π. Λάμπρος Καμπερίδης
Τα πρώτα σημάδια στην ιστορία του σλαβικού πολιτισμού, παρεκτός βέβαια από τα λειτουργικά και βιβλικά κείμενα, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μεταφράσεις, εκδηλώθηκαν διαμέσου της δημιουργίας ενός είδους που δεν έπαψε να διαιωνίζεται στους σλαβικούς λαούς: του χρονικού. Σε αντίθεση με τα ομηρικά ποιήματα που παρουσιάζονται ως τα πρότυπα επικών αφηγήσεων του ελληνικού κόσμου, αναδείχνοντας ήρωες-κλειδιά που αποβαίνουν με τη σειρά τους οικουμενικοί τύποι ανθρώπινων χαρακτήρων, τα χρονικά φέρνουν στο φως τον πρωταγωνιστή τους: το χρόνο. Τα γεγονότα καταγράφονται σύμφωνα με τη σημασία τους σε σχέση με το χρόνο και αυτός εδώ καθίσταται το κύριο στοιχείο που κανονίζει τις ανθρώπινες πράξεις στη σύνδεσή τους με τις αναγκαιότητες των ιστορικών περιστάσεων.
Το πρότυπο αυτών των ντοκουμέντων που γράφτηκαν στα σλαβονικά, Το χρονικό ενός παρελθόντος χρόνου, γνωστό ως Πρώτο χρονικό, συντάχτηκε απο τον μοναχό Νέστορα και πρόκειται για ένα χρονολογικό κατάλογο που διαβάζεται σαν ετήσιο ευρετήριο ιστορικών γεγονότων. «Στα 6376(868) ο Βασίλειος (ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου) άρχεται τη βασιλεία του. Στα 6377(869) ολόκληρη η γη των Βουλγάρων εκχριστιανίστηκε». Ο χρονικογράφος είναι τόσο συνεπαρμένος απο τη σημασία του χρόνου ώστε ακόμη και τη χρονιά που δεν έχει τίποτα να καταγράψει, τη σημειώνει επιμελώς στην επόμενη συνοδεύοντάς τη με ένα κενό. «Στα 6378(870)...» (κενό). Στην εποποιία, το κύριο πρόσωπο, ο ήρωας, αποβαίνει ο κατ’ εξοχήν χαρακτήρας που διαφεντεύει και ορίζει το χρόνο. Σημασία δεν έχει ο απρόσωπος και κοινός σε όλους χρόνος, αλλά η ποιότητα του προσωπικού χρόνου, ο καιρός, η κατάλληλη στιγμή, ο ιδιαίτερος χρόνος, οι ευνοϊκές περιστάσεις που συλλαμβάνονται από τον ήρωα και τον παρακινούν να ενεργήσει επιστέφοντας τις κινήσεις του με επιτυχία ή αποτυχία. Ο Οδυσσέας ταξιδεύει μέσα στον κοινό χρόνο, σε μια συγκεκριμένη περίοδο της αρχαιότητας, λίγο μετά τον τρωϊκό πόλεμο, αλλά η σπουδαιότητα της κάθε του πράξης υπολογίζεται σε σχέση με την απόσταση που τον απομακρύνει από ή τον φέρνει πιο κοντά στο σκοπό του, το φτάσιμό του στην Ιθάκη, σε σχέση με το δυσοίωνο ή ευμενές αποτέλεσμα των πράξεών του μεταβαλλόμενο από τον καιρό. Η πανουργία του Οδυσσέα–«μήτις» συνίσταται στην ικανότητά του να συλλαμβάνει τον καιρό, να ενεργεί την κατάλληλη στιγμή με διάκριση, διαύγεια, ανδρεία, σωφροσύνη, και να ξέρει να υπηρετείται από τις αρετές που συνοδεύουν τις πράξεις ενός σοφού ανδρός.
Υπ’ αυτήν την προοπτική, η εποποιία είναι αφήγηση που λαμβάνει χώρα έξω από τον κοινό χρόνο, και δη τον ιστορικό. Η αφήγηση μπορεί να πάρει αφορμή ένα ιστορικό γεγονός μυθολογικών διαστάσεων, λόγου χάρη τον τρωϊκό πόλεμο, αλλά το γεγονός αυτό δεν συνιστά την ουσία της ιστορίας, που ξετυλίγεται ανάμεσα στα πρόσωπα και εξελίσσεται διαμέσου των ενεργειών τους, που τις επηρεάζουν η φιλοδοξία, ο ανταγωνισμός, το καθήκον, η φιλία, η ανδρεία, όλα αυτά που συνθέτουν το πολύτροπον των ενεργειών του. Ο Σλήμαν πέτυχε να ξεθάψει την Τροία από το τρισχιλιόχρονο παράχωμά της, αλλά η ιστορική αποκάλυψη της πόλης δεν αλλοίωσε ούτε διέλυσε τους θρύλους γύρω από αυτό το σύμβολο, το εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη του μεσογειακού κόσμου. Οι μύθοι για την ίδρυση της Ρώμης και οι περιπέτειες του Αινεία στις μεσογειακές ακτές επιβεβαιώνουν αυτά τα δεδομένα. Η επική ποίηση αφηγείται ηρωϊκές πράξεις που αποκτούν μια συμβολική σημασία γιατί συγκεκριμενοποιούνται μέσα από ένα άχρονο υφάδι. Το θεϊκό κάλλος της Ελένης, ο θυμός του Αχιλλέα, ο άκαρπος έρωτας της Διδούς, η πανουργία του Οδυσσέα, το γητευτικό τραγούδι των Σειρήνων, η πίστη της Πηνελόπης, ο νόστος της Ιθάκης αποτελούν άχρονα σύμβολα, επομένως παγκόσμια. Το χρονικό απεναντίας, τοποθετείται στους αντίποδες της εποποιίας. Τα γεγονότα ξετυλίγονται μέσα στον ιστορικό χρόνο και σε συγκεκριμένο τόπο, αποκτούν τη σημασία τους χάρη στους ήρωες που ενεργούν μέσα στον ιστορικό χρόνο και σε ένα τόπο γεωγραφικά προσδιορισμένο. Τα γεγονότα ορίζονται.
Οι καταβολές του χρονικού πηγάζουν μέσα από την βιβλική αφήγηση, που απεξαρχής αντικείμενό της είναι ο χρόνος. Η πρώτη λέξη της Γένεσης παραπέμπει στη δημιουργία του χρόνου, «εν αρχή», και το ίδιο απαντάται και στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Η πρώτη λέξη της Οδύσσειας είναι η λέξη «άνδρας».[1] Στην εποποιία, το κεντρικό πρόσωπο, ο ήρωας, είναι αυτός που ορίζει το χρόνο και ειδικότερα τον καιρό ως ιστορικό χρόνο. Στο χρονικό, ο ιστορικός χρόνος είναι αυτός που ορίζει τον ήρωα δικαιώνοντας συνάμα τις πράξεις του. Ο Οδυσσέας μπορεί να υπάρξει άνετα σε οποιοδήποτε ιστορικό χρόνο, ακόμη και στο τζοϋσιανό Δουβλίνο του 20ου αιώνα, όπως και η άχρονη Ιθάκη στο ποίημα του Καβάφη υπάρχει πέρα από το χρόνο. Ο ήρωας αδράχνει τον καιρό ως προσωπικό χρόνο για να παρέμβει στον ιστορικό χρόνο, όπως ο Ιησούς αδράχνει τον κατάλληλο χρόνο για να εισέλθει στην ιστορία, πράγμα που εξηγεί τη διαφορά του ιστορικού χρόνου ανάμεσα σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ο ήρωας έχει λευτερωθεί από τη αναγκαιότητα του χρόνου και οι πράξεις του έχουν επενδυθεί φυσικά με μια συμβολική και οικουμενική σημασία. Στα σλαβοσερβικά Χρονικά, ο Ντζόρντζε Μπράνκοβιτς, στις αρχές του 18ου αιώνα, αφηγείται την ιστορία του σερβικού λαού, από τη δημιουργία του κόσμου ως τα γεγονότα της εποχής του, σαν να πρόκειται για βιβλική αφήγηση. Η πτώση και η εξορία από τον Παράδεισο αντιστοιχούν στην ήττα των Σέρβων στο Κόσσοβο. Όταν ο Στέφανος Λαζάρεβιτς, γιος του πρίγκηπα Λαζάρου που έπεσε στη μάχη αυτή εναντίον των Τούρκων, αφηγείται στο Επίγραμμα στήλης του Κόσοβο που χάραξε, τον αγώνα του πατέρα του ενάντια στους εισβολείς, η αφήγησή του παραπέμπει σε ένα ιστορικό γεγονός του οποίου η χρονολογία επιβεβαιώνεται από τα χρονικά. Ο πατέρας του παρεμβαίνει μέσα στη σερβική ιστορία, ο αγώνας του είναι το αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας και το χρονικό έχει διατηρήσει την ιστορική του μνήμη και έχει δικαιώσει τον ηρωικό του αγώνα απέναντι σε μια πραγματική απειλή.
Ο Ίβο Άντριτς δημιουργεί το έργο του μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο αυτής της βυζαντινοσλαβικής παράδοσης του ιστορικού χρονικού. Στην τριλογία που είδε το φως στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου το 1945, μαζί με τα βιβλία Το γεφύρι του Δρίνου και Η Δεσποσύνη φιγουράρει Το χρονικό του Τράβνικ, που θα μπορούσε να δανείσει τον τίτλο του στο πρώτο μυθιστόρημα, εάν το τροποποιούσαμε σε «Χρονικό του γεφυριού του Δρίνου». Χάρη στο χρονικό διατηρήθηκε η μνήμη των ηρώων που δρούσαν στα ιστορικά όρια της χώρας του. Η περίοδος που προτιμά είναι αυτή της οθωμανικής κατοχής των Βαλκανίων, που βρίσκεται στην καρδιά της ανάδυσης της εθνικής συνείδησης των λαών στην βαλκανική χερσόνησο. Αυτό το ιστορικό παράδοξο αποδίδεται στην εισβολή του φαινομένου της νέας εθνικής συνείδησης σε αυτές τις χώρες, σε περίοδο που σημαδεύτηκε από την καταπίεση που ασκούσαν πάνω στους βαλκανικούς λαούς οι εκπρόσωποι της οθωμανικής αποικιοκρατίας.
Ο Ομέρ πασά Λάτας, ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος, αποτελεί τυπικό δείγμα οθωμανού αξιωματούχου. Ο Άντριτς σκιαγραφεί το πορτραίτο αυτού του ακόλαστου του οποίου οι ηθικές αρχές εδράζονται στο ψέμα: έχει «το χάρισμα να ψεύδεται όπως άλλοι έχουν ένα σωστό αυτί ή μια ωραία φωνή ... καθώς μιλάει κρύβει από αυτόν τον ίδιο τη σκέψη του ... μένει πιστός στη σιωπηρή αρχή της Ισταμπούλ, την οποία τελειοποίησε στο έπακρο: για να είναι το ψέμα τέλειο και να συνιστά αποτελεσματικό όπλο, πρέπει να κρύβουμε την αλήθεια και να μη λέμε ποτέ τίποτα συγκεκριμένο και οριστικό». Ευρωπαίος εξωμότης που μεταστράφηκε στο ισλάμ, αναρριχήθηκε κατά τον τρόπο των γενιτσάρων στην ιεραρχική οθωμανική κλίμακα τελειοποιώντας τις τεχνικές της υποκρισίας, του ψέμματος, της διπροσωπίας, παρουσιάζοντας το αληθινό για ψεύτικο και τούμπαλιν. Στην πραγματικότητα, η διπροσωπία που όριζε την προσωπικότητά του εξωμότη, μπορεί να αποδοθεί στον διπλό χαρακτήρα του, του δυτικοχριστιανού και ταυτόχρονα του εξισλαμισμένου ανατολίτη. Μονάχα μια φορά κατάφερε να παραπλανήσει τους άλλους, όταν είπε την αλήθεια, γιατί «πιστός στις αρχές του, ο σερασκιέρης κρύβει πάντα την αλήθεια, περίπου όπως άλλοι κρύβουν το ψέμμα». Η επίσημη υπηρεσία του είναι να διαιωνίζει την εξουσία της οθωμανικής διοίκησης πιστεύοντας ότι «όλα πρέπει να μείνουν αβέβαια όσο γίνεται για περισσότερο καιρό ... όλα μπορούν να αλλάξουν ή να τεθούν σε αμφισβήτηση, ακόμη και αυτό που έχουμε πει, που έχουμε υποσχεθεί επίσημα, ή έχουμε υπογράψει, ακόμη και η πράξη μας ή ίδια». Όταν έφτασε στον ανώτερο βαθμό του κυβερνήτη, ο σερασκέρης, τέθηκε επικεφαλής ενός στρατού σε ηθική αποσύνθεση, που προσφερόταν για κάθε λογής διαστροφή, που τη συντηρούσε το οινόπνευμα και τον αποτελούσαν ετερόκλητα στοιχεία: «τα ταμπούρια και τα τάγματα των στρατευμάτων της Ασίας, της Ρούμελης ή της Αλβανίας ... στα καταπτοημένα μάτια των μουσουλμάνων της Βοσνίας, φάνταζαν σαν ολάκερη λεγεώνα, μια διαβολική λεγεώνα της οποίας τα κακουργήματα και η αναισχυντία δεν είχαν όρια». Εγκαθίσταται στο Σεράγεβο με σκοπό να επιβάλει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στους βόσνιους μουσουλμάνους και στους άπιστους, υποταγμένους στο σουλτάνο ραγιάδες. Συνάπτοντας τις μεταρρυθμίσεις με την τέχνη του ψεύδους, ο Άντριτς πετυχαίνει να καταστήσει ανάγλυφο το γεγονός ότι οι επιδιώξεις του δεν είχαν άλλο στόχο από την ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Οι υποταγμένοι ραγιάδες, προερχόμενοι από πολλά έθνη, συνθέτουν το μωσαϊκό των Βαλκανίων, που το αποτελούν δίκην επιτοίχιων ψηφίδων των ορθόδοξων ναών της χερσονήσου, αναρίθμητα μικρά κομμάτια μαρμάρων, βοτσάλων ή σμάλτου, που τα στηρίζει και τα συγκρατεί συγκολλημένα στη διαφορετικότητά τους η πίστη, αυτό το άφθαρτο χορασάνι συστατικό της ταυτότητάς τους, που ταξινομεί τα έθνη ανάλογα με την πίστη τους σε μιλλέτια, κατά την τούρκικη ορολογία. Μέσα εκεί ανακατεύονται σ’ ένα χαρμάνι λαοί, φυλές γλώσσες και έθνη που χάνονται στο μούχρωμα του χρόνου, καθώς αναδύονται μέσα από αυτό το μωσαϊκό σαν πολυφωνική πανσπερμία αποτελούμενη από Σέρβους, Κροάτες, Βόσνιους, έλληνες, Εβραίους, Αρμένιους, Αλβανούς, με όλες τις πιθανές επιμειξίες ανάμεσα σε Σερβοκροάτες, Σλαβομακεδόνες, Γραικομακεδόνες, Θρακομακεδόνες, Εβραίους μεταστραφέντες στο χριστιανισμό ή στο ισλάμ, ντονμέδες, κρυπτοεβραίους, χριστιανούς μεταστραφέντες στο ισλάμ, κρυπτοχριστιανούς, μουσουλμάνους Πομάκους σλαβόφωνους, Γκαγκαούζους, χριστιανούς τουρκόφωνους Καραμανλήδες, κοσμοπολίτες, πολύγλωσσους φαναριώτες, Κιρκάσιους, Λαζούς – μια πληθώρα συνδυασμών, πρόκληση για κάθε ταξινόμηση σε κατηγορίες. Ακόμη και ο συγγραφέας, ριζωμένος στον εικοστό αιώνα, είναι το αποτέλεσμα αυτής της αξεδιάλυτης επιμειξίας ταυτοτήτων: γεννημένος στη Βοσνία σε κροατική οικογένεια, φοιτά στο πανεπιστήμιο Γιαγκελλόν της Κρακοβίας, δηλώνει κροατικής εθνικότητας αλλά, όταν εγκαθίσταται στο Βελιγράδι, μετά τον πόλεμο, δηλώνει σέρβος. Δυσκολευόμαστε να τον κατατάξουμε στη χορεία των ουτοπιστών ιδεολόγων της ένωσης των σλαβικών φυλών, του μύθου χάρη στον οποίο ιδρύθηκε η Γιουγκοσλαβία από τον Τίτο, μύθο του οποίου οι ολέθριες συνέπειες φανερώθηκαν κατά τη διάλυση αυτής της ανάρμοστης ένωσης.
Είναι ένας κόσμος όπου αυτές οι ταξινομήσεις αποτελούν μεν πρόκληση, αλλά είναι αδύνατο να αποφύγει κανένας την ιστορία, το αβέβαιο των ιστορικών εκβάσεων, τις μυθικές καταβολές, τους ιδρυτικούς μύθους, τις τοπικές ή τυπικές τροπές ανάδυσης των εθνών. Η αφήγηση τοποθετείται αναγκαστικά μέσα στο χρόνο, αποβαίνει χρονικό. «Ο αφηγηματικός τρόπος», έλεγε ο Άντριτς στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, «και η μορφή της αφήγησης, συμμορφώνονται ανάλογα με τις εποχές και τις περιστάσεις. Η ανθρωπότητα», συνέχιζε σε άλλο σημείο, «αφηγείται στον εαυτό της, σε αναρίθμητες εκδοχές, την ίδια πάντα ιστορία. Και αυτή η ιστορία, θα λέγαμε ότι συνίσταται, κατά το παράδειγμα της θρυλικής και μελίρρυτης Σεχραζάτ, στο να καθυστερήσει το δήμιο ... προεκτείνοντας έτσι την ψευδαίσθηση της ζωής και της διάρκειας».
Σε ένα μικρό δοκίμιο με τίτλο Τα γεφύρια, γραμμένο στα 1933, δώδεκα χρόνια πριν τη δημοσίευση του Γεφυριού του Δρίνου, ο Άντριτς εξέφραζε το γήτεμά του από τα γεφύρια, που αντιπροσωπεύουν «την ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου να επανασυνδέει, να συμφιλιώνει, να ενώνει καθετί που φανερώνεται στο πνεύμα μας, στα μάτια μας, στα πόδια μας, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένα ξεχώρισμα, αντίθεση ή χωρισμός», και μάλιστα μια στέρεα διάρθρωση που συνεπάγεται τον ακέραιο άνθρωπο, τόσο στο πνεύμα του που θεωρεί τις δύο όχθες της αντίθεσης, όσο και στο σώμα του που τις διασχίζει. Αυτή η διάρθρωση υποχρεώνει όλη του την ύπαρξη σε μια πραγματικότητα ταυτόχρονα φυσικο-υλική και μεταφυσικο-πνευματική, πραγματικότητα που την προσκαλεί να δρασκελίσει την αντίθεση, να υπερβεί και να καταλύσει έτσι τη διαίρεση: «Όλα τα ζωντανά γεγονότα της ύπαρξής μας –οι σκέψεις, οι προσπάθειες, τα βλέμματα, τα χαμόγελα, τα λόγια, οι στεναγμοί– το καθετί φιλοδοξεί να περάσει στην άλλη όχθη».
Μήπως θα ’πρεπε να θυμίσουμε πως μια τέτοιου είδους φιλόδοξη ευχή συνιστά τη βάση για την έννοια του ιερού στους Ρωμαίους; Ότι στην πραγματικότητα re-ligio σημαίνει «την επιθυμία του ανθρώπου να ανα-συνδέει» καθετί που από τη φύση έχει χωριστεί, τις δύο αντίθετες όχθες, για να μην πούμε ‘αντίζηλες’ (με το αληθινό νόημα της λέξης) της ύπαρξης; Οι συνέπειες αυτής της διάβασης είναι τόσο σοβαρές, ώστε η ρωμαϊκή νοοτροπία εμπιστεύτηκε τη διαδικασία γι’ αυτά τα εγχειρήματα στον πρώτο πολίτη, στον princeps, στον Pont-i-fex maximus, αυτόν «που γεφυρώνει» και που φέρει την ευθύνη για την ολική οργάνωση της θρησκείας, ύψιστη τιμή με την οποία περιβάλλεται ο αυτοκράτορας στη ρωμαϊκή πολιτεία. Στις δύο άκρες αυτής της διάβασης φύονται ακλόνητα τα ζεύγη των αναλλοίωτων πραγματικοτήτων: ζωή και θάνατος, ορατό και αόρατο, αναχώρηση απ’ όπου ατενίζουμε τον προορισμό που απλώνεται στον ορίζοντα ως εκεί που δεν φτάνει το βλέμμα, παρελθόν που αφήσαμε πίσω μας καθώς και το απέραντο του μέλλοντος, που ειρωνεύεται τα όρια του παρελθόντος χρόνου. Ολόκληρη η ζωή είναι «ένα πέρασμα, ένα γεφύρι του οποίου οι άκρες χάνονται στο απέραντο σε σχέση με το οποίο όλα τα επίγεια γεφύρια δεν είναι παρά επικίνδυνα παιχνίδια, χλωμά σύμβολα». [2] Όλα συγκεκριμενοποιούνται και ορίζονται διαμέσου τούτου του συμβόλου: το γεφύρι, αυτό το εκκρεμές που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο άκρες που τις επανενώνει- re-ligio-, αυτό το πέρασμα του γήινου και πεπερασμένου ποταμού προς τον άλλο τον ουράνιο και αιώνιο.
Το γεφύρι του Δρίνου είναι ένα τέτοιο σύμβολο: ωστόσο, εάν όλα όσα συμβαίνουν πάνω στο γεφύρι και πέρα από αυτό, με το νερό του ποταμού να κυλάει ανάμεσα στις καμάρες των αψίδων του, δεν αποτελεί παρά ένα γήινο σύμβολο, ποιά είναι η απέραντη και αιώνια πραγματικότητα που αντικατοπτρίζει αυτή η εφήμερη διάρθρωση της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη Γη; Μήπως και ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι παρά μια εμβληματική αφήγηση του περάσματός μας πάνω από γεφύρια της επίγειας διάβασής μας; Και αυτό το γεφύρι του Δρίνου δεν μπορεί να εκληφθεί ως σημάδι του περάσματός μας μέσα από τη ζωή, αυτής, που δεν είναι παρά ένα «χλωμό σύμβολο», της πορείας μας προς το απέραντο;
Ο συγγραφέας απαντά σ’ αυτά τα ερωτήματα με το έργο του. Το χρονικό είναι η μορφή που προφυλάσσει την αφήγηση διαμέσου της ιστορίας που ξαναδημιουργεί ο αφηγητής. Χάρη σ’ αυτόν «σαν ένα παιδί που τραγουδάει μέσα στη σκοτεινιά για να ξεγελάσει το φόβο του» «το αναπόφευκτο πεπρωμένο που μας απειλεί» (λόγος στην απονομή του Νόμπελ) έχει αρθεί, η ψευδαίσθηση της ζωής γίνεται φυσικά πραγματική, η ύπαρξη προικίζεται με μια διάρκεια, όσο κι αν είναι εφήμερη, ως το μοναδικό αντίδοτο που επιτρέπει να αντιπαλέψουμε την άβυσσο, την απόλυτη άρνηση της ύπαρξης. Με αυτό τον τρόπο, το χρονικό υπερβαίνει την εφήμερη φύση του σαν άλλο γεφύρι που δεν είναι παρά ένα χλωμό σύμβολο μιας άλλης πραγματικότητας. Από απλό βοήθημα μνήμης που καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα, το χρονικό μεταμορφώνεται σε ψηλαφητή μαρτυρία, γραμμένη ξανά και ξανά σε αυτό το παλίμψηστο της ανθρώπινης μνήμης, ζωντανή παρουσία της ακούραστης αέναης προσπάθειας της ανθρωπότητας «να περάσει στην άλλη όχθη».
Κατά σύμπτωση, ο κατασκευαστής του γεφυριού του Δρίνου, ο pontifex ονομάζεται Σοκουλλού Μεχμέτ Πασά, αποστάτης παρά τη θέλησή του, καθώς οι τουρκικές αρχές του σέρβικου χωριού Σοκολοβίτσι τον άρπαξαν παιδί από τους χριστιανούς γονιούς του για να τον αναθρέψουν ως γενίτσαρο στην οθωμανική πρωτεύουσα. Κι αυτός, προτού ονομαστεί μέγας βεζίρης από τον Σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή, αναρριχήθηκε στη ιεραρχική κλίμακα των βαθμών της οθωμανικής διοίκησης, καταλαμβάνοντας διαδοχικά τη θέση του επικεφαλής της φρουράς του σουλτάνου, του ναυάρχου του οθωμανικού στόλου, του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης–ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας–για να φτάσει τελικά στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη της Υψηλής Πύλης. Η σταδιοδρομία του εξελίχτηκε παράλληλα με αυτή του αρχιτέκτονα Σινάν, άλλου χριστιανού καταγόμενου από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, στρατολογημένου στο σώμα των γενιτσάρων, στην υπηρεσία κι αυτός της Αυτοκρατορίας επί βασιλείας Σουλεϊμάν. Εκτός από τα δημόσια κτίρια και τα τζαμιά που κατασκεύασε σε όλη σχεδόν την οθωμανική επικράτεια, ο Μιμάρ Σινάν, ανέλαβε στην Κωνσταντινούπολη, υπό τας διαταγάς του φίλου του Σοκουλλού Μεχμέτ Πασά, την ανοικοδόμηση ενός τζαμιού που φέρει το όνομα του μεγάλου βεζίρη, κατασκευασμένου με τα σπαράγματα των υλικών που περιμάζεψαν οι χτίστες από το χώρο του αρχαίου ναού της Αγίας Αναστασίας, που υψωνόταν στο ίδιο μέρος, και ακόμη (την ανοικοδόμηση) του γεφυριού του Βίσεγκραντ στο Δρίνο ποταμό.
Με τη βοήθεια αυτών των δύο κατασκευαστών γεφυριών ο Άντριτς υφαίνει το πανί του χρονικού του στο στημόνι του αργαλειού επανασυνδέοντας τα άκρα της ιστορικής ύφανσης με τα γεγονότα που αναδύονται από τα βάθη του χρόνου και ταξιδεύουν προς την άλλη όχθη, αλλά και με τον παραγγελιοδότη του γεφυριού που παρεμβαίνει εγκαρσίως μέσα στο χρόνο και κατευθύνει την κρόκη των ανθρώπινων πεπρωμένων που εμπλέκονται εδώ, γύρω από το έργο του και τους ήρωες που το συνθέτουν. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας δημιουργεί το έργο του σαν ένα γεφύρι που θα τον βοηθήσει να επανενώσει το παράδοξο της κατάχτησης ενός λαού με τις επιβαλλόμενες αφόρητες αγγαρείες, που βάζουν τροχοπέδη στην ανάγκη του να ζήσει με αξιοπρέπεια και τον παραλογισμό των διαδοχικών εισβολών στη διάρκεια των αιώνων, με τη λαχτάρα των λαών να λυτρωθούν από τους δυνάστες τους που τους αφαιρούν το όνειρο της λευτεριάς και τη θέληση να διαφυλαχτεί η παράδοση με το μη αναστρέψιμο βηματισμό της ‘προόδου’.
Παρά τα γεγονότα που ξετυλίγονται γύρω από το γεφύρι, ούτε αυτός που πρόσταξε την κατασκευή του ούτε ο αρχιτέκτονας που εκπόνησε τα σχέδια, και οι δυό τους στην Κωνσταντινούπολη, δεν το διέσχισαν ποτέ ούτε το είδαν, και από μια περίεργη εκβαση γεγονότων που καθόρισαν το πεπρωμένο τους, δεν αναμείχτηκαν κατά κανένα τρόπο στην υλοποίησή του. Ο Δρίνος, ο ποταμός που ο μικρός Μπάγιο, προτού γίνει Μεχμέτ, αντίκρισε για τελευταία φορά όταν οδηγήθηκε με τη βία στη Αδριανούπολη, παρέμεινε χαραγμένος στη μνήμη του σαν την άλλη όχθη στην οποία λαχταρά με θέρμη να περάσει. «Ο παντοτεινά άσβεστος πόθος του να επανασυνδέει, να συμφιλιώνει, να ενώνει καθετί που φανερώνεται» κατάντικρυ στην ύπαρξή του «έτσι ώστε να μην υπάρχει καμιά διαίρεση, αντίθεση ή χωρισμός» τον παρακινεί να εξακολουθήσει λάθρα αυτό το όνειρο σ’ όλη του τη ζωή: να συνδέσει το παρελθόν του με την τωρινή του κατάσταση, να συμφιλιώσει την προπατορική πίστη της παιδικής του ηλικίας με την πίστη που του επέβαλαν οι ιστορικές περιστάσεις, να επανενώσει αυτό που αποστέρησαν βίαια από την ύπαρξή του, αυτό που ράγισε και έσπασε, το πρόσωπό του το ξερριζωμένο άγρια από τη γενέθλια γη του, να αποκαταστήσει την ενότητα όσων τον περιέβαλαν και που την αντανακλούσαν η οικογενειακή σύμπνοια και οικειότητα του πατρικού σπιτιού, αυτά που χάθηκαν για πάντα και που τώρα, στο απόγειο της δύναμής του, δοκιμάζει να εξαγοράσει διαμέσου της αναμφισβήτητης επιρροής του πάνω στα πράγματα. Τίποτε δεν μπορεί να εξηγήσει καλύτερα από αυτή την εκδοχή, την μέριμνά του να χτιστούν τόσα γεφύρια στην γενέθλια χώρα του: το γεφύρι Arslanagic στη Trebinje, το γεφύρι Zepa, το γεφύρι Kozija Kuprija στο Σεράγεβο. Σαν συνέπεια αυτού του προγράμματος κατασκευών, οι άνθρωποι θα πάψουν να ονομάζουν τα γεφύρια με το συνηθισμένο σλάβικο όνομα μόστ1 και θα υιοθετήσουν τον όρο κουπρίγιαδάνειο από την τουρκική λέξη για τη γέφυρα κιοπρού. Αυτός ο πόθος να δεθεί ξανά με το παρελθόν του, δεν αρκέστηκε στα γεφύρια, φούντωσε ως το σημείο να αγκαλιάσει το ιστορικό παρελθόν ολόκληρης της παράδοσης. Ο μέγας βεζίρης χρησιμοποίησε την επιρροή του για να συνηγορήσει ενώπιον του Σουλεϊμάν υπέρ της αποκατάστασης του σερβικού Πατριαρχείου στο Πεκ, τόπο καταγωγής του πατριαρχείου αυτού στο Κόσοβο, συμβολικό τόπο της παράδοσης της Σερβίας στα χέρια των Τούρκων και κατάφερε μάλιστα, να ανεβάσει τον αδελφό του Μακάριο Σοκόλοβιτς στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Άντριτς χρησιμοποιεί το γεφύρι του Δρίνου σαν μια περγαμηνή όπου πάνω της γράφει το χρονικό του. Το γεφύρι αποβαίνει, κατά κάποιο τρόπο, ο αμερόληπτος μάρτυρας, το ζωντανό γεφύρι-σήμα-po(i)nt-της βαλκανικής ιστορίας. Στρατοί βαδίζουν πάνω στο κορμί του, μάρτυρες θυσιάζονται στα στηθαία του, αντάρτες κραδαίνουν τα λάβαρά τους, εκεί απλώνουν οι έμποροι τα εξωτικά τους προιόντα, εκεί ψιθυρίζουν οι ερωτευμένοι τα γλυκόλογά τους, εκστασιασμένοι κάτω από τον αστερόεντα καλοκαιρινό ουρανό, απελπισμένες ψυχές ρίχνονται από το κιγκλίδωμά του στα ταραγμένα νερά που κυλούν κάτω από τις καμάρες του, μεθυσμένοι βαδίζουν παραπατώντας πάνω στα παγωμένα του κράσπεδα τις παγερές νύχτες του χειμώνα. Στα χρονικά του Άντριτς ο χρόνος μοιάζει σταματημένος στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Το χρονικό του Τράβνικ, Ο ελέφαντας του βεζίρη, Η καταραμένη αυλή, Ομέρ πασά Λάτας, και το μεγαλύτερο μέρος του Γεφυριού του Δρίνου λαμβάνουν χώρα αυτή την περίοδο. Οι Τούρκοι είναι παντού. Φορείς ενός αισθήματος ελλοχεύοντος κινδύνου, φόβου, αβεβαιότητας, υποψίας. Το καθετί μπορεί να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη, η κατεστημένη τάξη μπορεί να ανατραπεί χωρίς προηγούμενο, τα πάντα μπορούν να χαθούν από λεπτό σε λεπτό. Ένας νέος κυβερνήτης μπορεί να εγκαινιάσει τη βασιλεία του, εκτελώντας συλλήβδην τους μπέηδες κα τους προύχοντες της περιοχής του, οι τιμώμενοι συνδαιτυμόνες να μεταμορφωθούν σε εκπνέοντα θύματα, ο βεζίρης ή ο πασάς της περιοχής να σπείρουν τον τρόμο κατά το κέφι τους, να απαιτήσουν προκαταβολικά υπέρογκους φόρους, να επιβάλλουν ανελέητους δασμούς, να αρπάξουν με τη βία τις κοπέλες για να προμηθέψουν τα χαρέμια των ισχυρών με σκλάβες-αντικείμενα ηδονής, να πάρουν όμηρους το άνθος της νεολαίας και να τους βάλουν να υπηρετούν το σουλτάνο κατατάσσοντάς τους στα τάγματα των γενιτσάρων. «Όλα πρέπει να παραμένουν αβέβαια όσο γίνεται περισσότερο καιρό....» Ακόμη κι όταν πρόκειται για μέτρα που θα βελτιώσουν τη μοίρα των ραγιάδων, οι προσβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ασαφείς, απροδιόριστες, κανένας δεν ξέρει πώς να τις εισαγάγει ή να τις εφαρμόσει.
Ο Ίβο Άντριτς μας προσφέρει μια εμβληματική αφήγηση της οθωμανικής παρουσίας στα Βαλκάνια. Η ιστορία της βαλκανικής χερσονήσου, από τις δαλματικές ακτές ώς τα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους, περιλαμβάνοντας τις ακτές της Μαύρης θάλασσας, με ό,τι περιέχει στην περίμετρό της, είναι διαιρεμένη σε δύο τμήματα χρονολογικά, όπως το ρήγμα που είχε υποστεί η ζωή τους, καθώς τόσα και τόσα παιδιά αρπάχτηκαν βίαια για να τροφοδοτήσουν τα τάγματα των γενιτσάρων και τα χαρέμια της Αυτοκρατορίας. Πριν από τη διείσδυση των Τούρκων στη βαλκανική χερσόνησο τον 14ο αιώνα, αυτές οι χώρες χαρακτηρίζονταν από μια εμφανή ομοιογένεια, τόσο στη λαϊκή όσο και στη λόγια της έκφραση. Αποτελούσαν δείγμα πολιτιστικής ενότητας, θρησκευτικής και, σε έναν ορισμένο βαθμό, γλωσσολογικής. Η Ορθοδοξία, ήταν, περισσότερο από καθετί άλλο, μια πολιτιστική δύναμη που εξαπλώθηκε στην περιοχή από τον 9ο αιώνα, προωθώντας μια θαυμαστή άνθιση πνευματικής δημιουργίας, που με τη σειρά της γέννησε ένα ολότελα ξεχωριστό ύφος στην αρχιτεκτονική, τις εικαστικές τέχνες, τη χρυσοχοία, το κέντημα, τη μουσική, το χορό, την παραγωγή βιβλίου, τα λογοτεχνικά είδη.
Η ‘βαλκανιοποίηση’ της περιοχής, ο διαμελισμός της και η μεταμόρφωσή της σε ‘μακεδονική σαλάτα’ αποτελούμενη από ένα παράταιρο κράμα ετερόκλητων φύλων, έκανε την εμφάνισή της με την τουρκική κατάχτηση που ακολουθήθηκε από τον εξισλαμισμό λαών ως τότε ελεύθερων ή την μετατροπή τους σε άπιστα υποκείμενα, σε ραγιάδες, σε γκιαούρηδες, σε millets ετεροδόξων, με ελάχιστα δικαιώματα και αναρίθμητα βάρη, ασήκωτα, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Στις μέρες μας είναι εύκολο να παραδοθούμε στη συστηματική δυσφήμιση αυτών που εξακολουθούν να διαβιώνουν σε αυτούς τους θαυμάσιους τόπους της νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι όμως επί αιώνες πολιτεύτηκαν σαν προπύργια στην επέλαση των μουσουλμάνων καταχτητών της Ευρώπης. Η ταυτότητά τους αποχτημένη και αναπτυγμένη βαθμηδόν στη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων συνδιαλλαγών με τον βυζαντινό πολιτισμό, καθώς και το νόημα της πολιτιστικής συνέχειας που έδωσε σε αυτή την παράδοση το περίγραμμά της, διακόπηκαν απότομα λόγω της κατάχτησης. Διάφορες εθνοτικές ομάδες υιοθέτησαν μια αλλότρια πίστη για να διακρίνονται από τους συμπατριώτες τους, καθώς οι αναμεταξύ τους διαφορές απο κείνη την ώρα τονίστηκαν ανεπανόρθωτα. Έτσι οι Βόσνιοι που ανήκαν στην αίρεση των Βογομίλων, εξισλαμίστηκαν για να αποχρωματιστούν απο τους σλάβους αδελφούς τους και απόχτησαν τουρκίζοντα ονόματα. Οι μεταστραφέντες απολάμβαναν υπέρογκων προνομίων κι αυτά συνέτειναν να ανοίξει βαθύ χάσμα ανάμεσα σε λαούς κοινής καταγωγής, που άρχισαν από τότε να αποσπώνται από τις σλαβικές τους ρίζες και να προσλαμβάνουν την τουρκική κουλτούρα. Η ‘βαλκανιοποίηση’ υπήρξε ουσιαστικά μια ‘τουρκοποίηση’ σφετερισμού, χωρίς οργανική εξέλιξη, που επιβλήθηκε εκ των άνω από αυταρχικές δομές.
Ο Άντριτς συγκεντρώνει την προσοχή του σε αυτή την κρίσιμη εποχή για να εκθέσει ένα παρελθόν το οποίο, παρά την ασυνέχειά του, τη ρήξη του με μια συνεκτική ανάπτυξη, την απότομη και χωρίς μέτρο εισβολή του στα ήθη και έθιμα των εθνοτήτων αυτών των χωρών, αφομοιώθηκε τελικά στην καθημερινότητα αυτών των υπέροχων ανθρώπων, που έμαθαν να ζουν από κοινού κρατώντας με σεβασμό αποστάσεις αναμεταξύ τους, αλλά απέτυχαν να φτάσουν εκείνη τη σύνθεση που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να οικοδομήσουν πάνω σε κοινή συμφωνία κάτι σταθερά διαρκές όσο το γεφύρι του Βίσεγκραντ. Απαρνήθηκαν κοινές επιθυμίες που θα μπορούσαν να τους ενώσουν, προδόθηκαν σκληρά από τις ιδεολογικές ουτοπίες, με τραγική κατάληξη τη διάλυση αυτής της επιφανειακής ενότητας που επικρατούσε από τον καιρό της οθωμανικής κατοχής.
Το νερό δεν έπαψε να κυλάει κάτω από το γεφύρι του Βίσεγκραντ, παρασύροντας μαζί του τον χρόνο που σαν ποτάμι κυλά, αυτό το ποτάμι στο οποίο, κατά τη ηρακλείτεια ρήση, δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές γιατί «ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομέν τε και ουκ εμβαίνομεν, είμέν τε και ουκ είμεν» («Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε»). Η αδιάκοπη ροή του, η ασυνέχεια των πραγμάτων εκδηλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα όπως γύρω από το γεφύρι που ενώνει τη χριστιανική Σερβία με τη μουσουλμανική Βοσνία. Η πολυδάπανη βασιλεία του Σουλεϊμάν έλαβε τέλος, ο μέγας βεζίρης δολοφονήθηκε από έναν Βόσνιο μεταμφιεσμένο σε δερβίση, πολιτικοί εναλλάσσονταν διαδοχικά στην εξουσία, οι Τούρκοι οπισθοχωρούσαν μπροστά στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, μπροστά στους Γερμανούς που είχαν διαδεχτεί τους Αυστριακούς, οι αυτοκρατορίες κατέρρεαν, τα πάντα ρεί, όλα υποτάχτηκαν σε ένα διαρκές γίγνεσθαι, το καθετί μεταμορφωνόταν, τίποτα δεν έμενε αναλλοίωτο, καθετί υπόκειται σε αλλαγή, ακόμη και η αλλαγή η ίδια, όλα είναι και δεν είναι ταυτόχρονα.
Μολοντούτο, στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κατακλείδα κάθε ιστορικής περιόδου, το γεφύρι παραμένει, στέρεο, ανέπαφο, στωικά απαθές, αδιαφορώντας για τα ρεύματα του ποταμού και της ιστορίας, σταθερός μάρτυρας της αστάθειας των ανθρώπίνων πραγμάτων, ζώντας πέρα από τα όρια του κοινού χρόνου. Όμως, από την άλλη, οι καιροί είναι πάντα νέοι για το γεφύρι γιατί, στις μέρες μας ακόμη, σε πείσμα της παλαιότητάς του, η καρδιά του χτυπά στο ρυθμό του παρόντος. Το γεφύρι ορθώνεται καμαρωτό, περήφανο πάνω στο ποτάμι, κατ’ εικόνα εκείνου που το κυοφόρησε, του λαού που το κατασκεύασε και του συγγραφέα που το αποθανάτισε. Παρουσιάζεται στο βλέμμα ολονών σαν ειρωνική πρόκληση κατάντικρυ στις μεταβολές των εποχών, μυστηριώδες, τόσο δυσερμήνευτο όσο και όλα τα αρχαία μνημεία. Η αινιγματική του μορφή αποπνέει την ανεξερεύνητη μυστικότητά του, απαθές στις χαρές και τις λύπες που αφήνουν αδιάκοπα τα σημάδια τους πάνω στους ανθρώπους, όχι μονάχα ως ένα σύμβολο της πορείας μας πάνω στη Γη, αλλά το πέρασμα το ίδιο που θα μας βγάλει στην αντίπερα όχθη.
[1] «Άνδρα μοι έννεπε Μούσα πολύτροπον: αφηγήσου ω Μούσα τον άντρα τον πολυμήχανο». Οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι πρόκειται για έναν ξεχωριστό άντρα ονόματι Οδυσσέα και όχι για ένα όνομα γένους όπως Αδάμ, που περιλαμβάνει στη γενικότητά του το ανθρώπινο γένος, που δημιουργήθηκε μετά το αρχίνισμα του χρόνου.
[2] «Τα γεφύρια», μεταφρασμένο από τον Αλαίν Καππόν, Europe, ν. 960, Απρίλιος 2009.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο περιοδικό L’ atelier du roman, τ. 72, Δεκ. 2012 που εκδίδεται στο Παρίσι υπό τη διεύθυνση του Λάκη Προγκίδη. Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τ. 28, Μάρτιος- Απρίλιος 2015.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σωτήρης Γουνελάς
Εικόνα: Η ρίζα της οικογένειας Νεμάνια (Σερβία)
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.