Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Απεικονίζοντας την Ευρώπη

MONTHLY REVIEWτου ΠΕΡΡΥ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
Τεύχος Νο 136 Μonthly-Review 

Αρχική Δημοσίευση:London Review of Books, 20 Σεπτεμβρίου 2007
Μετάφραση:Αγγελής Τσότρας

Ένα είδος θεοφάνειας μαγεύει την Ευρώπη. Μακράν του να φθίνει σε ιστορική σημασία, ο Παλαιός Κόσμος επίκειται να αποκτήσει σημασία για την ανθρωπότητα, μεγαλύτερη από όση κατείχε ποτέ, σε όλες τις μέρες της αβέβαιης παρελθούσας δόξας του. Στο τέλος του Μεταπολέμου (Postwar), ενός απολογισμού 800 σελίδων για την ήπειρο από το 1945, ο ιστορικός Τόνυ Τζουντ αναφωνεί με έκπληξη για την «ανάδειξη της Ευρώπης, στην αυγή του 21ου αιώνα, ως προτύπου διεθνών αρετών: μιας κοινωνίας αξιών [...], τις οποίες υποστηρίζουν εξίσου Ευρωπαίοι και μη Ευρωπαίοι ως υπόδειγμα προς μίμηση για όλους» [1] . Αυτή η φήμη, μας βεβαιώνει, είναι «επάξια κερδισμένη». Το ίδιο όραμα συναρπάζει και τους προφήτες των Νέων Εργατικών. Το Γιατί η Ευρώπη θα διευθύνει τον 21ο αιώνα του Μαρκ Λέοναρντ, του παιδιού-θαύματος της εξωτερικής πολιτικής του κόμματος, διεκδικεί τον τίτλο του μανιφέστου [2] : «Φανταστείτε έναν κόσμο ειρηνικό, έναν κόσμο ευημερίας και δημοκρατίας», ζητεί επιτακτικά απ’ τους αναγνώστες. «Αυτό που σας ζητώ είναι να φανταστείτε τον “Νέο Ευρωπαϊκό Αιώνα”». Πώς θα γίνει πραγματικότητα αυτή η εκστατική προσδοκία; «Η Ευρώπη αντιπροσωπεύει μία σύνθεση της ενέργειας και της ελευθερίας που προέρχονται από το φιλελευθερισμό με τη σταθερότητα και την κοινωνική πρόνοια που προέρχονται από τη σοσιαλδημοκρατία. Καθώς ο κόσμος γίνεται πλουσιότερος και προχωρά πέρα απ’ το να ικανοποιεί τις βασικές του ανάγκες, όπως είναι η πείνα και η υγεία, ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής θα καταστεί ακαταμάχητος». Αλήθεια; Απολύτως: «Καθώς η Ινδία, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική, ακόμη και η Κίνα, αναπτύσσονται οικονομικά και εκφράζονται πολιτικά, το ευρωπαϊκό μοντέλο θα αντιπροσωπεύει έναν ακαταμάχητα ελκυστικό τρόπο ενίσχυσης της ευημερίας τους, προστατεύοντας παράλληλα την ασφάλειά τους. Θα ενωθούν με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στο κτίσιμο του “Νέου Ευρωπαϊκού Αιώνα”».


Για να μην υστερήσει, ο μελλοντολόγος Τζέρεμυ Ρίφκιν (γεννημένος στην Αμερική αλλά επίτιμος Ευρωπαίος, υπό οποιεσδήποτε προδιαγραφές –ήταν πράγματι προσωπικός σύμβουλος του Ρομάνο Πρόντι, όταν αυτός ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) έχει προσφέρει τον δικό του οδηγό για το Ευρωπαϊκό Όνειρο [3] . Μας λέει ότι η ΕΕ, επιζητώντας την «αρμονία, όχι την ηγεμονία, έχει όλα τα σωστά θεμέλια να υποστηρίξει το υψηλό της ηθικό επίπεδο στο ταξίδι προς ένα τρίτο στάδιο της ανθρώπινης συνειδητότητας. Οι Ευρωπαίοι έχουν εκδώσει έναν οραματικό ταξιδιωτικό χάρτη προς μία νέα γη της επαγγελίας, αφοσιωμένη στην επανεξασφάλιση του ζωτικού ενστίκτου και του αδιαιρέτου της Γης». Κατόπιν μίας λυρικής εξερεύνησης αυτής της διαδρομής –χαρακτηριστικοί σταθμοί της οποίας είναι: «Κυβέρνηση χωρίς κέντρο», «Φλερτάροντας με την κοινωνία των πολιτών», «Ένας δεύτερος Διαφωτισμός»– ο Ρίφκιν, προειδοποιώντας μας για τους κινδύνους του κυνισμού, καταλήγει: «Ζούμε σε θυελλώδεις καιρούς. Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου βυθίζεται στο σκοτάδι, αφήνοντας πολλά ανθρώπινα όντα δίχως σαφή προσανατολισμό. Το Ευρωπαϊκό Όνειρο λειτουργεί σαν φάρος σε έναν προβληματικό κόσμο. Μας προσκαλεί σε μία νέα εποχή που θα τους περιλαμβάνει όλους, μία εποχή διαφορετικότητας, ποιότητας ζωής, ώριμου παιχνιδιού, αειφορίας, οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, δικαιωμάτων της φύσης και ειρήνης στη γη».


Αυτά τα παραληρήματα μπορεί να φαίνονται ιδιομορφικώς αγγλοσαξονικά, ωστόσο δεν υπάρχει έλλειψη –πιο πεζών– ισοδυνάμων στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παραδείγματος χάριν, όπως έχει πει ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, η Ευρώπη έχει βρει «υποδειγματικές λύσεις» για δύο πολύ σημαντικά θέματα της εποχής: «τη διακυβέρνηση πέραν του έθνους-κράτους» και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας που «εξυπηρετούν ως πρότυπα» για τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί λοιπόν να μην θριαμβεύσει και σε ένα τρίτο θέμα; «Αν η Ευρώπη έχει λύσει δύο προβλήματα αυτού του μεγέθους, γιατί να μην θέσει και μία περαιτέρω πρόκληση: να υπερασπιστεί και να προωθήσει μια κοσμοπολίτικη τάξη πραγμάτων βάσει του διεθνούς δικαίου» –ή, όπως το διατυπώνει ο συμπατριώτης του κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, «εξευρωπαϊσμός σημαίνει δημιουργία νέας πολιτικής. Σημαίνει την εισχώρηση [της Ευρώπης] ως παίκτη στο μεγάλο μετα-εξουσιαστικό παιχνίδι, στον αγώνα για τη διαμόρφωση των κανόνων μίας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Το σλόγκαν για το μέλλον θα μπορούσε να είναι: “Κάνε στην άκρη, Αμερική – Η Ευρώπη επέστρεψε!”». Στη Γαλλία, ο Μαρσέλ Γκωσέ, θεωρητικός της δημοκρατίας και αρχισυντάκτης της κύριας επιθεώρησης ιδεών της χώρας Le Débat (Ο Διάλογος), εξηγεί –πιο σεμνά– ότι «μπορεί να μας επιτραπεί να νομίζουμε ότι η καινοτόμος συνταγή των Ευρωπαίων πρωτοπόρων προορίζεται εν τέλει να χρησιμεύσει ως πρότυπο για τα έθνη όλου του κόσμου. Αυτό έγκειται στο γενετικό της πρόγραμμα».


Η αυταρέσκεια είναι κάτι οικείο για τους Ευρωπαίους. Ωστόσο οι σύγχρονες τάσεις είναι κάπως διαφορετικές: ένας εμφανώς απεριόριστος ναρκισσισμός, στον οποίο η αντανάκλαση στο νερό μεταμορφώνει το μέλλον του πλανήτη στην εικόνα του φορέα του. Τι εξηγεί το βαθμό αυτής της πολιτικής ματαιοδοξίας; Προφανώς, το τοπίο στην ήπειρο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, και ο ρόλος της στον πλανήτη έχει γίνει μεγαλύτερος. Οι αληθινές αλλαγές μπορεί να οδηγούν σε σουρεαλιστικά όνειρα, αλλά πρέπει να διαβαθμιστούν κατάλληλα, για να διακρίνει κανείς τους συσχετισμούς ή την έλλειψή τους. Προ μίας δεκαετίας, τρεις ήταν οι αστάθμητοι παράγοντες που εμφανίστηκαν: η έλευση της νομισματικής ένωσης, όπως σχεδιάστηκε στο Μάαστριχτ· η επιστροφή της περιφερειακής υπεροχής της Γερμανίας, με την επανένωσή της· και η διεύρυνση της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα καθενός παράγοντα παρέμενε εκ προοιμίου ακαθόριστο. Κατά πόσο έχει αποσαφηνιστεί έκτοτε;


Εκ φύσεως, η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος, υιοθετημένη ταυτόχρονα από 11 εκ των 15 χωρών-μελών της ΕΕ την πρωτοχρονιά του 1999, ήταν ο πιο ακριβής και συστηματικός μετασχηματισμός από τους τρεις. Ήταν ανέκαθεν εύλογο να υποθέτει κανείς πως τα αποτελέσματά του θα ήταν ορατά το συντομότερο δυνατό, καθώς και τα πιο ξεκάθαρα. Ωστόσο αυτό έχει επαληθευτεί μονάχα κατά την πιο περιορισμένη τεχνική έννοια, δηλαδή κατά το ότι ο χειρισμός της αντικατάστασης μιας δωδεκάδας νομισμάτων από ένα (η Ελλάδα προσχώρησε το 2002) έγινε εξαιρετικά ήπια, δίχως ανωμαλίες και αναποδιές: ήταν μια επίδειξη διοικητικής δύναμης. Κατά τα άλλα, αντίθετα στις γενικές προσδοκίες, το καθαρό προϊόν της νομισματικής ένωσης που δημιουργήθηκε στην ευρωζώνη πριν από οκτώ χρόνια παραμένει δίχως αποφασιστική έκβαση. Ο εκπεφρασμένος σκοπός του κοινού νομίσματος ήταν να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να αυξήσει την προβλεψιμότητα των αποδοχών για τις επιχειρήσεις, εξαπολύοντας έτσι υψηλότερες επενδύσεις και ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της παραγωγής.


Αλλά, μέχρι στιγμής, οι αιτίες έχουν αποτύχει να γεννήσουν αποτελέσματα. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι δυναμικές επιπτώσεις της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1986 αποτελούν μία πρωτοβουλία μεγαλύτερης σημασίας από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), και είχε ήδη υπερ-διαφημιστεί ευρέως: η επίσημη Έκθεση Τσεκκίνι εκτιμούσε ότι θα προσέθετε μεταξύ 4,3 και 6,4% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Κοινότητας, όταν στην πραγματικότητα απέφερε οφέλη λίγο παραπάνω από το 1%. Μέχρι τώρα, η αμοιβή από την ΟΝΕ είναι ακόμη πιο απογοητευτική. Αντί να ανεβεί, η ανάπτυξη στην ευρωζώνη αρχικά επιβραδύνθηκε, από έναν μέσο όρο 2,4% στα πέντε χρόνια προ της νομισματικής ένωσης στο 2,1% τα πέντε πρώτα χρόνια μετά από αυτήν. Ακόμη και με τη μέτρια επιτάχυνση των τελευταίων τριών ετών, παραμένει κάτω από το επίπεδο της δεκαετίας του 1980. Το 2000, καταπόδι του κοινού νομίσματος, η σύνοδος κορυφής της Λισαβόνας υποσχέθηκε τη δημιουργία εντός δέκα ετών «της πιο ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας βασισμένης στη γνώση παγκοσμίως». Τελικά, η ΕΕ μέχρι στιγμής έχει σημειώσει πολύ μικρότερο αναπτυξιακό ρυθμό από τις ΗΠΑ και έχει μείνει πολύ πιο πίσω από την Κίνα. Παγιδευμένη μεταξύ της ισχυρής επιστημονικής και τεχνολογικής έλξης των ΗΠΑ, όπου τα δύο πέμπτα όλων των επιστημόνων –κάπου 400.000– κατάγονται πλέον από χώρες της ΕΕ, και του φτηνού εργατικού κόστους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπου ο μέσος μισθός είναι πολύ περισσότερο από είκοσι φορές χαμηλότερος, η Ευρώπη δεν έχει πολλά να επιδείξει για όλα τα μεγάλα λόγια.


Δεν είναι μόνο ότι η επίδοση του μπλοκ του κοινού νομίσματος είναι πολύ χαμηλότερη από της Αμερικής. Ακόμη πιο ενδεικτικά, η ευρωζώνη έχει ξεπεραστεί από εκείνες τις χώρες-μέλη της ΕΕ που αρνήθηκαν να ξεφορτωθούν το εθνικό τους νόμισμα, από τη Σουηδία, τη Βρετανία και τη Δανία, οι οποίες σημειώνουν όλες μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης κατά την ίδια περίοδο. Ρίχνοντας βαρύτερη τη σκιά του πάνω στην κληρονομιά του Μάαστριχτ, το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο υποτίθεται πως θα εξασφάλιζε ότι η δημοσιονομική απειθαρχία στο εθνικό επίπεδο δεν θα υπονόμευε τη νομισματική αυστηρότητα στο υπερεθνικό επίπεδο, έχει παραβιαστεί επανειλημμένα και ατιμωρητί τόσο από τη Γερμανία όσο και από τη Γαλλία, τις δύο κορυφαίες οικονομίες της ευρωζώνης. Εάν είχαν επιβληθεί οι αντιπληθωριστικές επιπτώσεις του, όπως συνέβη στην Πορτογαλία, η οποία βρισκόταν σε μειονεκτικότερη θέση για να αντισταθεί, η συνολική ανάπτυξη θα ήταν ακόμη χαμηλότερη.


Κι όμως, θα ήταν πρόωρο να νομίσουμε ότι έχει επιτευχθεί οποιαδήποτε ομόφωνη ετυμηγορία επί της νομισματικής ένωσης. Οι υπέρμαχοι της ΟΝΕ υποδεικνύουν την Ιρλανδία και την Ισπανία ως επιτυχημένα παραδείγματα περιπτώσεων μέσα στην ευρωζώνη, και προσβλέπουν στη γενική οικονομική απόδοση του περασμένου έτους, με οδηγό τη Γερμανία, σαν ένα σημάδι ότι η νομισματική ένωση μπορεί εν τέλει να σταθεί στα πόδια της. Πάνω απ’ όλα, μπορούν να καυχώνται για την ίδια τη δύναμη του ευρώ. Δεν είναι μόνο ότι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην ευρωζώνη είναι χαμηλότερα από των ΗΠΑ. Περισσότερο εντυπωσιακό είναι ότι το ευρώ έχει πάρει τη θέση του δολαρίου ως το ισχυρότερο παγκόσμιο νόμισμα στη διεθνή αγορά χρεογράφων. Ένα από τα αποτελέσματα είναι η εκκίνηση ενός κύματος διασυνοριακών συγχωνεύσεων και αγορών στην ίδια την ευρω-χώρα, απόδειξη του είδους της εμβάθυνσης του κεφαλαίου που είχαν οραματιστεί οι αρχιτέκτονες της νομισματικής ένωσης. Με δεδομένο το ευμετάβλητο της σχετικής περιφερειακής ή εθνικής κατάταξης στην παγκόσμια οικονομία –η μεταστροφή της τύχης της Ιαπωνίας από τη δεκαετία του 1980 είναι μόνο το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα– δεν θα μπορούσε άραγε η ευρωζώνη, μετά από περίπου επτά δίσεκτα χρόνια, να σταθεί ισάξια απέναντι στον βιβλικό της αντίπαλο;


Εδώ, είναι ολοφάνερο ότι πολλά εξαρτώνται από το βαθμό της ευρωπαϊκής διασύνδεσης με –ή την απομόνωση από– την αμερικανική οικονομία, η οποία κυριαρχεί στην παγκόσμια ζήτηση. Η μετριότητα της απόδοσης της ευρωζώνης από το 1999, αποδοτέα στα μάτια των οικονομικών φιλελευθέρων σε κρατικιστική αβελτηρία και στην ακαμψία της αγοράς εργασίας, που έχει κάνει καιρό να τις ξεπεράσει αλλά που πλέον υποχωρούν, έχει εκτυλιχθεί σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων εικασιών –οδηγημένων κυρίως από την αμερικανική κατανάλωση, η οποία έχει υπάρξει πολύ ευνοϊκή τα τελευταία πέντε χρόνια– ότι ο παγκόσμιος μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης κυμαίνεται πάνω απ’ το 4,5%, ένα ποσοστό που έχει να εμφανιστεί από τη δεκαετία του 1960. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της έκρηξης έχει προέλθει από την εκτόξευση των τιμών των κατοικιών. Αυτό ισχύει προπάντων για τις ΗΠΑ, αλλά και για μεγάλο μέρος του διεθνούς Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ) – σε μικρότερο βαθμό και για οικονομίες που κάποτε ήταν περιφερειακές, όπως της Ισπανίας και της Ιρλανδίας, όπου οι κατασκευές ήταν ο άξονας της πρόσφατης ανάπτυξης. Απ’ την άλλη μεριά, στις κύριες οικονομίες της ευρωζώνης, όπου οι υποθήκες δεν είναι τόσο σημαντικές για τις χρηματοοικονομικές αγορές, τέτοιου είδους επιπτώσεις είναι πιο ήπιες. Όμως, όπως δείχνει σήμερα η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στην κατάρρευση των αγορών δευτερογενών ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, τα όρια των «επανασυσκευασμένων» πιστώσεων είναι πλέον τόσο διάχυτα και συγκεχυμένα μεταξύ των χρηματοοικονομικών αγορών, που είναι πολύ δύσκολο η ευρωζώνη να προστατευτεί από μίαν υπερατλαντική ύφεση.


Ο ρόλος της Γερμανίας στη νέα Ευρώπη παραμένει αμφιλεγόμενος. Η απορρόφηση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ) έχει επαναφέρει τη χώρα στην κατάταξη που κατείχε στις αρχές του 20ού αιώνα ως η στρατηγικά κεντρική χώρα της ηπείρου, το πολυπληθέστερο έθνος και η μεγαλύτερη οικονομία. Αλλά οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της επανένωσης δεν έχουν εκτυλιχθεί ακόμη. Σε διεθνές επίπεδο, η δημοκρατία του Βερολίνου έχει αναμφίβολα γίνει πιο δυναμική, παραμερίζοντας ένα φάσμα μεταπολεμικών αναστολών της. Την τελευταία δεκαετία η Luftwaffe [η πολεμική αεροπορία της Γερμανίας], έχει επιστρέψει στα Βαλκάνια, οι Einsatztruppen [οι δυνάμεις του γερμανικού στρατού ξηράς] μάχονται στη Δυτική Ασία, το Deutsche Marine [το γερμανικό πολεμικό ναυτικό] περιπολεί την Ανατολική Μεσόγειο. Όμως τα εγχειρήματα αυτά αποτελούν υπεργολαβίες σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ ή του ΟΗΕ με επικεφαλής τις ΗΠΑ, όχι ανεξάρτητες πρωτοβουλίες. Οι διπλωματικές τοποθετήσεις είναι πιο σημαντικές από τις πολεμικές. Υπό τον Σρέντερ, αναπτύχθηκαν στενοί δεσμοί με τη Ρωσία, σε μιαν «Αντάντ» [Εγκάρδια Συνεννόηση] που αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξωτερικής του πολιτικής. Αλλά δεν επρόκειτο για ένα δεύτερο Σύμφωνο του Ραπάλλο, εις βάρος των δυτικών γειτόνων. Υπό τον Σιράκ και τον Μπερλουσκόνι, η Γαλλία και η Ιταλία φλέρταραν σχεδόν εξίσου με τον Πούτιν, ωστόσο με λιγότερα οικονομικά ατού. Εντός της ίδιας της Ευρώπης, η κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση στο Βερολίνο, παρ’ όλη την πολυδιαφημισμένη έλλειψη κόμπλεξ αυτής της γενιάς, δεν τάραξε ποτέ τα νερά με παρόμοιο τρόπο σαν αυτόν της προκατόχου κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών στη Βόννη. Πράγματι, από το 1991 δεν έχει υπάρξει ενέργεια που να συγκρίνεται με τη μονομερή αναγνώριση της Σλοβενίας από τον Κολ, που επέσπευσε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η Μέρκελ έχει κινηθεί επιτυχώς για να παρακάμψει τη θέληση των Γάλλων και Ολλανδών ψηφοφόρων, αλλά δεν ήταν σε θέση να το επιτύχει μόνη της: για αυτό χρειάστηκαν οι κυβερνήσεις στο Παρίσι και τη Χάγη. Προς το παρόν, η προοπτική για οποιαδήποτε ανεπίσημη ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη, με την κλασική έννοια, φαίνεται μακρινή.


Μέρος των λόγων για το σχετικά χαμηλό προφίλ της νέας Γερμανίας είναι το κόστος της επανένωσης αυτό καθεαυτό, για το οποίο ο συνολικός «λογαριασμός» μέχρι στιγμής έχει φτάσει σε περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, φορτώνοντας τη χώρα για χρόνια με αποτελμάτωση, υψηλή ανεργία και ογκούμενο δημόσιο χρέος. Η Γαλλία, παρόλο που η ίδια δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορος «δρομέας», έχει ξεπεράσει με συνέπεια τη Γερμανία, καταχωρώντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης για μία ολόκληρη δεκαετία, από το 1994 μέχρι το 2004, με περισσότερη από διπλάσια αύξηση του ΑΕΠ τα πέντε πρώτα χρόνια του νέου αιώνα. Το 2006 σημειώθηκε επιτέλους ουσιώδης ανάκαμψη στη Γερμανία, και οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Φαίνεται πως ο σημαντικότερος παγκόσμιος εξαγωγέας επί της παρούσης, η Γερμανία, ίσως μέλλει να ασκήσει για μίαν ακόμη φορά κάτι που μοιάζει με την οικονομική υπεροχή που απολάμβανε στην Ευρώπη στις μέρες του Σμιτ και στα πρώτα χρόνια του Κολ. Τότε, ήταν η σφιχτή χρηματιστική πολιτική της Bundesbank [της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας] αυτή που κρατούσε απ’ το λαιμό τους γείτονές της. Με το ευρώ, αυτού του είδους η πίεση έχει εξαφανιστεί. Αυτό που απειλεί να την αντικαταστήσει είναι η αξιοσημείωτη συμπίεση των μισθών στην οποία έχει βασιστεί η γερμανική ανάκαμψη. Μεταξύ του 1998 και του 2006, το κόστος εργασίας ανά μονάδα στην πραγματικότητα έπεσε στη Γερμανία –ένας ηρωικός άθλος: οι καθαροί μισθοί έπεφταν επί επτά συναπτά έτη– ενώ σημείωσαν αύξηση της τάξεως του 15% σε Γαλλία και Βρετανία, και μεταξύ 25 και 35% σε Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Με την υποτίμηση πλέον εξοβελισμένη, οι μεσογειακές χώρες βιώνουν μία δραστική απώλεια ανταγωνιστικότητας η οποία προοιωνίζεται δεινά για τη νότια ζώνη της ΕΕ. Σκληρότερες μορφές γερμανικής ισχύος μπορεί να κρύβονται για το μέλλον, δρώντας μέσα από την αγορά μάλλον παρά απορρέοντας από την ανώτατη [στρατιωτική] διοίκηση ή την κεντρική τράπεζα. Είναι πολύ νωρίς για να ξεγράψουμε μία περιφερειακή Grossmacht [Μεγάλη Δύναμη].


Η Γερμανία είναι πλέον επανενωμένη εδώ και 16 χρόνια. Ένα κοινό νόμισμα κυκλοφορεί εδώ και οκτώ χρόνια. Η διεύρυνση της ΕΕ είναι μόνο λίγο παραπάνω από τριών ετών: θα ήταν παράξενο αν τα αποτελέσματά της ήταν ήδη σαφέστερα. Πρακτικά, η επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς τέθηκε σε κίνηση το 1993 και ολοκληρώθηκε –για την ώρα– μόλις φέτος, με την εισδοχή της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Σε ένα επίπεδο, είναι ξεκάθαρο το γιατί θα έπρεπε ίσως αυτή να αποτελεί την κύρια πηγή ικανοποίησης για τη σημερινή χορωδία της ευρωπαϊκής αυτο-επιδοκιμασίας. Όλα τα εννιά πρώην «αιχμάλωτα έθνη» του σοβιετικού μπλοκ έχουν ενταχθεί στην Ένωση δίχως ούτε ένα απρόοπτο. Μονάχα οι χώρες ενός κάποτε ανεξάρτητου κομμουνισμού, στον καιρό του Τίτο και του Χότζα, περιμένουν να ακολουθήσουν, και ακόμη και εκεί η αρχή έχει γίνει με τη Σλοβενία. Ο καπιταλισμός έχει αποκατασταθεί ομαλά και γρήγορα, χωρίς ενοχλητικές καθυστερήσεις ή φθορές. Πράγματι, όπως παρατήρησε και ο γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Θέματα Διεύρυνσης, «στις μέρες μας το επίπεδο της ιδιωτικοποίησης και της φιλελευθεροποίησης της αγοράς είναι συχνά υψηλότερο στα νέα κράτη-μέλη παρά στα παλιά». Σε αυτήν την πρόσφατα απελευθερωμένη ζώνη, έχουν σημειωθεί αρκετά υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης απ’ ό,τι στις μεγαλύτερες οικονομίες της Δύσης.


Το ίδιο εντυπωσιακή υπήρξε και η εμφύτευση, ουσιαστικά χωρίς τριβές, πολιτικών συστημάτων που ταιριάζουν στα φιλελεύθερα πρότυπα –αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες πλήρεις με πολιτικά δικαιώματα, εκλεγμένα κοινοβούλια, διάκριση εξουσιών, εναλλαγή κυβερνήσεων. Υπό το καλοπροαίρετο αλλά και άγρυπνο βλέμμα της Επιτροπής, που επιβλέπει την καταλληλότητα της ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των κριτηρίων που τέθηκαν στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης το 1993, η Ανατολική Ευρώπη έχει οδηγηθεί στο ποίμνιο της κοινότητας των ελεύθερων εθνών. Δεν υπήρξε υπαναχώρηση. Οι ελίτ της περιοχής ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις πάρα πολύ ανυπόμονες να ανταποδώσουν την υποχρέωση. Για τους πληθυσμούς τους, οι συνταγματικές λεπτολογίες ήταν λιγότερο σημαντικές από το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, αφ’ ης στιγμής αποτινάχθηκε ο όψιμος κομμουνιστικός ζυγός, μολονότι λίγοι πολίτες –αν όχι κανείς– έμειναν αδιάφοροι για τις πιο ταπεινές ελευθερίες του λόγου, της απασχόλησης ή της μετακίνησης. Όταν ήρθε η ώρα της ένταξης, υπήρχε συναίνεση αλλά λίγος ενθουσιασμός. Μονάχα σε δύο απ’ τις δέκα χώρες –στη Λιθουανία και τη Σλοβενία– η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος προσήλθε στις κάλπες για να ψηφίσει υπέρ της, σε δημοψηφίσματα τα οποία αλλού το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αγνόησε, δίχως αμφιβολία εν μέρει επειδή τη θεώρησε ως τετελεσμένο από τους ηγέτες του γεγονός.


Κι όμως, όσο τεχνοκρατικοί ή ιεραρχικοί κι αν ήταν οι μηχανισμοί της διεύρυνσης, η επίσημη ένωση των δύο μισών της Ευρώπης αποτελεί ιστορικό επίτευγμα πρώτης τάξης. Αυτό δεν ισχύει μόνο επειδή έχει αποκαταστήσει τις χώρες της Ανατολής σε μια παμπάλαιη κοινή πατρίδα, από την οποία τις είχε βίαια αποσπάσει μονάχα μια κακόβουλη μοίρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –η ολοκληρωτική λαβή της Ρωσίας– όπως έχουν υποστηρίξει οι ιδεολόγοι της Κεντρικής Ευρώπης, ο Κούντερα και άλλοι. Η διαίρεση της ηπείρου έχει βαθύτερες ρίζες, και πηγαίνει πολύ μακρύτερα από τη Συμφωνία της Γιάλτας. Σε ένα βιβλίο που γνώρισε ευρεία αποδοχή, ο Αμερικανός ιστορικός Λάρυ Γουλφ χρέωσε τους περιηγητές και διανοητές του Διαφωτισμού με την «επινόηση της Ανατολικής Ευρώπης» ως έναν υπερφίαλο μύθο του 18ου αιώνα [4] . Η πραγματικότητα είναι ότι από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έπειτα, οι χώρες που καλύπτονται τώρα από τα νέα κράτη-μέλη της Ένωσης ήταν σχεδόν πάντα φτωχότερες, λιγότερο εγγράμματες και λιγότερο αστικοποιημένες από τις περισσότερες αντίστοιχές τους στη Δύση – λείες νομαδικών επιδρομών από την Ασία, υποκείμενες σε μια δεύτερη σκλαβιά που δεν λυπήθηκε ούτε τα γερμανικά εδάφη πέραν του Έλβα αλλά ούτε και τη σχετικά προηγμένη Βοημία, προσαρτημένες από Αψβούργους, Ρομανόφ, Χοεντσόλερν ή Οθωμανούς κατακτητές. Η μοίρα τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα επακόλουθά του δεν αποτέλεσε μία δυστυχή εξαίρεση στην ιστορία τους, αλλά –μιλώντας καταστροφικά– σημείο αναφοράς για την πορεία της.


Είναι αυτό το χιλιόχρονο ιστορικό, των επανειλημμένων ταπεινώσεων και της καταπίεσης, που η είσοδος στην Ένωση προσφέρει επιτέλους τη δυνατότητα να αφήσουν πίσω. Ποιος θα μπορούσε, αν είχε οποιαδήποτε αίσθηση της ιστορίας της ηπείρου, να μην συγκινηθεί από την προοπτική της ακύρωσης της ανισότητας των πεπρωμένων των εθνών της; Το αρχικό σχέδιο για επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολή, ένα προϊόν συνδυασμού της γερμανικής στρατηγικής υπό τον Κολ και των ενδιαφερόμενων τοπικών ελίτ, υποστηριζόμενο από την ανάμειξη Αγγλο-αμερικανών δημοσιολόγων, προϋπέθετε τη γρήγορη προσάρτηση Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχίας στην Ένωση, ως τις πιο συγγενείς χώρες της περιοχής, με το ιστορικό της πιο αφοσιωμένης αντίστασης στον κομμουνισμό και τις πιο δυτικοποιημένες πολιτικές τάξεις, αφήνοντας τις λιγότερο ευνοημένες κοινωνίες να περιμένουν στο βάθος στο ακουστικό τους. Ευτυχώς, αυτή η απεχθής αναδιαίρεση της Ανατολής αποφεύχθηκε. Τα εύσημα για αυτήν την αποτροπή πρέπει να αποδοθούν πρωταρχικά στη Γαλλία, η οποία εξαρχής υιοθέτησε μια προσέγγιση τύπου «ρεγκάτας» [αθλητικού αγώνα], επιμένοντας στη συμπερίληψη της Ρουμανίας, κάτι που κατέστησε δύσκολο τον αποκλεισμό της Βουλγαρίας· στη Σουηδία, που προασπίστηκε την Εσθονία, με το ίδιο αποτέλεσμα για τη Λετονία και τη Λιθουανία· και στην Επιτροπή υπό τον Πρόντι, που εν τέλει έκανε αγώνα υπέρ της περιεκτικής και όχι της εκλεκτικής διεύρυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν ένας πολύ πιο γενναιόδωρος διακανονισμός από αυτόν που είχαν οραματιστεί αρχικά.


Και όσο για το οικονομικό προϊόν της διεύρυνσης της ίδιας της Ένωσης; Χάρη στη σεμνότητα των περιφερειακών κονδυλίων που προορίζονταν για την Ανατολή, το οικονομικό κόστος της διεύρυνσης ήταν σημαντικά λιγότερο απ’ όσο υπολογιζόταν κάποτε, και το εμπορικό ισοζύγιο έχει ευνοήσει τις πιο ισχυρές οικονομίες της Δύσης. Πρόκειται, ωστόσο, για μικρή μεταβολή. Οι αληθινές απολαβές –ή ο αληθινός λογαριασμός, ανάλογα με το ποιος τον βλέπει– βρίσκονται αλλού. Το κεντρικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο έχει πλέον στη διάθεσή του ένα μεγάλο σύνολο από φτηνά εργατικά χέρια, βολικά εγκατεστημένα στο κατώφλι του, που όχι μόνο μειώνουν δραματικά το κόστος παραγωγής στα εργοστάσια της Ανατολής, αλλά και είναι ικανά να ασκούν πίεση στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας στη Δύση. Η αρχέτυπη περίπτωση είναι αυτή της Σλοβακίας, όπου οι μισθοί στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι το ένα όγδοο αυτών στη Γερμανία, και σύντομα πρόκειται να παραχθούν –με πρωταγωνιστές τη Volkswagen και την Peugeot– περισσότερα αυτοκίνητα κατά κεφαλήν από οποιανδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Είναι ο φόβος τέτοιων μετατοπίσεων, με το κλείσιμο των εργοστασίων στις έδρες τους, που έχει τρομοκρατήσει τόσο ένα μεγάλο αριθμό από Γερμανούς εργάτες, ώστε να δέχονται περισσότερες ώρες εργασίας και μικρότερες αμοιβές. Αυτές οι πιέσεις του «αγώνα προς τον πάτο» δεν περιορίζονται στους μισθούς. Τα πρώην κομμουνιστικά κράτη είναι πρωτοπόρα στο πάγωμα των φόρων για την προσέλκυση επενδύσεων, και συναγωνίζονται πλέον για τα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια: η Εσθονία ξεκίνησε με 26%, η Σλοβακία προσφέρει 19%, η Ρουμανία διαφημίζει το 16%, ενώ η Πολωνία, επί του παρόντος, θέτει επί τάπητος την «υπερπροσφορά» του 15%.


Ο διαγραφόμενος ρόλος της νέας Ανατολής στην ΕΕ, με άλλα λόγια, υπόσχεται να είναι παρόμοιος με εκείνον που παίζει ο νέος Νότος στην αμερικανική οικονομία από τη δεκαετία του 1970: μια ζώνη από δημοσιονομικά καθεστώτα φιλικά προς τις επιχειρήσεις, αδύναμα ή ανύπαρκτα εργατικά κινήματα, χαμηλοί μισθοί και –ως εκ τούτου– υψηλό επίπεδο επενδύσεων, που σημειώνει γρηγορότερη άνοδο απ’ ό,τι στις παλιότερες, κεντρικές περιοχές του κεφαλαίου ηπειρωτικού εύρους. Επίσης, όπως ο Νότος των ΗΠΑ, η περιοχή αυτή φαίνεται πιθανό να υπολείπεται κάπως σε πρότυπα πολιτικής αξιοπρέπειας που θεωρούνται αναμενόμενα για την υπόλοιπη Ένωση. Ήδη, από τη στιγμή που έχουν ασφαλώς ενταχθεί στην ΕΕ και δε χρειάζεται πια να επιδεικνύουν άριστη διαγωγή, οι ελίτ της περιοχής δείχνουν σημάδια αποτίναξης των δεσμών. Στην Πολωνία, τα άρχοντα δίδυμα [Κατζίνσκι] αψηφούν κάθε πρότυπο ιδεολογικής ορθότητας με τον τρόπο που κατανοείται στο Στρασβούργο ή στις Βρυξέλλες. Στην Ουγγαρία, οι αστυνομικές αρχές βρίσκονται σε επιφυλακή γύρω από έναν ηγέτη προκλητικό κατά την πομπώδη εκτόξευση ψευδών στους ψηφοφόρους. Στη Δημοκρατία της Τσεχίας, ολόκληροι μήνες περνούν χωρίς να είναι ικανό το κοινοβούλιο να σχηματίσει κυβέρνηση. Στη Ρουμανία, ο πρόεδρος προσβάλλει τον πρωθυπουργό από το τηλέφωνο σε τηλεοπτική συζήτηση. Ωστόσο, όπως στο Κεντάκυ ή την Αλαμπάμα, τέτοιες επαρχιώτικες ιδιοτροπίες περισσότερο προσθέτουν μία πινελιά φολκλόρ στη μονοτονία της μητροπολιτικής ζωής, παρά τη διαταράσσουν.


Όλες οι αναλογίες έχουν και τα όρια τους. Ο διακριτός ρόλος του νέου Νότου στην πολιτική οικονομία των ΗΠΑ έχει εξαρτηθεί εν μέρει από τη μετανάστευση που προσελκύεται από το κλίμα της περιοχής, η οποία του έχει προσδώσει ρυθμό δημογραφικής ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερο από τον εθνικό μέσο όρο. Αυτό που είναι πιο πιθανό να συμβεί στην Ανατολική Ευρώπη είναι η αποδημία, όπως υποδεικνύουν τα πρόσφατα κύματα Πολωνών που έφτασαν στη Βρετανία, καθώς και παρόμοιοι αριθμοί από τις βαλτικές και άλλες χώρες που έφτασαν στην Ιρλανδία και τη Σουηδία. Ωστόσο, η μετακίνηση του εργατικού δυναμικού προς κάθε κατεύθυνση είναι –και, για προφανείς γλωσσικούς και πολιτιστικούς λόγους, θα παραμείνει– πολύ λιγότερη στην ΕΕ απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Τα τοπικά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας που έχουν κληρονομηθεί από το κομμουνιστικό παρελθόν, και που δεν έχουν μέχρι στιγμής αποσυντεθεί σε μεγάλο βαθμό, αποτελούν επίσης πιθανούς περιορισμούς για μιαν αντίστοιχη πορεία με αυτήν του αμερικανικού Νότου. Η Ανατολή επίσης, με λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ, δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση το αντίστοιχο βάρος που έχει ο Νότος στις ΗΠΑ, για να μην αναφερθεί κανείς στην πολιτική επιρροή της περιοχής σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Προς στιγμήν, το αποτέλεσμα της διεύρυνσης είναι αυτό που κατά βάση ήλπιζαν ότι θα είναι το Υπουργείο Εξωτερικών και τα λόμπι των εργοδοτών στις Βρυξέλλες: η διόγκωση της ΕΕ σε μίαν αχανή ζώνη ελεύθερου εμπορίου, με την προσθήκη μίας νέας περιφέρειας φτηνών εργατικών χεριών.


Η ένταξη της Ανατολής στην Ένωση είναι το σημαντικότερο επίτευγμα που έχουν νόμιμα να επιδείξουν οι θαυμαστές της νέας Ευρώπης. Φυσικά, όπως και με το τυπικό εγκώμιο για το συνολικό ιστορικό της ΕΕ, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της ιδεολογίας και της πραγματικότητας για τους ισχυρισμούς που γίνονται περί αυτού. Η Κοινότητα που μετατράπηκε σε Ένωση δεν ήταν ποτέ υπεύθυνη για τα «πενήντα χρόνια ειρήνης» που με ευλάβεια προς τις Βρυξέλλες αποδίδονται σε αυτήν, ενώ, στην πραγματικότητα, υπό κάθε αυστηρή έννοια τα εύσημα ανήκουν στην Ουάσινγκτον. Όταν πραγματικοί πόλεμοι απειλούσαν τη Γιουγκοσλαβία, μακράν του να αποτρέψει το ξέσπασμά τους, η Ένωση, αν μη τι άλλο, βοήθησε στην πυροδότησή τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι υπέρ της ΕΕ δημοσιολόγοι συχνά υπαινίσσονται ότι χωρίς τη διεύρυνση η Ανατολική Ευρώπη δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο ασφαλές λιμάνι της δημοκρατίας, βουλιάζοντας σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού ή βαρβαρότητας. Υπάρχει περισσότερη ουσία σε αυτό το επιχείρημα, από τη στιγμή κατά την οποία η ΕΕ έχει επιβλέψει τη σταθεροποίηση των πολιτικών συστημάτων της περιοχής. Ωστόσο και αυτός ο ισχυρισμός μεγαλοποιεί τους κινδύνους για χάρη της ματαιοδοξίας. Η ΕΕ δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στην ανατροπή των καθεστώτων που εγκατέστησε ο Στάλιν, και υπάρχουν λίγα σημάδια για το ότι οποιαδήποτε από τις χώρες στις οποίες αυτά έπεσαν διέτρεξε τον κίνδυνο νέων δικτατοριών, αν δεν υπήρχε η λυτρωτική παρέμβαση της Επιτροπής. Η διεύρυνση έχει αποτελέσει μίαν επαρκή ιστορική σφυρηλάτηση, και μέχρι στιγμής οικονομική επιτυχία, ώστε να μην έχει ανάγκη και τους ισχυρισμούς ότι έχει και το ρόλο, αντίθετα απ’ την πραγματικότητα, της πολιτικής λύτρωσης. Αυτή η παραπλανητική διαφήμιση περισσότερο ευτελίζει παρά εξυψώνει τα όσα έχουν επιτευχθεί.


Παραμένει η μεγαλύτερη ερώτηση από όλες: ποια ήταν η επίπτωση της διεύρυνσης προς την Ανατολή στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ; Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται. Διότι, αν η διεύρυνση ήταν το κύριο επίτευγμα της πρόσφατης περιόδου, το σύνταγμα το οποίο υποτίθεται ότι θα ανανέωνε την Ένωση αποτέλεσε την πιο σημαντική αποτυχία, και το θέμα της ενδεχόμενης αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο παραμένει ασαφές. Το Συνέδριο για το Μέλλον της Ευρώπης που διεξάχθηκε στις αρχές του 2002 και στα μέσα του 2003 εξέδωσε ένα προσχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, με το οποίο συμφώνησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το καλοκαίρι του 2004. Απεσταλμένοι από τις υποψήφιες χώρες περιλήφθηκαν ονομαστικά στο Συνέδριο, αλλά η παρουσία τους δεν είχε καμία σημασία, αφού το ίδιο το συνέδριο ήταν μόλις κάτι περισσότερο από μία βιτρίνα των εργασιών των δύο αληθινών συγγραφέων του προσχεδίου, του προέδρου του Συνεδρίου Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και του βοηθού του υπηρέτη γενικών καθηκόντων Βρετανού Τζων Κερ. Ο μελλοντικός καταστατικός χάρτης της Ευρώπης γράφτηκε για το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της Δύσης, για τις κυβερνήσεις των υπαρχόντων 15 κρατών μελών που έπρεπε να το εγκρίνουν, υποβιβάζοντας τις χώρες τις Ανατολής σε απλούς παρατηρητές. Στην ουσία, η λογική της καταστατικής βούλησης αντιστράφηκε: αντί να γίνει η διεύρυνση μία κοινή βάση για ένα νέο πλαίσιο, το πλαίσιο στήθηκε πριν από τη διεύρυνση.


Η επακόλουθη αποτυχία ήρθε σαν απότομη βροντή για τις ελίτ της Δύσης. Το Σύνταγμα –το οποίο ήταν μεγαλύτερο από 500 σελίδες, αποτελούμενο από 446 άρθρα και 36 συμπληρωματικά πρωτόκολλα, μία γραφειοκρατική ελεφαντίαση χωρίς προηγούμενο– αύξανε τη δύναμη των τεσσάρων μεγαλύτερων κρατών της ΕΕ, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας· ξεπερνούσε το διακυβερνητικό σύμπλεγμα, στο οποίο θα είχαν μεγαλύτερη επιρροή, με μία πενταετή προεδρία, μη εκλεγμένη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – ας αφήσουμε στην άκρη τους πολίτες της ΕΕ· και ενέγραφε τις επιταγές μίας «άκρως ανταγωνιστικής» αγοράς, «απαλλαγμένης από στρεβλώσεις», ως θεμελιώδους αρχής του πολιτικού δικαίου, πέραν της εμβέλειας της λαϊκής επιλογής. Οι ιδρυτές της Αμερικανικής Δημοκρατίας θα έτριβαν τα μάτια τους μην πιστεύοντας ότι αντικρίζουν ένα τόσο δυσκίνητο και ξεχαρβαλωμένο κατασκεύασμα. Αλλά ήταν τόσο συντριπτική η γενική συναίνεση των ΜΜΕ της ηπείρου και της πολιτικής τάξης πίσω απ’ αυτά, που λίγοι αμφέβαλλαν ότι θα τεθεί σε ισχύ. Ωστόσο, προς τεράστια έκπληξη των κυβερνητών τους, οι ψηφοφόροι το ξεπάστρεψαν στα γρήγορα. Στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση ήταν αρκετά απερίσκεπτη, ώστε να μοιράσει αντίγραφα του εγγράφου σε κάθε ψηφοφόρο (ο Ζισκάρ παραπονέθηκε για αυτήν την κουταμάρα με χειρόγραφά του), λίγα απέμειναν από αυτό στο τέλος της εκστρατείας για το δημοψήφισμα, κατά την οποία μία εμπνευσμένη λαϊκή αντιπολίτευση –χωρίς την υποστήριξη κανενός απ’ τα σημαντικότερα κόμματα, εφημερίδες ή περιοδικά (ας αφήσουμε στην άκρη το ραδιόφωνο ή τα τηλεοπτικά προγράμματα)– έτρεψε σε φυγή ένα κατεστημένο που είχε ενωθεί για να το προσυπογράψει. Σπάνια, ακόμη και στην πρόσφατη γαλλική ιστορία, έχει ανατραπεί τόσο θεαματικά ένα τόσο μοναδικό σκεπτικό.


Στις τελευταίες μέρες της καμπάνιας, καθώς οι δημοσκοπήσεις έδειχναν αυξημένη την απόρριψη του Συντάγματος μεταξύ των ψηφοφόρων, πανικός κατέλαβε τα γαλλικά ΜΜΕ. Όμως κανείς ντόπιος υστερικός δεν ξεπέρασε εκείνους της Γερμανίας. «Η Ευρώπη απαιτεί θάρρος», ορμήνευαν ο Γκύντερ Γκρας, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και μια στρατιά ομοϊδεατών Γερμανών διανοουμένων, σε μιαν ανοικτή επιστολή απευθυνόμενη στην εφημερίδα Le Monde. Προειδοποιώντας τους γείτονές τους ότι «η Γαλλία [...] θα απομονωνόταν μοιραία, εάν τελικά ψήφιζε “Όχι”», συνέχιζαν: «Οι συνέπειες μίας απόρριψης θα ήταν καταστροφικές», όντως «μία πρόσκληση σε αυτοκτονία», διότι «χωρίς θάρρος δεν υπάρχει επιβίωση». Σε νέα και παλιά κράτη-μέλη «το Σύνταγμα εκπληρώνει ένα όνειρο αιώνων», και το να ψηφίσει κανείς υπέρ του δεν είναι μόνο χρέος προς τους ζώντες, αλλά και προς τους νεκρούς: «το χρωστάμε στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων θυμάτων των παρανοϊκών πολέμων και των εγκληματικών δικτατοριών μας». Και αυτό από μία χώρα όπου δεν αναλήφθηκε ο κίνδυνος καμίας δημοκρατικής προσφυγής στο εκλογικό σώμα, και όπου η προκατασκευασμένη επικύρωση του Συντάγματος είχε προετοιμαστεί παρασκηνιακά στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat), με σκοπό να εντυπωσιάσει τους Γάλλους ψηφοφόρους λίγες μέρες πριν από το δικό τους δημοψήφισμά, με τον Ζισκάρ ως επίτιμο προσκεκλημένο στο βήμα. Όσο για τη γαλλική απομόνωση, τρεις μέρες αργότερα οι Ολλανδοί –οι οποίοι είχαν προειδοποιηθεί ακόμη πιο ωμά ότι την Ευρώπη περίμενε ένα Άουσβιτς, αν δεν κατάφερναν να ψηφίσουν ναι– ξεφορτώθηκαν το Σύνταγμα με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία.


Η τέτοια λαϊκή αποδοκιμασία του καταστατικού χάρτη για μια νέα Ευρώπη, όχι επειδή ήταν τόσο φεντεραλιστικός, αλλά επειδή φαίνεται πως ήταν κάτι ελάχιστα περισσότερο από ένα αδιαπέραστο σχήμα αναδιανομής της ολιγαρχικής ισχύος, ενσωματώνοντας ό,τι πιο αναξιόπιστο μέσα στο αλαζονικό και θολό σύστημα που φαίνεται ότι έχει γίνει η ΕΕ, στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα αναπάντεχο πλήγμα. Κατ’ ουσία, κάθε φορά –δεν έχουν υπάρξει πολλές– που έχει επιτραπεί στους ψηφοφόρους να εκφέρουν γνώμη για την κατεύθυνση που παίρνει η ΕΕ, την έχουν απορρίψει. Οι Νορβηγοί απέρριψαν την ΕΟΚ ολοσχερώς· οι Δανοί αποποιήθηκαν το Μάαστριχτ· οι Ιρλανδοί, το Σύμφωνο της Νίκαιας· οι Σουηδοί, το ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική τάξη τους έστελνε πάραυτα πίσω στις κάλπες για να διορθώσουν το λάθος τους ή περίμενε τη σωστή στιγμή για να αντιστρέψει την ετυμηγορία. Λειτουργικό αξίωμα για την ΕΕ έχει γίνει η ρήση του Μπρεχτ: «σε περίπτωση δυσαρμονίας, η κυβέρνηση πρέπει να διαλύσει το λαό και να εκλέξει καινούριο».


Κατά τρόπο προβλέψιμο, ενόψει των εορτασμών για την πεντηκοστή επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης, που γέννησε την ΕΟΚ, οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών σύντομα άρχισαν να συζητούν πώς θα αποτάξουν τη λαϊκή βούληση για άλλη μία φορά και θα επιβάλουν ξανά το Σύνταγμα, με διακοσμητικές τροποποιήσεις, αλλά χωρίς να το εκθέσουν αυτήν τη φορά στους κινδύνους μιας δημοκρατικής απόφασης. Στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών αυτόν τον Ιούνιο συμφωνήθηκε η απαιτούμενη ρύθμιση – αποκαλούμενη πλέον απλώς συνθήκη. Για να επιτραπεί η αποκήρυξη ενός δημοψηφίσματος, η Βρετανία απαλλάχθηκε από τον Καταστατικό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τον οποίο προσυπέγραψαν όλα τα άλλα κράτη-μέλη. Για να καλοπιαστεί η γαλλική κοινή γνώμη, οι αναφορές στον αποδεσμευμένο ανταγωνισμό καταχωνιάστηκαν σε ένα πρωτόκολλο, αντί να εμφανίζονται στο κυρίως έγγραφο. Για να εφησυχάσει η συνείδηση των Ολλανδών, «η προώθηση των ευρωπαϊκών αξιών» έγινε κριτήριο για την ιδιότητα του μέλους. Για να γλιτώσουν την ντροπή οι ηγέτες της Πολωνίας, ο υποβιβασμός της χώρας τους σε δεύτερης κλάσης στο Συμβούλιο μετατέθηκε κατά μία δεκαετία, αφήνοντας τους διαδόχους τους να έρθουν σε συμβιβασμό με αυτόν.


Η κύρια καινοτομία αυτής της μάζωξης για την ανάσταση αυτού που είχαν θάψει οι Γάλλοι και Ολλανδοί ψηφοφόροι ήταν η αποφασιστικότητα της Γερμανίας να εξασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της στην εκλογική δομή του Συμβουλίου. Οι πολωνικές αντιρρήσεις για μία φόρμουλα που διπλασίαζε το βάρος της Γερμανίας και μείωνε δραστικά αυτό της Πολωνίας είχαν με το μέρος τους –για λόγους που η θεωρία της ψήφου σε διεθνείς οργανισμούς έχει από μακρού κάνει σαφείς, όπως έχουν διευκρινίσει ειδικοί σε τέτοια θέματα– κάθε τεχνικό προβληματισμό περί δικαιοσύνης. Αλλά τα περί ισότητας θέματα δεν ήταν λιγότερο άσχετα με το αποτέλεσμα απ’ όσο τα περί δημοκρατίας θέματα. Μετά τους λεονταρισμούς ότι οι δημογραφικές απώλειες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έδιναν στην Πολωνία το δικαίωμα για αναλογική ανταπόδοση ως προς το σχηματισμό της ΕΕ, οι δίδυμοι Κατζίνσκι κατέρρευσαν τόσο γρήγορα όσο οι προπολεμικοί συνταγματάρχες της χώρας πριν από την κεραυνοβόλα επίθεση της Γερμανίας. Με τα μεγάλα λόγια ξεχασμένα, όλα τελείωσαν με ένα τηλεφώνημα. Για την περιοχή όπου η Πολωνία καλύπτει σχεδόν το μισό του πληθυσμού και του ΑΕΠ, το επεισόδιο αυτό είναι μάθημα στη σιωπηρή ιεραρχία των κρατών στην οποία έχει εισέλθει. Η Ανατολή είναι καλοδεχούμενη, αλλά δεν πρέπει να έχει το πάνω χέρι.


Όχι ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα ψίχουλα. Όπως οι Βρετανοί, Ολλανδοί και Γάλλοι κυβερνήτες, έτσι και οι Πολωνοί έλαβαν, με τον αναβλημένο τους υποβιβασμό, το φύλλο συκής που χρειαζόταν για να τους απαλλάξει απ’ το να εκθέσουν στη γνώμη των ψηφοφόρων το αναζωογονημένο Σύνταγμα. Έμεινε στον Ιρλανδό πρωθυπουργό Αχέρν –έναν ακόμη, μαζί με τον Μπλαιρ, πρόσφατο δραπέτη του Συνεδρίου από ένα σύννεφο διαφθοράς– να αναφωνήσει, σε μια στιγμή ανεπιφύλακτης χαράς: «το 90% από αυτό είναι ακόμη εδώ!». Ακόμη και νομιμόφρονες σχολιαστές έχουν βρει δύσκολο να καταπιέσουν κάθε απέχθεια για τον κυνισμό αυτής της τελευταίας άσκησης της «κοινοτικής μεθόδου». Η αντίθεση μεταξύ τέτοιων πραγματικοτήτων και των πλακάτ των κηρύκων της νέας Ευρώπης δε θα μπορούσαν να είναι εντονότερη. Η αλήθεια είναι ότι το φως του κόσμου, το πρότυπο ρόλου για όλη την ανθρωπότητα, δε μπορεί καν να βασίζεται στη συγκατάθεση του πληθυσμού της πατρίδας του.


Τι είδους πολιτική τάξη πραγμάτων σχηματίζεται λοιπόν στην Ευρώπη, 15 χρόνια μετά το Μάαστριχτ; Οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ενοποίησης –ο Μοννέ και οι ομοϊδεάτες του– οραματίστηκαν την τελική δημιουργία μίας ομοσπονδιακής ένωσης, η οποία θα αποτελούσε μία μέρα το υπερεθνικό ισοδύναμο των εθνών-κρατών από τα οποία προήλθε, προσδεδεμένη σε μίαν εκτεταμένη λαϊκή κυριαρχία, βασισμένη στο καθολικό δικαίωμα ψήφου, με την εκτελεστική της εξουσία υπόλογη σε ένα εκλεγμένο νομοθετικό σώμα και την οικονομία της υποκείμενη στις απαιτήσεις της κοινωνικής ευθύνης· εν συντομία, μία δημοκρατία μεγεθυμένη σε ημι-ηπειρωτική κλίμακα (είχαν κατά νου μόνο τη Δυτική Ευρώπη). Αλλά υπήρχε πάντα ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης της ευρωπαϊκής ένωσης, που την έβλεπε ως μία περιορισμένη συγκέντρωση ισχύος από τις κυβερνήσεις-μέλη για συγκεκριμένους –κυρίως οικονομικούς– σκοπούς, που δεν συνεπάγεται καμία θεμελιώδη φθορά της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτή κατανοείται παραδοσιακά, αλλά πιο πολύ τη δημιουργία ενός καινοτόμου θεσμικού πλαισίου, για ένα εξειδικευμένο φάσμα συναλλαγών. Ο Ντε Γκωλ αντιπροσώπευε τη μία, διάσημη, εκδοχή αυτής της προοπτικής· η Θάτσερ μίαν άλλη. Μεταξύ αυτών των οραμάτων της Ευρώπης, του φεντεραλιστικού και του διακυβερνητικού, έχει υπάρξει συνεχής ένταση που φτάνει μέχρι το παρόν.


Ωστόσο, αυτό που έχει δημιουργηθεί δεν αντιστοιχεί σε κανένα από τα δύο. Συνταγματικά, η ΕΕ είναι μία καρικατούρα δημοκρατικής ομοσπονδίας, εφόσον το Κοινοβούλιό της στερείται ισχύος πρωτοβουλιών, δεν περιέχει κόμματα με υπόσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επιζητεί ακόμη και το ελάχιστο της λαϊκής αξιοπιστίας. Οι μέτριες αυξήσεις στα δικαιώματά του δεν έχουν αποτύχει μόνο να αυξήσουν το δημόσιο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο σώμα, αλλά και έχουν συνοδευτεί από περαιτέρω μείωσή του. Η συμμετοχή στις ευρωπαϊκές εκλογές έχει βυθιστεί σταδιακά, σε κάτω απ’ το 50%, και οι πιο καινούριοι ψηφοφόροι είναι οι πιο αδιάφοροι απ’ όλους. Το περιφερειακό ποσοστό στην Ανατολή αντιστοιχούσε σε λίγο πάνω απ’ το 30%· στη Σλοβακία λιγότερο από το 17% των ψηφοφόρων έριξαν ψηφοδέλτιο για τους αντιπροσώπους τους στο Στρασβούργο. Η τέτοιου μεγέθους ανία δεν είναι παράλογη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα μεροβίγγειο νομοθετικό σώμα. Ο μαγιορδόμος του παλατιού είναι το Συμβούλιο των Υπουργών, όπου και παίρνονται οι αληθινές νομοθετικές αποφάσεις, επιστεγασμένο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των επικεφαλής των κρατών, που συνεδριάζει κάθε τρεις μήνες. Εντούτοις, αυτό το σύμπλεγμα με τη σειρά του αποτυγχάνει να αντιστρέψει τη λογική μίας διακυβερνητικής αρχής, εφόσον η Επιτροπή –το μη εκλεγμένο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ– είναι αυτή μόνο που μπορεί να προτείνει τους νόμους τους οποίους εξετάζουν το Συμβούλιο και (περισσότερο εννοιολογικά) το Κοινοβούλιο. Η παραβίαση κάθε συνταγματικής διάκρισης εξουσιών σε αυτήν την δυαδική αρχή –μία γραφειοκρατία ενδεδυμένη με το μονοπώλιο των νομοθετικών πρωτοβουλιών– είναι σκανδαλώδης. Επιπλέον, παράλληλα με αυτό το υβριδικό εκτελεστικό όργανο, υπάρχει ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ικανό για αποφάσεις που ενοχλούν κάθε κυβέρνηση.


Στο κέντρο αυτού του λαβυρίνθου βρίσκεται η αδιαπέραστη ζώνη μέσα στην οποία τα αντίπαλα νομοθετικά σώματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής αλληλοπλέκονται, σε ένα απ’ τα πιο θολά από κάθε άλλο γνώρισμα της Ένωσης: στο δεσμό της Coreper, [της Επιτροπής Μόνιμων Αντιπροσώπων], στις Βρυξέλλες, όπου οι απεσταλμένοι του πρώτου διαβουλεύονται κεκλεισμένων των θυρών με λειτουργούς της δεύτερης, για τη γένεση μιας χιονοστιβάδας νομικά δεσμευτικών οδηγιών, οι οποίες σχηματίζουν την κύρια συνολική παραγωγή της ΕΕ –κοντά στις 100.000 σελίδες μέχρι σήμερα. Εδώ κρύβεται το πραγματικό νόημα όλων όσων συνοψίζονται στην φράση –προερχόμενη χαρακτηριστικά από την αίθουσα αρχείων και όχι από τη δημόσια συζήτηση– «δημοκρατικό έλλειμμα», μία φράση τελετουργικά οικτιρόμενη από τους ίδιους τους αξιωματούχους της ΕΕ. Ουσιαστικά, αυτό που προκύπτει από την τριάδα του Συμβουλίου, της Coreper και της Επιτροπής δεν είναι μόνο η απουσία της δημοκρατίας –αν και σίγουρα είναι και αυτό– αλλά και η άμβλυνση οποιουδήποτε είδους πολιτικής, όπως αυτή κατά κανόνα κατανοείται. Η επίπτωση αυτού του άξονα είναι κυρίως να βραχυκυκλώνει –πάνω απ’ όλα στο σημαντικό επίπεδο της Coreper– τα εθνικά νομοθετικά σώματα, τα οποία βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωπα με μία μάζα αποφάσεων πάνω στις οποίες στερούνται κάθε επισκόπηση, χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα υπερεθνικής ευθύνης για αποζημίωση, δεδομένου του κρυφού παιχνιδιού του Κοινοβουλίου. Η φάρσα των λαϊκών διαβουλεύσεων που μόνιμα αγνοούνται είναι η πιο δραματική έκφραση αυτής της ολιγαρχικής δομής, που συνοψίζει όλα τα υπόλοιπα.


Μαζί με την απάρνηση των δημοκρατικών αρχών ξεχωρίζουν δύο ακόμη, λιγότερο γνωστά, γνωρίσματα αυτών των διευθετήσεων. Η τεράστια πλειοψηφία των αποφάσεων του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Coreper αφορά εγχώρια ζητήματα που παραδοσιακά εξετάζονταν στα εθνικά νομοθετικά σώματα. Αλλά στα κογκλάβια των Βρυξελλών αυτές γίνονται το αντικείμενο διπλωματικών διαπραγματεύσεων – δηλαδή, τους είδους χειρισμού που επιφυλάσσεται τυπικά για τις εξωτερικές ή στρατιωτικές υποθέσεις, όπου οι κοινοβουλευτικοί έλεγχοι είναι συνήθως αδύναμοι έως ανύπαρκτοι και η διακριτική ευχέρεια των εκτελεστικών αρχών είναι λίγο πολύ απερίσπαστη. Από την Αναγέννηση, η μυστικότητα είναι ανέκαθεν το άλλο όνομα της διπλωματίας. Αυτό που επιτυγχάνει η κεντρική δομή της ΕΕ είναι να μετατρέπει την ανοιχτή ατζέντα των κοινοβουλίων στον κλειστό κόσμο των καγκελαριών. Αλλά ακόμη και αυτό δεν καλύπτει τα πάντα. Τυπικά, η παραδοσιακή διπλωματία απαιτούσε μυστικότητα και το στοιχείο της έκπληξης για να επιτύχει. Ωστόσο δεν απέκλειε τις διαμάχες ή τις ρήξεις. Η κλασική διπλωματία εμπεριείχε έναν πόλεμο ελιγμών μεταξύ μερών ικανών να διαλύσουν, αλλά και να συνάψουν, συμμαχίες· αιφνίδιες μετατοπίσεις στο πεδίο των διαπραγματεύσεων· μετατροπές στα μέσα και στους αντικειμενικούς στόχους – εν ολίγοις, πολιτική διεξαγόμενη μεταξύ κρατών, διακριτή από την εσωτερική πολιτική τους, ωστόσο πολιτική παρ’ όλα αυτά. Στο στείρο σύμπαν της ΕΕ, όλη αυτή η διαδικασία σχεδόν εξαφανίζεται, καθώς η ομοφωνία καθίσταται υποχρεωτική σε όλες τις σημαντικές περιστάσεις, με την όποια δημόσια διαφωνία –για να μη μιλήσουμε για την άρνηση αποδοχής της προκατασκευασμένης συναίνεσης– να αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο σαν μία αδιανόητη παραβίαση της εθιμοτυπίας. Ο θανάσιμος κομφορμισμός των συνόδων κορυφής της ΕΕ, τον οποίο αυτάρεσκα χαιρετίζουν οι θεωρητικοί της «συν-κοινοτικής δημοκρατίας» (consociational democracy) σαν να ήταν κάτι άλλο από ένα καρτέλ αυτοπροστατευόμενων ελίτ, θάβει την αληθινή διπλωματία, καλύπτοντάς την με στεφάνια γραφειοκρατικής ευλάβειας. Τίποτε δεν απομένει για να κινήσει τη λαϊκή βούληση, καθώς η δημοκρατική συμμετοχή και η πολιτική φαντασία εξοβελίζονται.

Ανάρτηση από: http://www.monthly-review.gr/

geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.