Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

24.4.1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Επανάκαμψη σε μια σκοτεινή και δόλια εποχή


Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

Α΄ ΜΕΡΟΣ

1] ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ: Η Δ’ Σταυροφορία (1201-1204) αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων συμφερόντων και συναισθημάτων: α) θρησκευτικά αισθήματα και β) ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη. Όμως η επικράτηση των υλικών συμφερόντων, η οποία ήταν αισθητή και στις προηγούμενες Σταυροφορίες εκδηλώθηκε ξεκάθαρα κατά την Δ’ Σταυροφορία με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η Δ’ Σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ 1] το 1198 για την κατάληψη των Αγίων Τόπων που κατείχαν οι Μουσουλμάνοι. Μετά την αποτυχία της Γ΄ Σταυροφορίας (1189-1192) το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαίων ατόνησε. Την Ιερουσαλήμ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και της Αιγύπτου, ήλεγχε η μουσουλμανική δυναστεία των Αγιουβιδών. Το Λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μόνο κατ’ όνομα υπήρχε, περιορισμένο σε λίγες πόλεις στις ακτές της Παλαιστίνης. Στην αρχή ο Πάπας συνάντησε τη γενική αδιαφορία των εστεμμένων της Ευρώπης επειδή είχαν τα δικά τους προβλήματα να επιλύσουν. Τον επόμενο χρόνο, κάποιοι ευγενείς, κυρίως από τα εδάφη της σημερινής Γαλλίας, πείσθηκαν να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον κόμη Τιμπό της Καμπανίας. Ο Τιμπό όμως πέθανε τον επόμενο χρόνο 1201 και αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας ανακηρύχθηκε ο ιταλός κόμης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός.[2]

2] ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ–ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ: 

Το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση των Σταυροφόρων στη Βενετία με σκοπό την μετάβασή τους στην Αίγυπτο, από όπου θ’ άρχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με απώτερο σκοπό την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Τη δύναμη των Σταυροφόρων συγκροτούσαν 33.500 άνδρες και 4.500 άλογα και τη διεκπεραίωσή τους στην Αίγυπτο ανέλαβαν έναντι ανταλλαγμάτων οι Ενετοί το 1200 που ζήτησαν α) 85.000 αργυρά μάρκαβ) τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι και γ) προθεσμία ενός έτους για τις ετοιμασίες της φιλόδοξης εκστρατείας. Το 1201 το μεγαλύτερο μέρος των Σταυροφόρων έφθασε στη Βενετία. Όμως οι ηγέτες τους δεν τήρησαν τα συμφωνημένα και μόλις και μετά βίας συγκέντρωσαν 51.000 αργυρά μάρκα. Οι Ενετοί εξοργίσθηκαν και φυλάκισαν τους Σταυροφόρους στο νησάκι Λίντο, έως ότου αποφασίσουν για την τύχη τους. Τότε, ο γηραιός δόγης Ερρίκος Δάνδολος[3] αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να χρησιμοποιήσει τους Σταυροφόρους για τους δικούς του σκοπούς. Στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής τους, ο δόγης, προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, πρότεινε στους αρχηγούς τους να επιτεθούν στις χριστιανικές πόλεις Τεργέστη, Μόλι και Ζάρα,[4] που είχαν εξοργίσει τον πάπα, πρώτα όμως τη Ζάρα στη Δαλματία (σημερινή Κροατία). Η Ζάρα προμήθευε με ξυλεία τον στόλο του δόγη, είχε αποσκιρτήσει από τη Βενετία και βρισκόταν υπό προστασία του βασιλιά των Ούγγρων Ίμρε ή Έμερικ. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί καθολικοί. Ο Δάνδολος, για να φανεί πειστικός, πήρε τον σταυρό και ορκίστηκε να πεθάνει μαζί με τους Σταυροφόρους μέχρι να πετύχουν τον στόχο τους. Για την επιχείρηση συμφώνησε απρόθυμα ο παπικός αντιπρόσωπος καρδινάλιος Καπουάνο, όχι όμως και ο Πάπας Ινοκέντιος Γ’, που απείλησε με αφορισμό όσους Σταυροφόρους στραφούν εναντίον χριστιανών. Τη σχετική επιστολή του φρόντισαν να την κρατήσουν μυστική οι επικεφαλής της εκστρατείας. Το 2002 η πόλη της Ζάρας ύστερα από σύντομη πολιορκία καταλήφθηκε, και ο Πάπας Ινοκέντιος Γ’ πραγματοποίησε την απειλή του.

Ο αρχηγός των Σταυροφόρων Βονιφάτιος ο Μομφερατικός δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Ζάρα, φοβούμενος ίσως τις παπικές κυρώσεις. Πήγε να επισκεφθεί τον εξάδελφό του Φίλιππο της Σουηβίας, ο οποίος φιλοξενούσε τον συγγενή του βυζαντινό πρίγκηπα, Αλέξιο Άγγελο, γιο του ανατραπέντος αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου.[5] Ο Αλέξιος Άγγελος ζήτησε τότε βοήθεια από τον Βονιφάτιο για να ανατρέψει τον θείο του αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο[6] και να επαναφέρει στον θρόνο τον τυφλό πατέρα του. Στα ανταλλάγματα που προσέφερε ήταν α) ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, β) στρατιωτικές δυνάμεις για την ενίσχυση της εκστρατείας των Σταυροφόρων στην Αίγυπτο και γ) την υποταγή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στον Πάπα. Ο Βονιφάτιος θεώρησε δελεαστική την πρόταση και μαζί με τον Αλέξιο Άγγελο μετέβησαν στην Κέρκυρα για να συναντήσουν τους Σταυροφόρους που συμμετείχαν στην κατάληψη της Ζάρα και να ενημερώσουν τους αρχηγούς τους. Κάποιοι συμφώνησαν με την Εκτροπή της Σταυροφορίας, άλλοι διαφώνησαν και αποχώρησαν, επιστρέφοντας πίσω στις πατρίδες τους.

 

 

3] Η ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ Δ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΕΤΩΝ: Ανάμεσα σε αυτούς που είδαν με καλό μάτι την πρόταση του Αλέξιου ήταν και οι Ενετοί. Λαός ναυτικός, επιζητούσαν την αύξηση της επιρροής τους στην Ανατολή εις βάρος της Γένουας και της Πίζας, που ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Επιπροσθέτως, τους μισούσαν τους Βυζαντινούς και ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για τη σφαγή των συμπατριωτών τους, στη διάρκεια των αντιπαπικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη το 1182.[7] Από την άλλη πλευρά, το Βυζάντιο σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες και την καταστροφική πολιτική των τελευταίων Κομνηνών και της δυναστείας των Αγγέλων. Βρισκόταν σε προφανή παρακμή, ενώ είχαν αρχίσει οι αποσχιστικές τάσεις από φιλόδοξους τοπάρχες. Ο λαός στέναζε από τη βαριά φορολογία.

4] Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ: 23 Ιουνίου 1203: Ο στόλος των Ενετών και Σταυροφόρων έφθασε προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Οι νεοφερμένοι έμειναν κατάπληκτοι από όσα έβλεπαν τα μάτια τους: «Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος και το πλάτος της αποδείκνυαν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις ο ιστορικός και εκ των ηγετών της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος.[8] Φαινόταν πιθανό ότι η οχυρωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Αρχικός τους στόχος ήταν να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον Ισαάκιο Β’ Άγγελο, πατέρα του Αλέξιου Άγγελου. Οι κάτοικοι όμως της Κωνσταντινούπολης τους υποδέχθηκαν εχθρικά, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Αλέξιου Άγγελου.

 

17 Ιουλίου του 1203: Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Η φωτιά προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Οι κάτοικοι στράφηκαν κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ Άγγελου, ο οποίος δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την πόλη παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε από τους κατοίκους στον θρόνο. Την 1η Αυγούστου,  ο γιος του Αλέξιος Άγγελος αναγορεύθηκε αυτοκράτορας, ως Αλέξιος Δ’ Άγγελος. Ο ίδιος ο Ισαάκιος, επειδή είχε ζήσει μια σκληρή, φτωχική ζωή στη φυλακή και με τα μυαλά του διαταραγμένα δεν μπορούσε να κυβερνήσει και έτσι τοποθετήθηκε αυτοκράτορας ο γιος του ως Αλέξιος Δ΄ Άγγελος.  Το Βυζάντιο βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν δύο νόμιμοι αυτοκράτορες (Αλέξιος Γ’ Άγγελος και Αλέξιος Δ’ Άγγελος).

 

Ο νέος ηγεμόνας, Αλέξιος Δ’ Άγγελος, βρήκε τα ταμεία άδεια και γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις δεσμεύσεις του προς τους Σταυροφόρους. Διέταξε τότε να καταστραφούν οι εικόνες και τ’ αντικείμενα λατρείας, μόνο και μόνο για να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης έτρεφε εχθρικά αισθήματα για τη νέα του εξουσία λόγω της βαριάς φορολογίας, των δασμών και της κατάσχεσης των αφιερωμάτων των εικόνων. Η εξέγερση δεν άργησε να ξεσπάσει.

Ο λαός ανέτρεψε τους δύο Αγγέλους και ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον ανώτατο κρατικό υπάλληλο  Αλέξιο Ε΄ Δούκα Μούρτζουφλο.[9] Ο Μούρτζουφλος υποστηριζόταν από την παράταξη που διέκειτο εχθρικά προς τους Σταυροφόρους. Δεν δέχτηκε σε καμία περίπτωση να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Λατίνους και αρνήθηκε οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αντίθετα, προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση, που δεν αργεί να πραγματοποιηθεί. Από την άλλη, οι Σταυροφόροι, μετά τη δολοφονία του Ισαακίου και του γιου του Αλεξίου Δ’ (Ιανουάριος 2004) από διαταγή του ίδιου του Μούρτζουφλου θεώρησαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι της Ρωμανίας. Η ευθεία σύγκρουση Βυζαντινών και Σταυροφόρων ήταν πια αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν την, για λογαριασμό τους, κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου φαινομενικά να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ’ Άγγελου.

 

Μάρτιος 1204: Μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων πραγματοποιήθηκε συνθήκη, σχετικά με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποδεικνύοντας έτσι τον κύριο στόχο των Ενετών και Σταυροφόρων. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη». Τα κύρια σημεία της συνθήκης είχαν ως εξής: α) Η κυβέρνηση των Λατίνων θα εγκαθίστατο στην πόλη και οι σύμμαχοι τους θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων, β) Επιτροπή αποτελούμενη από έξι Βενετούς και έξι Γάλλους, θα εξέλεγε εκείνον που κατά τη γνώμη τους θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας», γ) Ο Λατίνος αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το 1/3 της πόλης, την έξω από την πόλη περιοχή, καθώς και δύο ανάκτορα εντός της πόλης. Τα υπόλοιπα 3/4 θα δίνονταν κατά το ήμισυ στους Βενετούς και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους και δ) Εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν μικρές ή μεγάλες κτήσεις, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στον αυτοκράτορα. Οι Σταυροφόροι και οι Βενετοί, χωρίς προστάτες πλέον σε μια εχθρική γι’ αυτούς περιοχή, βρέθηκαν προς στιγμή σε αμηχανία. Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Οι προετοιμασίες στις οποίες επιδίδονταν επί αρκετές εβδομάδες οι ηγέτες, συμπληρώθηκαν στις 8 Απριλίου και η εν λόγω ημέρα επιλέχθηκε για έφοδο κατά της πόλης.

Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επέλθει στο σχέδιο που είχε ακολουθηθεί πριν από εννέα μήνες. Αντί να επιτεθούν ταυτόχρονα σε  τμήματα των χερσαίων τειχών και αυτών του λιμανιού, οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι κατηύθηναν τις προσπάθειές τους κατά των αμυντικών έργων στην περιοχή του λιμανιού. Τα άλογα επιβιβάστηκαν για μια ακόμα φορά στα φορτηγά. Η γραμμή της επίθεσης σχηματίστηκε. Μπροστά τοποθετήθηκαν τα φορτηγά και οι γαλέρες, ενώ τα μεταγωγικά έλαβαν θέση πιο πίσω και ανάμεσα στα φορτηγά και τις γαλέρες εναλλακτικά. Το συνολικό μέτωπο των επιτιθεμένων εκτεινόταν από τις Βλαχέρνες[10] μέχρι πέρα από το Πετρίον.[11] Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε στηθεί λίγο πέρα από το Πετρίον, σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει τα πλοία όταν έφταναν ακριβώς κάτω από τα τείχη. Μπροστά του βρισκόταν η περιοχή που είχε καταστραφεί από τη φωτιά.

 

9 Απριλίου 1204:  Τα πλοία πέρασαν από το βόρειο στο νότιο τμήμα του λιμανιού. Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν σε πολλά σημεία κι επιτέθηκαν από μια στενή λωρίδα εδάφους ανάμεσα στα τείχη και τη θάλασσα. Τότε άρχισε μια τρομερή έφοδος κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής αντιπαράθεσης. Υπό τους ήχους των αυτοκρατορικών σαλπίγγων και τυμπάνων, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ενώ ταυτόχρονα κατηύθυναν κατά των υπερασπιστών τους μια συνεχή καταιγίδα μικρών και μεγάλων βελών και λίθων. Τα πλοία είχαν καλυφθεί με σανίδες και δέρματα, ώστε να προστατεύονται από τους λίθους που εκτόξευαν οι αμυνόμενοι και από το περίφημο υγρό πυρ και, προστατευόμενα με αυτό τον τρόπο, κατευθύνθηκαν θαρραλέα προς τα τείχη. Τα μεταγωγικά προωθήθηκαν σύντομα στην πρώτη γραμμή και πλησίασαν τόσο πολύ στα τείχη, ώστε οι επιτιθέμενοι από τις πλευρικές θύρες ξεχύθηκαν για μια ακόμα φορά από τα πλοία και συνεπλάκησαν με τους υπερασπιστές των τειχών και των πύργων. Η επίθεση έλαβε χώρα σε περισσότερα από εκατό σημεία μέχρι το μεσημέρι, ή, κατά τον Νικήτα Χωνιάτη μέχρι το απόγευμα. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν αποφασιστικά. Οι εισβολείς αποκρούστηκαν. Όσοι είχαν αποβιβαστεί, απωθήθηκαν και δεν μπόρεσαν να παραμείνουν στην ακτή κάτω από το χείμαρρο των λίθων που τους έπληττε. Οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες από τους αμυνόμενους. Η ανύψωση των τειχών είχε καταστήσει την κατάληψή τους δυσκολότερη από την προηγούμενη επίθεση. Πριν νυχτώσει, ένα μέρος των πλοίων είχε αποσυρθεί σε απόσταση εκτός του βεληνεκούς των καταπελτών, ενώ μερικά άλλα παρέμειναν αγκυροβολημένα και συνέχισαν να βάλλουν κατά των υπερασπιστών των τειχών. Η επίθεση της πρώτης ημέρας είχε αποτύχει. Οι ηγέτες των Σταυροφόρων και των Ενετών απέσυραν τις δυνάμεις τους στην πλευρά του Γαλατά. Η έφοδος είχε αποτύχει και ήταν αναγκαίο να προσδιορίσουν το επόμενο βήμα τους.

Το ίδιο βράδυ συνεκλήθη βιαστικά ένα συμβούλιο. Ενόψει της ήττας, οι παλαιές διαφορές επανήλθαν, για μια ακόμα φορά, στην επιφάνεια. Μερικοί συμβούλευσαν να γίνει η επόμενη επίθεση κατά των τειχών της πλευράς του Μαρμαρά, που δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο εκείνα που έβλεπαν προς τον Κεράτιο. Ωστόσο, οι Ενετοί διετύπωσαν αμέσως μια αντίρρηση, που όποιος γνώριζε την Κωνσταντινούπολη θα παραδεχόταν αμέσως ότι ήταν αναμφισβήτητη. Από εκείνη την πλευρά, το ρεύμα είναι πάντα τόσο ισχυρό, ώστε να μην επιτρέπει στα σκάφη να αγκυροβολήσουν με οποιοδήποτε βαθμό σταθερότητας ή ακόμα και ασφαλείας. Η οργή του Βιλλεαρδουίνου στην εν λόγω εισήγηση δείχνει πόσο ισχυρή εξακολουθούσε να είναι η αντίθεση. «Υπήρχαν μερικοί», γράφει ο τελευταίος, «οι οποίοι θα χαίρονταν πολύ αν το ρεύμα ή ο άνεμος ή οτιδήποτε άλλο διεσκόρπιζε τα σκάφη, αρκεί οι ίδιοι να είχαν εγκαταλείψει τη χώρα και να είχαν τραβήξει τον δρόμο τους».

 

 

Β’ ΜΕΡΟΣ

5]. Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ, Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ: Τελικά, αποφασίστηκε ότι οι δύο επόμενες ημέρες, η 10η και η 11η του μηνός, θα αφιερώνονταν στην επιδιόρθωση των ζημιών που είχαν υποστεί, και ότι μια δεύτερη επίθεση θα πραγματοποιείτο στις 12 του μήνα. Η παραμονή ήταν Κυριακή και ο Βονιφάτιος και ο Δάνδολος εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία, προκειμένου να καταπραΰνουν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους του στρατεύματος. Για μια ακόμα φορά, όπως και στην Κέρκυρα, οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι, επιδόθηκαν σε κηρύγματα κατά των Ελλήνων. Οι τελευταίοι, διεκήρυτταν ότι ο πόλεμος ήταν δίκαιος, γιατί ο Μούρτζουφλος ήταν προδότης και δολοφόνος και πιο άνομος από τον Ιούδα, ότι οι Έλληνες είχαν παρακούσει τη Ρώμη και ήταν ένοχοι για το σχίσμα, επειδή αρνούνταν να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία του πάπα και ότι ο Ινοκέντιος επιθυμούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών. Θεωρούσαν την ήττα ως τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες των Σταυροφόρων. Οι πόρνες διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και για μεγαλύτερη σιγουριά επιβιβάστηκαν σε πλοία και στάλθηκαν μακριά. Οι ιερωμένοι εξομολόγησαν τους στρατιώτες, τους χορήγησαν τη Θεία Μετάληψη και εν γένει έπραξαν ό,τι μπορούσαν για να καθησυχάσουν τους δυσαρεστημένους και να τους απασχολήσουν μέχρι την επίθεση της επομένης.

 

12 Απριλίου: Η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο.

Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι, την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ’ Σταυροφορία», παρά την αντίσταση της αυτοκρατορικής φρουράς, που την αποτελούσαν οι Σκανδιναβοί Βάραγγοι.[12]

Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης, τάφοι. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν ταφεί στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων,[13] μια θέση που επέλεξε μετέπειτα ο Μωάμεθ Β’ για να ανεγείρει το τέμενος που φέρει το όνομά του. Οι τάφοι, με πρώτο εκείνον του Ιουστινιανού, λεηλατήθηκαν σε αναζήτηση θησαυρών. Μόνο αφού το ίδιο έγινε και στα ανάκτορα των ευγενών, στους ναούς και στους τάφους, οι ευσεβείς ληστές, όπως τους αποκαλεί προσφυώς ο ιστορικός Γκούντερ, έστρεψαν την προσοχή τους στα αγάλματα.

Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι. Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα» Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Τα αμέσως μετά την Άλωση του 1204  χρόνια, Λατίνοι ιερείς στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τη Γαλλία, τη Φλάνδρα και την Ιταλία, προκειμένου να αναλάβουν τη λειτουργία των εκκλησιών της πόλης. Οι εν λόγω ιερωμένοι, φαίνεται ότι ήταν δεινοί κυνηγοί λειψάνων. Έτσι, δεν έμεινε σχεδόν ούτε μια σημαντική εκκλησία ή μονή στη Δύση που να μην είχε το μερίδιο της από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης. Επί μερικά χρόνια, η ζήτηση λειψάνων φαινόταν να είναι ακόρεστη και προκάλεσε την άφιξη νέων αποθεμάτων που συνέχισαν να φτάνουν σε σχεδόν ανυπολόγιστους αριθμούς. Τα νέα λείψανα συνοδεύονταν όπως και τα προηγούμενα από εγγυήσεις γνησιότητας. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των λειψάνων που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας καταστράφηκαν κωστόσοατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789).

 

 

Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ο ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά, με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ό,τι ήθελαν χωρίς διάκριση. Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο, όσο εκείνος με τον οποίο λεηλάτησαν την πόλη εκείνοι οι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν ορκιστεί να παραμείνουν αγνοί, είχαν υποσχεθεί ενώπιον του Θεού να μη χύσουν χριστιανικό αίμα κι έφεραν πάνω τους το έμβλημα του Πρίγκιπα της Ειρήνης. Περιγράφοντας τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Σταυροφόροι, ο Χωνιάτης γράφει με οργή: «Πήρατε τον Σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ’ αυτόν και στα ιερά Ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε τον Σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο Του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ’ ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους γιατί οι τελευταίοι σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες».

Τεράστιοι θησαυροί βρέθηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, καθώς και σε εκείνα των ευγενών. Κάθε βαρόνος κατέλαβε ένα κάστρο ή ανάκτορο που του παραχωρήθηκε, και τοποθέτησε μια φρουρά στον θησαυρό που βρήκε εκεί. Καθένας πήρε το σπίτι που του άρεσε και υπήρχαν αρκετά για όλους. Εκείνοι που ήταν φτωχοί, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι πλούσιοι. Κατελήφθησαν τεράστιες ποσότητες χρυσού και αργύρου, επίχρυσων σκευών και πολύτιμων λίθων, μεταξωτών και σατέν, γουναρικών και κάθε είδους πλούτου που βρίσκεται επί της γης .Η λεηλασία της πλουσιότερης πόλης της Χριστιανοσύνης, ήταν το δέλεαρ που είχε προσφερθεί στους Σταυροφόρους, προκειμένου να παραβούν τους όρκους τους, πραγματοποιήθηκε υπό το πνεύμα ανθρώπων οι οποίοι, έχοντας άπαξ παραβεί τις δεσμεύσεις τους, καθίστανται πλέον αχαλίνωτοι. Άπαξ και εγκατέλειψαν την αποχή και την αγνότητά τους, οι τελευταίοι επιδόθηκαν σε κάθε είδους όργια.

 

Η λαγνεία των στρατιωτών δεν φείσθηκε ούτε των κοριτσιών ούτε των αφιερωμένων στον Θεό παρθένων. Η βία και η ακολασία ήταν παρούσες παντού. Οι κραυγές, οι θρήνοι και τα βογγητά των θυμάτων αντηχούσαν σε ολόκληρη την πόλη και παντού η λεηλασία ήταν απεριόριστη και η λαγνεία αχαλίνωτη. Η πόλη είχε περιέλθει σε χάος. Ευγενείς, γέροντες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί προσπαθώντας να σώσουν τον πλούτο, την τιμή και τη ζωή τους. Ιππότες, πεζικάριοι και Ενετοί ναύτες ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε ένα τρελό αγώνα λεηλασίας. Οι απειλές κακοποίησης και οι υποσχέσεις ασφάλειας, αν αποκαλύπτονταν τα σημεία απόκρυψης των θησαυρών, αναμειγνύονταν με τις κραυγές των βασανιζομένων. Κράδαιναν τα ξίφη τους και λεηλατούσαν κατοικίες κι εκκλησίες. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι υπέστησαν προσβλητική μεταχείριση. Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν τα άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες αποσπώνταν ανελέητα από τα πλαίσιά τους ή θρυμματίζονταν. Τα ιερά οικήματα διερευνήθηκαν επιμελώς για τα ιερά κειμήλια ή τις πολύτιμες σαρκοφάγους τους. Τα δισκοπότηρα απογυμνώθηκαν από τους πολύτιμους λίθους τους και μεταβλήθηκαν σε κρασοπότηρα. Οι ιεροί δίσκοι γέμισαν με λάφυρα. Τα καλύμματα των Αγίων Τραπεζών και τα χρυσοκέντητα και πλούσια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους παραπετάσματα αποσπάστηκαν από τις θέσεις τους, τεμαχίστηκαν και διαμοιράστηκαν μεταξύ των στρατευμάτων ή καταστράφηκαν για χάρη του χρυσού και του αργύρου με τον οποίο είχαν κεντηθεί.

Οι Άγιες Τράπεζες της Αγίας Σοφίας, που τις θαύμαζε όλη η οικουμένη, τεμαχίστηκαν, προκειμένου να προσποριστούν οι Σταυροφόροι τα πολύτιμα υλικά τους. Άλογα και μουλάρια οδηγήθηκαν στον ναό για να μεταφέρουν τα φορτία των ιερών σκευών, των χρυσών και αργυρών πλακών του θρόνου, των αμβώνων και των θυρών και των όμορφων διακοσμήσεών του. Οι στρατιώτες βεβήλωσαν τον μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης. Μια πόρνη κάθισε στην πατριαρχική καθέδρα και χόρευε και τραγουδούσε ένα άσεμνο τραγούδι προς τέρψη των στρατιωτών. Αναφερόμενος στη βεβήλωση του Μεγάλου Ναού, ο Χωνιάτης ομιλεί με απέραντη οργή για τους βαρβάρους οι οποίοι ήταν ανίκανοι να εκτιμήσουν και, ως εκ τούτου, να σεβαστούν την ομορφιά της. Για εκείνον η Αγία Σοφία ήταν «ένας επίγειος παράδεισος, ένας θρόνος θείας μεγαλοπρέπειας, μια εικόνα του απείρου που είχε δημιουργήσει ο Παντοδύναμος». Η λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β’, δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων το 1204.

 

Οι ηγέτες του στρατού εξέδωσαν, πιθανώς την τρίτη ημέρα, μια διαταγή για την προστασία των γυναικών. Τρεις επίσκοποι είχαν εξαγγείλει τον αφορισμό αυτών που θα λεηλατούσαν κάποιο ναό ή μοναστήρι. Ωστόσο, πέρασαν πολλές ημέρες ώσπου να καταστεί δυνατό να επανέλθει ο στρατός στην προηγούμενη πειθαρχία του. Ανακοινώθηκε σε όλο τον στρατό ότι τα λάφυρα θα συγκεντρώνονταν, προκειμένου να διαμοιραστούν δίκαια στους κατακτητές. Τρεις ναοί επιλέχθηκαν ως αποθήκες και έμπιστοι φρουροί των Ενετών και των Σταυροφόρων τοποθετήθηκαν, προκειμένου να φυλάσσουν τα όσα μεταφέρονταν εκεί. Ωστόσο, πολλοί απέκρυψαν πολλά από όσα είχαν κλέψει. Χρειάστηκε να εφαρμοστούν σκληρά μέτρα, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Πολλοί Σταυροφόροι απαγχονίστηκαν. Ο κόμης του Σαιν Πολ απαγχόνισε έναν από τους ιππότες του με την ασπίδα του κρεμασμένη γύρω από το λαιμό του, επειδή δεν απέδωσε τα όσα είχε κλέψει. Ένας συγγραφέας της εποχής, ο συνεχιστής της Ιστορίας του Γουλιέλμου της Τύρου,[14] αντιπαραθέτει πειστικά τη συμπεριφορά των Σταυροφόρων πριν από την άλωση με εκείνη μετά από την άλωση. Όταν οι Λατίνοι δεν είχαν ακόμα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, κρατούσαν την ασπίδα του Θεού μπροστά τους. Μόνο όταν εισήλθαν στην πόλη, την πέταξαν και καλύφτηκαν με την ασπίδα του διαβόλου.

 

 

Ωστόσο, μέσα στη γενική απέχθεια υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις που έδειχναν ότι οι παλαιές φιλίες δεν είχαν λησμονηθεί. Η διάσωση του ίδιου του Χωνιάτη, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο τελευταίος, είχε το αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτη,[15] αλλά είχε παυθεί από τον Μούρτζουφλο. Όταν οι Λατίνοι εισήλθαν στην πόλη, είχε αποσυρθεί σε μια μικρή κατοικία κοντά στην Αγία Σοφία, η οποία ήταν παράμερη και ήταν πολύ πιθανό να διαφύγει της προσοχής των εισβολέων. Το μεγάλο οίκημα που πιθανώς αποτελούσε και την επίσημη διαμονή του και που, όπως φροντίζει ο ίδιος να μας πει, ήταν πολυτελώς διακοσμημένο, είχε καεί κατά τη δεύτερη πυρκαγιά. Πολλοί από τους φίλους του κατέφυγαν κοντά του, θεωρώντας προφανώς την κατοικία του ως κατάλληλο κρυψώνα. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορούσε να διαφύγει από την ορδή των εισβολέων που ερευνούσαν προσεκτικά και την τελευταία γωνία. Όταν οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την πόλη το 1182, ο Χωνιάτης είχε προσφέρει άσυλο σε έναν Ενετό έμπορο και την οικογένειά του. Ο τελευταίος, φόρεσε στολή στρατιώτη και υποκρινόμενος ότι ήταν ένας από τους εισβολείς, απέτρεπε τους συμπατριώτες του και τους υπόλοιπους Λατίνους από του να εισέλθουν στο κτήριο.

Για ένα διάστημα υπήρξε επιτυχής, αλλά στο τέλος ένα πλήθος αποτελούμενο κυρίως από Γάλλους στρατιώτες, τον απώθησε και όρμησε μέσα στο σπίτι του ιστορικού. Από εκείνη τη στιγμή η παροχή προστασίας κατέστη ανέφικτη. Ο Ενετός συμβούλευσε τον Χωνιάτη να τραπεί σε φυγή, προκειμένου να μη συλληφθεί αιχμάλωτος και να σώσει την τιμή των θυγατέρων του. Ο Χωνιάτης και οι φίλοι του δέχτηκαν. Φόρεσαν δέρματα ή ράκη και άφησαν το φίλο τους να τους οδηγήσει μέσα από τους δρόμους της πόλης σαν να ήταν αιχμάλωτοί του. Τα κορίτσια και οι κοπέλες τοποθετήθηκαν στη μέση της συνοδείας και μουτζούρωσαν τα πρόσωπα τους για να φαίνεται ότι ανήκουν στη φτωχότερη τάξη. Καθώς έφταναν στη Χρυσή Πύλη,[16] ένας Σταυροφόρος άρπαξε ξαφνικά και απήγαγε την κόρη ενός ανώτερου αξιωματούχου, ο οποίος ήταν μέλος της συνοδείας. Ο πατέρας της, που ήταν γέροντας και αδύναμος και είχε κουραστεί από τη μακρά πορεία, έπεσε στο έδαφος και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να φωνάζει ζητώντας βοήθεια. Ο Χωνιάτης φώναξε μερικούς στρατιώτες που περνούσαν και, αφού τους θερμοπαρακάλεσε και τους υπενθύμισε την εντολή που απαγόρευε το βιασμό των γυναικών, κατάφερε τελικά να σώσει την κοπέλα. Οι παρακλήσεις θα είχαν πάει χαμένες αν ο επικεφαλής της ομάδας δεν είχε τελικά απειλήσει να απαγχονίσει τον δράστη. Μετά από λίγα λεπτά οι φυγάδες βρέθηκαν έξω από την πόλη και γονάτισαν για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη σωτηρία τους. Στη συνέχεια εκίνησαν μια επίπονη πορεία προς τη Σηλυμβρία.[17]Ο δρόμος ήταν γεμάτος με ομοιοπαθείς τους. Μπροστά τους πορευόταν ο ίδιος ο πατριάρχης «χωρίς σάκο, χρήματα, ράβδο και υποδήματα, αλλά μόνο με έναν επενδύτη», γράφει ο Χωνιάτης, «σαν ένας πραγματικός απόστολος ή μάλλον σαν ένας πραγματικός οπαδός του Ιησού Χριστού, καθώς καθόταν σε ένα γαϊδούρι, με τη διαφορά ότι εκείνος δεν εισερχόταν θριαμβευτικά στη νέα Σιών αλλά την εγκατέλειπε».

Πολλά από τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν στις τρεις εκκλησίες που είχαν οριστεί γι’ αυτό το σκοπό. Όμως πολλά από τα κλοπιμαία δεν έφτασαν ποτέ στα σημεία συγκέντρωσης. Ωστόσο, οι ποσότητες που συγκεντρώθηκαν, διαμοιράστηκαν κατά τα συμφωνηθέντα πριν από την άλωση. Οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι πήραν από μισά. Τα χρεωστούμενα στους Ενετούς 50.000 ασημένια μάρκα, πληρώθηκαν από τη λεία των στρατιωτικών. Δύο πεζοί λοχίες έλαβαν όσα ένας έφιππος λοχίας και δύο έφιπποι λοχίες πήραν όσα ένας ιππότης. Πέραν των όσων κλάπηκαν και του ποσού που καταβλήθηκε στους Ενετούς, ο στρατός έλαβε συνολικά 400.000 μάρκα και 10.000 πανοπλίες.

Τα συνολικά ποσά που διανεμήθηκαν στους Σταυροφόρους και τους Ενετούς, δείχνουν ότι οι σχετικές με τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης εκτιμήσεις δεν ήταν υπερβολικές. Τα ποσά αυτά είχαν συγκεντρωθεί σε μετρητά, σε μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι ήταν εχθροί και είχαν πρόσφορες κρυψώνες για τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, όπως πηγάδια και δεξαμενές, παραδοσιακά μέρη απόκρυψης θησαυρών στην Ανατολή. Υπολογίζεται ότι ο πλούτος της πόλης σε χρήμα και κινητά αγαθά πριν από την άλωση, δεν ήταν λιγότερος από 24 εκατομμύρια στερλίνες.

 

Ο διαμοιρασμός έγινε στα τέλη του Απριλίου. Πολλά ορειχάλκινα έργα τέχνης στάλθηκαν στο χυτήριο για να μετατραπούν σε νομίσματα. Πολλά αγάλματα τεμαχίστηκαν για να αφαιρεθούν τα μέταλλα που τα κοσμούσαν. Οι κατακτητές δεν γνώριζαν τίποτε και δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την τέχνη που είχε προσθέσει αξία στο μέταλλο. Το βάρος του ορείχαλκου ήταν το μόνο που τους ενδιέφερε. Τα έργα τέχνης που κατέστρεψαν, θυσιάστηκαν όχι σε κάποιο συναίσθημα, όπως εκείνο των μουσουλμάνων κατά των εικόνων, για τις οποίες οι τελευταίοι πίστευαν ότι ήταν είδωλα ή φυλαχτά.

Η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγάλη παρακαταθήκη έργων τέχνης και χριστιανικών λειψάνων, με τα τελευταία να είναι τοποθετημένα σε θήκες, με όλη την επιδεξιότητα που ο πλούτος μπορούσε να αγοράσει και η τέχνη να προσφέρει. Η τελευταία, είχε έναντι της Ρώμης το μεγάλο πλεονέκτημα του ότι δεν είχε ποτέ λεηλατηθεί από ορδές βαρβάρων. Οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι της διακοσμούνταν επί αιώνες με ορειχάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα. Διαβάζοντας τα έργα των ιστορικών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην εκπλαγεί τόσο από την αφθονία των έργων, όσο και από την εκτίμηση την οποία έτρεφαν γι’ αυτά οι συγγραφείς. Πρώτη ανάμεσα στα κτίσματα όπως και ανάμεσα στα έργα ήταν η Αγία Σοφία. Η τελευταία ήταν η κατεξοχήν Μεγάλη Εκκλησία. Με οποιοδήποτε κριτήριο, είναι μια από τις πιο όμορφες ανθρώπινες δημιουργίες. Τίποτε στη Δυτική Ευρώπη ακόμα και σήμερα δεν δίνει στον μορφωμένο παρατηρητή, που είναι σε θέση να συλλάβει έστω και εν μέρει το παλαιό της μεγαλείο, μια τόσο βαθιά εντύπωση ενότητας, αρμονίας, πλούτου και ομορφιάς στη διακόσμηση, όσο το εσωτερικό του αριστουργήματος του Ιουστινιανού. Όλα όσα μπορούσε να αγοράσει ο πλούτος και να προμηθεύσει η τέχνη, είχαν συσσωρευτεί στο εσωτερικό της, που τόσο εκείνη την εποχή όσο και για πολύ μετά, ήταν το μοναδικό τμήμα μιας εκκλησίας που ήταν άξιο να τύχει αρχιτεκτονικής μελέτης. Η Αγία Σοφία ήταν για την Κωνσταντινούπολη ό,τι είναι ο Άγιος Μάρκος για τη Βενετία. Ωστόσο, παρ’ ότι έχει εμπλουτιστεί με μερικά λάφυρα από το μεγάλο πρότυπό του, ο Άγιος Μάρκος, τουλάχιστον, όσον αφορά στο εσωτερικό του, δεν είναι παρά ένα ισχνό αντίγραφο. Η Αγία Σοφία δικαίωσε τη ρήση του ιδρυτή της: «Νενίκηκά σε, Σολομών» και επί επτά αιώνες μετά από τον Ιουστινιανό, οι διάδοχοί του προσέθεταν ο καθένας τη δική του συμβολή στον πλούτο και τη διακόσμησή της. Ωστόσο, αυτός, ο ασύγκριτα ωραιότερος ναός της Χριστιανοσύνης απογυμνώθηκε και λεηλατήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα από κάθε διακοσμητικό στοιχείο που ήταν δυνατό να μεταφερθεί. Οι εξοργισμένοι Έλληνες πίστεψαν ότι εκείνοι οι εισβολείς που δεν είχαν ιερό και όσιο, θα έβγαζαν ακόμα και τις πέτρες από τους τοίχους.

 

 

Γύρω από τη Μεγάλη Εκκλησία υπήρχαν άλλα αντικείμενα που μπορούσαν να μετατραπούν άμεσα σε ορείχαλκο και που η καταστροφή τους υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο τεράστιος Ιππόδρομος ήταν γεμάτος αγάλματα. Η Αίγυπτος είχε προσφέρει έναν οβελίσκο για το κέντρο. Οι Δελφοί είχαν δώσει το περίφημο ορειχάλκινο ανάθημα της νίκης των Πλαταιών. Τα όψιμα έργα των ειδωλολατρών γλυπτών ήταν άφθονα, ενώ οι χριστιανοί καλλιτέχνες είχαν συνεχίσει τις παραδόσεις των προγόνων τους, με μια τεχνοτροπία που δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο ευκαταφρόνητη, όπως πίστευαν μέχρι πρόσφατα οι δυτικοί συγγραφείς. Οι καλλιεργημένοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκτιμούσαν αυτά τα έργα τέχνης και τα φρόντιζαν. Παραθέτοντας ένα κατάλογο των σημαντικότερων έργων που κατέληξαν στο χυτήριο, ο Χωνιάτης τονίζει κατ’ επανάληψη, ότι τα εν λόγω έργα καταστράφηκαν από βαρβάρους που αγνοούσαν την αξία τους. Ανίκανοι να εκτιμήσουν το ιστορικό ενδιαφέρον τους ή την αξία που τους είχε προσδώσει η εργασία των καλλιτεχνών, οι Σταυροφόροι γνώριζαν μόνο την αξία των μετάλλων που τα συνέθεταν. Τα τέσσερα άλογα[18] που ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (401-450) είχε φέρει από τη Χίο και είχε εγκαταστήσει στον Ιππόδρομο σώθηκαν κατά τύχη από τη γενική λεηλασία και μεταφέρθηκαν στη Βενετία όπου εξακολουθούν να κοσμούν την πρόσοψη του Αγίου Μάρκου.

Οι χριστιανοί της Δύσης δεν έχουν καμία ανάλογη δικαιολογία. Το κίνητρο που τους ώθησε να καταστρέψουν τόσα πολύτιμα αντικείμενα, δεν ήταν ούτε φανατισμός ούτε θρησκευτική πεποίθηση. Ήταν απλή απληστία και φιλοκέρδεια. Κανένα αίσθημα δεν συγκράτησε τη φιλαργυρία τους.

 

Οκτακόσια χρόνια μετά την Δ’ Σταυροφορία, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη θλίψη του για τα γεγονότα της. Το 2001 έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο, λέγοντας: «Είναι τραγικό ότι οι επιτιθέμενοι, οι οποίοι επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους, στράφηκαν εναντίον των εν πίστει αδελφών τους· το γεγονός ότι ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθιά λύπη». Το 2004, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Βατικανό, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε: «Πώς μπορούμε να μην μοιραστούμε, με απόσταση οκτώ αιώνων, τον πόνο και την αηδία;». Αυτό θεωρήθηκε ως συγγνώμη προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη σφαγή που υπέστη από τους πολεμιστές της Δ’ Σταυροφορίας.

Τον Απρίλιο του 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄ αποδέχθηκε επίσημα τη συγγνώμη σε ομιλία του για την 800ή επέτειο από την Άλωση της Πόλης. «Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος», είπε κατά τη διάρκεια λειτουργίας που παρακολούθησε ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Philippe Barbarin της Λυών της Γαλλίας. «Δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ και 800 χρόνια διαπράχθηκε ένα έγκλημα σε αυτήν την πόλη». Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή συνέπεσε με το πνεύμα του Πάσχα. «Το πνεύμα της συμφιλίωσης της Ανάστασης… μας υποκινεί προς τη συμφιλίωση των Εκκλησιών μας».

 

 

 

____________

[1] Ο Ινοκέντιος Γ΄ (1160-1216) ήταν Πάπας την περίοδο (11981216). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λοθάριος. Υποστήριξε τη Δ’ Σταυροφορία και τη Σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών στη Γαλλία. Συγκάλεσε τη Δ’ Σύνοδο του Λατερανού (1215), η οποία θεωρείται η σημαντικότερη των μεσαιωνικών συνόδων για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, οι μοναχοί του Αγίου Όρους απευθύνθηκαν σε αυτόν επειδή οι Σταυροφόροι τους κακομεταχειρίστηκαν. Ο Ιννοκέντιος Γ΄ τους πήρε υπό την προστασία του, στηρίζοντας το καθεστώς του Αγίου Όρους. Πέθανε το 1216 από ελονοσία, ενώ σχεδίαζε νέα σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.

[2] Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (1150 –1207ήταν μαρκήσιος του Μομφεράτου (11921207της Δυτικής Λιγουρίας και  Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης (12041207). Οι Θεσσαλονικείς αρχικά τον υποδέχτηκαν ευνοϊκά, αλλά όταν σφετερίστηκε τις κατοικίες των αρχόντων για να τις μοιράσει στους ιππότες του ο πληθυσμός στράφηκε εναντίον του. Τον Αύγουστο του 1204, στην Αδριανούπολη της Θράκης, ο Βονιφάτιος υπέγραψε την εκχώρηση της Κρήτης στον δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο έναντι 1000 αργυρών μάρκων ή 5000 χρυσών δουκάτων. Επειδή το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης περιελάμβανε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και την περιοχή των Αθηνών, στα τέλη του 1204 ο Βονιφάτιος κινήθηκε νότια για να ολοκληρώσει την κατάκτηση. Η αντίσταση του άρχοντα Λέοντα Σγουρού  στη Θεσσαλία απέτυχε. Ο Βονιφάτιος κατέλαβε τη Στερεά Ελλάδα, συνέλαβε αιχμάλωτο τον πρώην αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο και μοίρασε τα εδάφη του σε υποτελείς του. Στη συνέχεια, η Θήβα έπεσε, το ίδιο και η Αθήνα και η Ακρόπολη Αθηνών χωρίς αντίσταση. «Η θρυλούμενη και χρυσή πόλη των Αθηνών»«η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής», καταπιεσμένη από τους φόρους και την απληστία των αρχόντων και λησμονημένη, είχε χάσει σύμφωνα με τον  Μιχαήλ Χωνιάτη την παλαιά της δόξα και είχε μεταβληθεί σε μικρό και αοίκητο χωριό. Εξουθενωμένη και από τους πολέμους κατά του Λέοντα Σγουρού παραδόθηκε στους Φράγκους χωρίς αντίσταση. Ο Βονιφάτιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Μοσυνούπολης  (Μαξιμιανούπολης) (1207) πολεμώντας τους Βουλγάρους και η κεφαλή του στάλθηκε στον βούλγαρο τσάρο Ιωαννίτζη.

[3] Ο  Ερρίκος Δάνδολος  (1107 – 1205) ήταν ο 41ος δόγης της Βενετίας (1192 – 1205). Έλαβε μέρος κατά την κρίση των Βυζαντινό-Ενετικών σχέσεων κι επισκέφτηκε αρκετές φορές την Κωνσταντινούπολη. Όταν ο αυτοκράτορας  Μανουήλ Α΄ Κομνηνός  παραχώρησε στην  Πίζα και στη Γένοβα συνοικίες στην Κωνσταντινούπολη, ένα εξαγριωμένο πλήθος Βενετών επιτέθηκε στη νεοσύστατη Γενοβέζικη συνοικία. Η επίθεση είχε σαν αποτέλεσμα να διατάξει ο αυτοκράτορας την φυλάκιση και κατάσχεση αγαθών σε χιλιάδες Βενετούς που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ερρίκος, αν και ηλικιωμένος και τυφλός, ήταν πολύ φιλόδοξος με τεράστια ενέργεια και διανοητικές ικανότητες. Δεν είναι γνωστό πότε τυφλώθηκε, αλλά σύμφωνα με τα Χρονικά του Νόβγκοροντ τυφλώθηκε από τους Βυζαντινούς στην εκστρατεία του εναντίον τους (1171). Τα Χρονικά γράφουν υποθετικά «ο αυτοκράτορας διέταξε να τυφλωθεί αλλά τα μάτια του έμειναν άθικτα και δεν είπε τίποτα». Σύμφωνα με τη μελέτη του ιστορικού Τόμας Φ. Μάντεν ο Δάνδολος υπέφερε από μερική τύφλωση εξαιτίας σκληρού χτύπηματος στο κεφάλι που συνέβη μεταξύ 1174 – 1176. Την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας φαίνεται ότι η τύφλωση του Δάνδολου ήταν ολική, και ο  Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος γράφει γι’ αυτόν: «Αν και τα μάτια του ήταν φυσιολογικά, δεν μπορούσε να δει ούτε ένα χέρι μπροστά από το πρόσωπο του, είχε χάσει την όραση του από ένα ισχυρό τραύμα στο κεφάλι». Τα αξιοθαύμαστα κατορθώματά του τα επόμενα 11 χρόνια οδήγησαν πολλούς ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι ήταν περίπου 70 ετών όταν εξελέγη δόγης. O Μάντεν όμως αποκλείει κατηγορηματικά αυτές τις θεωρίες και διαβεβαιώνει ότι γεννήθηκε το 1107, ήταν δηλαδή 85 ετών όταν έγινε κυβερνήτης. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πήρε τον τίτλο «Κύριος των 3/8 της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».  Ο Ερρίκος Δάνδολος πέθανε και τάφηκε τον Ιούνιο στον ναό της Αγίας Σοφίας (1205), ήταν το μοναδικό πρόσωπο που τάφηκε εκεί. Τον 19ο αιώνα μια Ιταλική αρχαιολογική ομάδα τοποθέτησε ένα σημάδι στον πιθανό τόπο ταφής του που είναι ορατό ακόμα και σήμερα, ο πραγματικός τάφος του όμως είχε καταστραφεί από τους Οθωμανούς την εποχή που κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και μετέτρεψαν την Αγία Σοφία σε τζαμί.

[4] Σήμερα ονομάζεται  Ζάνταρ  και βρίσκεται βόρεια του Σπλιτ και νότια της Ριέκα. Η πόλη κατοικήθηκε ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. με το όνομα Ζαντέρ (Jader). Αργότερα αναφέρεται με το ελληνικό όνομα Ιδάσσα, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια ονομαζόταν Ζαντέρα (Jadera) και αργότερα Ντιαντόρα (Diadora).

[5] Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1156 – 1204) ήταν  βυζαντινός αυτοκράτορας (1185 – 1195) και έπειτα ως συμβασιλέας με τον γιο του Αλέξιο Δ΄ Άγγελο (1203 – 1204). Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με την Γ’ Σταυροφορία, τους Βουλγάρους και τους Νορμανδούς.

[6] Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ήταν βυζαντινός αυτοκράτορας (1195- 1203). Το 1195, και ενώ ο αδελφός του Ισαάκιος Β’ βρισκόταν για κυνήγι στη Θράκη ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα αυτοκράτορας. Συνέλαβε τον Ισαάκιο στα Στάγειρα της Μακεδονίας και, αφού τον τύφλωσε, τον φυλάκισε μαζί με τον ανήλικο γιο του Αλέξιο, μολονότι είχε ελευθερωθεί από τον αδελφό του από την αιχμαλωσία του στην Αντιόχεια και είχε περιβληθεί με τιμές. Θέλοντας να λησμονηθεί το έγκλημά του και να σταθεροποιήσει τη θέση του απέβαλε το επίθετο των Αγγέλων και μετονομάσθηκε Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός, παριστάνοντας τον απόγονο του μεγάλου Οίκου των Κομνηνών. Ταυτόχρονα δαπάνησε πολλά χρήματα για να πετύχει την αναγνώρισή του, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει το δημόσιο ταμείο. Έδωσε δε τόση ελευθερία στους αξιωματούχους του, ώστε πρακτικά το βασίλειο παρέμεινε χωρίς άμυνα. Έτσι ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή της αυτοκρατορίας.

[7] Μάιος 1082: (Σφαγή ή αλλιώς πογκρόμ των Λατίνων): Μεγάλης κλίμακας σφαγή των Ρωμαιοκαθολικών ή Λατίνων εμπόρων και τον οικογενειών τους, οι οποίοι εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη. Οι θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των δύο εκκλησιών (Καθολικοί-Ορθόδοξοι) που είδαν η μια την άλλη ως σχισματική, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Το 1162, από κοινού οι  Πιζανοί  με λίγους  Ενετούς  εισέβαλαν στη συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας μεγάλες ζημιές. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ (1118-1180) απέλασε τους περισσότερους Γενουάτες και Πιζανούς, δίνοντας έτσι στους Ενετούς απεριόριστη ελευθερία κινήσεων για πολλά χρόνια. Στις αρχές του 1171, όμως, όταν οι Ενετοί επιτέθηκαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό την συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ ανταπέδωσε, διατάζοντας τη μαζική σύλληψη όλων των Ενετών σε όλη την αυτοκρατορία και τη δήμευση της περιουσίας τους. Υπεύθυνος για τη Σφαγή του 1182 υπήρξε  ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (1118-1185), που ανέτρεψε την αυτοκράτειρα Μαρία και τον δεκάχρονο γιο της, Αλέξιο Β’, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρόνικος καθαιρέθηκε και αφού παραδόθηκε από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο στον όχλο της Κωνσταντινούπολης, βασανίστηκε και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον Ιππόδρομο από Λατίνους στρατιώτες. Αν και ακριβείς αριθμοί δεν είναι διαθέσιμοι, το μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής κοινότητας, που υπολογίζεται από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης να έχει πληθυσμό 60.000 ανθρώπους, εξοντώθηκαν από τον εξαγριωμένο όχλο ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η Γενοβέζικη και η Πιζάνικη κοινότητα ιδιαίτερα αποδεκατίστηκαν, και περίπου 4.000 επιζώντες πουλήθηκαν ως σκλάβοι στους Τούρκους.  Η σφαγή επιδείνωσε περαιτέρω την εικόνα των Ελλήνων στη Δύση. Οι σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  με τη Βενετία αποκαταστάθηκαν μόνο με την πτώση του Ανδρονίκου από τον θρόνο το 1185 και την άνοδο στην εξουσία των Αγγέλων. Τακτικές εμπορικές συμφωνίες επαναλήφθηκαν μετά από διακοπή ανάμεσα στο Βυζάντιο και τα Λατινικά κράτη, όμως η υποκείμενη εχθρότητα θα παρέμενε, οδηγώντας σε μια σπειροειδή αλυσίδα εχθροπραξιών: 1) Τρία χρόνια αργότερα, μια εκστρατεία Νορμανδών υπό τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας στο 1185 λεηλάτησε τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, και «εκδικήθηκε ανελέητα την απόπειρα του 1182» με σφαγές, βιαιοπραγίες και εξευτελισμούς των γηγενών και βεβήλωση των εκκλησιών τους. 2) Παράλληλα, οι Γερμανοί αυτοκράτορες Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα και ο γιος του  Ερρίκος ΣΤ΄  απείλησαν και οι δυο να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτές οι αμοιβαίες βιαιότητες έκαναν βαθύτερο το χάσμα ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση. Η επιδείνωση της σχέσης κορυφώθηκε με τη  βίαιη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από την Δ’ Σταυροφορία το 1204, η οποία οδήγησε στη μόνιμη αποξένωση των Ανατολικών Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Η ίδια η σφαγή ωστόσο παραμένει σχετικά ασαφής, και ο Ρωμαιοκαθολικός ιστορικός Warren Carroll αναφέρει ενδεικτικά ότι οι συνάδελφοι του που γράφουν αγανακτισμένοι για την έκβαση της τέταρτης σταυροφορίας το 1204, σπάνια αναφέρουν την σφαγή των Λατίνων το 1182.

[8] Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος ή Γοδοφρείδος Βιλαρδουίνος (1150 – 1213) ήταν ιππότης και ιστορικός του Μεσαίωνα, που συμμετείχε και περιέγραψε στα γαλλικά την Δ’ Σταυροφορία στο βιβλίο του Χρονικό της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1207), όπου καταγράφει μαζί με τα γεγονότα την άποψη (μερικές φορές ωραιοποιημένη) της ανώτερης διοίκησης των Σταυροφόρων. Ο Νικήτας Χωνιάτης, υψηλόβαθμος λειτουργός και ιστορικός, αναφέρει κι αυτός τα γεγονότα που παρακολούθησε ο ίδιος από την πλευρά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Βιλεαρδουίνος πιθανότατα υποστήριξε την αλλαγή της κατεύθυνσης της Σταυροφορίας από τη Ζάρα στην Κωνσταντινούπολη. Όσο ήταν στην Κωνσταντινούπολη, υπηρέτησε ως πρέσβης στον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο  απαιτώντας μάλιστα από αυτόν να ορίσει τον γιο του  Αλέξιο Δ’ ως συναυτοκράτορα. Μετά την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204 υπηρέτησε ως στρατιωτικός διοικητής και ηγήθηκε της υποχώρησης από τη Μάχη της Αδριανούπολης το 1205, μετά τη σύλληψη του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Α΄ από τον βασιλιά των Βουλγάρων Ιωαννίτζη. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, ο Βονιφάτιος ο Μονφερατικός έδωσε στον Γοδεφρείδο την Μεσσηνόπολη της Θράκης για διαμονή, όπου και αποχώρησε έκτοτε από κάθε ενεργό δράση.

[9] Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας  ή  Μούρτζουφλος  (1140 – 1204) ήταν ο προτελευταίος  βυζαντινός αυτοκράτορας  πριν  πέσει η Κωνσταντινούπολη  στα χέρια των Λατίνων. Το επώνυμο του ήταν Δούκας επειδή ανήκε στη Δυναστεία των Δουκών αλλά πήρε το ψευδώνυμο  Μούρτζουφλος  χάρη στα πυκνά άτσαλα φρύδια του. Ο Αλέξιος Ε΄ ήταν πρωταγωνιστής στο πραξικόπημα που ανατράπηκαν και θανατώθηκαν οι προκάτοχοι του : Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και ο νεαρός γιος του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Έκανε σοβαρές προσπάθειες να υπερασπιστεί την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους, είχε τη λαϊκή υποστήριξη αλλά αποξενώθηκε από την αριστοκρατία της πόλης. Μετά τη δημιουργία της Λατινικής Αυτοκρατορίας ο Αλέξιος Μούρτζουφλος τυφλώθηκε από τους υπηρέτες του έκπτωτου και πεθερού του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’, (είχε παντρευτεί την κόρη του, Ευδοκία Αγγελίνα)  και οι Σταυροφόροι, αφού τον πέρασαν από δίκη τον καταδίκασαν σε θάνατο για τον φόνο του Αλέξιου Δ΄ γκρεμίζοντάς τον από τη Στήλη του Θεοδοσίου Α’.
(: Βρισκόταν στον Φόρο του Θεοδοσίου Α’, δηλ. στην πλατεία που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα. Ο κορμός της περιείχε ανάγλυφα με αναπαραστάσεις της νίκης του αυτοκράτορα εναντίον των βαρβαρικών φυλών και στην κορυφή της υπήρχε το αργυρό άγαλμα του ίδιου του Θεοδοσίου Α’. Το εσωτερικό της στήλης διέθετε μια εσωτερική σπειροειδή σκάλα, η οποία οδηγούσε στην κορυφή της και όπου κατά το τέλος της μέσης Βυζαντινής περιόδου αναφέρεται πως ζούσε ένας στυλίτης ασκητής. Αν και το άγαλμα του Θεοδοσίου Α’ κατέρρευσε κατά τη διάρκεια σεισμού το 478, η στήλη παρέμεινε στη θέση της χωρίς άγαλμα έως και το 506, όταν τοποθετήθηκε ένα νέο άγαλμα του Αναστασίου Α´. Η στήλη παρέμενε όρθια έως τα τέλη του 15ου αιώνα, όταν κατεδαφίστηκε από τον Βαγιαζίτ Β´(1447-1512) και μερικά από τα τμήματά της χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των λουτρών του Πατρόνα Χαλίλ τον 18ο αιώνα.

[10] Οι Βλαχέρνες (Βλαχέρναι) ήταν προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι στις Βλαχέρνες υπήρχε μία κρήνη και αρκετές εκκλησίες, ανάμεσα σε αυτές και αυτή της Πουλχερίας  (399 – 453) καθώς και της Θεοτόκου (Παναγία των Βλαχερνών). Αρχικά, η περιοχή ήταν εκτός των πρώτων τειχών της πόλης, όμως το 627, τα Θεοδοσιανά τείχη  ενσωμάτωσαν τις Βλαχέρνες στο κύριο σώμα της Κωνσταντινούπολης. Τον  11ο αιώνα, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός  (1048/1056 – 1118δημιούργησε το ανάκτορο των Βλαχερνών, το οποίο υπήρξε η μόνιμη κατοικία των αυτοκρατόρων από το 1081 ως το 1453. Παρ’ όλα αυτά, το παλάτι συνέχιζε να χρησιμοποιείται για επίσημες τελετές. Η αδυναμία να οχυρωθεί η εν λόγω περιοχή διαφάνηκε από την Δ’ Σταυροφορία από όπου οι Σταυροφόροι διείσδυσαν στην πόλη από εκεί. Κατά την Άλωση από τους Τούρκους το 1453, τα τείχη στον τομέα των Βλαχερνών καταστράφηκαν ολοσχερώς από τους ανελέητους βομβαρδισμούς. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η περιοχή των Βλαχερνών περιέπεσε σε αφάνεια.

[11] Κατά τα Βυζαντινά χρόνια το Φανάρι αποκαλούνταν Πετρίον λόγω του πετρώδους υπεδάφους του που δημιουργούσε και επικίνδυνους υφάλους στα γύρω νερά του Κερατίου. Δεν είναι γνωστό από ποιούς κατοικούνταν τότε, αλλά ίσως να ήταν κατάλυμα Ιταλών ή Εβραίων εμπόρων, και παράλληλα, λόγω της πανοραμικής του θέας στον Κεράτιο είναι βάσιμο να θεωρηθεί ότι το κατοικούσαν ευγενείς. Μετά τις ασύλληπτες καταστροφές της Πρώτης Άλωσης (1204) είναι πιθανό να εγκαταλείφθηκε από τους ευγενείς και να κατοικήθηκε από εμπόρους και άλλα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η ύπαρξη υφάλων στη περιοχή κατέστησε αναγκαία τη κατασκευή ενός φανού (φάρου) κατά τα βυζαντινά χρόνια, από τον οποίον η συνοικία οφείλει το σημερινό της όνομα. Ο φανός πρέπει να βρισκόταν στην προεξοχή που δημιουργούν οι υπώρειες του Πέμπτου Λόφου μπροστά στο Πατριαρχείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται η βαπορόσκαλα.

[12] Οι Βάραγγοι είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς  στους  ανατολικούς Σλάβους,  Ρώσους, στους Βίκινγκς, στους Δανούς και στους λαούς της Βαλτικής. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο. Οι βυζαντινοί τους ονόμαζαν Αβαρυάγους. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (813 – 842) στρατολόγησε στην αρχή κάποιους ως μισθοφόρους. Το ίδιο έκανε και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905 – 959) στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄  (958-1025) (Βουλγαροκτόνος), ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά τον οποίο και συνέτριψαν. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα – άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκαλέστηκε  Τάγμα των Βαραγγίων  και  Βαραγγική Φρουρά. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλοί και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου. Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στον θρόνο να είναι υπερβολικές. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη Μάχη της Βερόης (1122) υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1087 – 1143) και στους Πετσενέγους  στη θρακική πόλη Βερόη, σημερινή  Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας όπου ο βυζαντινός στρατός κέρδισε τη μάχη, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση των Πετσενέγων ως αυτοτελή λαού.

[13] Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, γνωστός και ως Βασιλικόν Πολυάνδριον, ήταν περικαλλής χριστιανικός ναός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος χτίστηκε το 550 στον τέταρτο λόφο της Πόλης, βορειοδυτικά του υδραγωγείου του αυτοκράτορα Ουάλη ( 328 –378), πάνω σε παλαιότερο ναό του 4ου αιώνα, στον οποίο διάφοροι αυτοκράτορες έκαναν προσθήκες. Ήταν τεραστίων διαστάσεων, σχεδόν όσο ο ναός της Αγίας Σοφίας και δεύτερος σε σπουδαιότητα μόνο προς αυτήν, καθώς επί αιώνες (από τον 4ο ως τον 11ο) ενταφιαζόταν εκεί αυτοκράτορες, πατριάρχες και επίσκοποι. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκε εκεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1461 όμως, οι Οθωμανοί τον κατεδάφισαν ολοσχερώς και στη θέση του οικοδόμησαν το Φατίχ τζαμί.

[14] Ο Γουλιέλμος της Τύρου (1130 –  1186) ήταν αρχιεπίσκοπος της Τύρου, και ο κυριότερος χρονογράφος των μεσαιωνικών Σταυροφοριών. Έγραψε συνολικά 23 ημιτελή βιβλία όπου εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα σχετικά με τις Σταυροφορίες, με αρχή την κατάκτηση της Συρίας από τους Άραβες και την έναρξη της  Α΄ Σταυροφορίας. Περιγράφει αναλυτικά και τις συνθήκες ίδρυσης του Τάγματος των Ναϊτών και την προσωπική ζωή των μεγαλύτερων βασιλέων. Η μετάφραση έγινε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, και σήμερα τα βιβλία του αποτελούν την κυριότερη πηγή γνώσης για τα γεγονότα των Σταυροφοριών και το Βασίλειο των Ιεροσολύμων.

[15] Μέγας Λογοθέτης: αντιστοιχούσε με το αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη ή του Πρωθυπουργού. Σε ορισμένες περιόδους της ιστορίας του βυζαντινού κράτους το αξίωμα αυτό έφερε άλλα ονόματα.

[16] Η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, βρισκόταν στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (τουρκ. Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους, στους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια. Μια από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453Κερκόπορτα ή όπως λεγόταν αλλιώς Ξυλόκερκος πόρτα.

[17] Αποικία των Μεγαρέων του 675 π.Χ.  στη ακτή της Προποντίδας. Βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, της οποίας και ήταν προπύργιο κατά τα βυζαντινά χρόνια. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η Σηλυβρία ήταν γνωστή με την ονομασία  Ευδοξιούπολις, προς τιμήν της Ευδοξίας, συζύγου του αυτοκράτορα Αρκάδιου (395408). Το 479 κατελήφθη από τον Θεοδώριχο Α’ ή Θευδέριχο Α’ τον Μέγα (454-526) των Οστρογότθων, ενώ το  805  από τον  Βούλγαρο ηγεμόνα Κρούμο.(+814). Στα τέλη του 9ου αιώνα, ο αυτοκράτορας  Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος (839-867) έχτισε ένα κάστρο, τα ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, προκειμένου να προστατέψει την πόλη από Σαρακηνούς πειρατές και άλλους εχθρούς. Το 1082, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός  επέτρεψε στους Ενετούς να μετατρέψουν την πόλη σε εμπορική αποικία. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης  το  1261, ο  Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1223 – 1282) μετέφερε στη Σηλυβρία τα οστά του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Κατά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Σηλυβρία ήταν μια από τις λίγες περιοχές που άντεξαν περισσότερο στην οθωμανική πολιορκία, μέχρι και την τελική πτώση της πόλης τον Μάρτιο του 1453.

[18] Τα γλυπτά χρονολογούνται από την κλασική αρχαιότητα και έχουν αποδοθεί στον αρχαίο Έλληνα γλύπτη του 4ου αιώνα Λύσιππο, αν και αυτό δεν είναι ευρέως αποδεκτό.  Αυτό που είναι βέβαιο όμως είναι ότι τα άλογα μαζί με το τέθριππο με το οποίο αποτελούσαν σύνολο βρίσκονταν για πολύ καιρό στον  Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Τα κολάρα στα άλογα προστέθηκαν το 1204 για να καλύψουν τα μέρη όπου είχε κοπεί σε κάθε άλογο το κεφάλι, όταν σύμφωνα με διαταγή του Ερρίκου Δάνδολου μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία, και τοποθετήθηκαν το 1254 στην πρόσοψη πάνω από την είσοδο της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου. Το 1797, ο Ναπολέων αφαίρεσε με τη βία τα άλογα από τη βασιλική και τα μετάφερε στο Παρίσι, όπου ενσωματώθηκαν στο σχεδιασμό της Αψίδας του Θριάμβου του Καρουζέλ μαζί με ένα τέθριππο. Τελικά, τα άλογα επιστράφηκαν το 1815 στη Βενετία από λοχαγό Ντιμαρέσκ.

 

Ιούλιος 2021


Πηγή:https://www.fractalart.gr/i-alosi-tis-konstantinoypolis-apo-toys-stayroforΑνάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.