων (Εθνών - Κρατών). Η αναβίωση των θρησκειών υψώνεται ως ανάχωμα στη μηδενιστική αυτή διάβρωση.
Σε σύμπλευση με την αποεκκοσμίκευση και την άνδρωση του Αναρχισμού, κάνει την εμφάνισή του και ένα υβρίδιο μεταξύ τους, ο θρησκευόμενος αναρχισμός. Ιστορικά ο Αναρχισμός και οι θρησκείες είχαν μια τεταμένη και δύσκολη σχέση. Πολλοί αναρχικοί τόνιζαν και τονίζουν, ότι οι θρησκείες είναι θεμελιωδώς ασύμβατες με το κράτος, ενώ πολλοί πιστοί είναι τουλάχιστον επιφυλακτικοί απέναντι στους αναρχικούς, με δεδομένο τον αντικληρικαλισμό τους και τον αθεϊσμό πολλών απ’ αυτούς. Οι θρησκευόμενοι αναρχικοί ισχυρίζονται, ότι η πίστη τους καλεί σε μια οικονομία αλληλοβοήθειας, κατατείνει σε μια απόρριψη των καταπιεστικών εξουσιών και γενικά ενσωματώνει την αναζήτηση για μία πιο δίκαιη κοινωνία, όχι παρά την αποδοχή του Θεού, αλλά παραδόξως εξαιτίας της. Επισημαίνουν με έμφαση, ιδιαίτερα οι χριστιανοί αναρχικοί, όπως ο Ζακ Ελλύλ, ότι δεν είναι αλήθεια, πως αν υπάρχει ο Θεός, δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ελευθερία.
 
Β. Ο μοντέρνος και ο μεταμοντέρνος αναρχισμός 
και οι προϋποθέσεις της ελευθερίας
Πριν εξετασθεί η σχέση Χριστιανισμού και Αναρχισμού, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στις δύο κύριες τάσεις του αναρχισμού του 21ου αιώνα. Η πρώτη τάση, που είναι ο λεγόμενος μοντέρνος αναρχισμός, ταυτίζεται με την παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα του αποκρυσταλλωμένου πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αναρχικού κινήματος. Οι αναρχικοί αυτού του είδους έχουν τις γνωστού τύπου συλλογικές δομές. Οι αποφάσεις στα πλαίσια αυτών των συλλογικοτήτων λαμβάνονται με ψηφοφορία και υιοθετούνται οι απόψεις της πλειοψηφίας. Οι μοντέρνοι αναρχικοί επιδιώκουν την δημιουργία οργανώσεων κυρίως στους χώρους δουλειάς, προωθούν αντιπολεμικές δράσεις και δημοσιοποιούν τις ιδέες τους. Η άλλη τάση, η μεταμοντέρνα, δεν νοιάζεται και πολύ για τις αναρχικές παραδόσεις, συγκροτεί άτυπες και χαλαρές οργανώσεις, στις οποίες οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά το δυνατόν, με καθολική συναίνεση. Η τάση αυτή εστιάζει στην οικολογία, στις «ταυτοτικές» πολιτικές (μετανάστες, LGBT κλπ) και στην απωανατολική πνευματικότητα.
Οι μοντέρνοι αναρχικοί αυτοκατανοούνται ως επαναστάτες. Κατ’ αυτούς ένα πολυάνθρωπο κίνημα των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων πολιτών, πρέπει να καταστρέψει το κράτος και να διαλύσει την καπιταλιστική οικονομία. Οι καταπιεστικοί και εκμεταλλευτικοί θεσμοί πρέπει να αντικατασταθούν με νέες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης. Η μεταμοντέρνα τάση σκέφτεται την επανάσταση λιγότερο σαν μελλοντικό γεγονός και περισσότερο σαν διαδικασία τρέχουσα και ήδη παρούσα στο εδώ και στο τώρα. Οι μεταμοντέρνοι αναρχικοί, αντί να θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία στο σύνολό της, πράγμα που μπορεί να είναι ή να μην είναι εφικτό, προωθούν την «αναρχία» ως «εναλλακτική» κουλτούρα, η οποία μπορεί να εμπεριέχει μεγάλα γεγονότα, αλλά και εφήμερες στιγμές αντικομφορμισμού και ανέμελου εξισωτισμού.
Κοινά σημεία και των δύο τάσεων είναι οι λεγόμενες «προεικονιστικές πολιτικές» και η υιοθέτηση μιας άποψης για την ελευθερία καταγόμενης από τον Διαφωτισμό: την ιδέα ότι ελευθερία είναι η απουσία καταναγκασμού, απουσία θεσμικών εμποδίων (ιεραρχικών και εκμεταλλευτικών θεσμών). Σε ότι αφορά τις προεικονιστικές πολιτικές και οι δύο «σχολές» συμφωνούν για την σημασία της οικοδόμησης μη ιεραρχικών θεσμών στο εδώ και τώρα. Η ελευθερία μπορεί να προκύψει μόνον από την ελευθερία. Οι προεικονιστικές πολιτικές των αναρχικών απορρίπτουν τον «γιακωβινισμό» της μαρξιστικής αριστεράς και την προσπάθεια της διαμόρφωσης μιας πρωτοπορίας στα πλαίσια των επαναστατικών κινημάτων. Στόχος και των δύο τάσεων του Αναρχισμού είναι να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν συλλογικές δομές, που προεικονίζουν και ενσαρκώνουν σ’ ένα βαθμό την επιθυμητή κοινωνία. Για τους μεταμοντέρνους όμως αναρχικούς, αυτό που προέχει είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, στο πλαίσιο άτυπων και χαλαρών δικτύων, ασχέτως αν αυτά τα δίκτυα είναι αποτελεσματικά για τους μελλοντικούς επαναστατικούς στόχους.
Σε ό,τι αφορά τώρα την υιοθέτηση, και από τις δύο τάσεις, της λεγόμενης «αρνητικής» ελευθερίας (της ελευθερίας ως απουσίας δομών καταναγκασμού), οι αναρχικοί και των δύο τάσεων πιστεύουν στην αυθόρμητη εναρμόνιση των ανθρωπίνων συμφερόντων και στην αυτόματη ανάδυση της κοινωνικής ευταξίας, αρκεί και μόνον να αρθούν τα θεσμικά εμπόδια. Πιστεύουν επίσης, ότι υπό συνθήκες «τέλειας ελευθερίας», θα αναδύονταν μια φυσική και ακατάσχετη τάση προς την ισότητα. Οι αυτοματισμοί αυτοί, πέραν του ότι θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο την «αυτορρύθμιση της αγοράς», μέσω «του αόρατου χεριού» του Άνταμ Σμιθ, αγνοούν κυρίως τα διδάγματα της ίδιας της ιστορίας του Αναρχισμού. Ο μακροβιότερος αναρχισμός στην σύγχρονη εποχή ήταν ο ισπανικός αναρχισμός. Και αυτό γιατί δεν αποτελούσε απλά και μόνον ένα πολιτικό πρόγραμμα. Ήταν πρωτίστως ένας κοινωνικός τρόπος ζωής, που διατηρούσε, ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά της Καταλωνίας, μια ζωτική συνέχεια με προνεωτερικές αξίες. Οι Καταλανοί ορεσίβιοι αναρχικοί ήταν εξαιρετικά ασκητικοί και μαχητικοί. Αποκήρυτταν το κάπνισμα και το ποτό, απέφευγαν την πορνεία και τις αιματηρές ταυρομαχίες και απέκλειαν από τον λόγο τους τις αισχρολογίες. Ήξεραν και έμπρακτα υποστήριζαν, ότι θέλει «αρετήν και τόλμην» η ελευθερία. Ο ισπανικός αναρχισμός ενσωμάτωνε στην πρακτική του την θεώρηση, ότι η ελευθερία δεν προϋποθέτει μόνον την απελευθέρωση από τον εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά και από την τυραννία της αχαλίνωτης επιθυμίας. Αυτή η παλαιότερη μορφή ελευθερίας δεν απαιτεί απλώς να μπορούν οι άνθρωποι να επιλέγουν ελεύθερα, αλλά και να μην είναι έρμαια των παθών τους, ώστε να βρίσκονται σε διαρκή πνευματική διαύγεια και αγωνιστική ετοιμότητα. Η απελευθέρωση από τα θεσμικά εμπόδια δεν προετοιμάζει από μόνη της τον άνθρωπο για την ενάσκηση της ελευθερίας.
Σε αντίθεση με τις προνεωτερικές καταβολές (πιθανόν σχετιζόμενες με παραδόσεις χριστιανικού γνωστικισμού) του ισπανικού αναρχισμού, ο οποίος υπήρξε η πιο προωθημένη μορφή του μοντέρνου αναρχισμού, η αφετηρία του μεταμοντέρνου αναρχισμού και ιδιαίτερα μιας «φανταχτερής» εκδοχής του (που γνωρίζει σημαντική διάδοση στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία), του λάιφ-στάιλ αναρχισμού, είναι ανοιχτά φιλελεύθερη και ατομικιστική. Είναι αλήθεια ότι ο Μπακούνιν, που διακρινόταν για τον επαναστατικό του ασκητισμό, τόνιζε ταυτόχρονα, ότι «ο σοσιαλιστής υπερασπίζεται το δικαίωμα σε όλες τις απολαύσεις της ζωής, τόσο τις πνευματικές και ηθικές, όσο και τις φυσικές». Αυτή η «κατάφαση στην απόλαυση» δεν έχει όμως καμία σχέση με την «απελευθέρωση των ενστίκτων», των οργισμένων γόνων της μεσαίας τάξης, που συγκροτούν την υποκουλτούρα του λάιφ-στάιλ αναρχισμού. Εν ονόματι μιας κίβδηλης αυθεντικότητας, δηλαδή της ικανότητας του ατόμου να ζει σύμφωνα με τις πιο μύχιες παρορμήσεις του, οι οποίες είναι υποτίθεται «έμφυτες» και «αμόλυντες» από τον πολιτισμό και τη χειραγώγηση από την εμπορική διαφήμιση, η «οπλισμένη» επιθυμία αυτών των νέων πιθηκίζει, σε τελευταία ανάλυση, τον επιθετικό ναρκισσισμό και τη μηδενιστική ελευθερία των γιάπηδων και των golden boys του μεταμοντέρνου καπιταλισμού. Αν ο Αναρχισμός υπερφαλάγγισε τον Μαρξισμό, σήμερα ο ίδιος ο Αναρχισμός μοιάζει να υπεραφαλαγγίζεται από το κήρυγμα αυτού του είδους της μηδενιστικής ελευθερίας.
 
Γ. Ο Χριστιανισμός, ο Αναρχισμός 
και η προεικόνιση των «τελικών στόχων» τους
Για όποιον, όπως οι χριστιανοί αναρχικοί, ψάχνει για ομοιότητες μεταξύ Χριστιανισμού και Αναρχισμού, ο πρώτος σκόπελος που συναντά είναι η κρατούσα άποψη για τον Αναρχισμό: Ο Αναρχισμός καταλήγει στην αταξία, στην απουσία τάξης, παρά στην απουσία κυβέρνησης και είναι συνώνυμος με το χάος και την βία. Υπάρχουν βέβαια μορφές εξεγερσιακού αναρχισμού, ενός παρακλαδιού του μοντέρνου αναρχισμού, που ταιριάζουν μ’ αυτό το ευρέως διαδεδομένο στερεότυπο. Αντίθετα όμως με την περιγραφή αυτήν, για τους περισσότερους αναρχικούς η χρήση βίας υπόκειται σε περιορισμούς. Η υιοθέτηση πάντως ενός ανοιχτού πασιφισμού, είναι μια εντελώς μειοψηφική τάση στους κόλπους του αναρχικού κινήματος.
Ακόμη και αν παραμερισθεί αυτή η δημοφιλής εικόνα του Αναρχισμού, θα ανακύψουν νέα προβλήματα, για όσους θα ήθελαν να εντοπίσουν ομοιότητες μεταξύ Χριστιανισμού και Αναρχισμού. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι, κατ’ αρχήν, ότι ο Αναρχισμός ταυτίζεται υπερβολικά με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, και είναι παρακινδυνευμένο να επεκτείνεται η χρήση του όρου για να περιγράψει στάσεις ζωής και πρακτικές, καθώς και τύπους συλλογικής ζωής, άλλων πολύ διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Η φύση του Αναρχισμού καθορίζεται από χαρακτηριστικά που σημάδεψαν την απαρχή του τον 19ο αιώνα, από την αναρχοσυνδικαλιστική του φάση στην συνέχεια, όπου παρουσιάσθηκε ιδιαίτερα ισχυρός στην Ν. Ευρώπη (και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Πάτρας), καθώς και στην Λατινική Αμερική, ή την μικρή περίοδο της εξέχουσας θέση του στην Ουκρανία των Μαχνοβιστών και στην δημοκρατική Ισπανία της δεκαετίας του 1930, την επανεμφάνισή του στα γεγονότα του Μάη του ‘68 και τέλος στην πρόσφατη αναγέννησή του στα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης και της φημολογούμενης συμμετοχής αναρχικών εθελοντών στο πόλεμο των Κούρδων κατά του ισλαμικού κράτους, στην Ροζάβα της Βόρειας Συρίας. Παρά την προσκόλληση του Αναρχισμού στην «αρνητική» μορφή της ελευθερίας, όπως είδαμε, το πρόβλημα του αναχρονισμού μπορεί να ξεπερασθεί, εν μέρει και με δυσκολία, αν τονισθεί ότι οι θεμελιωτές του αναρχισμού, όπως ο Προυντόν, δεν θεώρησαν, ότι ανακάλυψαν κάτι το εντελώς καινούριο. Κατ’ αυτούς οι βασικές αρχές του Αναρχισμού, η αυτοοργάνωση, η εθελουσία συνένωση και η αλληλοβοήθεια, υφίστανται από τις απαρχές της Ιστορίας. Το μόνο που άλλαξε τον 19ο αιώνα, είναι ότι εφευρέθηκε ένας νέος όρος, ο «Αναρχισμός», για να νοηματοδοτήσει μ’ αυτές τις αρχές την απαίτηση κατεδάφισης του αστικού κράτους ειδικά και κάθε κράτους γενικά.
Ειδικά τώρα, σε ότι αφορά την Ελλαδική Εκκλησία, ανακύπτει ένα νέο πρόβλημα, για όσους θα ήθελαν να εντοπίσουν ομοιότητες μεταξύ Αναρχισμού και Ορθοδοξίας. Γίνεται λόγος για την δημιουργία, μετά την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας το 1833, επί Όθωνα, ενός καινοφανούς για τους Έλληνες τύπου Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενός τύπου Εκκλησίας ελεγχόμενης πλήρως σχεδόν από το κράτος, κατά τα πρότυπα της τσαρικής Ρωσίας. Στόχος ήταν να αποδυναμωθεί το εκκλησιαστικό γεγονός, ως τύπος και εικόνα της Βασιλείας του Θεού και να μετατραπεί η Εκκλησία σε ιδεολογικό  μοχλό του κράτους. Έχουν διατυπωθεί μάλιστα στο δημόσιο διάλογο διάφορες προτάσεις, για το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, για την απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος, καθώς υφίσταται ήδη μια ελληνική επικράτεια, στην οποία υπάρχει πλήρης χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, χωρίς όμως να προκύπτει  και χωρισμός Εκκλησίας – Κοινωνίας. Αυτή η επικράτεια είναι η Κύπρος, όπου δεν υφίσταται διαπλοκή των αρμοδιοτήτων Εκκλησίας και Κράτους, ενώ ταυτόχρονα οι σχέσεις Εκκλησίας – Κοινωνίας είναι εξίσου στενές, αν όχι και στενότερες με τα ισχύοντα στις σχέσεις Εκκλησίας και Κοινωνίας στην Ελλαδική περίπτωση. Η απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος, θα αφόπλιζε εκείνους που όπως οι αναρχικοί, διατυπώνουν το αίτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Εκφράζοντας όμως περισσότερο την επιθυμία χωρισμού της Εκκλησίας από την Κοινωνία και πλήρους περιθωριοποίησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι δύσκολο λοιπόν να παραμερισθούν, στην έρευνα για τον εντοπισμό ομοιοτήτων μεταξύ Αναρχισμού και Χριστιανισμού, τα στερεότυπα για το χάος και την βία που αποδίδονται στον Αναρχισμό, ο αναχρονισμός σύνθετων όρων, όπως «χριστιανικός αναρχισμός» και «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της ελλαδικής Εκκλησίας από το Κράτος. Αντίθετα όμως, ο Αναρχισμός από τη μια μεριά και ο Χριστιανισμός από την άλλη και ειδικά η Ορθοδοξία πριν την κρατικοποίησή της (και αποσπασματικά μετά από αυτήν), φαίνεται να μοιάζουν σε ένα σημείο και μόνο: κατά το ότι προεικονίζουν «τον τελικό τους στόχο», αν και διαφέρουν ριζικά ως προς «προεικονιζόμενο».
Πράγματι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα Ευαγγέλια είναι η «Βασιλεία των Ουρανών». Ένα Βασίλειο, οποιουδήποτε είδους, δεν μπορεί βέβαια να ακουσθεί σαν μία αναρχική πραγματικότητα, έστω και αν ο όρος κατά τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν, δεν χρησιμοποιείτο μόνον για να δηλώσει τη Μοναρχία ως Πολίτευμα, αλλά όριζε και μια συγκεκριμένη επικράτεια. Όταν ο Χριστός χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο, εννοούσε άραγε μία μελλοντική έλευση της «Βασιλείας» ή ότι αυτή ήταν ήδη παρούσα ή και τα δύο; Και το σημαντικότερο: ποιος είναι ο χαρακτήρας, το προσωπικό και το κοινωνικό περιεχόμενο της «Βασιλείας του Θεού», ποιον τύπο κοινωνικότητας εισάγει η αναφορά στη «Βασιλεία των Ουρανών»;
«Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από αυτόν τον κόσμο». Υπάρχει το στερεότυπο, ότι με αυτήν την φράση, ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο Κύριος «μέσα στις καρδιές μας». Ή ότι το νόημα της φράσης, ότι «ο Χριστός είναι Βασιλέας», είναι πως η έσχατη αφοσίωσή μας πρέπει να είναι προς τον Θεό. Όμως, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ο Χριστός είναι «ο κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ», είναι αναντίρρητα όχι μόνον «Βασιλιάς του Ισραήλ», αλλά και όλης της Κτίσεως. Το Βασίλειο του Ιησού είναι πάντως, από κάθε άποψη, ένα άκρως ασυνήθιστο Βασίλειο. Ο Χριστός είναι εκείνος, που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του και σταυρώθηκε όχι μόνο για τους φίλους του, αλλά και για τους εχθρούς του, «για όλο τον κόσμο».
Ο Σταυρός αποκαλύπτει, ότι υπάρχει εναλλακτική οδός απέναντι στη βίαιη επανάσταση (των Ζηλωτών) από την μία μεριά και στην παθητική απόσυρση από την κοινωνία (των Εσσαίων), από την άλλη. Ο Χριστός αρνήθηκε να κάνει χρήση μεσσιανικής βίας, να καταφύγει σε ιερό πόλεμο. Ο Σταυρός δεν είναι, απ’ αυτήν την άποψη, το μέσον για την εδραίωση της «Βασιλείας του Θεού», είναι η ίδια η «Βασιλεία». Ο Χριστός δεν είναι ένας μοραλιστής, που η διδασκαλία του έχει και κάποιες πολιτικές προεκτάσεις. Είναι, αντίθετα, ο φορέας μιας δυνατότητας νέων κοινωνικών σχέσεων, που δεν απαιτούν θεσπισμένο καταναγκασμό για να λειτουργήσουν. Σχέσεων που στηρίζονται στην ελεύθερη συναίνεση («όστις θέλει» ακολουθεί).
Πρώτο και καθοριστικό βήμα, προς τον νέο τύπο κοινωνικότητας, που προεικονίζει η Εκκλησία, αποτελεί η υπερνίκηση της αναρχίας των αλληλοσυγκρουόμενων επιθυμιών, μέσω της εθελοντικής εγκατάστασης στην ψυχή ενός μηχανισμού αυτορρύθμισης των παθών, ώστε να πάψει η εσωτερική ψυχική αναρχία, η οποία γεννά την εξωτερική δουλεία. Τα πάθη τα γεννά η αυτονόμηση του ανθρώπου από τον Θεό. Ο άνθρωπος, παύοντας να κοινωνεί με τον Θεό, καταλαμβάνεται από το «σαρκικό φρόνημα» και η προσοχή του στρέφεται προς τα κτίσματα. Θεοποιεί τα υλικά αντικείμενα και λατρεύει «την κτίση παρά τον κτίσαντα». Η αποκοπή του ανθρώπου από την αγάπη του προς τον Θεό, η παραβίαση δηλαδή των οδηγιών του (των «εντολών») ως προς την ορθή χρήση του αυτεξουσίου, γέννησε τα «πάθη», που καθιστούν ανελεύθερο τον άνθρωπο, δημιουργώντας δουλικές εξαρτήσεις και ειδωλοποιήσεις στην κοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους. Αντίθετα, η υπακοή στο «θέλημα του Θεού», θεραπεύει την ψυχή και το σώμα από την τυραννία των παθών. Η υπακοή, λοιπόν, στο θέλημα του Θεού δεν είναι ούτε άρνηση ούτε κατάφαση μιας εξωτερικότητας, που θα ήταν αναπόφευκτα μια «αυθεντία». Το Άγιο Πνεύμα, ως η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, υπερβαίνει τις αυθεντίες. Το Άγιο Πνεύμα είναι ένα Πρόσωπο, που δεν είναι κάτι «εξωτερικό» προς εμάς, αλλά είναι εντός μας, ως «πνεύμα κοινωνίας» με κάθε τι άλλο. Η αγάπη προς τον Χριστό δεν περνάει «πάνω από τους άλλους», αλλά «δια μέσου της αγάπης των άλλων». 
Ο φιλάνθρωπος χαρακτήρας της χριστιανικής ελευθερίας ενέπνευσε πολλούς χριστιανούς των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας να υιοθετήσουν μορφές κοινοκτημοσύνης στην κοινοτική τους ζωή. Αργότερα, στο Βυζάντιο, με αφετηρία το «κοσμικό» μοναστικό «κίνημα των σπουδαίων» και τα εν συνεχεία αδιάκοπα κύματα δωρεών περιουσιακών στοιχείων προς τα ενδοπολεοτικά μοναστήρια, στήριξαν ένα πλούσιο περί αυτά κοινωνικό έργο (φτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.λπ.). Στην ουσία, θα μπορούσε να γίνει λόγος για το πρώτο κοινωνικό κράτος στον κόσμο.
Αντίθετα με τον κοινωνητικό και φιλάνθρωπο χαρακτήρα της Ορθόδοξης προσέγγισης της ελευθερίας, η αναρχική της προσέγγιση ως άρνηση απλώς του εξωτερικού καταναγκασμού, ενέχει τον κίνδυνο υποδούλωσης, όχι μόνο στα ατομικά αλλά και στα κοινωνικά πάθη. Οι πραγματικοί πιστοί απομυθοποιούν και απομυστικοποιούν την εξουσία. Δεν είναι ούτε υπέρ ούτε κατά της εξουσίας. Αφαιρούν από όλους του εξουσιαστικούς θεσμούς το πάθος, που έχει «επενδυθεί» σ’ αυτούς, και θέλουν να πάψουν να αποτελούν οι θεσμοί αντικείμενο λατρείας και αφοσίωσης ή φθόνου και μίσους. Οι πραγματικοί πιστοί, ενσαρκώνοντας στην ζωή τους μια νέα μορφή κοινωνικότητας, αρνούμενοι την χρήση βίας και ταυτόχρονα την απόσυρση από τα προβλήματα του κόσμου, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν την ίδια εχθρότητα που αντιμετώπισε και ο Χριστός, μια εχθρότητα που σήμερα προσλαμβάνει συνήθως πιο ανομολόγητες και συγκεκαλυμμένες μορφές.
Τελικά η Βασιλεία των Ουρανών στην επίγεια ζωή μπορεί να υπάρξει «μέσα μας», αλλά δεν μπορεί να γενικευθεί «έξω μας» ως πολιτισμός, καθώς οι πολιτισμοί θεμελιώνονται στην βία, έστω στη νόμιμη βία, και τα Ευαγγέλια δεν έχουν καμία σχέση, με τη βία, αλλά μόνο με τη σταυρική αυτοθυσία. Η Εκκλησία μπορεί να υπάρξει μόνον ως κοινωνικό ένζυμο αντισηπτικό-αντιμηδενιστικό, ως «άλας της γης», αν και πάντοτε θα κινδυνεύει να αλλάξει φύση, υποκύπτοντας στους τρεις πειρασμούς, που απέρριψε ο Ιησούς στην Έρημο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά, για όσους θέλουν να αναδείξουν πιθανές ομοιότητες μεταξύ του Χριστιανισμού και ειδικότερα της Ορθοδοξίας και του Αναρχισμού; Σημαίνουν μάλλον, ότι με εξαίρεση το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, της προεικόνισης δυο κατά βάθος εντελώς διαφορετικών «τελικών στόχων», δεν μπορεί ο Ορθόδοξος να είναι Αναρχικός, ούτε ο Αναρχικός Ορθόδοξος. Αν βεβαίως θέλουμε να κυριολεκτούμε. 
Η Βασιλεία του Θεού δεν συνδέεται μόνο με τη μεταϊστορική Δευτέρα Παρουσία και την Τελική Κρίση, αλλά επίσης και με νέες μορφές κοινωνικότητας. Και αυτές κανονικά δεν υποστηρίζονται απλώς και μόνον λεκτικά, αλλά ενσαρκώνονται κατά τρόπο παραδειγματικό και μόνο στο τοπικό παρόν της ιστορίας. Μπορούν, λοιπόν, να κατανοηθούν εύκολα ως προεικονιστικές, ότι δηλαδή αποτελούν «πρόγευση» της Βασιλείας του Θεού στο εδώ και το τώρα της επίγειας ζωής. Ο προεικονισμός αυτός θυμίζει, κατά κάποιο, τρόπο την άρνηση των ιδεολόγων του Αναρχισμού να αποδεχθούν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, όποια και αν είναι αυτά. Φιλοδοξία, πράγματι, των περισσότερων μορφών του αναρχισμού είναι η συμβατότητα μέσων και σκοπών, καθώς τα αποτελέσματα προεικονίζονται στις μεθόδους επίτευξης τους. Όπως ο Jame Guillaume, ένας σύντροφος του Μπακούνιν, είπε στην κριτική του για τους κρατικιστές σοσιαλιστές: «Πως μπορεί μια εξισωτική και ελεύθερη κοινωνία να προέλθει από μια αυταρχική οργάνωση; Είναι αδύνατο».
Τελικά και στις δύο περιπτώσεις και ιδίως στην περίπτωση της Ορθοδοξίας, η ίδια η διάκριση μεταξύ μέσων και σκοπών, δεν έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς δεν πρόκειται για πρόβλημα «κατασκευής» μιας νέας κοινωνίας, με βάση κάποιες συγκεκριμένες «προδιαγραφές», αφού η Βασιλεία του Θεού είναι ελευσόμενη αλλά και ήδη παρούσα κατά κάποιο τρόπο.
 
Πηγές
• Θεός και Κράτος  του Μ. Μπακούνιν. Εκδόσεις Ελεύθερος τύπος Αθήνα 1986
• Η αναρχική ηθική του Piotr Kropotkin. Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος Αθήνα 2000
• Αλληλοβοήθεια: Ένας παράγοντας της εξέλιξης του Piotr Kropokin. Εκδόσεις Καστανιώτης. Αθήνα 2009
• Ελευθεριακές διαδρομές. Επιλεγμένα κείμενα. Του Μάρει Μπούκτσιν. Οι εδόσεις των συναδέλφων. Αθήνα 2016
• Μπακούνιν κατά Μαρξ. Του Σαμ Ντολγκόφ και του Τζον Κλαρκ Εκδόσεις Αλεξάνδρεια ,Αθήνα 2017
• Αναρχία και Χριστιανισμός του Ζακ Έλλυλ. Εκδόσεις Νησίδες. Αθήνα 2009
• Αποσπάσματα μιας αναρχικής ανθρωπολογίας. Του David Craeber, Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες. Αθήνα 2007.
• Οι δαίμονες της Ρωσικής Επανάστασης. Του Νικολάι Μπερντιάγιεφ Εκδόσεις Αρμός. Αθήνα 2009.
• Η Πολιτική του Ευαγγελίου του Stanley Hawerwas.Εκδόσεις άρτος ζωής. Αθήνα 2017
• Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το κράτος. Των Σωτήρη Μητραλέξη, Αγγέλου Χρυσόγελου, Χρήστου Χατζημιχαήλ, Γιώργου Κοκκόλη. Εκδόσεις manifesto. Αθήνα 2015
• Μοναχισμός και σχέση υπακοής και ελευθερίας. Του Αρχιμ. Ευσέβιου Κόκκορη Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» Αθήνα 2008
• Η αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Του Αλέξανδρου Σμέμαν. Εκδόσεις «Ακρίτας» Αθήνα 1983
• Η ανθρώπινη κατάσταση. Της Χάννα Άρεντ. Εκδόσεις Γνώση. Αθήνα 2008
• Τα δύο τέρατα και η Αριστερά. Του Θεόδωρου Ζιάκα. Antifonο.gr
• The two main trends in anarchism. By Wayne Price.
• Taking the Long Way. By Yuval Levin. First things 2014
• Anarchism and religion Mapping an increasingly Frutiful Landscape. By Christougianopoulos, A. and Adams, M.S. 2017. Stockholm University Press.
• Was the historical Jesus an anarchist? Anachronism, anarchism and the historical Jesus.  By Justin Meggit 2017. Stockholm University Press
• The politics of Jesus. A simplified summury of John H. Yoder’s classic book. By Nethan Hobby with James Patron. January 2005. www.geosities.com
• Desecularization: A conceptual framework. By Vyacheslvav Karpov. Journal of Church and state. Volume 52, Issue 2, 1 March 2010, Pages 232 – 270
• Timothy Miller, «Ή Γέννησις του Νοσοκομείου στο Βυζάντιο»  μετάφραση Ν. Κελέρμενος.
 
 
Το ψηφιδωτό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Λευτέρη Ρόρρου.
 πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.