Του Χρίστου Δάλκου
Εἶμαι ἀντίθετος στήν ἐπικέντρωση τῶν ποικίλης προέλευσης πυρῶν στό πρόσωπο τῆς κυρίας Ρεπούση, ἀπό τήν στιγμή πού ἀποδεικνύεται καθημερινά ὅτι ἔχει τήν ἀμέριστη ὑποστήριξη καί προώθηση τῆς ΔΗΜΑΡ. Καί ἡ πρόσφατη ἀγόρευσή της στήν Βουλή, ὅπου ἀποφάσισε πλήν τῶν δαφνῶν τῆς ἐθνικῆς ἱστορικοῦ νά διεκδικήσῃ καί αὐτές τῆς ἐθνικῆς γλωσσολόγου, θέτουν καθαρά τό δίλημμα στόν κ. Κουβέλη: Δέν μπορεῖ ἀπ᾿ τή μιά νά ὑπερασπίζεται τήν «Γλωσσική κληρονομιά» αὐτοῦ τοῦ τόπου κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη νά πριμοδοτῇ τά ἀναμασήματα ἀναμασημάτων τῆς μεταμοντέρνας γλωσσολογίας τά ὁποῖα ἀράδιασε μέ περισσό θράσος καί ἔπαρση ἡ ἐκπρόσωπος τοῦ κόμματος.
Ἀναφέρομαι στήν πλήρη ἀπαξίωση τῶν κατά Ρεπούση «νεκρῶν γλωσσῶν» (ἀρχαίας ἑλληνικῆς καί λατινικῆς), τῆς γραμματικῆς καί τῶν γραμματικῶν κανόνων συλλήβδην, καί στήν προβολή τοῦ μεταμοντέρνου ἰδεολογήματος τῆς «ἀποτελεσματικῆς» (ἤτοι χρησιμοθηρικῆς) διδασκαλίας τοῦ λόγου. Τά ἀναμασήματα τῆς κ. Ρεπούση περί κατανόησης καί παραγωγῆς «ἐμπρόθετων κειμένων» συνοψίζουν μέ ἀνατριχιαστική ἀκρίβεια τό ἰδανικό τοῦ μεταμοντέρνου, ἀγοραίου καπιταλισμοῦ, ὁ ὁποῖος συρρικνώνει τήν πάλαι ποτέ δυτική νοησιαρχία ἀποκλειστικά στήν χρηστική, «ἐπικοινωνιακή» της διάσταση.
Φυσικά στά φληναφήματα αὐτά περί ἀποτελεσματικοῦ ἁπλῶς λόγου δέν ἔχει θέση οὔτε ὁ ὀρθός λόγος, οὔτε ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, οὔτε ἡ ἀρετή, οὔτε ἡ ὀμορφιά, οὔτε ἡ ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπο ἤ τόν τόπο, οὔτε τό ἱστορικό παρελθόν –τοῦ γλωσσικοῦ συμπεριλαμβανομένου- οὔτε ἡ πίστη, οὔτε κἄν ἡ ψυχαγωγία, πόσῳ μᾶλλον ἡ ἀνθρωπιστική διαπαιδαγώγηση.
Γι᾿ αὐτήν τήν νεοταξικῆς προέλευσης «ἐμπρόθετη» ἀπερήμωση τοῦ ψυχικοῦ καί πνευματικοῦ τοπίου τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης δέν εὐθύνεται βέβαια άποκλειστικά ἡ ΔΗΜΑΡ, πολύ περισσότερο ἡ κ. Ρεπούση. Ἀντιγράφω ὡς πλέον χαρακτηριστικό τό παράθεμα [Πόσον η ζωή ήτο γλυκεία] ἀπό «Τὰ ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τοῦ βιβλίου τῆς Νεοελληνικής Γλώσσας τῆς Α΄ Γυμνασίου σ. 70: «[...] -Μας ήρθε, είπεν, η μυζήθρα, μυρωδάτη, αχνιστή. Την έφερε πεσκέσι το Ξενιώ, η μικρή τσούπα του Πατσοστάθη. Ύστερ᾿ από λίγο θα ᾿ρθη, λέει ο αφέντης της –δηλαδή ο πατέρας της- να μας φέρη, λέει, το κοκορέτσι, ψημένο, έτοιμο. Όσον διά τα δύο μπούτια θα μας τα φέρη, λέει, ωμά, για να τα ψήσουμε αργότερα εδώ.» [...]
Θά μοῦ πῆτε, δέν χαίρεσαι πού μπῆκε ὥς καί Παπαδιαμάντης στό βιβλίο τῆς γλώσσας τῆς Α΄ Γυμνασίου; Ὄχι, δέν χαίρομαι καθόλου, καί μάλιστα θά τούς συνιστοῦσα –παρ᾿ ὅλο πού κάποια ψυχή ὑποστηρίζει πώς δέν δικαιούμαστε οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι νά κάνουμε ὑποδείξεις στήν ἑλληνική πολιτεία- νά τό βγάλουν. Τό γιατί εἶναι προφανές: τό παπαδιαμαντικό κείμενο, στό ὁποῖο ὑπάρχουν ἀναφορές σέ μυζήθρα, κοκορέτσι, δύο μπούτια, τυρόπιττα, χλωρό τυρί κ.λπ., ἔχει συμπεριληφθῆ στήν ἑνότητα τοῦ βιβλίου «Φροντίζω για τη διατροφή και την υγεία μου» (ἀκολουθεῖται μάλιστα ἀπό μιά διαφήμιση για «Αγνά βιολογικά προϊόντα»). Αυτό εἶναι τό ἀπαίσιο πρόσωπο τοῦ «ἐκσυγχρονιστικοῦ» μεταμοντέρνου καπιταλισμοῦ, αὐτή ἡ στέγνια ψυχῆς πού μετασκευάζει λάθρα τά ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια σέ ἀρνίσια μπούτια, πού παίρνει τήν «ἀλήθεια» τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ τήν κάνει «λιῶμα», κατά τήν προσφυᾶ σαββοπούλεια ἔκφραση.
Ἀλλά αὐτή ἡ στέγνια ψυχῆς ἀνιχνεύεται καί στούς λόγους ὅλων, λίγο πολύ, τῶν κομμάτων: Τί νά πῇ αἴφνης κανείς γιά τήν ἄκρως νοησιαρχική καί οἰκονομίστικη «ταξική» ἀνάλυση τοῦ κ. Λαμπρούλη τοῦ ΚΚΕ, μέ τίς μονομανεῖς ἀναφορές στό κεφάλαιο καί τήν ἐργατική τάξη; Ἔχει προβληματιστῆ τό ΚΚΕ γιά τό ἐνδεχόμενο νέ ἔχει πέσει θῦμα μιᾶς ἐξόφθαλμα τροτσκιστικῆς παρέκκλισης, ἀφοῦ στίς ἀναφορές του σέ ζητήματα παιδείας καί γλώσσας ἀπουσιάζει παντελῶς ἡ ἔννοια τοῦ πολιτισμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ; Ἤ δέν βλέπει τό τί γίνεται γύρω του;
Τούς πληροφοροῦμε λοιπόν ὅτι βρίσκεται σέ ἐξέλιξη μιά πολυεπίπεδη ἐπίθεση κατά τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, κατευθυνόμενη ἀπό τό διεθνές κεφάλαιο καί τούς ντόπιους ὑποτακτικούς του, πού θέλει νά ἐξαφανίσῃ τίς ἐθνικές ἰδιαιτερότητες (τῶν γλωσσικῶν καί θρησκευτικῶν συμπεριλαμβανομένων), μέ τόν ἴδιο τρόπο πού οἱ πολυεθνικές γυρεύουν νά ἐξαλείψουν τούς παλαιούς σπόρους καί νά ἐπιβάλουν παντοῦ τά ἄθλια μεταλλαγμένα τους προϊόντα. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ εἰσαγωγή τῆς ἀγγλικῆς ἀπό τήν πρώτη δημοτικοῦ, ἡ ἀντικατάσταση τῶν ἑλληνικῶν ὅρων μέ ἀγγλικούς (στόν ἀθλητισμό, στήν οἰκονομία, στά ΜΜΕ, κ.λπ.), ἡ ὑπερφόρτωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος μέ συγκριτικά ὑπέρογκο ἀριθμό ἀποφοίτων ξενογλώσσων τμημάτων, καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα οἱ ποικιλότροπες ἐπιθέσεις κατά τοῦ σχεδόν μοναδικοῦ καί ἀδιαμφισβήτητου συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος πού εἶναι ἡ γλῶσσα καί ἡ γραμματειακή μας παράδοση.
Κι ἀντί νά προβληματιζώμαστε γιά τό πῶς θά οἰκειωθοῦμε καί θά ἀξιοποιήσουμε αὐτήν τήν παράδοση, στήν ὁποία δέν περιλαμβάνεται μόνο ἡ ἀρχαία ἀλλά καί ἡ μεσαιωνική καί ἡ νεώτερή μας γλωσσική / γραμματειακή κληρονομιά, καθόμαστε καί ἀκοῦμε παθητικά, σχεδόν ἀδιάφορα –γιά νά μήν πῶ χαιρέκακα- τούς τριγμούς τῶν ριζῶν τοῦ ὑπερτρισχιλιετοῦς δέντρου τῆς γλώσσας μας πού πριονίζουν μεθοδικά τά «ριζοσπαστικά» φερέφωνα τοῦ νεοταξικοῦ καπιταλισμοῦ, εἴτε τό ξέρουν, εἴτε δέν τό ξέρουν. Εἶναι σάν νά διαθέτῃς πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου κι ἐσύ νά ἀρνῆσαι νά τό χρησιμοποιήσῃς μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν πίνεται.
Δέν πρόκειται γιά προφανῆ ἠλιθιότητα;
Ανάρτηση από:http://ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.