του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ
Αγαπητέ Διονύση
Μου δίνεις την αφορμή, μια και δεν έγραψα τίποτε για την πρόσφατη εκδημία του φίλου Χρήστου Γιανναρά, να διευκρινίσω κάποια σημεία σχετικά με ορισμένες πλευρές του έργου του αλλά και τις κρίσεις που περιέχει το δικό σου κείμενο. Είναι αλήθεια, ότι δεν μπορεί κανείς σε λίγες σελίδες να καλύψει τα θέματα, καθώς ο Χ.Γ. απλώθηκε σε ποικίλες περιοχές όχι μονάχα θεολογικές αλλά και φιλοσοφικές και πολιτικές. Ωστόσο, μένω μέσα στις δικές σου προκείμενες.
Πολλοί, όπως κι εσύ, υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ο Χ.Γ. διηύρυνε την θεολογική περιοχή όπως ίσως κανείς άλλος στα χρόνια του, και άνοιξε διάλογο ουσίας με φιλοσόφους και θεωρητικούς Έλληνες και προπαντός ξένους. Αλλά υπάρχουν ζητήματα. Εδώ και χρόνια όταν γίνεται λόγος για Θεολογία με κεφαλαίο ή μικρό γράμμα, το βάρος πέφτει στην επιστημονική θεολογία και τους επιστήμονες θεολόγους παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια από πρόσωπα όπως ο Ν. Νησιώτης, ο Π. Νέλλας, και γενικότερα η λεγόμενη θεολογία του 60 να «γυρίσουμε» στην πατερική θεολογία και να εμπνευστούμε από αυτήν προωθώντας μια αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών που στο πέρασμα των αιώνων είχαν παρανοηθεί, παραμορφωθεί ή διαστρεβλωθεί. Υπογράμμιζαν έτσι τη σημασία της αποκαλυπτικής θεολογίας και του χαρίσματος. Και συνέδεαν την θεολογία με το εκκλησιαστικό γεγονός.
Ο Χ.Γ. παρά το ότι διαλέχθηκε με σειρά Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, και μάλιστα με τον Χαϊντέγγερ, δεν άφησε στο περιθώριο ούτε λησμόνησε την περίπτωση Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και τον αποφατισμό του (βλέπε και το βιβλίο του Χαιντέγγερ και Αρεοπαγίτης) που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με το σύνολο των πατερικών θεωρήσεων.
Ο Γιανναράς έχει επιμείνει στο θέμα του αποφατισμού τον οποίο βρίσκει ότι κατοικεί και τον αρχαίο προχριστιανικό λόγο καθώς γράφει στο βιβλίο του Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική, στο κεφάλαιο «Ορθολογισμός και αποφατισμός» (σ. 181) σημειώνοντας ότι η αρχαία ελληνική σκέψη χαρακτηρίζεται από
«μια γενικότερη αποφατική στάση…που αρνείται να εξαντλήσει τη γνώση στη διατύπωσή της, επομένως αρνείται και να επαληθεύσει τη γνώση μόνο με τον έλεγχο της ορθής διατύπωσης» (σ. 185).
Εννοεί ότι οι αρχαίοι (ενν. φιλό-σοφοι) χωρίς να αυτονομούν τρόπους και μεθόδους λογικής επεξεργασίας των συλλογισμών «δεν εξαντλούν την αλήθεια στην ορθότητα της διατύπωσης», κλείνοντας έτσι την αλήθεια σε γνωσιολογικά σχήματα, όπως άρχισαν να κάνουν οι σχολαστικοί και συνέχισαν οι νεώτεροι δυτικοί.
Με μια φράση, ήδη από τους αρχαίους φιλο-σόφους η αλήθεια δεν κλείνεται σε συλλογισμούς ορθού λόγου (πόσο μάλλον της ratio). Αυτό εκφράζεται στην «ταύτιση του αληθεύειν με το κοινωνείν» που ο Χ.Γ. ανέφερε με κάθε ευκαιρία. Μέσα στον Ηράκλειτο διαφαίνεται η πραγματικότητα μιας τέτοιας ταύτισης όπου το κοινωνείν έχει «το νόημα καταρχήν της μετοχής στη λογικότητα που είναι δεδομένη: υπάρχει αντικειμενικά ως λόγος άρθρωσης και λειτουργίας του σύμπαντος». Ο άνθρωπος μετέχει σ’ αυτό τον λόγο ενεργητικά δια του «κοινού λόγου» που τον κατοικεί. Έτσι εξασφαλίζεται η πρόσβαση του ανθρώπου στην αλήθεια, είναι κριτήριον αλήθειας. Τι σημαίνουν αυτά; Σημαίνουν ότι έτσι δεν έχουμε αντικειμενοποίηση της αλήθειας, ούτε υποταγή της στην «ατομική διάνοια» αλλά γεγονός στο οποίο μετέχουμε με τον τρόπο του «κοινού λόγου». Η ίδια η φύση του «κοινού λόγου» μας υπαγορεύει αυτό τον τρόπο, και αυτή η μέθεξη μας φέρνει στην αλήθεια.
Εάν τώρα περάσουμε από τον αρχαιοελληνικό «κοινό λόγο» και την αλήθεια του στον σαρκωμένο Λόγο της χριστιανικής παράδοσης έχουμε προχωρήσει ακόμη πιο πέρα. Έχουμε την Αλήθεια σε Πρόσωπο και έχουμε μέσω της μέθεξης σ’ Αυτήν, την κλήση να υπερβούμε τον εαυτό-και μάλιστα τον εγωτικό εαυτό- και να εμβαθύνουμε στο νόημα της Αγάπης.
Γράφεις ότι ο Χ.Γ. συγκρίνει
«τον αποφατισμό των Βυζαντινών Πατέρων με έμφαση στα Αρεοπαγητικά συγγράμματα και αφετέρου στην καταγγελία από τον Μάρτιν Χάιντεγγερ της λεγόμενης οντοθεολογίας, δηλαδή μιας θεολογίας που δεν είναι αρκετά μεγαλειώδης προκειμένου να προσεγγίσει το Θεό, καθώς τον εκδέχεται ως ένα επιμέρους ον μεταξύ πολλών, ακόμη κι αν θεωρείται ως πρώτη αιτία ή ως έσχατος σκοπός».
Εδώ στεκόμαστε. Έχει σημασία η «έμφαση στο Αρεοπαγητικά συγγράμματα» γιατί σ’ αυτά ο Διονύσιος λέει απροκάλυπτα ότι η Θεολογία δεν μπορεί παρά να ακολουθεί την αποφατική οδό αν θέλει να είναι τέλεια. Μάλιστα ο Λόσσκυ που αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο του Η μυστική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας, γράφει ότι
«Ο αποφατισμός δεν είναι απαραιτήτως μια θεολογία της έκστασης. Είναι πρωτίστως μια διάθεση του πνεύματος που αρνείται να σχηματίσει έννοιες για το Θεό∙ αυτό αποκλείει σταθερά κάθε θεολογία αφηρημένη και καθαρά διανοητική, που θα ήθελε να προσαρμόσει στην ανθρώπινη σκέψη τα μυστήρια της θείας σοφίας∙ είναι μια υπαρξιακή στάση που επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο: δεν υπάρχει θεολογία έξω από την εμπειρία πρέπει να μεταβληθούμε, να γίνουμε καινοί άνθρωποι».
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής θεολογίας, μετ. Σωτήρη Γουνελά, δες στην εισαγωγή το κείμενο του Λόσσκυ σ. 32, Αρμός, Σειρά «Γέφυρες», 2002.
Ωστόσο, σχετικά με την κριτική του Χάιντεγγερ ότι η χριστιανική θεολογία βάζει τον Θεό ανάμεσα στα άλλα όντα, που το βρήκε αυτό; Υπάρχει κάτι τέτοιο στους Καππαδόκες, στον Αρεοπαγίτη, στον Άγιο Μάξιμο; Ισχύει μάλιστα για όλους η διατύπωση Γρηγορίου του Θεολόγου για την Θεολογία: «αλιευτικώς και ουχί αριστοτελικώς», δεν γίνεται Θεολογία με συλλογισμούς λέει. Οπότε αμέσως τίθεται το ερώτημα: το τήρησε αυτό ο Θωμάς Ακινάτης; Δεν έβαλε τον Αριστοτέλη στη θεολογία του, μετατρέποντάς την σε φιλοσοφία; Και φυσικά συνακόλουθα πρέπει να ρωτήσουμε: δεν είναι μια απέραντη εννοιολόγηση η δυτική θεολογία και η φιλοσοφία που την συνόδευσε ή την διαδέχτηκε; Από που κι ως που θα συλλάβουμε θεία διάσταση χωρίς Αποκάλυψη και χωρίς μετοχή στο μυστηριακό γεγονός της Ενανθρώπησης; Δεν γίνεται από μια στιγμή και ύστερα η θεολογία μια διαλεκτική ιδεών;
Όταν λοιπόν καταπιάνεσαι να παραλληλίσεις το έργο του με τους Ευρωπαίους φιλοσόφους (ή και θεολόγους;) αν δεν επισημανθούν αυτές οι παράμετροι οι αναγνώστες χάνουν το πιο ουσιαστικό της περίπτωσης Γιανναρά στην σταθερή αντιπαράθεσή του με τους δυτικοευρωπαίους στοχαστές. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι η προσπάθειά του να βρει αναλογίες (ή συνεχιστές) ανάμεσα αρχαιοελληνικό αποφατισμό και φυσικά Πατέρες, από τη μία, και Ευρωπαίους φιλοσόφους, από την άλλη, τελεσφόρησε. Υπάρχει σταθερά το εξής πρόβλημα: μπορώ στον αιώνα τον άπαντα να εννοιολογώ και να παραθέτω αφθονία συλλογισμών για τα πάντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγγίζω τη διάσταση εκείνη που υπογραμμίζουν οι αρχαίοι ως «Λόγο αρμονιστή του Σύμπαντος» ή ως σαρκωμένο και ενανθρωπήσαντα. Ειδικά χωρίς τον δεύτερο δεν υπάρχει πατερική θεολογία (στην περίπτωση των Πατέρων ο καθένας τους είναι εραστής του Χριστού στη θέση του αρχαίου που είναι εραστής της σοφίας). Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις –τη σύνδεση και την συνέχεια πατερικής θεολογίας και σύγχρονης– τι νόημα θα είχε η αντιπαράθεση που προωθούσε ο Χ.Γ. απέναντι στον δυτικό ορθολογισμό, τη νοησιαρχία, τον σχολαστικισμό (εδώ και ο Αυγουστίνος), τον καρτεσιανισμό, και ό,τι άλλο έβαζε τη σκέψη (τον ανθρωποκεντρισμό) στη θέση της ύπαρξης; Γιατί, ας μη λησμονούμε, ότι ο Χ.Γ. επέμενε σταθερά σε αυτό:
«…κάθε άνθρωπος είναι μια προσωπική ύπαρξη που μπορεί να υποστασιάσει τη ζωή ως αγάπη, δηλαδή ως ελευθερία από τους περιορισμούς της κτιστής του φύσης, ως ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα – όπως και ο άκτιστος Θεός».
Χρ. Γιανναράς, «Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις», Σύναξη, τ. 2, Άνοιξη 1982, σ. 40.
Για τα υπόλοιπα, και δη τον «νέο ελληνισμό», μια άλλη φορά.
Σ.Γ.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.