Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

30 χρόνια από την Αναγνώριση της Γενοκτονίας. Που βρισκόμαστε και που πάμε;

 


Του Ιάσονα-Σταύρου Γαβριηλίδη*


Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από την ελληνική Βουλή υπήρξε ένα κατεξοχήν πολιτικό γεγονός και ως τέτοιο έχει προεκτάσεις στο παρελθόν και κυρίως στο μέλλον. Αποτέλεσε τομή και κορυφαία πράξη αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης και συνείδησης του λαού μας, η οποία, για δεκαετίες, υπέστη αλλοιώσεις μέσα από παραχαράξεις και αποσιωπήσεις που καλλιέργησαν μία ψευδή συνείδηση και (κατά συνέπεια) ταυτότητα.  


   Στην αποκατάσταση αυτή αποσκοπούσε η καθιέρωσης της 19ης Μάη, ως ημέρας μνήμης. Αυτή η μέρα συνιστά πρωτίστως ένα συμβολισμό, ένα σημείο αναφοράς για τη συλλογική μας μνήμη και συνείδηση. Δεν είναι μνημόσυνο, ούτε εμμονή στο παρελθόν. Είναι φάρος για το μέλλον, το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει με αγνόηση και παραχάραξη του παρελθόντος. Η Μνήμη είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χθες, το σήμερα και το αύριο. Αυτή συνέχει κοινωνίες και δομεί ταυτότητες. Είμαστε αυτό που θυμόμαστε και θυμόμαστε τη γενοκτονία, όχι για να θυματοποιούμαστε, αλλά για να αποτρέψουμε ανάλογα εγκλήματα, τόσο όσον αφορά εμάς αλλά και οποιονδήποτε άλλο λαό. 


   Αυτό σηματοδοτεί η 19η Μάη, πως η Μνήμη αποτελεί το σπόρο της αναγέννησης των απανταχού γενοκτονημένων λαών. Είναι η ελάχιστη συμβολή μας ενάντια σε ανάλογα εγκλήματα που συντελούνται σήμερα και στην αποτροπή τους στο μέλλον. Η μνήμη είναι προϋπόθεση της συνείδησης. Μόνο ένας λαός με συνείδηση μπορεί να προχωρήσει στο μέλλον με όραμα και σχέδιο. Για να προχωρήσει πρέπει να ξεπεράσει, όχι να ξεχάσει, το τραύμα. Η υπέρβαση έρχεται μέσα από τη δικαίωση και η δικαίωση για ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας δεν αφορά μόνο αυτόν που το υπέστη, αλλά όλη την ανθρωπότητα και όλους τους λαούς. 


   Αναγκαίο πρώτο βήμα για τη δικαίωση είναι η μνήμη και αυτή δεν μπορεί να είναι μερική και αποσπασματική (ατομική, οικογενειακή) αλλά συλλογική. Για αυτό η αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι υπόθεση εθνική.


Το δεύτερο βήμα είναι η αναγνώριση του εγκλήματος από τον θύτη. Αυτή οδηγεί στην ολοκλήρωση της δικαίωσης, μέσα από την ανάληψη της ευθύνης που συνεπάγεται ηθική και πολιτική μεταμέλεια. Η μη αναγνώριση επιτρέπει στον θύτη να επαναλαμβάνει το έγκλημά του ενάντια και σε άλλα θύματα. Αυτό συνέβη και συμβαίνει με την Τουρκία. Έτσι ο αγώνας για την αναγνώριση του εγκλήματος από πλευράς της, αναγκαστικά λαμβάνει διεθνή χαρακτήρα και αφορά την αλληλεγγύη προς τα υπόλοιπα θύματα: α) που υφίστανται σήμερα τη γενοκτόνα βία (Κούρδοι) και β) τη συνεργασία με όσους την υπέστησαν (Αρμένιοι, Ασσύριοι).


   Ο διεθνοποιημένος αγώνας περιλαμβάνει την πολυεπίπεδη κινητοποίηση για ευαισθητοποίηση διεθνών οργανισμών, θεσμών, κοινωνιών και λαών, ώστε να γίνει γνωστό το έγκλημα και να ασκηθούν πιέσεις στο ένοχο κράτος/καθεστώς. Είναι ένας αγώνας για ειρήνη, δημοκρατία, αξιοπρέπεια, δηλαδή ένας αγώνας ανθρωπιστικός. Ο αγώνας για την ευαισθητοποίηση και αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα, λαούς και κράτη, προϋποθέτει την ευαισθητοποίηση και αναγνώριση πρωτίστως στο εσωτερικό της κοινωνίας που τον ξεκινά. Γι’ αυτό η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την ελληνική βουλή το Φλεβάρη του 1994 ήταν αναγκαία όχι όμως και επαρκής. Δεν ήταν αυτοσκοπός, ούτε και εσωτερική (μόνο) υπόθεση.


   Η αναγνώριση δεν ήρθε ως μάννα εξ ουρανού. Ο αγώνας για τη διεκδίκηση δόθηκε από τη δεκαετία του 1980, αλλά οι ρίζες του εκτείνονται πίσω στο χρόνο. Εξίσου σημαντικός με το ρόλο της πρωτοπορίας, με μπροστάρη τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, υπήρξε ο κινηματικός χαρακτήρας και η μαζικότητα του αγώνα. Τα εμπόδια υπήρξαν πολλά και προήλθαν τόσο από πλευράς της επίσημης ελληνικής πολιτείας, όσο και μέσα από τον «οργανωμένο ποντιακό χώρο». Το 1994 επιτεύχθηκε μια μεγάλη νίκη.


   Βέβαια αυτή η νίκη δεν ήταν η οριστική. Δεν ήταν η ολοκλήρωση, παρά το πρώτο βήμα του αγώνα. Ήταν η κατοχύρωση της βάσης. Δημιουργήθηκε ένα κεκτημένο για την περαιτέρω ευαισθητοποίηση και συνειδητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των θεσμών, ώστε συντονισμένα να εργαστούν από κοινού προς το επόμενο βήμα, τη διεθνοποίηση. Μόνο έτσι η υπόθεση της Γενοκτονίας θα μπορούσε να αναδειχτεί στις πραγματικές της διαστάσεις ως μείζον εθνικό (όχι εθνοτικό ή τοπικιστικό) και πολιτικό (όχι κομματικό) ζήτημα, που αφορά το παρόν και το μέλλον του δικού μας κι όλων των λαών της Αν. Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. 


Η ελληνική πολιτεία, που μακρόθεν υπήρξε εχθρική, δεν προχώρησε, ως όφειλε, παρακάτω. Αντιθέτως υπήρξαν ουκ ολίγα παραδείγματα υπονόμευσης της υπόθεσης: «φρενάρισμα» της διεθνοποίησης, εσωτερική καταστρατήγηση και παραχάραξη. Έτσι η 19η Μάη έμεινε μια «γυμνή» επέτειος, υποτιμημένη και προπαντός απογυμνωμένη από το πραγματικό της περιεχόμενο. Έμεινε ένα σύμβολο χωρίς συμβολισμό.

Σύγχυση δημιουργήθηκε γύρω από το αν αφορά μόνο στον Πόντο ή αν οι Πόντιοι υπερθεματίζουν και υπερβάλλουν.

Αμφισβητήθηκε τέλος η ίδια η ιστορικότητα και η νομική υπόσταση της υπόθεσης. Αποπροσανατολιστικές φωνές και ψευδοδιλλήματα μούδιασαν και δίχασαν την κοινωνία. 

 

Πέρα από την πολιτεία, ευθύνες για την ολιγωρία και το πισωγύρισμα φέρουν και τα κόμματα, τα οποία, σε όλα τα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, υπήρξαν κυρίαρχα σε όλους τους τομείς του βίου. Είδαν την υπόθεση της Γενοκτονίας μέσα από στενά παραταξιακά συμφέροντα και ιδεοληψίες και είτε αδιαφόρησαν, είτε υπήρξαν εχθρικά, είτε προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν εκλογικά. Τα μεγάλα κόμματα εξουσίας λειτούργησαν ως παράγοντες νομιμοποίησης των κρατικών επιλογών, στη βάση ενός ενδοτικού «ρεαλισμού», παρά ως εκφραστές της κοινωνίας.

Πανεπιστήμια και διανόηση, (πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων) ελεγχόμενα και αυτά από τα κόμματα και το κράτος, υπήρξαν δέσμια μιας λογικής που περιορίστηκε σε ένα δοτό επιστημονισμό, έναν ευρωκεντρικό μεταπρατισμό και μία φοβικότητα, τόσο σε επίπεδο αυτόφωτης παρέμβασης, ως διανόησης και λογίων, όσο και σε επίπεδο των επιστημονικών ενδιαφερόντων τους.


    Αν και η ημέρα μνήμης «τιμάται» κάθε χρόνο, στην πράξη ο περιορισμός της Γενοκτονίας σε μία και μόνη ημέρα αποτελεί υποβάθμιση. Οι αναφορές στην ουσία του Ποντιακού ζητήματος -στην καλύτερη περίπτωση- είναι τυπικές και επιδερμικές και το περιθωριοποιούν. Το μετατρέπουν από εθνικό πολιτικό ζήτημα με διεθνείς διαστάσεις, σε εθνοτοπικό, αποπροσανατολίζοντας μέσα από αναφορές στην ποντιακή παράδοση και μάλιστα με έναν φολκλορικό τρόπο που τη μετατρέπει από ζωντανό και δυναμικό συντελεστή ταυτότητας σε γραφικό, μουσειακό είδος. Έτσι γραφικοποιείται το Ποντιακό Ζήτημα και ούτε το περιεχόμενο της ημέρας προβάλλεται, ούτε ο πολιτισμός του ποντιακού Ελληνισμού παίρνει τη θέση που του αξίζει. Είναι ανήθικο να επιστρατεύεται για την αποδυνάμωση της 19ηςΜάη. 


   Στα μέσα του ΄80 ξεκίνησε ένας αγώνας, που -χωρίς προηγούμενο και με δυσμενείς διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες- κατάφερε να οδηγήσει στην πρώτη νίκη στο εσωτερικό μέτωπο, την αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη Βουλή.


Η συνέχεια αφορούσε την περαιτέρω εσωτερική κινητοποίηση και εμπέδωση, τη δημιουργία πραγματικής συνείδησης, με σημαία και σηματωρό τη 19η Μάη. Η κοινωνία προώθησε και διεκδίκησε την αναγνώριση για να την κάνει βάση οικοδόμησης ενός ισχυρότερου κινήματος εντός και εκτός συνόρων για τη διεθνοποίηση. Η πολιτεία ανέλαβε να συμβάλει και να πρωτοστατήσει σε αυτή την προσπάθεια. Δεν το έκανε όμως εδώ και τριάντα χρόνια. Το ίδιο έπραξαν τα κρατικοποιημένα κόμματα και άλλοι φορείς και θεσμοί. Η κοινωνία τους έδωσε τη σκυτάλη, αλλά αυτοί δεν ήταν ικανοί και πρόθυμοι να την πάρουν. Η υπόθεση έμεινε στάσιμη και εκφυλίστηκε.


Είναι καιρός η κοινωνία να συνειδητοποιήσει πως δεν θα υπάρξει κινητοποίηση και δράση από πλευράς θεσμών, αν δεν αναλάβει ξανά η ίδια να κινήσει τα λιμνάζοντα ύδατα. Όπως το 1994, η πολιτεία και τα κόμματα σύρθηκαν από το μαζικό λαϊκό κίνημα στην αναγνώριση της Γενοκτονίας, μόνο αν ένα νέο μαζικό κοινωνικό κίνημα τραβήξει μπροστά και πιέσει και πάλι, ίσως αναγκάσει τους θεσμούς να δράσουν. Η πολιτεία, μόνο αν βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων και για να μην μείνει πίσω και ξεπεραστεί από τη δυναμική της κοινωνίας, ίσως αναλάβει δράση. Αυτό είναι κάτι που η κοινωνία πρέπει να έχει συνεχώς υπόψη και να θυμάται πως όσο υπάρχει μαζική, κινηματική δραστηριότητα, θα υπάρχει και θετική προώθηση του ζητήματος. Αυτό έδειξε η ιστορία. Ειδάλλως το κράτος θα κοιτάξει ξανά να ενσωματώσει και να εκφυλίσει τις προσπάθειες, όπως το έκανε εδώ και τριάντα χρόνια.  Τοτε το κίνημα βρήκε τους διαύλους επικοινωνίας και γέννησε την πρωτοπορία του. Αυτή προήλθε μέσα από τους ίδιους τους κόλπους της κοινωνίας και με πρωτεργάτη ένα τμήμα της προοδευτικής διανόησης. Αυτό οφείλει και σήμερα η κοινωνία και δεν χρειάζεται να περιμένει καθοδηγητές από τους παγιωμένους φορείς. Αυτοί, αν ήταν να κάνουν κάτι, θα το είχαν κάνει. Το μέλλον ανήκει σε πρωτοβουλίες που θα γεννηθούν μέσα από τα υγιή και ακηδεμόνευτα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, σε συλλογικότητες και διανοούμενους με συνείδηση, γνώση και σεβασμό στο σκοπό και τους αγώνες που δόθηκαν, αλλά και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Δείγματα υπάρχουν και πρέπει να σταθούμε δίπλα τους και να τα στηρίξουμε, καθείς από τις δικές του επάλξεις, με ανιδιοτέλεια. Ο οργανωμένος ποντιακός χώρος, που ευαγγελίζεται χρόνια τώρα την ενότητα, οφείλει να σταθεί αρωγός και όχι εμπόδιο. Το έχει χρέος, ως σκοπό της ύπαρξής του.


Αρκετός χρόνος χάθηκε, δεν περισσεύει άλλος. Ας πιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησε η προηγούμενη γενιά. Πρώτα έχουμε να καλύψουμε το κενό των τριάντα χρόνων και τα πισωγυρίσματα που προκάλεσε. Το παράδειγμα των Αρμενίων μπορεί να μας διδάξει πολλά!

Οι λαοί της Μ. Ασίας και της Αν. Μεσογείου συνεχίζουν να αγωνίζονται. Η ιστορία ακόμη γράφεται. Η 19η Μάη είναι η σημαία, όχι αυτοσκοπός.


*Ο Ιάσονας-Σταύρος Γαβριηλίδης είναι ιστορικός και υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνική πολιτικής



ΠΗΓΗ - Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.