Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

To δώρο της σχέσης


από Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Τι εί­ναι αυτό το βι­βλίο;

Κά­πως έτσι, αν σή­μερα θέτω στον ε­αυτό μου το ε­ρώ­τημα γι­ατί έ­γραψα αυτό το βι­βλίο, η α­πάν­τηση βρί­σκε­ται σ’ αυτή την προ­σω­πική ι­στο­ρία που μό­λις κα­τέ­θεσα –με μια δόση συ­στο­λής ο­μο­λογώ. Αυτή η βι­ω­μένη εμ­πει­ρία που μπο­ρεί και α­πο­κα­λύ­πτε­ται, που μοι­ρά­ζε­ται και «κοι­νω­νεί­ται», εί­ναι πάντα μια ευ­και­ρία, μια κλήση για Σχέση. Εί­ναι μια ευ­α­λω­τό­τητα που δεν κοι­τάει να κρυ­φτεί, αλλά ψά­χνει να βρει τον χώρο να ε­κτε­θεί και να μι­λή­σει. Όχι α­πλά για ν’ α­να­κου­φι­στεί, αλλά για ν’ α­πο­κα­τα­στα­θεί σ’ αυτό που πρα­γμα­τικά εί­ναι: σε Δύ­ναμη.

Να, λοι­πόν, ο κατ’ αρ­χήν σκο­πός αυ­τού του βι­βλίου: να υ­πο­στη­ρί­ξει την α­πο­κα­τά­σταση της τόσο υ­πο­τι­μη­μέ­νης αν­θρώ­πι­νης, υ­παρ­ξι­α­κής ευ­θραυ­στό­τη­τάς μας μέσα από την εμ­πει­ρία της Σχέ­σης. Πιο συγ­κε­κρι­μένα, ό­πως φαί­νε­ται κι από τον υ­πό­τιτλο, έ­χει σκοπό να σε βο­η­θή­σει να χα­ρείς το δώρο της σχέ­σης, αλλά και να το χα­ρί­σεις στους α­γα­πη­μέ­νους σου άλ­λους. Υ­πάρ­χει ό­μως και μια, μάλ­λον α­δι­ό­ρατη, πο­λι­τική σκο­πι­μό­τητα. Κα­θώς στο συλ­λο­γικό πε­δίο η δύ­ναμη του κυ­ρί­αρ­χου οι­κο­νο­μικο-πο­λι­τικο-κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος έγ­κει­ται στην ι­κα­νό­τητά του να δι­α­λύει τις σχέ­σεις, ε­ξα­το­μι­κεύ­ον­τας με α­κραίο τρόπο την αν­θρώ­πινη ύ­παρξη και «που­λών­τας» τη μη-σύν­δεση ως α­νε­ξαρ­τη­σία-δή­θεν ε­λευ­θε­ρία, η α­πο­κα­τά­σταση των Σχέ­σεων ί­σως και να εί­ναι μια βα­θιά πο­λι­τική ε­πα­να­στα­τική πράξη!

Από την άλλη, στο ε­ρώ­τημα τι εί­ναι αυτό το βι­βλίο, θα έ­λεγα κά­πως ί­σως «ποι­η­τικά» ότι όσο κι αν θέλω να μι­λάει για τη Σχέση, νο­μίζω πως τε­λικά μι­λάει α­πλώς για φύλλα, τα φύλλα ε­νός δέν­τρου που χρό­νια τώρα με­γα­λώ­νει μέσα στον κα­θένα μας. Στους κύ­κλους των ε­πο­χών του το δέντρο ρί­χνει τα φύλλα του, άλλα ξερά και κί­τρινα κι άλλα α­κόμη ζω­ηρά και πρά­σινα. Άλλα ώ­ριμα κι άλλα ά­γουρα α­κόμη συ­νω­θούν­ται στη σκιά του και μέ­χρι κά­ποιος ά­νε­μος να τα πά­ρει, μπο­ρείς να κα­τα­λά­βεις πως εί­ναι φύλλα του συγ­κε­κρι­μέ­νου δέν­τρου.

Ύ­στερα, κά­ποιος ε­ρω­τευ­μέ­νος μπο­ρεί να τα κλωτσά κα­θώς πε­ρι­μέ­νει με α­νυ­πο­μο­νη­σία, κά­ποιος κα­θα­ρι­στής μπο­ρεί να τα α­πο­μα­κρύ­νει με τη φυ­σούνα του ή έ­νας πιτ­σι­ρι­κάς να τα μα­ζέψει α­παλά και προ­σε­κτικά για το φυ­το­λό­γιο του σχο­λειού του. Η χρήση, θέλω να πω, που ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται κάθε φορά στα φύλλα εί­ναι ε­κτός της δι­και­ο­δο­σίας τους.

Τα φύλλα σκορ­πί­ζον­ται δε­ξιά κι α­ρι­στερά, πέ­φτουν με τα μού­τρα σε κάτι που μοι­ά­ζει με α­προσ­δι­ο­ρι­στία αλλά, παρ’ όλα αυτά, κου­βα­λούν α­κόμη κάτι από την τάξη ή την α­τα­ξία του δέν­τρου πάνω στο ο­ποίο α­να­πτύ­χθη­καν –ό­πως τα μι­κρά παι­διά, αν με εν­νο­είς.

Ί­σως τα φύλλα να εί­ναι μι­κρά α­πο­σπά­σματα α­γά­πης που ε­πι­ζη­τούν να συ­ναν­τη­θούν. Γι’ αυτόν τον λόγο νομίζω ότι το βι­βλίο αυτό έ­χει μια δομή φυλ­λω­σιάς –δη­λαδή, με­γάλα κλα­διά-ε­νό­τη­τες ή κε­φά­λαια γε­μάτα φύλλα και ξα­φνικά, κά­που ε­κεί α­νά­μεσα, να ’σου κι ένα μι­κρό κλα­δάκι ή κάμ­ποσα μι­κρά α­σή­μαντα ξε­χα­σμένα φυλ­λα­ρά­κια που μοι­ά­ζουν σαν να εί­ναι κά­πως ά­σχετα, πα­ρα­πε­τα­μένα δε­ξιά κι α­ρι­στερά. Κι όσο κι αν τα με­γάλα κλα­διά εί­ναι γε­νι­κώς ελ­κυ­στικά –στη συγ­κε­κρι­μένη πε­ρί­πτωση αυτό βέ­βαια το κρί­νει ο α­να­γνώ­στης– εν τού­τοις η πρό­ταση που κο­μί­ζει ετούτο το βι­βλίο εί­ναι ότι α­κόμη κι ένα τόσο δα μι­κρό φυλ­λα­ράκι, τέσ­σε­ρις λέ­ξεις σε μια πρό­ταση δη­λαδή, μπο­ρεί ν' α­ξί­ζει όσο έ­νας τό­νος θε­ω­ρίας! Γι­ατί το κοί­τα­γμα σ’ αυτό το πα­ρα­πε­τα­μένο φυλ­λα­ράκι, ο στο­χα­σμός πάνω του, μπο­ρεί να ξυ­πνάει ο­λό­κληρο το δικό σου ε­σω­τε­ρικό δέν­τρο. Με τον ί­διο τρόπο που ένα φύλλο εμ­πε­ρι­έ­χει και συμ­πυ­κνώ­νει ένα κομ­μάτι του ου­ρα­νού, του νε­ρού, της γης, του ή­λιου, των άλ­λων δέν­τρων ή των αν­θρώ­πων που κά­ποτε το φύ­τε­ψαν ή έ­κα-τσαν στη σκιά του. Αυτό προ­τείνω και στον/στην α­να­γνώ­στη/τρια: να κά­νει, όσο μπο­ρεί, μι­κρές στά­σεις, κα­θώς δι­α­τρέ­χει τα κε­φά­λαια του βι­βλίου, και να πά­ρει α­νά­σες στο­χα­σμού ψη­λα­φών­τας τα μι­κρά φυλ­λα­ρά­κια που ξε­πε­τά­γον­ται εδώ κι ε­κεί.

Στο βι­βλίο αυτό οι έν­νοιες Σχέση, Έ­ρω­τας, Α­γάπη, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται σαν να μην έχουν κα­μία δι­α­φορά, παρ’ όλο που ό­λοι αν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τις λε­πτές ή ου­σι­ώ­δεις δι­α­φο­ρε­τι­κές ποι­ό­τη­τες που ξε­χω­ρί­ζουν τις συγκεκριμένες έν­νοιες. Ό­μως, στό­χος του βι­βλίου εί­ναι να μι­λή­σει για τη Σύν­δεση που α­πο­τε­λεί το θε­με­λι­ακό υ­πο­στύ­λωμα ό­λων των πα­ρα­πάνω εν­νοιών. Άρα, πρό­κει­ται για μια γραφή που α­να­φέ­ρε­ται στις αν­θρώ­πι­νες Συν­δέ­σεις –πώς συγ­κρο­τούν­ται και γι­ατί δι­α­λύ­ον­ται.

Αυτή η έν­νοια της Σύν­δε­σης, ό,τι οι αγ­γλο­σά­ξο­νες ο­νο­μά­ζουν connection, προ­σο­μοι­ά­ζει πολύ με ό,τι στο συμ­παν­τικό πε­δίο ο­ρί­ζουμε ως δύ­ναμη της βα­ρύ­τη­τας. Εί­ναι αυτή που κά­νει τα φύλλα να πέ­φτουν αλλά ε­πί­σης και η ίδια –κατά κά­ποιον τρόπο– που τα συγ­κρα­τεί. Η βα­ρύ­τητα συγ­κρα­τεί ε­νω­μένο τον γα­λα­ξία, δι­α­περνά τους πλα­νή­τες, α­κόμη και το αν­θρώ­πινο σώμα και, χά­ρη στο «δώρο» της, μπο­ρούμε να περ­πα­τάμε πάνω στη γη. Χω­ρίς τη βα­ρύ­τητα δεν θα υ­πήρχε η ζωή ό­πως τη γνω­ρί­ζουμε σή­μερα, α­φού θα ή­ταν α­δύ­νατη η τρο­χιά της Γης και των υ­πό­λοι­πων πλα­νη­των –δεν θα υπήρχε ούτε η τρο­χιά του φεγ­γα­ριού ούτε καν οι πα­λίρ­ροιες. Ό­πως γρά­φει ένα ε­πι­στη­μο­νικό άρ­θρο, «η λει­τουρ­γία πολ­λών σύγ­χρο­νων μη­χα­νών και συ­σκευών ε­ξαρ­τά­ται από τη βα­ρύ­τητα. Για πα­ρά­δει­γμα, με τη βο­ή­θεια της βα­ρύ­τη­τας έ­χουμε τη δυ­να­τό­τητα να πα­ρά­γουμε η­λε­κτρικό ρεύμα από τα υ­δρο­η­λε­κτρικά ερ­γο­στά­σια. Α­κόμα, ένα ρο­λόι που λει­τουρ­γεί με εκ­κρε­μές, βα­σί­ζει τη λει­τουρ­γία του στη δύ­ναμη της βα­ρύ­τη­τας για τον υ­πο­λο­γι­σμό του χρό­νου. Ο τε­χνη­τός ο­ρί­ζον­τας στα α­ε­ρο­σκάφη κι άλλα ι­πτά­μενα μέσα προ­κύ­πτει από ε­φαρ­μογή της δύ­να­μης της βα­ρύ­τη­τας για να α­πει­κο­νί­ζει την κλίση του α­ε­ρο­πλά­νου. Τέ­λος, οι τε­χνη­τοί δο­ρυ­φό­ροι εί­ναι και αυ­τοί μια ε­φαρ­μογή της βα­ρύ­τη­τας». Ο κό­σμος μας ε­ξαρ­τά­ται από τη βα­ρύ­τητα που έ­χει ένα μο­να­δικό χα­ρα­κτη­ρι­στικό, σε σύγ­κριση με τις άλ­λες δυ­νά­μεις στο σύμ­παν. Η βα­ρύ­τητα δεν έ­χει διττή φύση, δη­λαδή μόνο έλ­κει, δεν α­πω­θεί.

Βάλτε τώρα στη θέση της λέ­ξης «Βα­ρύ­τητα» τη λέξη «Σύν­δεση», ή τη λέξη «Α­γάπη», ή τη λέξη «Έ­ρω­τας», ή τη λέξη «Σχέση» και θα κα­τα­λά­βετε τι θέλω να πω. Η α­γάπη έλ­κει, δεν α­πω­θεί. Ο έ­ρω­τας έλ­κει, δεν α­πω­θεί. Η σχέση έλ­κει, δεν α­πω­θεί. Ή, με άλλα λό­για, ό­πως συμ­βαί­νει και με τη βα­ρύ­τητα στο σύμ­παν, που χά­ρη στην έλξη της τα ου­ρά­νια σώ­ματα υ­πάρ­χουν και κι­νούν­ται, έτσι και με την Α­γάπη, τον Έ­ρωτα, τη Σχέση, τη Σύν­δεση. Η βα­ρύ­τητα τε­λικά, ό­πως και τα «συ­νώ­νυμά» της, εί­ναι ένα δώρο ζωής, ένα υ­παρ­ξι­ακό δώρο, δι­α­θέ­σιμο στον κα­θένα μας κάθε στι­γμή. Κι έ­χει λίγο πλάκα και μπό­λικη θλίψη ότι στην κοι­νω­νία της στέ­ρη­σης του δώ­ρου, στην κοι­νω­νία της μη-σχέ­σης που ζούμε, υ­πάρ­χουν ε­κα­τομ­μύ­ρια άν­θρω­ποι που α­γο­ρά­ζουν δε­κά­δες φθηνά κα­τα­να­λω­τικά προ­ϊ­όντα από το δι­α­δί­κτυο, μόνο και μόνο για να νι­ώ­σουν τη συγ­κί­νηση του α­νοί­γμα­τος ε­νός πα­κέ­του, ε­νός δώ­ρου.

Μι­λών­τας για δώρα, φαν­τά­στηκα κά­ποτε τον κα­τε­ξο­χήν Ά­γιο των Δώ­ρων, τον Αϊ-Βα­σίλη, να λέει κά­πως συ­νω­μο­τικά στα παι­δά­κια: «Κάτσε τώρα εδώ, να μου πεις ποιος σ’ εκ­παί­δευσε να νο­μί­ζεις ότι έ­χεις πρα­γμα­τικά α­νάγκη ό­λες αυ­τές τις μα­λα­κίες που μου ζη­τάς»!

Γι­ατί, αν το δώρο γε­νικά εί­ναι μια ευ­και­ρία να προ­σεγ­γί­σουμε τον άλλο, να τον κα­τα­λά­βουμε και να τον εν-συ­ναι­σθαν­θούμε, το δώρο της σύν­δε­σης, το δώρο της σχέ­σης, δεν εί­ναι α­πλά μια ευ­και­ρία, εί­ναι το ί­διο το γε­γο­νός της σύν­δε­σης, το ί­διο το γε­γο­νός της σχέ­σης. Και με την έν­νοια αυτή εί­ναι ένα δώρο στο τε­τρά­γωνο.

Αν έ­χουν μιαν α­ξία τα αν­τι­κεί­μενα των δώ­ρων, αυτή έγ­κει­ται στο ότι εί­ναι πυ­ρο­δό­τες της μνή­μης και των συ­ναι­σθη­μά­των που τα συ­νο­δεύ­ουν. Και μά­λι­στα, ούτε καν τα ί­δια τα αν­τι­κεί­μενα, αλλά οι συμ­βο­λι­σμοί των αν­τι­κει­μέ­νων εί­ναι ι­κα­νοί για μια τέ­τοια α­να­βί­ωση. Κά­πως έτσι, μπο­ρείς να σπρώ­χνεις το και­νούρ­γιο σου πο­δή­λατο με το ένα χέρι και με το άλλο ν’ α­να­ζη­τάς εύ­λογα το χέρι του πα­τέρα σου, ενώ το μάτι σου α­να­ζητά πα­ρα­ξε­νε­μένο τις βο­η­θη­τι­κές ρό­δες που δεν υ­πάρ­χουν πια. Κι ύ­στερα, αν τύ­χει και ξε­μα­κρύ­νεις λίγο από το σπίτι, α­κούς τη φωνή της μά­νας σου να σε μα­λώ­νει. Στο τέ­λος, λες στον ε­αυτό σου, έλα ρε με­γα­λώ­σαμε πια, και κά­πως, προσώ­ρας, η­συ­χά­ζεις.

Αλλά η Σύν­δεση –και όλα τα «συ­νώ­νυμά» της– ως δώρο εί­ναι πολύ-πολύ πε­ρισ­σό­τερα από το αν­τι­κεί­μενο του δώ­ρου. Γι­ατί η σύν­δεση σε με­τα­μορ­φώ­νει στο υ­πο­κεί­μενο του δώ­ρου. Το δώρο της σύν­δε­σης «κά­νει» τους αν­θρώ­πους δώρα, δη­λαδή δώρα προς στον ε­αυτό τους και προς τους άλ­λους.

Εντού­τοις, και παρά την κά­πως λο­γο­τε­χνί­ζουσα ει­σα­γωγή, συμ­πε­ρι­λά­βαμε εδώ και κάμ­πο­σες δό­σεις θε­ω­ρίας από δι­ά­φορα ε­πι­στη­μο­νικά πε­δία της Ψυ­χο­λο­γίας, τα ο­ποία κρί­θη­καν α­πα­ραί­τητα για να μπο­ρούμε να ε­ξη­γή­σουμε πολ­λές σχε­σι­α­κές μας συμ­πε­ρι­φο­ρές και άρα, να τις αλ­λά­ξουμε. Για τον λόγο αυτό θα πα­ρα­κα­λούσα τον πι­θανά μη ε­ξοι­κει­ω­μένο α­να­γνώ­στη να μη βι­α­στεί να τις προ­σπε­ρά­σει, γι­ατί στη συ­νέ­χεια του βι­βλίου θα αν­τι­λη­φθεί την, συ­χνά λυ­τρω­τική, ση­μα­σία τους.

Το βι­βλίο αυτό, ε­πί­σης, δεν εί­ναι ένα βι­βλίο «αυ­το­βο­ή­θειας», σαν αυτά που κατά κό­ρον προ­σφέ­ρει ως α­να­κου­φι­στικά γλυ­καν­τικά η σύγ­χρονη ποπ κουλ­τούρα του «να εί­σαι ο Ε­αυ­τός σου… κ.λπ.»! Εί­ναι ό­μως ένα εγ­χει­ρί­διο που φι­λο­δο­ξεί να βο­η­θή­σει ν’ αν­τι­λη­φθούμε τι –στο α­το­μικό και στο συλ­λο­γικό ε­πί­πεδο– μας εμ­πο­δί­ζει να σχε­τι­στούμε με ι­κα­νο­ποι­η­τικό τρόπο, αλλά και πώς μπο­ρούμε να ά­ρουμε τα εμ­πό­δια αυτά. Ι­δι­αί­τερα στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο πα­ρου­σι­ά­ζουμε α­να­λυ­τικά ε­ρω­τη­μα­το­λό­για, με βάση τα ο­ποία ο α­να­γνώ­στης μπο­ρεί ν' α­να­κα­λύ­ψει ε­ξαι­ρε­τικά ση­μαν­τικά πρά­γματα για τον τρόπο με τον ο­ποίο, τόσο αυ­τός όσο και ο/η σύν­τρο­φός του, έ­χει α­συ­νεί­δητα «εκ­παι­δευ­τεί» να σχε­τί­ζε­ται.

Εί­μαι σί­γου­ρος πως δεν εί­ναι α­νάγκη να δι­α­βά­σει κα­νείς αυτό το βι­βλίο για να σκε­φτεί πως εί­ναι ώρα για σχέ­σεις, α­κρι­βώς γι­ατί όλα δεί­χνουν πως το μέλ­λον θα έ­χει πολύ ξη­ρα­σία, ο­πότε –πα­ρα­φρά­ζον­τας τον ποι­ητή– πρέ­πει να πά­ρουμε μαζί μας Σχέ­σεις! Με άλλα λό­για, θέλω πολύ να σου πω πως εί­ναι τώρα μια καλή ευ­και­ρία ν’ α­φή­σεις στην ά­κρη τους ε­γω­ι­σμούς, τις κα­χυ­πο­ψίες, τις πι­κρίες και τ’ άλλα εμ­πό­δια. Να α­να­λά­βεις εσύ το «ρί­σκο» να κα­λέ­σεις ό­ποι­ους θέ­λεις να μι­λή­σεις, να στεί­λεις εσύ ε­κείνο το μή­νυμα που δεν έ­λα­βες, α­κόμα και σ’ ε­κεί­νους που δεν τους έ­χεις εσύ α­νάγκη, αλλά ε­κεί­νοι. Με μια τέ­τοια ε­νέρ­γεια το βι­βλίο αυτό θα είχε δι­και­ω­θεί, α­κόμη κι αν δεν το δι­ά­βα­σες ποτέ!

ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/dvros-schesis-vivlio/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR1_JVRrmR04dBSeMkAgpp0hASvIvL34KE7Zurfqj5PPxKRm8XE6jFE65LM_aem_IvT5N0FfHzTKVK5KT2ARpQ
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.