Ο Βασίλης ήταν πολύ ταχτικός πάντα. Έβαζε όλες του τις κάλτσες ανά ζευγάρια τη μια μέσα στην άλλη και τις αράδιαζε μες στο συρτάρι σαν στρατιωτάκια – μονόχρωμα, γιατί ήταν μαύρες όλες. Τα πουκάμισά του, τα τρία που είχε, δεν ήταν ποτέ στραβοβαλμένα στις κρεμάστρες μες στην ντουλάπα, μα οι ώμοι τους ήταν ευθυγραμμισμένοι και τα κουμπιά τους προσεχτικά κουμπωμένα, από το πρώτο ως το γιακά. Χάρη σε τούτη την τάξη που είχε σ’ όλα, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου ήταν νεωκόρος δεν θα έβλεπες ποτέ κερί που μισοκάηκε, ξεχασμένο στο μανουάλι, ή σκόνη να ’χει αφεθεί ασκούπιστη.
Δεν ταξίδευε ποτέ, και περίεργη ταραχή τον κυρίεψε όταν αποφάσισαν τριάντα δύο χωριανοί κι ο παπα-Φάνης να κατέβουν για το συλλαλητήριο στην Αθήνα. Θα έφευγαν με το πούλμαν Κυριακή αχάραγα, στις τέσσερις, να ’ναι στην Αθήνα στις έντεκα, και θα επέστρεφαν αυθημερόν. Έτσι, δεν χρειαζόταν να πάρει μαζί άλλη αλλαξιά, εξόν από τα ρούχα που θα φόραγε· ούτε καν οδοντόβουρτσα κι οδοντόκρεμα. Να ’παιρνε λοιπόν για το ταξίδι το μαύρο του σακβουγιάζ; Και με τι θα το γέμιζε; Τελικά αποφάσισε να πάρει μια τσάντα, Ανδρικά-Γυναικεία Υποδήματα ΑΦΟΙ ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑ, με χερούλια από σκληρό πλαστικό, που κούμπωναν – και μέσα έβαλε δύο σάντουιτς, ένα πακέτο μπισκότα, ένα μικρό μπουκάλι νερό, το πορτοφόλι του κι ένα πακέτο χαρτομάντιλα.

Τέσσερις και δέκα ξεκίνησαν, με το σκοτεινό χωριό πίσω τους και το νυχτερινό δάσος γύρω τους, γεμάτο κρυφή ζωή. Στο βάθος η Μουργκάνα, κι ο δρόμος φιδοσερνόταν, ωχρή κορδέλα στο σκοτάδι, προς το Χάνι, περνώντας μπροστά από την απόκοσμη ασπράδα του φαγωμένου βράχου στο νταμάρι, τους Άμμους. Και, παρακάτω απ’ το Χάνι, σκοτεινιασμένο το γυαλί της λίμνης Ζαραβίνας.
Χάραξε όταν είχαν αφήσει πίσω, πια, την Αμφιλοχία, και τρώγοντας ένα σάντουιτς, προσεχτικά να μην πέσουν χάμω ψίχουλα, ο Βασίλης θαύμασε τη Γέφυρα, που δεν την είχε διασχίσει άλλη φορά.
Στις έντεκα έφτασαν, κατέβηκαν απ’ το λεωφορείο και πήραν το δρόμο για το Σύνταγμα. Σημαιοπώλες, από το Μέγαρο Μουσικής κι έπειτα, είχανε στήσει πρόχειρους πάγκους, και προς πέντε ευρώ ο Βασίλης αγόρασε μια σημαία χωρίς κοντάρι, για να τη βολέψει πιο εύκολα ύστερα στο λεωφορείο, και την κράτησε διπλωμένη –την πλαστική τσάντα στο ένα χέρι και τη σημαία στ’ άλλο– ώσπου έφτασαν στον Εθνικό Κήπο. Αντιβοούσε ο τόπος, μα ο Βασίλης ένιωθε άβολα να φωνάξει, σαν τον παπα-Φάνη και τους άλλους χωριανούς, έτσι κρέμασε την τσάντα από τον δεξή του δείχτη, σαν από γάντζο· ξεδίπλωσε τη σημαία και με ανάταση των χειρών την κυμάτισε πάνω από το κεφάλι του. Ο βραχύσωμος νεωκόρος ήταν ολόκορμος ένας ιστός τώρα, μα η σημαία ολοένα τυλιγόταν γύρω του, και μια στιγμή μάλιστα του ’ρθε στο πρόσωπο, όταν, φυσώντας από τα νώτα, μια ξαφνική πνοή έφερε τούμπα το πανί.
Ο κόσμος ήταν πολύς, λαοθάλασσα, και μήτε που κατάλαβε ο Βασίλης πώς έγινε το κακό, εκεί που πάλευε με τη σημαία. Ξάφνου ήταν μόνος ανάμεσα σ’ αγνώστους, χωρίς κανένα χωριανό γύρω του, και μάταια τους αναζήτησε· σάμπως το πλήθος να τους είχε ρουφήξει.
Γυρνώντας αργότερα μόνος και ξενηστικωμένος, προς τους Αμπελόκηπους, βρήκε ένα μαγειρείο και μπήκε. Μέσα ήταν μια παρέα απ’ το συλλαλητήριο. Ένας είχε ρίξει τη σημαία του στη ράχη της καρέκλας και μισοκαθόταν πάνω της.
Ο Βασίλης δίπλωσε τη δικιά του προσεχτικά, μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι φορές, και την άφησε στην άλλη καρέκλα, στο τραπεζάκι που ’πιασε· κι έφαγε φασολάκια λαδερά και φέτα, με βουβό ομοτράπεζό του τη διπλωμένη σημαία.
Έπειτα έβγαλε από την πλαστική τσάντα το αφάγωτο σάντουιτς, τα μπισκότα, το πακέτο τα χαρτομάντιλα· δίπλωσε τη σημαία άλλη μια φορά, να χωρέσει, και την ταχτοποίησε μαζί με τ’ άλλα πράματα μες στη σακούλα.
Έφτασε στο λεωφορείο πρώτος και περίμενε τους άλλους να έρθουν. Έπειτα, στις εφτά που ’χαν μαζευτεί όλοι, ξεκίνησαν για πίσω. Έξι ώρες αργότερα, που ’χαν περάσει κι από το Καλπάκι, ο Βασίλης ένιωσε κάτι που ως τότε ήταν μέσα του μαζεμένο, κουβαριασμένο, σ’ άμυνα, να απλώνεται τώρα, όμοιο με ξεφύσημα που βγάζει η ψυχή, ανακουφισμένη εκεί που πρωτύτερα σφιγγόταν.
Το χωριό κοιμόταν όταν είχαν φύγει το πρωί, και τους υποδέχτηκε κοιμισμένο ξανά. Ο Βασίλης καληνύχτισε τους χωριανούς και γύρισε σπίτι. Ήταν κατάκοπος μα δεν πλάγιασε αμέσως. Πρώτα έβαλε μες στη δίφυλλη ντουλάπα την καινούρια του σημαία, σε μια γωνιά στο ράφι μαζί με την παλιά, κι έπειτα έκανε την προσευχή του, ξάπλωσε κι άνοιξε το ραδιόφωνο, σιγά. Οι φωνές και οι μουσικές του ραδιοφώνου ήταν η ανθρώπινη συντροφιά του μες στη σιωπή της νύχτας· τον αγκάλιαζαν και τον νανούριζαν. Είχε πιάσει το Ράδιο Ήπειρος, μα μες στο μισοΰπνι άκουσε άλλους σταθμούς να παρεμβάλλονται· πρώτα έναν φουριόζο Ιταλό εκφωνητή, με τις λέξεις να πηλαλάνε ακατανόητες από το στόμα του: «…che tu possa udire il volo degli uccelli liberi di Ciamuria, che ti sorvolano sopra…», κατόπιν έναν Αλβανό: «Kosova vazhdon të ketë lidhje emocionale, politike dhe ekonomike me vendin…» κι έπειτα ξανά το Ράδιο Ήπειρος, ώσπου με ανάκατες τις φωνές να τον καταπραΰνουν, σαν άγνωστοι φίλοι που κάτι του ψιθύριζαν στ’ αφτί, ο Βασίλης αποκοιμήθηκε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.