Γιῶργος Καστρινάκης

Στὴν περίπτωση Τῆς ἀνθρώπινης φυσικῆς ὡραιότητας, ὁ πολιτισμὸς ποὺ μᾶς περιστοιχίζει φαίνεται νὰ περιέρχεται σὲ μιὰ ἀπ’ τὶς ἀχανέστερες διαπορήσεις του: Σὲ   ἀ δ υ ν α μ ί α  ν ὰ  τ ὴ ν  ἑ ρ μ η ν ε ύ σ ε ι. Νὰ ἐντοπίσει τὴ μήτρα της, ν’ ἀναγνώσει τὴ φύση της, νὰ διαβλέψεισκοπό. Τὸ πρόβλημα, μάλιστα, ἀρχίζει νὰ περιπλέκεται καταιγιστικά, ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ὑποψιάζεται, ἔστω, τὴν ἀποτυχία του.



Εἶναι ἀσφαλῶς μιὰ περιπλοκὴ ἐτούτη πού, ἀμέσως ἀμέσως, ἐσωτερικεύεται στοὺς φορεῖς τῆς συζητούμενης καλλονῆς: Ἑνὸς συνόλου, δηλαδή, προσώπων ποὺ δὲν ξέρουν «τί νὰ κάνουν» μαζί της – μὲ κατάληξη νὰ τὴν ἐκλαμβάνουν ὡς ἀφετηρία, μονάχα, ἑνὸς ἀδιέξοδου κύκλου ἀπὸπαρανοήσεις. Μιᾶς περιδίνησης ἀπὸ συγχύσεως σὲ σύγχυση ποὺ ὑποστρέφει, ἐν τέλει, ὅλες (ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων) τὶς ἀλήθειες μας σὲδιαψεύσεις. Κατ’ οὐσίαν, βέβαια, ἐξελίσσεται κάτι διάφανο: Πῶς θὰ μποροῦσε, τάχα, νὰ ἐνσαρκώσει τὴν ὀμορφιὰ ἕνας «φορέας» της ποὺ δὲν ξέρει, “οὗτος ἐκεῖνος”, ποιός εἶναι; Ἀκόμα ἁπλούστερα: Πῶς θὰ κατόρθωνε, ἄραγε, νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ἑνὸς πολιτισμοῦπού... δὲν γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο;

Ἐλλείψει κάθε Ἑρμηνείας γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ὕπαρξη ἡ ὡραιότητα – ὡς εἰκός – παραλαμβάνεται ἐν εἴδει μιᾶς, κάποιας, ἄλογης «τύχης»: Ἕνας κλῆρος καὶ τοῦτος, μὰ μὲ μονάχο του περιεχόμενο τὴν αὐτανάδειξη! Πάει νὰ πεῖ, μὲ μόνο του ὑπόστρωμα τὸ ἄ σ χ ε τ ο Ἐ γ ώ. Ἐν τέλει, μὲ ἀποκλειστικὴ προοπτική του τὴν ὑπεροχή – δηλαδὴ τὸν ἀνταγωνισμὸ ὅλων (ἀνάμεσά μας) πρὸς ὅλους...

Τὸ ἀδιέξοδο ἔγκειται στὸ ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ «ὑπεροχὴ» ἀναγορευθεῖ σὲ «σημασία», ὅλες οἱ ἄλλες Σημασίες ἀνακαλοῦνται στὴν Ἀνυπαρξία. Κ ά θ ε μ α ς π ρ ά ξ η, τότε, ἐ μ β α π τ ί ζ ε τ α ι σ τ ὴ ν ἀ ν α ί ρ ε σ η τ ο ῦ ν ο ή μ α τ ο ς... Κι ἡ Ὑπεροχή, περαιτέρω, μεταστοιχειώνεται σὲ Ἐπιβολή, προκειμένου νὰ ἀποκομίσει κάποιαν ἐνσώματη ἐπαλήθευση τῆς παρουσίας της. Ἡ βία, ὁπότε, δὲν προσέρχεται ἐδῶ: ἡ βία προκύπτει παντοῦ.

Μιὰ Βία, ἂς δοῦμε, πού – πρὶν βασιλέψει, βαθειά, στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις – ἀνατέλλει, πρωτίστως, στὰ βλέμματα: Ἂν ὁ λόγος τῆς ὕπαρξής μου εἶναι ἡ «κυριαρχία», τότε κι ὁ ἐγγύτερος ἀκόμα ἄνθρωπος γίνεται μόνο τὸ «μέσον» ποὺ θὰ μὲ ὁδηγήσει στὴν αὐτοεκπλήρωση! Τὸ ὁποιοδήποτε βλέμμα μου, ἔκτοτε, εἶναι ἕνα βλέμμα-σὲ-θύμα μου... Κάθε μουἔκφραση, ἤδη, προϊδεάζει γιὰ «τὸ σὸκ καὶ τὸ δέος» μιᾶς ἐπικείμενης συντριβῆς, αὐτῶν ποὺ τολμοῦν νὰ συνυπάρχουν μὲ τὴν αὐταξία μου!

Ἂς δοκιμάσουμε νὰ βυθιστοῦμε στὰ μάτια τῶν ἐκπροσώπων μιᾶς – σὰν αὐτή – ἀφώτιστης αὐτοσυνείδησης. Ἂς προσπεράσουμε τὴν ἀπειλή... Ἂς ἀποκριθοῦμε μὲ ταπείνωση στὴν περηφάνεια... Ἂς μὴ μιμηθοῦμε τὴν “ἕλξη πρὸς θάνατον” τοῦ βύθιου κενοῦ... Κι ἂς σταθοῦμε μονάχα στὸν ὕστατο πυρήνα μιᾶς ἀρχέτυπης Ἀμηχανίας καταπρόσωπο τοῦ(αὐτοσυνείδητου – μὰ ὡς, δῆθεν, μὴ κατὰ χάριν) Θαύματος.

Ἔχουμε, ἄραγε, «κάτι» νὰ ποῦμε μέσ’ στοὺς μυχοὺς μιᾶς παρόμοιας ἀδράνειας ὅλων τῶν κατανοήσεων; Τὴν κατέχουμε μάλιστα τόσο τὴ σημασία τοῦ δικοῦ μας λόγου, ὥστε μποροῦμε νὰ τὴν κοινωνήσουμε διὰ μέσου σιωπῆς;

Ἂν ναι (μόνο, ἂν ναί!) ὁ κλῆρος ἀνίσταται. Ἡ ζωὴ διερμηνεύεται. Ἡ χαρὰ εὐρυχωρεῖται.

 (1997)
Δημοσιεύθηκε στο τχ 7 (Σεπτέμβριος 2011) της "Νέας Ευθύνης".
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Ντίκου Βυζάντιου.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο